Πριν από 292 χρόνια, το καλοκαίρι του 1716, σ’ αυτόν εδώ τον τόπο πραγματοποιήθηκε μια από τις πιο επικές μάχες στον ελληνικό χώρο.
Τριάντα τρεις χιλιάδες Οθωμανοί, μέρος της τεράστιας στρατιάς που έναν χρόνο πριν είχε σαρώσει τον βενετοκρατούμενο Μωριά, απεβιβάσθησαν στην Κέρκυρα, στην ύστατη απόπειρά τους να καταλάβουν τις τελευταίες ελληνικές περιοχές που παρέμεναν εκτός της κυριαρχίας τους. στόχος τους, φυσικά, δεν ήταν να κατακτήσουν απλώς τα Επτάνησα, αλλά να ανακτήσουν το χαμένο τους γόητρο και να αποκτήσουν ξανά λόγο στα ευρωπαϊκά πράγματα.
Τη στρατιά αυτή συναπάρτιζαν 4.000 περίπου Γενίτσαροι, 1.500 Σπαχήδες, 2.000 Βαζιβουζούκοι, 1.000 πυροβολητές και ένας όχλος απλών στρατιωτών και υποτελών της Υψηλής Πύλης. Ανάμεσά τους, δυστυχώς, υπήρχαν και πολλοί Έλληνες Αρματωλοί από τα μέρη της Ρούμελης και του Μωριά, οι οποίοι, είτε λόγω απειλών, είτε κυνηγώντας το κέρδος, παρατάχθηκαν απέναντι στους ομοφύλους τους, συμμετέχοντας, μάλιστα στη λεηλασία της Λευκάδας μερικούς μήνες πριν.
Απέναντι σ’ αυτό το πλήθος των αποφασισμένων πολεμιστών, στην αρχή της πολιορκίας, ο στρατιωτικός διοικητής της Κέρκυρας, Στρατάρχης Σούλεμπουρκ, μπορούσε να παρατάξει μόλις 2.500 στρατιώτες. Ακόμη και με την αθρόα κατάταξη Κεκυραίων εθελοντών και την έλευση ενισχύσεων από τη Βενετία, οι υπερασπιστές του νησιού δεν ξεπέρασαν τις 8.000 – 8.500. Στις επάλξεις της πόλης στάθηκαν Κερκυραίοι και άλλοι Έλληνες, Ιταλοί, Δαλματοί, Αρβανίτες και Γερμανοί.
Οι μάχες ήταν λυσσαλέες, τόσο στα τείχη και τα οχυρά, όσο και στην ύπαιθρο, όπου επιχειρούσαν μονάδες ντόπιου ιππικού και πολιτοφύλακες της υπαίθρου. Αν και οι Ιταλοί και Γερμανοί μισθοφόροι της Γαληνότατης ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι και εκπαιδευμένοι, αυτό που τελικά μέτρησε ήταν η πηγαία ανδρεία των ντόπιων και των Δαλματών.
Η δειλία, μάλιστα των Γερμανών μισθοφόρων στον λόφο του Αβράμη και στον απέναντι προμαχώνα του Σκάρπωνα (αριστερά του δρόμου που ανεβαίνει από το λιμάνι στη Λαϊκή), προκάλεσε προβλήματα στην άμυνα και παρ’ ολίγο να αποβεί μοιραία για τον αγώνα. Η σθεναρή αντίσταση των Κερκυραίων που υπεράσπιζαν τον προμαχώνα Σαραντάρη (όπου σήμερα το 1ο Δημοτικό) και το Νέο Φρούριο, σταμάτησε τους Γενίτσαρους. Η ορμητική αντεπίθεση επίλεκτων στρατευμάτων συνεπικουρούμενων από ντόπιους, συνέτριψε τους Οθωμανούς και τους έτρεψε σε φυγή. Η κρίσιμη αυτή σύγκρουση συνέβη στην Ξηρά Τάφρο, εκεί όπου σήμερα ψωνίζουμε τις τομάτες και τα ψάρια μας.
Τη μνήμη των συνταρακτικών γεγονότων που συνέβησαν τότε συντηρούν οι τοπικές εφημερίδες με κάποια επετειακά άρθρα, μερικοί εντόπιοι συγγραφείς με τα βιβλία τους και η Εκκλησία με τη λιτανεία του Αγίου Σπυρίδωνος στις 11 Αυγούστου. Υπάρχει, βέβαια, και ένα άγαλμα του Σούλεμπουργκ στην είσοδο του Παλαιού Φρουρίου, και μια οδός στο όνομά του.
Στα σχολεία μας δεν διδάσκεται αυτή η ιστορία. Για το εκπαιδευτικό μας σύστημα αυτή η μάχη για το ελληνικό έθνος και τον πολιτισμό του, όπως και άλλες θυσίες προγόνων μας, απλά δεν υπάρχει. Για το κράτος μας και την πολιτική του, όπως αυτή εκφράζεται διαχρονικά από το Υπουργείο Πολιτισμού, τα φρούρια που στάθηκαν ως ύστατο οχυρό του ελληνικού ευρωπαϊκού πολιτισμού και που σ’ αυτά έχυσαν το αίμα τους χιλιάδες γενναίοι άνδρες, απλά δεν έχουν καμία αξία. Μα και για εμάς, τους απογόνους αυτών των ανδρών, η θυσίες και τα πεπραγμένα τους έχουν υποβιβαστεί σε άλλη μια ιστορία από τα παλιά. Αφήνουμε τις λεπτομέρειες σε μερικούς «γραφικούς» ιστοριοδίφες κι εμείς αρκούμαστε στις παράτες και τα θεάματα. Δεν έχουμε αισθανθεί έστω την υποχρέωση, ως κοινωνία, να ιδρύσουμε ένα μουσείο προς τιμήν τους, έναν χώρο που να μνημονεύονται τα ονόματα αυτών που θα ‘πρεπε να στέκονται στην ελληνική ιστορία δίπλα σ’ αυτά του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη:
Γεώργιος και Ιωάννης Σκορδίληδες, Βίκτωρ και Φραγκίσκος Καποδίστριες, Συμεών Μπούας, Χριστόδουλος Λουκάνης, Αντώνιος Γονέμης, Βίκτωρ και Δημήτριος Χαλικιόπουλοι, Ματθαίος Αργαλιάς, Αναστάσιος Μάστρακας, ιερ. Σταματέλος Τσουκιάς, Φραγκίσκος Αρμένης, Νικόλαος Βούλγαρης, Ιωάννης Βαρούχας, Αντώνιος Θεοτόκης, Σπυρίδων Κασφίκης, Σπυρίδων Κοντός, Στάμος Καίσαρης, Αναστάσιος Καρύδης, Νικόλαος (Κο-)Τζιλιάνος, Νικόλαο; Μαζαράκης, Ιωάννης Πιέρης, Νικόλαος Πανδής, Δημήτριος Στρατηγός, Σπυρίδων Σπίνουλας…[1]
Αυτά είναι τα ονόματα μερικών μόνο από τους επικεφαλής μονάδων των εντοπίων που τιμήθηκαν με διπλώματα από το Βενετικό Δημόσιο. Πλάι σ’ αυτούς στάθηκαν εκατοντάδες άλλοι, καθένας άμεσος πρόγονος κάποιου από εμάς. Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να τους τιμούμε και να μιμούμαστε τον αλτρουισμό και τη φιλοπατρία τους.
[1] Λ. Βροκίνης, Έργα Τόμος Β΄, Κερκυραϊκά χρονικά, Τόμος XVII, 1973.
Τριάντα τρεις χιλιάδες Οθωμανοί, μέρος της τεράστιας στρατιάς που έναν χρόνο πριν είχε σαρώσει τον βενετοκρατούμενο Μωριά, απεβιβάσθησαν στην Κέρκυρα, στην ύστατη απόπειρά τους να καταλάβουν τις τελευταίες ελληνικές περιοχές που παρέμεναν εκτός της κυριαρχίας τους. στόχος τους, φυσικά, δεν ήταν να κατακτήσουν απλώς τα Επτάνησα, αλλά να ανακτήσουν το χαμένο τους γόητρο και να αποκτήσουν ξανά λόγο στα ευρωπαϊκά πράγματα.
Τη στρατιά αυτή συναπάρτιζαν 4.000 περίπου Γενίτσαροι, 1.500 Σπαχήδες, 2.000 Βαζιβουζούκοι, 1.000 πυροβολητές και ένας όχλος απλών στρατιωτών και υποτελών της Υψηλής Πύλης. Ανάμεσά τους, δυστυχώς, υπήρχαν και πολλοί Έλληνες Αρματωλοί από τα μέρη της Ρούμελης και του Μωριά, οι οποίοι, είτε λόγω απειλών, είτε κυνηγώντας το κέρδος, παρατάχθηκαν απέναντι στους ομοφύλους τους, συμμετέχοντας, μάλιστα στη λεηλασία της Λευκάδας μερικούς μήνες πριν.
Απέναντι σ’ αυτό το πλήθος των αποφασισμένων πολεμιστών, στην αρχή της πολιορκίας, ο στρατιωτικός διοικητής της Κέρκυρας, Στρατάρχης Σούλεμπουρκ, μπορούσε να παρατάξει μόλις 2.500 στρατιώτες. Ακόμη και με την αθρόα κατάταξη Κεκυραίων εθελοντών και την έλευση ενισχύσεων από τη Βενετία, οι υπερασπιστές του νησιού δεν ξεπέρασαν τις 8.000 – 8.500. Στις επάλξεις της πόλης στάθηκαν Κερκυραίοι και άλλοι Έλληνες, Ιταλοί, Δαλματοί, Αρβανίτες και Γερμανοί.
Οι μάχες ήταν λυσσαλέες, τόσο στα τείχη και τα οχυρά, όσο και στην ύπαιθρο, όπου επιχειρούσαν μονάδες ντόπιου ιππικού και πολιτοφύλακες της υπαίθρου. Αν και οι Ιταλοί και Γερμανοί μισθοφόροι της Γαληνότατης ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι και εκπαιδευμένοι, αυτό που τελικά μέτρησε ήταν η πηγαία ανδρεία των ντόπιων και των Δαλματών.
Η δειλία, μάλιστα των Γερμανών μισθοφόρων στον λόφο του Αβράμη και στον απέναντι προμαχώνα του Σκάρπωνα (αριστερά του δρόμου που ανεβαίνει από το λιμάνι στη Λαϊκή), προκάλεσε προβλήματα στην άμυνα και παρ’ ολίγο να αποβεί μοιραία για τον αγώνα. Η σθεναρή αντίσταση των Κερκυραίων που υπεράσπιζαν τον προμαχώνα Σαραντάρη (όπου σήμερα το 1ο Δημοτικό) και το Νέο Φρούριο, σταμάτησε τους Γενίτσαρους. Η ορμητική αντεπίθεση επίλεκτων στρατευμάτων συνεπικουρούμενων από ντόπιους, συνέτριψε τους Οθωμανούς και τους έτρεψε σε φυγή. Η κρίσιμη αυτή σύγκρουση συνέβη στην Ξηρά Τάφρο, εκεί όπου σήμερα ψωνίζουμε τις τομάτες και τα ψάρια μας.
Τη μνήμη των συνταρακτικών γεγονότων που συνέβησαν τότε συντηρούν οι τοπικές εφημερίδες με κάποια επετειακά άρθρα, μερικοί εντόπιοι συγγραφείς με τα βιβλία τους και η Εκκλησία με τη λιτανεία του Αγίου Σπυρίδωνος στις 11 Αυγούστου. Υπάρχει, βέβαια, και ένα άγαλμα του Σούλεμπουργκ στην είσοδο του Παλαιού Φρουρίου, και μια οδός στο όνομά του.
Στα σχολεία μας δεν διδάσκεται αυτή η ιστορία. Για το εκπαιδευτικό μας σύστημα αυτή η μάχη για το ελληνικό έθνος και τον πολιτισμό του, όπως και άλλες θυσίες προγόνων μας, απλά δεν υπάρχει. Για το κράτος μας και την πολιτική του, όπως αυτή εκφράζεται διαχρονικά από το Υπουργείο Πολιτισμού, τα φρούρια που στάθηκαν ως ύστατο οχυρό του ελληνικού ευρωπαϊκού πολιτισμού και που σ’ αυτά έχυσαν το αίμα τους χιλιάδες γενναίοι άνδρες, απλά δεν έχουν καμία αξία. Μα και για εμάς, τους απογόνους αυτών των ανδρών, η θυσίες και τα πεπραγμένα τους έχουν υποβιβαστεί σε άλλη μια ιστορία από τα παλιά. Αφήνουμε τις λεπτομέρειες σε μερικούς «γραφικούς» ιστοριοδίφες κι εμείς αρκούμαστε στις παράτες και τα θεάματα. Δεν έχουμε αισθανθεί έστω την υποχρέωση, ως κοινωνία, να ιδρύσουμε ένα μουσείο προς τιμήν τους, έναν χώρο που να μνημονεύονται τα ονόματα αυτών που θα ‘πρεπε να στέκονται στην ελληνική ιστορία δίπλα σ’ αυτά του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη:
Γεώργιος και Ιωάννης Σκορδίληδες, Βίκτωρ και Φραγκίσκος Καποδίστριες, Συμεών Μπούας, Χριστόδουλος Λουκάνης, Αντώνιος Γονέμης, Βίκτωρ και Δημήτριος Χαλικιόπουλοι, Ματθαίος Αργαλιάς, Αναστάσιος Μάστρακας, ιερ. Σταματέλος Τσουκιάς, Φραγκίσκος Αρμένης, Νικόλαος Βούλγαρης, Ιωάννης Βαρούχας, Αντώνιος Θεοτόκης, Σπυρίδων Κασφίκης, Σπυρίδων Κοντός, Στάμος Καίσαρης, Αναστάσιος Καρύδης, Νικόλαος (Κο-)Τζιλιάνος, Νικόλαο; Μαζαράκης, Ιωάννης Πιέρης, Νικόλαος Πανδής, Δημήτριος Στρατηγός, Σπυρίδων Σπίνουλας…[1]
Αυτά είναι τα ονόματα μερικών μόνο από τους επικεφαλής μονάδων των εντοπίων που τιμήθηκαν με διπλώματα από το Βενετικό Δημόσιο. Πλάι σ’ αυτούς στάθηκαν εκατοντάδες άλλοι, καθένας άμεσος πρόγονος κάποιου από εμάς. Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να τους τιμούμε και να μιμούμαστε τον αλτρουισμό και τη φιλοπατρία τους.
[1] Λ. Βροκίνης, Έργα Τόμος Β΄, Κερκυραϊκά χρονικά, Τόμος XVII, 1973.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου