Μπορεί, όπως αναφέραμε και στη στήλη της προηγούμενης εβδομάδας, να μην αναπτύχθηκε στην Κέρκυρα ισχυρή μεταποιητική βιοτεχνία, το εμπόριο, όμως, ανθούσε καθ’ όλη την περίοδο της Βενετοκρατίας μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Το λιμάνι και κατ’ επέκταση η αγορά της Κέρκυρας υπήρξαν οι παράγοντες που οδήγησαν στην ανάπτυξη της ίδιας της πόλης. Από τον πρώιμο Μεσαίωνα και μέχρι τους πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετίας, οι πόλεις με τη μορφή που είχαν κατά την Αρχαιότητα (η οποία δεν διαφέρει πολύ από τη σημερινή, όσον αφορά τον οικονομικό τους χαρακτήρα και τη θέση τους στον ανθρωπογεωγραφικό χάρτη) έπαψαν σχεδόν να υπάρχουν.
Ο τυπικός μεσαιωνικός αστικός οικισμός χαρακτηριζόταν από τον μικρό του πληθυσμό ως αποτέλεσμα των περιορισμών που έθετε ο απαραίτητος τειχισμός, και εξυπηρετούσε κυρίως ως έδρα της διοίκησης της επαρχίας ή επισκοπής.
Από τον 11ο αιώνα κι έπειτα, όμως, παρατηρείται ανάπτυξη του εμπορίου, ως αποτέλεσμα των Σταυροφοριών που άνοιξαν νέους εμπορικούς διαύλους με την Ανατολή, και της εφαρμογής νέων καλλιεργητικών τεχνικών, οι οποίες οδήγησαν στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής, και ως εκ τούτου την εμφάνιση πλεονάσματος, το οποίο διοχετεύθηκε στο εμπόριο.
Ο Βέλγος ιστορικός Ανρί Πιρέν, υποστήριξε ότι οι πόλεις όπως εμφανίστηκαν κατά τον ύστερο Μεσαίωνα (11ος-15ος αι.), υπήρξαν αποτέλεσμα της εγκατάστασης εμπόρων γύρω από τα τείχη των μεσαιωνικών πόλεων, εξ αιτίας του διαμετακομιστικού εμπορίου. Οι εμπορικοί αυτοί οικισμοί ενσωματώθηκαν τελικά στον παλιό οικιστικό ιστό, μετά τον περιτειχισμό τους.
Αντίθετα, ο Ιταλός Κάρλο Τσιπόλα, υποστήριξε ότι οι πόλεις αναπτύχθηκαν λόγω της εισροής σε αυτές κατοίκων της υπαίθρου, λόγω των φοροαπαλλαγών και των προνομίων που απολάμβαναν οι πόλεις.
Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο θεωρίες ισχύουν όσον αφορά στην ανάπτυξη της πόλης της Κέρκυρας. Ο μεσαιωνικός οικισμός, κτισμένος από τους Βυζαντινούς, βρισκόταν στο σημερινό Παλαιό Φρούριο. Από τον 13ο περίπου αιώνα αναπτύσσεται το «εξωπόλιον» ή «εμπόρειον» στην περιοχή του Καμπιέλου και του «Εβραιοβουνίου» (περιοχή της Παναγίας Σπηλαιότισσας). Η αρχικά εμπορική εγκατάσταση εξαπλώνεται και φτάνει στην πιο δυναμική της ανάπτυξη μετά τον τειχισμό της στα τέλη του 16ου αιώνα, οπότε παίρνει περίπου τη μορφή που γνωρίζουμε (Παλιά Πόλη), με σημείο αναφοράς το εμπορικό (Παλιό) Λιμάνι.
Στην πόλη αυτή, εκτός από τα δημόσια κτίρια και τα αρχοντικά των Κερκυραίων αριστοκρατών, κυρίαρχη είναι η θέση των εμπορικών καταστημάτων. Τα τελευταία μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: α) τα καταστήματα διαμετακομιστικού εμπορίου, και β) τα καταστήματα του εγχώριου εμπορείου.
Τα καταστήματα του διαμετακομιστικού εμπορίου αποτελούσαν κέντρα προώθησης προϊόντων κυρίως από την Κέρκυρα και τις ηπειρωτικές της κτήσεις (Βουθρωτό, Σαγιάδα, Πάργα) προς τη Βενετία, καθώς και σταθμούς προϊόντων από τις ελληνικές περιοχές εν γένει.
Τα καταστήματα του εγχώριου εμπορίου ασχολούνταν με τη διάθεση ντόπιων και εισαγόμενων προϊόντων στους κατοίκους της πόλης και της υπαίθρου της Κέρκυρας. Αυτά αποτελούσαν (δίπλα στις οικονομικές σχέσεις εξάρτησης γαιοκτημόνων κατοίκων της πόλης και γεωργών της υπαίθρου) έναν ακόμα πυλώνα της υπεροχής της πόλης έναντι των χωριών του νησιού, αφού οι Κερκυραίοι χωρικοί διοχέτευαν σ’ αυτά τα χρήματά τους.
Τα εμπορικά καταστήματα ονομάζονταν «εργαστήρια» ή «αργαστήρια», όρος που επιβίωσε μέχρι σχετικά πρόσφατα στο τοπικό ιδίωμα. Οι ιδιοκτήτες τους αποκόμιζαν σημαντικά ποσά από αυτά, και πολλοί ήταν οι «αργαστηριαραίοι» που αποφάσιζαν κάποια στιγμή να ασχοληθούν με το υπερπόντιο εμπόριο σε μια προσπάθεια να αυξήσουν τα κέρδη τους και να ανέλθουν κοινωνικά.
Μια τέτοια περίπτωση συναντάμε στο παρακάτω έγγραφο, μαζί με την απογραφή ενός τυπικού «εργαστηρίου» της εποχής.
ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ (16ος αι.)
αφξβ΄ (1562) ημέρα ια΄(11) του Νοεμβρίου μηνός, έσωθεν εργαστηρίου κυρ Νικολάου Βέργη εν τω εξωπόλω των Κορυφών εις την περιοχήν του Αγίου Λαζάρου. Επειδή ο παρών και ρηθείς κυρ Νικόλαος Βέργης βούλεται αποδημήσαι εκ της παρούσης Πόλεως και απέλθει εν ετέρω τόπω ένεκα τούτου την σήμερον συνεφώνησεν μετά του παρώντος κυρ Στηλιανού Λαδικού και επαράδωσε προς αυτόν το εργαστήριον αυτού όπερ εστί πλησίον και σύνεγγυς κελίων των αδυνάτων μετά των παντίων πραγμάτων αυτού ως κάτωθεν: Και πρώτον κασέλες τρεις, μία μεγάλη και δύο μικρότεραις, μπάνκους δύο, ο ένας μεγάλος και μικρούς ενέα, ξέστες δύο μεγάλες ελαδικαίς και μία της μέτρας, τρυγήτικους μεγάλους κενούριους τρεις και έτερους τρεις παλαιούς, δύσκους μεγάλους και μικρούς ενέα, ακόμη και τον δύσκον του λαδιού με μέτραις τρεις με ένα χωνί και με την κανάταν του, ένα στατέριον μεγάλον σικόνη λήτριας χοντραίς 261, τυρομάχαιρα δύο το ένα μεγάλο και ένα μικρόν, μπελάτζα μία του μπάνκου με ταις λήτραις της, ήγουν λήτριας δύο και ουγγιαίς τρεις, ακόμη και το μέτρο όπου μετρούν τα όσπρια ήγουν το πηνάκηον, ακόμη ταύλαις δύο, μία όπου βάνουν τα όσπρια έξω και η έτερη όμοια, μία κανικία όπου βάνουν τα τορνέσια και μία σκάτουλα μικρή καρίτζηνη, ακόμη αλάτι άσπρο αλησάχνη μόδια τρία εις σακιά και εις βαρέλια. Και όταν έλθη Θεού δεδοκούντος ο ρηθείς κυρ Νικόλαος εις την παρούσα Πόλη από εκεί όπου μέλλει να υπάγη, να του επιστρέφει ο ειρημένος κυρ Στηλιανός όλλα τα άνωθεν πράγματα του εργαστηρίου και το εργαστήριο έξω από το αλάτι, ως άνωθεν. Ακόμη επαράδωσεν αυτού βαρέλια ευκερός μεγάλα των σαρδελάδωνε επτά και έτερα τρία μικρά της τουνήνας, οποία να τα πουλήση ο ρηθείς κυρ Στηλιανός εις λογαριασμόν του ρηθέντος κυρ Νικολάου, ακόμη και έτερα βαρέλια τρία γιομάτα ρετζήνη, τα οποία εάν τα ζητήση ο κυρ Νικόλαος ο Γυρομεριάτης να του τα δώση ειρημένος Στηλιανός. Ακόμη σαπούνι σουλιάνικο λύτριας τριάκοντα εξ, το οποίο το έκαμαν προν μερτικά επτά την κάθε λύτρα, ακόμη καναβούριο μουζούριον ένα ήμισι άσπρα τριάκοντα έξ, λαθήρια μουζούριον ένα άσπρα δεκαπέντε, φακές μουζούρια δύο άσπρα είκοσι, εις ληνάρι άσπρα οκτώ, εις κουκιά και εις δύο κομάτια σκαλιανά, και ένα δέρμα αλώπεκος άσπρα δεκαπέντε, εις τζουκάλια μικρά και μεγάλα άπσρα εκατό και εις ένα καρατέλο μικρό ξήδι ξέστες τρεις άσπρα 18, ένα κομάτι σκυνή χοντρό και σφυρίδες αλατιάρικες τέσερεις άσπρα 10, ακόμη έδωσε αυτού και βαρέλια οκτώ γιομάτα σαρδέλαις οποία τα επλήρωσε ειρημένος κυρ Στηλιανός ως καθώς φένεται εις το ινστρουμέντο αυτού εις τα πράξεις εμού και όταν τα πουλήση ο ειρημένος κυρ Στηλιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου