Ο Οκτώβριος, κατά τον οποίο είχε διεξαχθεί η Ναυμαχία της Ναυπάκτου, είναι ένας μήνας που φέρνει στο νου τις γαλέρες. Τις ταλαιπωρίες, τα μαστιγώματα, την εξάντληση, τις ασθένειες και τις μάχες που κόστισαν τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους από τα νησιά μας και τις επάκτιες ελληνικές περιοχές.
Παρά το ότι από τον 15ο αιώνα το πυροβόλο άρχισε να κερδίζει σταδιακά έδαφος, η επικράτησή του καθυστέρησε αρκετά, ιδίως σε ότι αφορούσε στη διεξαγωγή του πολέμου στη θάλασσα. Η καινοτομίες στην πλοηγική και τη ναυπηγική μπορεί να έφεραν την καραβέλα και άλλους τύπους εξοπλισμένων με πυροβόλα πλοίων, αλλά οι ναυμαχίες εξακολούθησαν για αιώνες να κρίνονται από τα ρεσάλτα και τις μάχες σώμα με σώμα.
Ιδίως στην κλειστή θάλασσα της Μεσογείου, τα βαρέα ιστιοφόρα δεν επεκράτησαν παρά μετά τα μέσα του 18ου αιώνα. Μέχρι τότε τα πολεμικά ναυτικά των μεσογειακών χωρών στηρίζονταν στα κωπήλατα πλοία: τις γαλέρες και τις γαλεάσσες. Οι μικρές αποστάσεις ευνοούσαν τα πλοία αυτά, ενώ το γεγονός ότι μπορούσαν να κινηθούν με σχετική άνεση ακόμη και σε περιπτώσεις άπνοιας, τους έδινε ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Με τι κόστος, όμως!
Οι άνδρες που αποτελούσαν την κινητήριο δύναμη των πολεμικών υπόκειντο σε τρομερές ταλαιπωρίες, κωπηλατώντας για μέρες, διανύοντας τεράστιες αποστάσεις. Η εξάντληση σε συνδυασμό με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και το φτωχό φαγητό, προξενούσε τεράστιες απώλειες στις τάξεις τους, οι οποίες, σύμφωνα με κάποιες πηγές, μπορούσαν να φτάσουν ακόμη και το 80-85%!
Ως κωπηλάτες στις βενετικές γαλέρες υπηρετούσαν μουσουλμάνοι σκλάβοι, κατάδικοι, κληρωτοί από τις υπερπόντιες κτήσεις, καθώς και κάποιοι μισθοφόροι, οι οποίοι είτε επειδή κυνηγούσαν την περιπέτεια, είτε γιατί είχαν ανάγκη τα χρήματα, εξέθεταν τον εαυτό τους στις συνθήκες που περιγράψαμε παραπάνω.
Λαμβάνοντας υπόψιν αυτές ακριβώς τις συνθήκες, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε τους λόγους που οδηγούσαν πολλούς από τους φτωχούς κωπηλάτες να λιποτακτήσουν, παρά τις αυστηρότερες ποινές που αντιμετώπιζαν κατόπιν. Ακόμη και οι μισθοφόροι μπορεί να εγκατέλειπαν το πόστο τους στον πάγκο και τα νομίσματα που θα γέμιζαν το πουγκί τους προκειμένου να σώσουν την υγεία και τη ζωή τους.
Μια τέτοια περίπτωση εντοπίζουμε στην παρακάτω συμβολαιογραφική πράξη συμβιβασμού από τη βόρεια Κέρκυρα.
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟ ΛΙΠΟΤΑΚΤΗ (17ος αι.)
1636, ημέρα 10 του Αυγούστου. Έσοθεν ηκίας του κυρ Ιωάννου Ρέβη, ης το χωρίον του Αγήου Αθανασήου. Επιδή και ο Μηκέλης Ληβαδιότις εκ το άνοθεν χορίο ήχε κορδάρη[1] να πάγη ης το κάτεργο του Ευγενή Βενετίον κυρ Τζαναληβήζε Μπάλμπι, και έλαβε τορνέσια[2] από τον άνοθεν άρχον και έπιτα έφηγε από το αυτό κάτεργο, και ήλθαν την σήμερον ο Š ΚαποΤζόρτζης με ετέρους σκαπούλους[3] του άνοθεν κατέργου[4], διά να έβρουν και πηάσουν τον άνοθεν Μηκέλη. Και επηδή δεν ήβραν αυτόν, ήθελαν να πιάσουν τον παρόντα κηρ Ανδρέα Μουμούρη, πεθερός του άνοθεν Μηκέλη. Και ενεφανήστη η παρούσα κηράτζα Ελένη και επαρακάλεσε τον άνοθεν Š Κάπο ώτι να ήθελε αφήση τον άνοθεν κηρ Αντρέα και ώτι ήθελε εβρεθή δεμπετώρος[5] ο άνοθεν Μηκέλης του άνοθεν Άρχον, να ήθελε πληρόση αυτή. Και την σήμερον, θεληματικός τρόπου, η άνοθεν και παρόντες κηράτζα Ελένη και κηρ Αντρέας, και αυτή ομού και ινσόλδου[6], ωμπληγάροντε[7] ώτι διά το αυτό δέμπιτο[8] όπου ήθελε εβρεθή του αυτού Μηκέλη, υπόσχονται να του δόσουν του άνοθεν Κάπου δια όλον τον μήνα τον Δικέμβρηον 1636 τόσο λάδι καθαρό ης την φονήν[9]…
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Μ 246
Ο Μικέλης Λιβαδιώτης, πιεζόμενος, προφανώς από την ανέχεια, αποφάσισε να μπαρκάρει με τη γαλέρα του Σιορ Μπάλμπι, ως κωπηλάτης. Η γαλέρα ήταν μάλλον ιδιωτική, κουρσάρικη ή ενταγμένη στον στόλο, όπως συνηθιζόταν τότε, και πρέπει να συμμετείχε στις επιχειρήσεις για την άμυνα της Κρήτης, σε έναν αργό αλλά πεισματώδη πόλεμο που είχε αρχίσει από τη δεκαετία του 1620.
Ο Μικέλης κουράστηκε, εξαντλήθηκε από τη σκληρή εργασία και τη λιγοστή γαλέτα, το «μπισκότο» που έτρωγε. Για δεκάδες, εκατοντάδες μίλια καθόταν στον πάγκο του γυμνός και τραβούσε το κουπί με άλλους τρεις, οι οποίοι μπορεί να ήταν ξένοι ή κατάδικοι, ή πολύ αδύναμοι με αποτέλεσμα να τον επιβαρύνουν. Έλαμνε και σκεφτόταν το χωριό του στην Κέρκυρα, τη γυναίκα του που είχε αφήσει πίσω. Και κάποτε αποφάσισε ότι τα χρήματα δεν άξιζαν άλλες θυσίες και λιποτάκτησε.
Οι Σκάπουλοι της γαλέρας τον αναζήτησαν στο χωριό του και αφού δεν τον βρήκαν, απήγαγαν τον πεθερό του ώστε να λάβουν έγγραφη υπόσχεση ότι τα χρήματα που είχε λάβει ο Μικέλης θα τους επιστρέφονταν.
Σημειώσεις
[1] Κορδάρω: συμφωνώ.
[2] Τορνέσιο: νόμισμα της εποχής.
[3] Σκάπουλος: πεζοναύτης. Αν κάποιος κωπηλάτης άλλαζε πόστο και από τους πάγκους ανέβαινε στο κατάστρωμα ως σκάπουλος έλεγαν ότι «την σκαπούλαρε», δηλαδή ότι γλίτωσε τη σκληρή δουλειά.
[4] Κάτεργο: γαλέρα.
[5] Δεμπετώρος: χρεώστης.
[6] Ομού και ινσόλδου: από κοινού και αλληλεγγύως.
[7] Ομπλιγάρομαι: υποχρεούμαι.
[8] Δέμπιτο: χρέος.
[9] «Εις την φωνήν»: σύμφωνα με τη διατίμηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου