4/8/08

ΠΑΡΑΝΟΜΗ Η ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΡΕΤΑΝΟΥΣ !


21η Μαΐου 1864. Ο απόηχος των ανατινάξεων των φρουρίων μας από το βρετανικό μηχανικό δεν είχε ακόμη σβήσει, οι πρόγονοί μας όμως ζητωκραύγαζαν στη θέα του ελληνικού στόλου. Για πρώτη φορά, μετά από οκτώ και πλέον αιώνες, στα κερκυραϊκά φρούρια θα κυμάτιζε ελληνική σημαία.
Ήταν μια πολύ περίεργη περίοδος. Οι Κερκυραίοι και οι άλλοι Επτανήσιοι συνειδητοποίησαν ότι επιτέλους βρίσκονταν κοντά στην εθνική ολοκλήρωση μετά την έξωση του Όθωνα από τον ελληνικό θρόνο και την σημαντική ισχυροποίηση των Ριζοσπαστών στην Ιόνια Βουλή. Οι Βρετανοί από την πλευρά τους είχαν αντιληφθεί ότι τα πράγματα δεν μπορούσαν να ανατραπούν. Ήταν, όμως, αποφασισμένοι να μην αφήσουν ένα τόσο ισχυρό φρουριακό συγκρότημα όπως αυτό της Κέρκυρας στα χέρια κάποιας άλλης δύναμης, ούτε ακόμη και σ’ αυτήν την αδύναμη Ελλάδα.
Σε έναν διπλωματικό ελιγμό, η βρετανική κυβέρνηση έστειλε τον λόρδο Gladstone στην Κέρκυρα με σκοπό να διερευνήσει τοπικούς παράγοντες και την Αθήνα για την μετατροπή της Κέρκυρας και των Παξών σε βρετανική αποικία. Υποτίθεται ότι η αποστολή του απέτυχε παταγωδώς, χάρη στην αντίδραση του κερκυραϊκού λαού και της ελληνικής επαναστατικής κυβέρνησης. Κρίνοντας, όμως, από τα τετελεσμένα, μπορούμε πλέον να θεωρούμε πως η αποστολή του Gladstone υπήρξε επιτυχημένη:
Η αποικιοποίηση της Κέρκυρας και των Παξών δεν φαίνεται ιδιαίτερη συνεπής προς την πάγια τότε βρετανική πολιτική της μη εμπλοκής και κατοχής ευρωπαϊκών εδαφών. Το σύμπλεγμα Κέρκυρας-Παξών, στο περιβάλλον της εποχής (ιταλική ενοποίηση – πορεία προς ανατολάς της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας - βαλκανικοί εθνικισμοί) μόνο επιπλοκές μπορούσε να δημιουργήσει στο βρετανικό στέμμα. Ως εκ τούτου, το δίλημμα που τέθηκε σε δεύτερη φάση στους Επτανήσιους και την ελληνική κυβέρνηση «αποικιοποίηση ή κατεδάφιση των φρουρίων», με τελική επιλογή του δευτέρου, φαίνεται πως ήταν ο πραγματικός σκοπός της αποστολής Gladstone.
Παρά ταύτα, η απρόθυμη και σιωπηρή συναίνεση του ελληνικού παράγοντα στην εξουδετέρωση των φρουρίων της Κέρκυρας, ικανά να διασφαλίσουν έλεγχο επί της Αδριατικής, δεν ήταν αρκετή για τους Βρετανούς. Έτσι, από τα τέλη του 1863 και μέχρι τον Μάρτιο του 1864, η βρετανική διπλωματία ακολούθησε παρελκυστική τακτική και, σε συνεργασία κυρίως με τους Αυστριακούς και τους Πρώσους, έφεραν τους Έλληνες προ τετελεσμένου.
Ας πάρουμε όμως, τα πράγματα από την αρχή.
· 26/11/1850. Το πρώτο ψήφισμα της Ιονίου Βουλής για την Ένωση. Διακοπή της συνεδρίασης από τον Αρμοστή.
· 1855. Έκθεση του Αρμοστή Young προς τη βρετανική κυβέρνηση που προτείνει αποχώρηση των Βρετανών από τα Επτάνησα, πλην της Κέρκυρας. Ταυτόχρονα κυκλοφορεί σχετικό πρωτόκολλο στους Επτανησίους πολιτικούς, το οποίο απορρίπτεται.
· 12/11/1858. Ο Young υποβάλλει εκ νέου την πρότασή του στη βρετανική κυβέρνηση. Αποστέλλεται στην Κέρκυρα ο Gladstone. Η έκθεση του Young διαρρέει στον Τύπο και καταδικάζεται από τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις ως επικείμενη πραξικοπηματική ενέργεια των Βρετανών. Διαμαρτυρίες των Κερκυραίων – η βρετανική κυβέρνηση υπαναχωρεί.
· 1861. Ο Βρετανός πρωθυπουργός λόρδος Palmerston προτείνει στον Έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο, Σπυρίδωνα Τρικούπη, την παραχώρηση της Επτανήσου πλην της Κέρκυρας, με την προϋπόθεση ότι η Ελλάς θα εγκαταλείψει τη «Μεγάλη Ιδέα». Απόρριψη των όρων από τον βασιλέα Όθωνα. Στο εξής η Βρετανία χρησιμοποιεί το Επτανησιακό Ζήτημα, το οποίο έχει καταστεί ευρωπαϊκό, για να εκβιάσει την εκθρόνισή του. Στη βρετανική Βουλή η κυβέρνηση δικαιολογεί την εξαίρεση της Κέρκυρας ως αναγκαία …για την προστασία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Στη βρετανική Βουλή και τον τύπο δημιουργείται ρεύμα υπέρ των Επτανησίων.
· 10/10/1862. Έξωση του Όθωνα. Η Βρετανία εμφανίζεται πλέον θετική όσον αφορά την Ένωση, στην προσπάθειά της να επιβάλει μονάρχη της αρεσκείας και της επιρροής της. Ο τότε πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο, Χαρίλαος Τρικούπης που είχε αντικαταστήσει τον πατέρα του, ανακαλείται στην Αθήνα, λόγω …οικονομικής στενότητας της ελληνικής επαναστατικής κυβέρνησης! Ο έλεγχος των εξελίξεων χάνεται πλέον για την Ελλάδα. Η επιστροφή του στη βρετανική πρωτεύουσα τον Νοέμβριο του ίδιου έτους δεν είναι ικανή να ανατρέψει τις εξελίξεις που είχαν στο μεταξύ δρομολογηθεί.
· 8/12/1862. Το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο αποφασίζει την οριστική παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα, χωρίς την αναφορά όρων περί κατεδάφισης των φρουρίων και ουδετερότητας. Ο Χ. Τρικούπης στην έκθεσή του τρεις μέρες αργότερα, όμως, αναφέρει ότι ο Βρετανός ΥΠΕΞ, λόρδος Russell, επιφυλάχτηκε ότι η Βρετανία θα αποφάσιζε σχετικά στο μέλλον. Η κατεδάφιση και η ουδετερότητα που πρότεινε η Βρετανία είχαν δύο κύριους σκοπούς: αφ' ενός διασφάλιζαν για το μέλλον τη δυνατότητα ελέγχου της περιοχής από τον εξαιρετικά ισχυρό βρετανικό στόλο και, αφ’ ετέρου, παρείχε εξασφαλίσεις στην Αυστροουγγαρία ότι τα φρούρια και το νησί της Κέρκυρας δεν θα μπορούσε να καταλάβει άλλη δύναμη, υπονοώντας της νεοσύστατη Ιταλία.
· 1863. Κατά τις διαπραγματεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων διαφαίνεται η δυσπιστία της μιας προς την άλλη και όλων μαζί απέναντι στην Ελλάδα και την Ιταλία. Ως εκ τούτου, προκρίθηκε από όλα τα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια η λύση της κατεδάφισης των φρουρίων και η ουδετεροποίηση της Κέρκυρας και των Παξών. Σημειώνουμε ότι κατά παράβαση της Συνθήκης των Παρισίων (5/11/1815) που όριζε ότι το Ενωμένο Κράτος των Ιονίων νήσων είναι ενιαίο και ανεξάρτητο, δεν επετράπη στους Επτανησίους να συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις.
· 21/9/1863. Η μόνη νομική πράξη που επετράπη στους Επτανησίους, το ψήφισμα, δηλαδή, της Ιονίου Βουλής για την Ένωση, ψηφίστηκε με ενθουσιασμό από την ΙΓ΄ Βουλή σε ειδική συνεδρίαση. Για μία ακόμη φορά, οι Επτανήσιοι διατύπωσαν τον όρο: «Τα φρούρια και τα οχυρώματα της Επτανήσου, κατά την εποχή της Προστασίας, θέλουσι παραδοθή παρά της Αγγλίας εις την Κυβέρνησιν της Α.Μ. του Βασιλέως των Ελλήνων, εις ην κατάστασιν σήμερον ευρίσκονται», κάνοντας μία σημαντική υποχώρηση μην αξιώνοντας επιδιορθώσεις των οχυρωμάτων που οι Βρετανοί είχαν στο παρελθόν αφοπλίσει και κατεδαφίσει ως άχρηστα στον νέο αμυντικό σχεδιασμό (κατά τη διάρκεια της Προστασίας).
· 8/10/1863. Κατόπιν της άρνησης του αρμοστή Storks, να διαβιβάσει τον παραπάνω όρο στη βρετανική κυβέρνηση, ο πρόεδρος της Ιονίου Βουλής, Στ. Παδοβάς, διαβίβασε απ’ ευθείας στη βασίλισσα Βικτωρία παράσταση, στην οποία ξεκαθαρίζει ότι: α) σύμφωνα με την Συνθήκη των Παρισίων (1815) τα φρούρια της Επτανήσου ανήκουν στο Ιόνιο Κράτος, β) με τα άρθρα 5 και 6 της συνθήκης αυτής, το Ιόνιο Κράτος απέδιδε την κατοχή των οχυρωμάτων στα στρατεύματα της Προστασίας, αλλά όχι και την ιδιοκτησία, γ) εκτός από τις δαπάνες που προέβλεπε η παραπάνω συνθήκη να καταβάλει το Ιόνιο Κράτος για τη συντήρηση των οχυρώσεων, η Ιόνιος Βουλή είχε κατά καιρούς εγκρίνει σημαντικά ποσά για την τελειοποίηση των φρουρίων της Κέρκυρας και του Βίδου, στοιχείο που συνηγορεί για τη διατήρηση της ιδιοκτησίας τους από το Ιόνιο Κράτος.
· Ακολουθεί παράσταση της Ιονίου Γερουσίας προς τη βασίλισσα Βικτωρία, στην οποία διατυπώνονται σαφώς λόγοι ιστορικοί και πολιτιστικοί για την μη κατεδάφιση των κερκυραϊκών φρουρίων. Ογδόντα χρόνια πριν την ιδρυτική σύμβαση της UNESCO, οι Επτανήσιοι διατύπωναν διεθνώς την ανάγκη προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς!
· 2/11/1863. Υπογράφεται από τις Μεγάλες Δυνάμεις στο Λονδίνο η σύμβαση για την Ένωση, χωρίς τη συμμετοχή Έλληνα αντιπροσώπου. Το άρθρο 3 προέβλεπε την κατεδάφιση των φρουρίων της Κέρκυρας, κατά την κρίση της βασίλισσας της Αγγλίας!
· 6/3/1864. Στη συνεδρίαση του βρετανικού Κοινοβουλίου, ο βουλευτής Fitzgerald αναφωνεί: «…Ας μου υποδείξει η Κυβέρνηση μία συνθήκη ή όρο οποιασδήποτε συνθήκης σύμφωνα με την οποία η Αγγλία είχε το δικαίωμα να καταστρέψει τα φρούρια… διότι δεν μπορούμε να τα φέρουμε στην αρχική τους κατάσταση»! Παρομοίως, ο βουλευτής Villance υποστηρίζει: «…Αλλά τα φρούρια μπορούν να χρησιμεύσουν και στους Έλληνες. Τίποτα δεν δικαιολογεί την ανάγκη κατεδαφίσεώς τους»!

Η ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ ΚΑΙ Ο ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ

Τον Νοέμβριο του 1863 εστάλη από τη βρετανική κυβέρνηση ο συνταγματάρχης του Μηχανικού Wymm ώστε να κανονίσει τα της κατεδάφισης. Στις 26/12/1863 ο λόρδος Russell διατυπώνει προς τον υπουργό στρατιωτικών κόμη Gray την άποψή του για την έκταση των κατεδαφίσεων: τα φρούρια του Βίδου και του Αβράμη, καθώς και οι επάλξεις του Παλαιού και του Νέου Φρουρίου.
Στα μέσα του Ιανουαρίου του 1864 ξεκίνησαν οι εργασίες κατεδάφισης του φρουρίου του Βίδου και των τειχών και των επάλξεων του φρουριακού συγκροτήματος της πόλης της Κέρκυρας. Η ελληνική κυβέρνηση διαμαρτύρεται για την έναρξη των εργασιών πριν την υπογραφή της τελικής συνθήκης, ο λόρδος Russell, όμως, διαβεβαιώνει ότι οι εργασίες αφορούν μόνο μεταφορά στρατιωτικού υλικού. Στις επίμονες αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης, ο λόρδος Russell απαντά ότι οι κατεδαφίσεις άρχισαν νωρίς λόγω παρανόησης των εντολών του από τον επικεφαλής του βρετανικού μηχανικού στην Κέρκυρα.
Στις 3/2/1864 ο Έλληνας Πρόξενος στην Κέρκυρα, Βιτάλης, αναφέρει προς την κυβέρνηση ότι ο αφοπλισμός συντελείται ήδη, με την μεταφορά πυροβόλων και πολεμικού υλικού 70.000 τόνων. Η ελληνική κυβέρνηση αντιδρά, αν και μάλλον χλιαρά, καθώς η διαπραγματευτική δυνατότητα του Τρικούπη ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη.
Παρά ταύτα, η βρετανική κυβέρνηση αναγκάζεται να αποστείλει στην Κέρκυρα διαταγή παύσης των εργασιών κατεδάφισης και αφοπλισμού στις 28/2/1864. Ήταν όμως πολύ αργά: οι εργασίες είχαν ήδη ολοκληρωθεί

Η ΕΝΩΣΗ

Στις 24 Μαρτίου 1864 στο Λονδίνο υπεγράφη η τελική συνθήκη της Ένωσης από τις Μεγάλες Δυνάμεις και (αυτή τη φορά) τον Έλληνα αντιπρόσωπο Χ. Τρικούπη. Για μία ακόμη φορά, αντιπροσωπεία του «ενιαίου και ανεξάρτητου» Κράτους των Ηνωμένων Ιονίων Νήσων δεν είχε προσκληθεί.
Στις 8 Απριλίου η Συνθήκη επικυρώθηκε από τον Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιο Α΄. Στις 16 Μαΐου αφίκνυται στην Κέρκυρα ο έκτακτος απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης, Θρ. Ζαΐμης, ο οποίος υπογράφει πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής με τον αρμοστή Storks. Στις 21 Μαΐου αποχωρούν και τα τελευταία βρετανικά στρατεύματα και αποβιβάζονται ελληνικά. Μετά από αγώνες δεκαετιών, τα Επτάνησα ενώνονται με τον εθνικό κορμό.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Πέρα από κάθε αμφιβολία, η κατεδάφιση και ο αφοπλισμός των Φρουρίων της Κέρκυρας από τη Βρετανία υπήρξαν παράνομες και επιζήμιες για τον τόπο. Το παράνομο, δε, της υπόθεσης αυτής, υφίσταται τόσο επί του αστικού, όσο και επί του διεθνούς δικαίου.
Επί του αστικού δικαίου:
Α) Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Παρισίων της 5ης Νοεμβρίου 1815, με την οποία ιδρύθηκε το «ανεξάρτητο και ενιαίο Κράτος των Ηνωμένων Ιονίων Νήσων» και αναγνωρίστηκε η Βρετανική Προστασία επ’ αυτού, προβλεπόταν ότι η κυριότητα των οχυρωμάτων των νησιών θα παρέμενε στο Ιόνιο Κράτος.
Β) Με τα άρθρα 5 και 6 της συνθήκης παραχωρούταν η χρήση των οχυρωμάτων στη βρετανική πλευρά, μόνο για τις ανάγκες της Προστασίας. Κατά λέξη, τα παραπάνω άρθρα κάνουν λόγο για «κατάληψη» των οχυρωμάτων και άλλων σημείων. Πουθενά στο κείμενο της Συνθήκης δεν αναφέρεται μεταβίβαση της κυριότητας.
Γ) Διατηρώντας το δικαίωμα της κυριότητας επί των οχυρωμάτων, το Ιόνιο Κράτος κατέβαλε καθ’ όλη τη διάρκεια της Προστασίας σημαντικά ποσά για τη συντήρηση και την επέκτασή τους, υπερβαίνοντας μάλιστα τα ποσά που ορίζονταν από τη συνθήκη των Παρισίων με έκτακτες εισφορές. Από το 1818 έως το 1834 το Ιόνιο Κράτος είχε καταβάλει 191.850 λίρες στερλίνες για τη συντήρηση και την επέκταση των οχυρώσεων. Από το 1839 και μέχρι το 1864 οι δαπάνες της συντήρησης ενσωματώθηκαν σ’ αυτήν της μισθοδοσίας της βρετανικής φρουράς και ανερχόταν σε 25.000 λίρες ετησίως, δηλ. σε συνολικά 625.000 λίρες, από τις οποίες δεν μπορούμε επί του παρόντος να προσδιορίσουμε το μέρος που δαπανήθηκε για τη συντήρηση.
Δ) Ο αφοπλισμός των κερκυραϊκών φρουρίων συντελέστηκε με την απομάκρυνση 70.000 τόνων πυροβόλων και πολεμικού υλικού (κατά την εκτίμηση του Έλληνα Προξένου). Όπως, όμως, πολύ σωστά είχε επισημάνει ο Έλληνας ΥΠΕΞ, Π. Δεληγιάννης, όταν οι Βρετανοί αποβιβάστηκαν στα Επτάνησα, βρήκαν μεγάλες ποσότητες πυροβόλων και πολεμικού υλικού. Ο περαιτέρω εξοπλισμός και εκσυγχρονισμός τους βάρυνε σημαντικά και το Ιόνιο Κράτος, συμπεριλαμβανόμενος στις δαπάνες για τα βρετανικά στρατεύματα (1.090.527 λίρες από το 1818 έως το 1864), στις οποίες συγκαταλέγεται ποσό 18.970 λιρών για «σιδηρά κανόνια» και ανταλλακτικά, μόνο για την περίοδο 1818-1834.
Επί του Διεθνούς Δικαίου, η παρανομία συνίσταται στα εξής:
Α) Η συνθήκη των Παρισίων (1815) προέβλεπε ότι το Ιόνιο Κράτος δεν μπορούσε να έχει διπλωματικές επαφές με άλλες δυνάμεις, παρά μόνο μέσω της προστάτιδας Δύναμης. Δεν προέβλεπε, όμως τη διεθνή διαπραγμάτευση του καθεστώτος του «ενιαίου και ανεξάρτητου» Ιόνιου Κράτους από την προστάτιδα Δύναμη χωρίς την παρουσία Ιόνιου αντιπροσώπου.
Β) Όπως ελέχθη από Βρετανούς βουλευτές, καμία συνθήκη δεν έδινε το δικαίωμα στη Βρετανία να καταστρέψει περιουσία του Ιόνιου Κράτους.
Γ) Η κατεδάφιση και ο αφοπλισμός των κερκυραϊκών φρουρίων πραγματοποιήθηκε πριν την υπογραφή και επικύρωση της τελικής Συνθήκης (Μάρτιος 1864).
Δ) Προϋπόθεση που προέκυπτε από τις Διεθνείς Συνθήκες για την Ένωση, ήταν το σχετικό Ψήφισμα της Ιονίου Βουλής. Στο κείμενο, όμως, του ψηφίσματος, υπήρχε και ο όρος της παράδοσης των οχυρωμάτων στην υφιστάμενη κατάσταση (Σεπτέμβριος 1863). Η μη ικανοποίηση του όρου αυτού του ψηφίσματος εγείρει ζήτημα για τη νομιμότητα και εγκυρότητα της τελικής Συνθήκης του Μαρτίου του 1864.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, καταλήγουμε στο ότι η κατεδάφιση και ο αφοπλισμός των κερκυραϊκών φρουρίων από τη Βρετανία το 1864 συνιστά:
· Καταστροφή της τοπικής και ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.
· Καταστροφή ξένης περιουσίας.
· Κλοπή ξένης ιδιοκτησίας (αφοπλισμός-μεταφορά πολεμικού υλικού σε βρετανικό έδαφος).
· Παραβίαση διεθνών συνθηκών εις βάρος ανεξαρτήτου κράτους.

Η βρετανική Προστασία, παρά τα προβλήματα και τις αντεγκλήσεις που παρουσιάστηκαν κατά την ισχύ της, άφησε πολύ θετικά αισθήματα στον ντόπιο πληθυσμό. Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα της καταστροφής των οχυρωμάτων, τα οποία οι Κερκυραίοι αισθάνονταν ως το ενδοξότερο μνημείο της ιστορίας τους, σκίασε το τέλος της πολιτικής σύνδεσης των δύο λαών με μία πικρία η οποία υποβόσκει ακόμα.
Τα Φρούρια της Κέρκυρας δεν αποτελούν μνημείο μόνο τοπικής σημασίας. Στις επάλξεις τους αγωνίστηκαν χιλιάδες άνδρες, Έλληνες, Αλβανοί, Δαλματοί, Ιταλοί, Μαλτέζοι, Ισπανοί, Πορτογάλοι, Γερμανοί, Γάλλοι, Ρώσοι, Ολλανδοί κ.α. Τα τείχη τους κόσμησαν προσωπικότητες πανευρωπαϊκού βεληνεκούς, όπως ο Στρατάρχης Φον Σούλεμπουργκ, ο Ναύαρχος Ουσακώφ κ.α. Γι’ αυτούς τους λόγους η αποκατάσταση των μνημείων και η επανόρθωση των καταστροφών που υπέστησαν πριν από 142 χρόνια, βαρύνει από κοινού τους Κερκυραίους και γενικά τους Έλληνες, τους Βρετανούς και όλους τους Ευρωπαίους τόσο σε επίπεδο πολιτών, όσο και σε επίπεδο κυβερνήσεων.
Στο παρελθόν οι συνθήκες δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο. Η σύγχρονη Ευρώπη και το κοινό ευρωπαϊκό αίσθημα δικαίου, όμως, επιτάσσουν την ανάληψη πρωτοβουλιών από τους πολίτες και των ευθυνών που τους αναλογούν από τις κυβερνήσεις. Στο πεδίο αυτό είναι απαραίτητη η συνεργασία της Βρετανίας, η οποία καλείται από την Ιστορία να επανορθώσει τις ατυχείς πολιτικές του παρελθόντος.
Η υπόθεση που παρουσιάσαμε δεν συνιστά απόπειρα εκβιασμού ή καταδίκης της Βρετανίας, αλλά προσπάθεια επανόρθωσης μιας αδικίας, με μοναδικό σκοπό τη διάσωση ενός πανευρωπαϊκού μνημείου. Ας μην ξεχνούμε ότι τα φρούριά μας, απετέλεσαν για αιώνες κυματοθραύστη απέναντι στις Οθωμανικές επιθέσεις, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε σήμερα.

Σ.τ.Σ. Η σύνταξη του παρόντος άρθρου στηρίχθηκε κυρίως στην εξαιρετική εργασία του Η. Τησαρχόντου (Τησαρχόντου Ηλίας, Τα Φρούρια της Κέρκυρας, Κέρκυρα 1979) και τη μελέτη του Γ. Χυτήρη (Χυτήρης Γεράσιμος, Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 1988), καθώς και τα πρωτότυπα κείμενα των Συνθηκών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΑΙ Η ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΑΚΤΗ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟΥ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ.