Πολλά έχουν γραφεί και άλλα τόσα έχουν ακουστεί για τον ρόλο της Εκκλησίας στην εκπαίδευση στις ελληνικές περιοχές κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Αν και ο διάλογος γενικά εξαντλείται στο αν υπήρξε ή όχι το «Κρυφό σχολειό», η ουσία του ζητήματος έγκειται στο αν η Εκκλησία διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στην εκπαίδευση των Ελλήνων, τη διάσωση της γλώσσας και του πολιτισμού. Ένα άλλο, επίσης σημαντικό στοιχείο που παραβλέπεται στον δημόσιο διάλογο που έχει προκύψει, είναι η σύγκριση με τις ελληνικές περιοχές εκτός της οθωμανικής κυριαρχίας –όπως τα Επτάνησα-, και η κατάσταση που επικρατούσε στην Ευρώπη κατά την ίδια περίοδο.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, είναι γεγονός ότι, μέχρι τον 18ο αιώνα, σε ολόκληρη την Ευρώπη, πλην κάποιων εξαιρέσεων, δεν υπήρχε οργανωμένο σύστημα βασικής εκπαίδευσης. Άλλωστε, το κράτος πρόνοιας, δηλαδή ένας συγκροτημένος δημόσιος μηχανισμός που παρέχει κοινωνικά αγαθά στους πολίτες του, είναι μία έννοια που διαμορφώθηκε κυρίως από τους Διαφωτιστές και άρχισε να πραγματώνεται από τον 19ο αιώνα.
Μέχρι τότε, οργανωμένα δημόσια σχολεία λειτουργούσαν σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια και αφορούσαν περιορισμένο μέρος του πληθυσμού. Για παράδειγμα, έχουμε την περίπτωση της Κέρκυρας, όπου υπήρχε σχολείο με έναν δάσκαλο για τα ελληνικά και, αργότερα άλλον ένα για τα ιταλικά και τα λατινικά, από το 1524. Το σχολείο αυτό, βέβαια, αφορούσε μόνον τους άρρενες γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών του νησιού, ίσως και κάποιων εύπορων αστών.
Από εκεί και κάτω, τα παιδιά των κατώτερων τάξεων της πόλης και της υπαίθρου, μπορούσαν να μάθουν γράμματα, μόνο αν οι γονείς τους ήταν σε θέση να πληρώσουν κάποιον ιδιώτη δάσκαλο, συχνά περιορισμένων δυνατοτήτων. Τα ελάχιστα παιδιά του πόπολου και των χωρικών που μαθήτευαν πλάι σε κάποιον ιερωμένο ή λαϊκό δάσκαλο, μάθαιναν συνήθως απλώς να διαβάζουν ελληνικά, ή στην καλύτερη περίπτωση, και βασικά στοιχεία αριθμητικής.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σε ό,τι αφορά στις κατώτερες τάξεις, η εκπαίδευση των Επτανησίων δεν διέφερε σε τίποτα των άλλων Ελλήνων των τουρκοκρατούμενων περιοχών. Σε όλες τις ελληνικές περιοχές, τα ελληνικά γράμματα τα δίδασκαν κυρίως ιερωμένοι, στα σπίτια, τις ενορίες τους, ή στα μοναστήρια που μόναζαν. Δίδασκαν κυρίως χρησιμοποιώντας εκκλησιαστικά βιβλία, αφού ήταν τα μόνα που μπορούσαν να βρεθούν σε κάθε ελληνική περιοχή, σε μια εποχή που δεν υπήρχε ελληνικό τυπογραφείο.
Ως εκ τούτου, η εκπαίδευση των Ελλήνων ήταν μια πολυέξοδη και επίπονη διαδικασία, ανεξάρτητα από τον κυρίαρχο. Αυτό που έβλαψε την ανάπτυξη ενός στιβαρού ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος δεν ήταν ο διωγμός των ελληνικών σχολείων και των διδασκάλων, αλλά η παντελής αδιαφορία των Οθωμανών και των Βενετών για την εκπαίδευση των υπηκόων τους. Έτσι, λοιπόν, το «Κρυφό Σχολειό» ίσως να αποτελεί μια πραγματικότητα, υπαρκτή όμως σε συγκεκριμένες περιόδους κρίσεως, όπως κατά τα Ορλωφικά, την Επανάσταση του 1821 κ.α.
Το Ελληνόπουλο των περασμένων αιώνων ήταν συνήθως υποχρεωμένο να ξυπνά πριν το χάραμα, να βαδίζει αρκετά χιλιόμετρα ξυπόλητο μες το σκοτάδι, για να φτάσει στο «σχολείο» που μπορεί να μην ήταν κρυφό, ήταν όμως δύσκολο, έως σκληρό. Έπειτα, έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά μαζί με τον δάσκαλό του για να μπορέσει να διαβάσει τα δύσκολα και συχνά ακατανόητα ελληνικά από παμπάλαια και φθαρμένα βιβλία, για να μπορέσει να ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον στην Εκκλησία, το εμπόριο ή ως συμβολαιογράφος. Το ίδιο σκληρά έπρεπε να αγωνίζονται και οι γονείς του προκειμένου να μπορέσουν να πληρώσουν τα λίγα γράμματα που μπορούσε να διδάξει ο δάσκαλος.
ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ ΤΟΥ 17ου αι.
1602, ημέρα 6 του Ιουνίου μηνός στο χωρίο των Συναράδων, ο κυρ Μάρκος Βέργης από χωρίου Κουραμάδων, την σήμερον συμφώνησαν με τον ευλαβέστατον Ιερομόναχον κύριον Διονύσιον, τον κατά κόσμον Βασιλά, και έδοσε το παιδίον αυτού προς τον άνωθεν Ιερομόναχον, ονόματι Αποστόλη, ίνα μάθη αυτό το θεία και ιερά γράμματα εις δόξαν Χριστού. Ήγουν Οκταήχι και Ψαλτήρι και Απόστολον, να γνωρίζει αυτά και διαβάζη καλά και διακατέχη. Πληρωμή του άνωθεν Ιερομονάχου εστί βεβεομένι, ήτι διά τον Απόστολον, Ψαλτήρι τόλορα 8 προς λίτρες 6 το καθέν, με υπόσχεση του άνωθεν Βέργη ότι να δείνη τα άνωθεν τόλορα οκτώ εις βολές τρεις, ήγουν όταν μάθη το Οκταήχι να του δείνη τόλοτα δύο, τα δε έτερα τόλορα έξη να του τα δίδη όταν μάθη το ψαλτήρι. Εξεκαθαρίζη ούτος ότι αν το αυτό παιδί θέλει φύγη ή ο αυτός Βέργης ήθελε βγάλη το αυτό παιδί αυτού και δεν ήθελε το σφίση να μάθη, να ωφεληθή, να πληρώνη τα άνωθεν τόλορα, ήτι (8) προς τον άνωθεν Ιερομόναχον. Και ούτως εσυμφώνησαν ενώπιον μαρτύρων κυρ Γεωργίου Πακτίτη και κυρ Αντώνη Βασιλάκη από το άνωθεν χωρίον.
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Ρ 6, σ. 1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου