Η εντύπωση που έχουν οι περισσότεροι για τον τοπικό κερκυραϊκό πολιτισμό είναι ότι, μετά την προσχώρηση του νησιού στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, αυτός εξελίχθηκε ξεχωριστά από την υπόλοιπη τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, απεμπολώντας, εν πολλοίς, το βυζαντινό του παρελθόν και υιοθετώντας δυτικά πρότυπα.
Όπως, όμως, αποκαλύπτεται από την ιστορική και λαογραφική έρευνα, ο κερκυραϊκός λαός, και μάλιστα αυτός της υπαίθρου, ουδέποτε απεμπόλησε το βυζαντινό του παρελθόν, αλλά μέχρι την επικράτηση του ισοπεδωτικού νεοελληνικού πολιτιστικού συγχρωτισμού από τα τέλη του 19ου αιώνα, διατήρησε ζωντανό το «ρωμαίικο» πνεύμα.
Τούτο είναι εμφανές και στην εργασία του κ. Ν. Πακτίτη «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια», όπου μεγάλο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνουν ακριτικά δημώδη τραγούδια και παραλλαγές τους. Βεβαίως, το γεγονός ότι οι καταγραφές αυτές προέρχονται από συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν τον 20ο αιώνα, αφήνει κάποιες αμφιβολίες για τη διαρκή παρουσία αυτών των τραγουδιών στην τοπική μουσική παράδοση σε παλαιότερες εποχές.
Αυτές τις αμφιβολίες έρχεται να καταρρίψει η πρόσφατη ανακάλυψη του κ. Σπ. Τζήλιου. Ο ερευνητής, μελετώντας το συμβολαιογραφικό βιβλίο του νοταρίου Κληματιάς Μανώλη Βασιλάκη (1694), ανακάλυψε σε δύο κενές σελίδες στο εσωτερικό του το παρακάτω όψιμο βυζαντινό δημοτικό τραγούδι:
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΠΛΕΗΣ[1]
Ηστης στόσες του Μαγηου επιστισεν ο νάνος[2], και / παλκαρηά μανονέ[3] Γουργαρους και Αρβανητες, ηστης ιζ΄(17) της / Γουργαρηά καλε[ι ε]κατο Αρβανήτες, μετρηοντε το Τουρκο/μανηον[4] και ληπουν γ΄(3) χηληαδες, μετρηοντε και η Αμαβρανη και ληπί ενας λεβεντης, και κηνος εκαληγονέ στου/ φε[γ]καρηού τη φεκης, και ο Τουρκός ηταν μπορος[5] και το λεβέ/[ν]τη πιενη, τον επιακε τον εζεψε με το αγρηον βουβα/λη, οθηταν λασπες και νερά ετραβα το βουβαλη, οθηταν / ραχες και βουνα ετραβα ο λεβε[ν]της, ο [ε]βγενης ο Βασηληας και ο Χαμπλεης από ψηλο απαλατι, μορε τι κανης χαμπλεη σκοτο/νης το βουβαλη, που το βουβαλη εχη ψηχη και ση ψηχη δεν εχης / αλημονο σεμενανε και καταλην μεγαλη, που το βουβαλη / [εχη ψηχη] και γο ψηχη δεν εχο. Τα χερηα του ετε[ν]τοσεν, τα χερια [του] τεντονη / κανη τες ζεβλες τρηματα και το ζηγο μπουκουνηα / χηληη πεζη τον τρεξανε, χηληη καβαλ[αρ]αιη, ο εβγενης και ο Χαμπλεης από ψηλο απαλα[τι] / μορε που πατε αριζικη κακου κερου γραμενη, και καμο στρεμ[μ]α προς εσαε και χας[ο την] / ψηχη μου[;], να καμο μαναδες δηχος ηους γηνεκες δηχος α[ν]τρες, και καμο τα μ[ηκρα πε]/δηα και δεν εχουν[ε] ταταδες[;]
Το παραπάνω τραγούδι έχει αρκετά μπερδεμένους στίχους, κακή ορθογραφία και λανθασμένο τονισμό. Από την ανάγνωση του πρωτοτύπου, είναι σαφές ότι ο νοτάριος βιαζόταν να καταγράψει το παραπάνω τραγούδι, όπως και εκείνο του πιστικού που δημοσιεύσαμε την προηγούμενη εβδομάδα[6]. Ο τονισμός, όπου υπάρχει, ακολουθεί απλώς τον επιτονισμό του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στον οποίο είναι γραμμένο το τραγούδι.
Παρά την ασάφεια των μπερδεμένων του στίχων, είναι αρκετά σαφές ότι το τραγούδι αναφέρεται στην κατάκτηση των Βαλκανίων από τους Οθωμανούς Τούρκους: οι Τούρκοι έχουν τεράστιες απώλειες στη μάχη, αλλά κατορθώνουν να αιχμαλωτίσουν έναν λεβέντη Αρβανήτη, στον οποίο συμπεριφέρονται χειρότερα και από ζώο. Αξίζει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι οι Αρβανήτες θεωρούνταν ως οι καλύτεροι πολεμιστές στα νότια Βαλκάνια εκείνην την περίοδο, και για τούτο οι Βυζαντινοί τους επιστράτευαν σε μεγάλους αριθμούς κατά τους αγώνες τους κατά των Τούρκων. Στο τέλος ο λεβέντης αγανακτεί, σπάει τα δεσμά του και ετοιμάζεται για τον ύστατο αγώνα για την ελευθερία του.
[1] Ο τίτλος έχει τεθεί από τον κ. Σπ. Τζήλιο.
[2] Νάνος: άγνωστης σημασίας. Πιθ. Αρβανήτικο όνομα, ή μυθικό πρόσωπο.
[3] Μανονε: μάλλον πρόκειται για λάθος του νοταρίου, πιθ. «μάζονε».
[4] Τουρκομανηον: υποτιμητικά οι Τουρκομάνοι άτακτοι στρατιώτες των Οθωμανών.
[5] Μπορος: δυνατός, ικανός να τον ζέψει, ή έμπορος που ταξίδευε με το κάρο του και κέρδιζε εις βάρος του λεβέντη.
[6] Το τραγούδι του πιστικού το εντόπισε ο κ. Σπ. Τζήλιος σε μεταγενέστερη τοπική παραλλαγή από τους Αρκαδάδες της βόρειας Κέρκυρας.
Όπως, όμως, αποκαλύπτεται από την ιστορική και λαογραφική έρευνα, ο κερκυραϊκός λαός, και μάλιστα αυτός της υπαίθρου, ουδέποτε απεμπόλησε το βυζαντινό του παρελθόν, αλλά μέχρι την επικράτηση του ισοπεδωτικού νεοελληνικού πολιτιστικού συγχρωτισμού από τα τέλη του 19ου αιώνα, διατήρησε ζωντανό το «ρωμαίικο» πνεύμα.
Τούτο είναι εμφανές και στην εργασία του κ. Ν. Πακτίτη «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια», όπου μεγάλο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνουν ακριτικά δημώδη τραγούδια και παραλλαγές τους. Βεβαίως, το γεγονός ότι οι καταγραφές αυτές προέρχονται από συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν τον 20ο αιώνα, αφήνει κάποιες αμφιβολίες για τη διαρκή παρουσία αυτών των τραγουδιών στην τοπική μουσική παράδοση σε παλαιότερες εποχές.
Αυτές τις αμφιβολίες έρχεται να καταρρίψει η πρόσφατη ανακάλυψη του κ. Σπ. Τζήλιου. Ο ερευνητής, μελετώντας το συμβολαιογραφικό βιβλίο του νοταρίου Κληματιάς Μανώλη Βασιλάκη (1694), ανακάλυψε σε δύο κενές σελίδες στο εσωτερικό του το παρακάτω όψιμο βυζαντινό δημοτικό τραγούδι:
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΠΛΕΗΣ[1]
Ηστης στόσες του Μαγηου επιστισεν ο νάνος[2], και / παλκαρηά μανονέ[3] Γουργαρους και Αρβανητες, ηστης ιζ΄(17) της / Γουργαρηά καλε[ι ε]κατο Αρβανήτες, μετρηοντε το Τουρκο/μανηον[4] και ληπουν γ΄(3) χηληαδες, μετρηοντε και η Αμαβρανη και ληπί ενας λεβεντης, και κηνος εκαληγονέ στου/ φε[γ]καρηού τη φεκης, και ο Τουρκός ηταν μπορος[5] και το λεβέ/[ν]τη πιενη, τον επιακε τον εζεψε με το αγρηον βουβα/λη, οθηταν λασπες και νερά ετραβα το βουβαλη, οθηταν / ραχες και βουνα ετραβα ο λεβε[ν]της, ο [ε]βγενης ο Βασηληας και ο Χαμπλεης από ψηλο απαλατι, μορε τι κανης χαμπλεη σκοτο/νης το βουβαλη, που το βουβαλη εχη ψηχη και ση ψηχη δεν εχης / αλημονο σεμενανε και καταλην μεγαλη, που το βουβαλη / [εχη ψηχη] και γο ψηχη δεν εχο. Τα χερηα του ετε[ν]τοσεν, τα χερια [του] τεντονη / κανη τες ζεβλες τρηματα και το ζηγο μπουκουνηα / χηληη πεζη τον τρεξανε, χηληη καβαλ[αρ]αιη, ο εβγενης και ο Χαμπλεης από ψηλο απαλα[τι] / μορε που πατε αριζικη κακου κερου γραμενη, και καμο στρεμ[μ]α προς εσαε και χας[ο την] / ψηχη μου[;], να καμο μαναδες δηχος ηους γηνεκες δηχος α[ν]τρες, και καμο τα μ[ηκρα πε]/δηα και δεν εχουν[ε] ταταδες[;]
Το παραπάνω τραγούδι έχει αρκετά μπερδεμένους στίχους, κακή ορθογραφία και λανθασμένο τονισμό. Από την ανάγνωση του πρωτοτύπου, είναι σαφές ότι ο νοτάριος βιαζόταν να καταγράψει το παραπάνω τραγούδι, όπως και εκείνο του πιστικού που δημοσιεύσαμε την προηγούμενη εβδομάδα[6]. Ο τονισμός, όπου υπάρχει, ακολουθεί απλώς τον επιτονισμό του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στον οποίο είναι γραμμένο το τραγούδι.
Παρά την ασάφεια των μπερδεμένων του στίχων, είναι αρκετά σαφές ότι το τραγούδι αναφέρεται στην κατάκτηση των Βαλκανίων από τους Οθωμανούς Τούρκους: οι Τούρκοι έχουν τεράστιες απώλειες στη μάχη, αλλά κατορθώνουν να αιχμαλωτίσουν έναν λεβέντη Αρβανήτη, στον οποίο συμπεριφέρονται χειρότερα και από ζώο. Αξίζει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι οι Αρβανήτες θεωρούνταν ως οι καλύτεροι πολεμιστές στα νότια Βαλκάνια εκείνην την περίοδο, και για τούτο οι Βυζαντινοί τους επιστράτευαν σε μεγάλους αριθμούς κατά τους αγώνες τους κατά των Τούρκων. Στο τέλος ο λεβέντης αγανακτεί, σπάει τα δεσμά του και ετοιμάζεται για τον ύστατο αγώνα για την ελευθερία του.
[1] Ο τίτλος έχει τεθεί από τον κ. Σπ. Τζήλιο.
[2] Νάνος: άγνωστης σημασίας. Πιθ. Αρβανήτικο όνομα, ή μυθικό πρόσωπο.
[3] Μανονε: μάλλον πρόκειται για λάθος του νοταρίου, πιθ. «μάζονε».
[4] Τουρκομανηον: υποτιμητικά οι Τουρκομάνοι άτακτοι στρατιώτες των Οθωμανών.
[5] Μπορος: δυνατός, ικανός να τον ζέψει, ή έμπορος που ταξίδευε με το κάρο του και κέρδιζε εις βάρος του λεβέντη.
[6] Το τραγούδι του πιστικού το εντόπισε ο κ. Σπ. Τζήλιος σε μεταγενέστερη τοπική παραλλαγή από τους Αρκαδάδες της βόρειας Κέρκυρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου