Από την αρχή της οθωμανικής κατάκτησης των Βαλκανίων τον 14ο αιώνα, και μέχρι τις αρχές του 18ου, η Βενετία και η Οθωμανική αυτοκρατορία δρούσαν ανταγωνιστικά στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Ο ανταγωνισμός αυτός, συχνά κατέληγε σε ένοπλες συρράξεις, εκτός όμως από τους επτά βενετοτουρκικούς πολέμους, άπειρα ήταν τα ένοπλα επεισόδια μεταξύ των δύο χωρών, τα οποία είχαν κυρίως χαρακτήρα κουρσαρικό. Πλοία που επανδρώνονταν από υπηκόους και των δύο χωρών λεηλατούσαν τις παράλιες περιοχές και τα εμπορικά σκάφη του αντιπάλου.
ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Σε διακρατικό επίπεδο, πάντως, η πρώτη επίθεση των Οθωμανών Τούρκων κατά της Κέρκυρας χρονολογείται στα 1431, με την επιδρομή του τουρκικού στόλου υπό τον Αλή Μπέη, την οποία απέκρουσαν τα τοπικά βενετικά και κερκυραϊκά στρατεύματα.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να αναφέρουμε κάποια στοιχεία για την αμυντική οργάνωση του νησιού κατά την εποχή της βενετικής κυριαρχίας. Το σχέδιο άμυνας της Κέρκυρας στηριζόταν στην υπεράσπιση δύο κυρίως οχυρωμένων θέσεων: του κάστρου του Αγίου Αγγέλου, γνωστό και ως Αγγελόκαστρο, και της πόλης της Κέρκυρας που θωράκιζε το Παλαιό Φρούριο στο οποίο κατά τα τέλη του 16ου αιώνα προστίθεται και το Νέο. Κάποιας μορφής άμυνα, κυρίως για την προστασία των κατοίκων της υπαίθρου, προβλεπόταν και στα ουσιαστικά εγκαταλελειμμένα οχυρώματα της Κασσιόπης στα βορειοανατολικά και του Γαρδικίου στα νότια.
Αντίθετα από ότι υποθέτουν πολλοί, ο αμυντικός αγώνας δεν ήταν αποκλειστικά υπόθεση των βενετικών στρατευμάτων, τα οποία συνήθως αποτελούσαν το ήμισυ των ενόπλων σωμάτων του νησιού. Οπωσδήποτε, τα τακτικά στρατεύματα των Βενετών είχαν ανώτερη μαχητική ικανότητα από την άποψη ότι ήταν καλύτερα εκπαιδευμένα και εξοπλισμένα, μεγάλος μέρος, όμως, των ένοπλων επιχειρήσεων διεξαγόταν από Κερκυραίους πολιτοφύλακες. Σε κάθε χωριό υπήρχε ένας αριθμός πολιτοφυλάκων (Cernidi), υπό τη διοίκηση ενός Κοντόσταβλου, ο οποίος σε καιρό ειρήνης είχε αστυνομικά καθήκοντα. Τα καθήκοντα των πολιτοφυλάκων ήταν να υπερασπίζουν τα χωριά από πειρατικές επιδρομές, και, σε περιπτώσεις τακτικών επιθέσεων, να συγκροτούν στρατιωτικές μονάδες με αποστολή να διεξάγουν επιθέσεις φθοράς στα μετόπισθεν του εχθρού. Εκτός από τους πολιτοφύλακες, υπήρχαν και οι ντόπιοι ιππείς που επάνδρωναν τα φεουδαλικά στρατιωτικά σώματα των Κερκυραίων αριστοκρατών τιμαριούχων. Για τα έφιππα αυτά σώματα δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, αλλά από κάποιες βιβλιογραφικές αναφορές φαίνεται πως δεν διέφεραν από το μοντέλο ιππότης-σεργέντες που συναντάμε στη Δύση κατά την ίδια περίοδο. Οι σεργέντες, βέβαια, στην περίπτωση της Κέρκυρας μάλλον είχαν τον οπλισμό και τις τακτικές των stradiotti.
Η επόμενη τουρκική επίθεση ήρθε στα 1537, ένα έτος που θεωρείται ορόσημο για την τοπική ιστορία… (η περίπτωση αυτή παρουσιάζεται σε άλλη ανακοίνωση από τον Κωνσταντίνο Γραμμένο).
Η οθωμανική επίθεση του 1571 που ακολούθησε, εντάσσεται στο πλαίσιο του βενετοτουρκικού πολέμου για την Κύπρο. Στο τέλος του καλοκαιριού, μία τουρκική δύναμη υπό τον Λουτσαλή αποβιβάστηκε στην Κέρκυρα. Την επίθεση αυτή, όπως εξιστορεί ο Κερκυραίος ιστορικός του 17ου αι., Ανδρέας Μάρμορας, την απέκρουσαν σχεδόν μόνοι τους οι Κερκυραίοι. Δύο αποσπάσματα ιππέων υπό την ηγεσία του Γεωργίου Μάρμορα και του Φίλιππου Ρονκόνη πέτυχαν σημαντικές νίκες επί των Οθωμανών, οι οποίοι δεν κατάφεραν να πολιορκήσουν την πόλη και γι’ αυτό επιτέθηκαν στο Αγγελόκαστρο. Ούτε αυτό το οχυρό , όμως, κατάφεραν να καταλάβουν, και αποχώρησαν με σημαντικές απώλειες, λεηλατώντας παρ' όλα αυτά πολλά χωριά, ενώ σκότωσαν όσους από τους κατοίκους συνάντησαν στο πέρασμά τους.
Οι Οθωμανικές επιθέσεις κλείνουν με την επική πολιορκία του 1716. Λίγα χρόνια πριν, χάρη στην εκστρατεία του Φραγκίσκου Μοροζίνι στα 1684, οι Τούρκοι είχαν χάσει πολλά εδάφη από τους Βενετούς. Τα σημαντικότερα από αυτά ήταν η Δαλματία στη σημερινή Κροατία και η Πελοπόννησος. Στα 1715, οι Οθωμανοί επιτίθενται και καταλαμβάνουν με ευκολία τον Μοριά, τη Λευκάδα, καθώς και κάποια νησιά που κατείχαν οι Βενετοί στο Αιγαίο. Η σειρά της Κέρκυρας ήταν σίγουρο πως δεν θα αργούσε. Ευτυχώς για τον τόπο μας, η Βενετική Δημοκρατία επέλεξε σαν ανώτατο αρχηγό των ενόπλων της δυνάμεων τον Ματθία φον Σούλεμπουργκ, γνωστό στην παλαιότερη βιβλιογραφία ως Σχολεμβούργο, έναν Γερμανό επαγγελματία στρατιωτικό που είχε αποδείξει την αξία του στα θέατρα των ευρωπαϊκών πολέμων της εποχής.
Ο Σούλεμπουργκ έφτασε στην Κέρκυρα στις αρχές του 1716, και άρχισε αμέσως να εργάζεται νυχθημερόν, μαζί με τον υπασπιστή του, τον Κερκυραίο Δημήτριο Στρατηγό, για την άμυνα του νησιού. Η προετοιμασία ήταν επίπονη, καθώς οι οχυρώσεις δεν είχαν συντηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ ο Σούλεμπουργκ είχε να αντιμετωπίσει την έλλειψη ανδρών, αφού η φρουρά του νησιού ανερχόταν σε μόλις 2500 άνδρες, και την ανεπάρκεια- πολεμικού υλικού. Παρ' όλα αυτά, κατόρθωσε μέσα σε λίγους μήνες να βελτιώσει τα πράγματα.
Η απόβαση των Οθωμανικών στρατευμάτων πραγματοποιήθηκε στις αρχές Ιουλίου του 1716. Οι Οθωμανικές δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα μέχρι το τέλος του μήνα ανέρχονταν σε 30.000, από τους οποίους 3.000 ήταν ιππείς. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ένα μέρος του στρατεύματος αυτού αποτελούταν από σώματα Ελλήνων οπλαρχηγών του Μοριά και της Ρούμελης, οι οποίοι δεν είχαν διστάσει να ακολουθήσουν τους Τούρκους εναντίον άλλων Ελλήνων, με την προοπτική της λαφυραγώγησης. Λίγο νωρίτερα είχαν συμμετάσχει στην κατάληψη της Λευκάδας, και στα δεινά που βρήκαν τους κατοίκους της από τις δυνάμεις των κατακτητών.
Ειδικά αυτό το τελευταίο στοιχείο, δηλαδή η πτώση της Λευκάδας και τα όσα επακολούθησαν εκεί, οδήγησαν τους Κερκυραίους, κυρίως μετά την εμφάνιση του χριστιανικού στόλου και την εξασφάλιση των θαλασσίων επικοινωνιών, να προσφέρονται μαζικά ως εθελοντές για την υπεράσπιση του νησιού, με αποτέλεσμα ο αριθμός των Κερκυραίων στρατιωτών να δεκαπλασιαστεί: από τους τριακόσιους που ανήκαν στη φρουρά πριν την εισβολή, έφταναν τώρα τους 3.000.
Ο Σούλεμπουργκ, γνωρίζοντας, ίσως τα γεγονότα του 1571 που αναφέραμε παραπάνω, διέταξε τα σώματα των Κερκυραίων ιππέων να διεξάγουν καταδρομικές αποστολές στα νώτα του εχθρού, τις οποίες έφεραν εις πέρας με επιτυχία, αν και με σημαντικές απώλειες. Η μαχητική αξία των Κερκυραίων, φάνηκε εξάλλου σε όλη τη διάρκεια της επικής αυτής πολιορκίας, τόσο στην περίπτωση της απόλυτα επιτυχημένης άμυνας των ντόπιων στην περιοχή του Περάματος, απ’ όπου απαγόρευσαν κάθε κίνηση των εχθρικών στρατευμάτων προς Νότον, όσο και στην περίπτωση της άμυνας του προμαχώνα Σαραντάρη.
Η κρισιμότερη στιγμή της πολιορκίας ήρθε στις 7 Αυγούστου, όταν οι Οθωμανοί Γενίτσαροι, ύστερα από αποτυχημένη επιθετική ενέργεια των Χριστιανικών δυνάμεων, κατόρθωσαν να καταλάβουν τον προμαχώνα Σκάρπωνα.. Από εκεί, οι Γενίτσαροι επιχείρησαν να καταλάβουν το ίδιο το Νέο Φρούριο, όμως τους εμπόδισε η φρουρά των μόλις 60 Κερκυραίων που το επάνδρωνε, όπως και εκείνοι που αμύνονταν επί του προμαχώνα Σαραντάρη. Ο Στρατάρχης, αντιλαμβανόμενος την αποφασιστικότητα των ντόπιων να προστατέψουν τα σπίτια τους, τους χρησιμοποίησε μαζικά στις αντεπιθέσεις που εξαπέλυσε για την ανακατάληψη του Σκάρπωνα. Μετά από πολύωρη μάχη και επανειλημμένες ενέργειες, ο προμαχώνας επανήλθε υπό τον έλεγχο των αμυνόμενων, και οι Οθωμανοί υποχώρησαν άτακτα, αφήνοντας πίσω τους γύρω στους 5.000 νεκρούς, ενώ είχαν άλλους τόσους περίπου τραυματίες.
Ύστερα από λίγες μέρες, οι Οθωμανοί αποχώρησαν από το νησί, έχοντας για μία ακόμη φορά αποτύχει να το καταλάβουν. Οι περιπέτειες, βέβαια, των Κερκυραίων δεν τελείωσαν τότε, αφού σύντομα ανέλαβαν επιθετικές ενέργειες για την ανακατάληψη των Ηπειρωτικών περιοχών που ανήκαν στην Κέρκυρα, όπως το Βουθρωτό και η Σαγιάδα.
ΟΙ ΕΠΙΘΕΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑΙΩΝ
Ας μη μας κάνει εντύπωση: οι Κερκυραίοι δεν κατέβαλαν μόνο προσπάθειες για να κρατήσουν τους Οθωμανούς μακριά από το νησί τους. Ανελάμβαναν συχνά μέρος στις προσπάθειες των Βενετών για την κατάληψη περιοχών της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Αυτές οι ενέργειες γινόταν συχνά κατόπιν αιτημάτων των υπόδουλων Ελλήνων, και σχεδόν πάντα είχαν αίσια έκβαση στην αρχή, δεν ευοδώνονταν όμως τελικά, αφού οι Έλληνες ανακάλυπταν σύντομα πως απλώς είχαν αλλάξει αφέντη, ο οποίος μάλιστα είχε αυστηρότερους νόμους και επέβαλλε τον κοινωνικό διαχωρισμό. Συνηθισμένοι όπως ήταν στον χαλαρό κρατικό έλεγχο στο πλαίσιο του Οθωμανικού κράτους, αντιδρούσαν στη στιβαρή διοικητική οργάνωση και τον κοινωνικό διαχωρισμό που επέβαλλαν οι Βενετοί, και σύντομα έφταναν στο σημείο να συνεργάζονται με τους Οθωμανούς για την εκδίωξή τους.
Η πρώτη επιθετική ενέργεια των Κερκυραίων κατά των Οθωμανών πραγματοποιήθηκε στα 1454, ένα χρόνο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Τότε, κερκυραϊκά στρατεύματα, κατέλαβαν το Βουθρωτό και την Πάργα.
Λίγα χρόνια αργότερα, στα 1462, 2.000 Κερκυραίοι υπεράσπισαν την τοποθεσία Εξαμίλια κοντά στο Βουθρωτό, απέναντι από τον Άγιο Στέφανο. Μερικούς μήνες μετά άλλοι 1000 Κερκυραίοι συμμετείχαν στην προσπάθεια των Βενετών να καταλάβουν την Πάτρα, και άλλοι 500 έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις της Κορίνθου. Οι επιχειρήσεις αυτές δεν πέτυχαν τους στόχους τους, όπως και εκείνη του 1469 στο Μαυροβούνιο, στην οποία έλαβαν επίσης μέρος οι Κερκυραίοι.
Αντίθετα, επιτυχημένη ήταν η εκστρατεία που ανέλαβαν τα κερκυραϊκά στρατεύματα υπό τον Γερόλαμο Μολένο από κοινού με τους ντόπιους στη Β. Ήπειρο στα 1475. Η εκστρατεία αυτή πέτυχε να απελευθερώσει μια μεγάλη περιοχή από τη Χειμάρα μέχρι τη Σαγιάδα, στην οποία κατά τον Μάρμορα περιλαμβάνονταν πάνω από 200 χωριά και κωμοπόλεις. Δυστυχώς, οι περιοχές αυτές δεν άντεξαν για πολύ στις τουρκικές επιθέσεις που ακολούθησαν, εκτός από τη Σαγιάδα και κάποια οχυρά στις εκβολές του Καλαμά, τα οποία έμειναν σε κερκυραϊκά χέρια.
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
Είδαμε πόσο δεινοπάθησε η Κέρκυρα από τις Οθωμανικές επιθέσεις κατά τον 16ο αιώνα, στα 1537 και στα 1571. Παρ' όλα αυτά, οι Κερκυραίοι κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν σημαντικά στρατεύματα και να επανδρώσουν τέσσερις γαλέρες, με τις οποίες έλαβαν μέρος στην περίφημη Ναυμαχία της Ναυπάκτου τον Οκτώβρη του 1571 που ακολούθησε την Πτώση της Αμμοχώστου στους Τούρκους και τις φοβερές σφαγές που συνέβησαν εκεί. Περισσότεροι από χίλιοι Κερκυραίοι πολέμησαν στη ναυμαχία, υπό τις διαταγές των Πέτρου Μπούα, Χριστόφορου Κοντόκαλη, Γεωργίου Κοκκίνη, Στυλιανού Χαλικιόπουλου και Μάρκου Φιομάχου, οι οποίοι ήταν κυβερνήτες των κερκυραϊκών γαλερών, οι οποίες έφεραν τα ονόματα «Αετός της Κέρκυρας»,«Ο Χριστός της Κέρκυρας», «Άγιος Μιχαήλ» και «Άγγελος της Κέρκυρας», αντίστοιχα, ενώ το όνομα της γαλέρας του Φιομάχου ήταν «Ο Άγιος Πέτρος».
Η μέχρι σήμερα καθεστηκίυα άποψή ήταν ότι στη Ναύπακτο παρατάχθηκαν μόνο οι τέσσερις πρώτες γαλέρες. Οι σχετικοί κατάλογοι, όμως, μας πληροφορούν για την παρουσία και της γαλέρας του Φιομάχου στην οπισθοφυλακή της χριστιανικής παράταξης. Η συμμετοχή της γαλέρας αυτής πρέπει πλέον να καταγραφεί στην κερκυραϊκή ιστορία.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η υπηρεσία στις γαλέρες ήταν ιδιαιτέρως επίπονη και εξουθενωτική. Εκτός της μεγάλης φονικότητας των ναυμαχιών της εποχής, όπως και των μαχών στην ξηρά, αφού τα πληρώματα των γαλερών χρησιμοποιούνταν συχνά και για πεζοναυτικές επιχειρήσεις, πολλοί από τους υπηρετούντες στο ναυτικό πέθαιναν λόγων της εξάντλησης και των ασθενειών που θέριζαν τα πληρώματα.
Ξαναγυρνώντας, τώρα στα της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου, της μεγαλύτερης ναυμαχίας που πραγματοποιήθηκε ποτέ στα νερά της Μεσογείου, πρέπει να αναφέρουμε ότι οι πρόγονοί μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και αυταπάρνηση, έχοντας στο μυαλό τους τα δεινά που είχαν υποστεί οι ίδιοι αλλά και οι Κύπριοι αδελφοί τους. Τα ονόματα του Χριστόφορου Κοντόκαλη και του Πέτρου Μπούα χαράχτηκαν για πάντα στις σελίδες της Ιστορίας. Κοντά σ’ αυτούς ένα πλήθος άγνωστων μέχρι σήμερα αγωνιστών από το νησί.
Η Γαλέρα του Χριστόφορου Κοντόκαλη έπλεε στο κέντρο της χριστιανικής παράταξης, με αποστολή την κάλυψη της ναυαρχίδας του συμμαχικού στόλου, επί της οποίας επέβαινε ο Αρχιναύαρχος Δον Ζουάν ο Αυστριακός. Στην εξέλιξη της μάχης, ο Κοντόκαλης και το πλήρωμά του, σύμφωνα με τον Μάρμορα, όχι μόνο προστάτεψε τη χριστιανική ναυαρχίδα, αλλά κατάφερε μετά από πολύωρο αγώνα να καταλάβει την καπιτάνα του Πασά της Ρόδου, την οποία ρυμούλκησε μέχρι το Μαντράκι και την παρέδωσε μαζί με τον Τούρκο Πασά στον τότε Γενικό Προβλεπτή, Αντρέα Μπαρμπαρίγο. Για το κατόρθωμα αυτό, ο Κοντόκαλης έλαβε τον τίτλο του Δούκα, τον ανώτατο τίτλο ευγενείας που απένειμε το Βενετικό Κράτος.
Ο Πέτρος Μπούας από την άλλη, εξαιτίας των ενεργειών του διοικητή της νότιας πτέρυγας του συμμαχικού στόλου, του Γενοβέζου Αντρέα Ντόρια, αναγκάστηκε να θυσιάσει το σκάφος του για να προστατέψει τη χριστιανική παράταξη. Ο Ντόρια που διοικούσε το δεξί πλευρό του χριστιανικού στόλου, προσπάθησε να αποφύγει τη σύγκρουση με την απέναντί του εχθρική παράταξη κινούμενος νότια. Ο ελιγμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ρήγμα στο χριστιανικό μέτωπο, το οποίο έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Αλγερινός ναύαρχος του οθωμανικού αριστερού. Μερικές βενετικές γαλέρες κινήθηκαν βόρεια (χωρίς να προηγηθεί διαταγή του Ντόρια), αλλά κυκλώθηκαν από τα πλοία των Σαρακηνών, καθυστερώντας τους όμως αρκετά ώστε η χριστιανική οπισθοφυλακή να καλύψει το κενό. Έτσι, η γαλέρα του Μπούα καταλήφθηκε από τους Αλγερινούς της νότιας Οθωμανικής πτέρυγας, και ο ίδιος οδηγήθηκε στον διοικητή της, Ουλούτζ Αλή. Εκείνος, αντί να τον κρατήσει αιχμάλωτο για λύτρα όπως ήταν η συνήθεια της εποχής, και οργισμένος, προφανώς, για τις απώλειες που του είχε επιφέρει το κερκυραϊκό πλοίο στο μεταξύ, έβαλε τους ναύτες του να γδάρουν τον Κερκυραίο αριστοκράτη ζωντανό, καθιστώντας τον εθνομάρτυρα, πολύ πριν επινοηθεί ο όρος αυτός. Μόνο να φανταστούμε μπορούμε την τύχη που είχαν οι υπόλοιποι Κερκυραίοι του πληρώματος.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ
Ο 17ος αιώνας που ακολούθησε, δεν έφερε την ειρήνη για την Κέρκυρα. Μπορεί οι Οθωμανοί να μην απείλησαν το νησί, όπως το 1537 και το 1571, αλλά οι Κερκυραίοι δεν έπαψαν να πολεμούν. Ο Κρητικός Πόλεμος και η εκστρατεία του Μοροζίνι στην Πελοπόννησο απετέλεσαν πολύχρονες πολεμικές αναμετρήσεις, οι οποίες ουσιαστικά δεν έληξαν παρά στα 1716 με την πολιορκία που περιγράψαμε πιο πάνω.
Παρά τα εσωτερικά προβλήματα του νησιού, με τις μεγάλες εξεγέρσεις των χωρικών κατά των γαιοκτημόνων τιμαριούχων, στρατιώτες και ναύτες από την Κέρκυρα συμμετείχαν στην άμυνα της Κρήτης, σε έναν πόλεμο που κράτησε για αρκετές δεκαετίες, και που έληξε στα 1669 με την πτώση του Χάνδακα. Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ο αριθμός των Κερκυραίων που πολέμησαν για τη διάσωση της μεγαλονήσου, αρκεί όμως να αναφέρουμε ότι ο πόλεμος αυτός κόστισε 150 εκατομμύρια δουκάτα και 200.000 νεκρούς, για να υποψιαστούμε το μέγεθος των θυσιών τους.
Δεκαπέντε χρόνια μετά την πτώση του Χάνδακα, στα 1684, ξεσπά νέα βενετοτουρκική σύρραξη στο πλαίσιο ενός νέου ευρωπαϊκού πολέμου κατά των Οθωμανών. Βενετικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Φραγκίσκο Μοροζίνι, επικουρούμενα από χριστιανικό στόλο στον οποίο ήταν ενταγμένη και μία κερκυραϊκή γαλέρα, ξεκινά εκστρατεία για την απόσπαση ελληνικών εδαφών από τη σουλτανική κυριαρχία. Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα, η οποία καταλήφθηκε από τα ελληνοβενετικά στρατεύματα, μεταξύ των οποίων διακρίθηκαν και τα σώματα των Κερκυραίων λοχαγών Μανέτα, και Δελλαδέτσιμα. Ακολούθησε η κατάληψη της Πρέβεζας και τον επόμενο χρόνο, η απόκρουση της Οθωμανικής αντεπίθεσης στην περιοχή του Βάλτου και του Ξηρομέρου από τους Στερεοελλαδίτες επαναστάτες που είχαν ενισχυθεί από το σώμα του Δελλαδέτσιμα.
Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 1685, οι δυνάμεις του Μοροζίνι αποβιβάζονται κοντά στην Κορώνη αρχίζοντας έναν αγώνα που κράτησε τέσσερα περίπου χρόνια για την κατάληψη της Πελοποννήσου. Οι Κερκυραίοι στρατιώτες, ενταγμένοι στους μικτούς στρατούς της χριστιανικής παράταξης, συμμετείχαν σε μία ταχύτατη προέλαση κερδίζοντας τις μάχες με τους κατάπληκτους Οθωμανούς, τη μία μετά την άλλη. Στην Κορώνη, τη Μεθώνη, την Κυπαρισσία, την Καλαμάτα, το Ναύπλιο, το Άργος, το Αίγιο, την Πάτρα, την Κόρινθο και την Στερεά, τα κερκυραϊκά όπλα κέρδισαν τη δόξα, υπενθυμίζοντας την αξία τους κατά του Ασιάτη κατακτητή των Βαλκανίων. Με την υπογραφή της συνθήκης του Κάρλοβιτς στα 1699, αναγνωριζόταν η κυριαρχία της Βενετικής Δημοκρατίας επί της Πελοποννήσου.
Αν και μετά το 1716 και μέχρι το τέλος της Βενετικής κυριαρχίας στα Επτάνησα το 1797, δεν έχουμε άλλες συγκρούσεις μεταξύ Βενετών και Οθωμανών, δεν συμβαίνει το ίδιο και για τους κατοίκους των νησιών. Οι Επτανήσιοι, πιστοί στην παράδοση των ενθοαπελευθερωτικών αγώνων, συμμετέχουν στα Ορλοφικά του 1770. Οι Επτανήσιοι, και μεταξύ αυτών πολλοί Κερκυραίοι, έδωσαν το παρόν στον επαναστατικό αγώνα της Πελοποννήσου, ο οποίος, δυστυχώς δεν καρποφόρησε, στα πεδία μάχης της Πάτρας και της Μεθώνης.
Και φτάνουμε, στην μεγάλη ελληνική επανάσταση του 1821. Αντίθετα απ’ ότι πιστεύουν οι περισσότεροι λόγω της απουσίας οποιασδήποτε αναφοράς στα σχολικά βιβλία της ιστορίας, οι Επτανήσιοι και μεταξύ αυτών οι Κερκυραίοι, είχαν σημαντική παρουσία στα πεδία των μαχών για την ελευθερία των Ελλήνων. Μία δικαιολογία για τους συγγραφείς των βιβλίων αυτών αποτελεί ίσως το γεγονός ότι οι περισσότεροι Επτανήσιοι αγωνίστηκαν στα σώματα των Φιλελλήνων, αφ’ ενός γιατί, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, στα σώματα αυτά έπρεπε να υπηρετούν Έλληνες που γνώριζαν τις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, και, αφ’ ετέρου γιατί, τα υπόλοιπα επαναστατικά στρατεύματα αποτελούνταν στην ουσία από ιδιωτικούς στρατούς μεγάλων αρματολών και πλούσιων προκρίτων, και αποτελούσαν περιβάλλον ξένο προς τους Επτανησίους που είχαν την εμπειρία των τακτικών στρατιωτικών σχηματισμών.
Σε κάθε περίπτωση, οι Επτανήσιοι έδωσαν το παρόν σε πολλές συγκρούσεις, όπως στην ατυχή μάχη του Πέτα κατά τη διάρκεια της οποίας, εξ αιτίας της υποχώρησης των άτακτων ελληνικών σωμάτων και της προδοτικής κατά πολλούς στάσης του οπλαρχηγού Μπακόλα το μικτό Σώμα Φιλελλήνων και Επτανησίων βρέθηκε να αντιμετωπίζει το σύνολο του τουρκικού ιππικού χωρίς οποιαδήποτε κάλυψη από φίλια τμήματα. Όπως είναι φυσικό, το σώμα εξολοθρεύτηκε αφήνοντας 80 περίπου Επτανησίους και 120 Φιλέλληνες νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Αντίθετα, οι Επτανήσιοι εθελοντές κατάφεραν να καταλάβουν το τουρκικό προπύργιο στην Ηλεία, το αμιγώς τουρκικό χωριό Λάλα, ενώ στη μάχη για την Άλωση της Τριπολιτσάς, αναφέρεται ότι ο Κωλοκοτρώνης είχε ως φρουρά ένα σώμα πεντακοσίων περίπου Επτανησίων οι οποίοι συμμετείχαν στις επιχειρήσεις. Είναι γνωστές άλλωστε οι υπηρεσίες που προσέφεραν στον αγώνα οι Παξινοί και άλλοι Επτανήσιοι με τα πλοία τους.
Θα περίμενε κανείς ότι με την Ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους και την Ένωση των Επτανήσων με αυτό, οι αγώνες των Κερκυραίων θα περιορίζονταν στην υπηρεσία στον Εθνικό Στρατό. Η ιστορία, όμως καταδεικνύει ότι οι Κερκυραίοι είχαν αντίληψη της ιδιαίτερης πολεμικής τους παράδοσης για την απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού από τους Οθωμανούς. Ορμώμενοι από αυτήν ακριβώς την παράδοση, όπως και από τις φιλελεύθερες ιδέες που πρώτα απ' όλες τις περιοχές της Ελλάδας ευδοκίμησαν στο νησί μας, συμμετείχαν αφειδώς και με ενθουσιασμό σε κάθε επαναστατικό ξέσπασμα, από τη Μακεδονία και την Ήπειρο έως την Κρήτη. Ένοπλα σώματα εθελοντών Επτανησίων υπό την ηγεσία της αφρόκρεμας της μορφωμένης κερκυραϊκής νεολαίας, έδωσαν το παρόν στις εξεγέρσεις του 1854-5 στην Ήπειρο, του 1878-80 στη Δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία, στον Μακεδονικό Αγώνα, και την Κρητική Επανάσταση του 1896 στην οποία συμμετείχαν πολλοί Κερκυραίοι με το εθελοντικό σώμα των Λορέντζου Μαβίλη και Ντίνου Θεοτόκη.
ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ
Ο «ατυχής» κατά τον όρο της εποχής πόλεμος του 1897, βρήκε πολλούς Κερκυραίους κληρωτούς και εθελοντές να πολεμούν στα μέτωπα της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Αν και ο πόλεμος αυτός υπήρξε ολέθριος για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, αφού, λόγω της ελλιπούς προετοιμασίας και της ανικανότητας της ανώτερης ηγεσίας, οι Οθωμανοί έφτασαν μέχρι τη Λαμία, οι Κερκυραίοι, μεταξύ άλλων, όπως η ταξιαρχία του Σμολένσκη, στάθηκαν εξαίρεση του κανόνα των άτακτα υποχωρούντων στρατευμάτων, υπερασπιζόμενοι με σθένος την ελληνική γη. Το 10ο Πεζικό Σύνταγμα της Κέρκυρας είχε απώλειες 81 νεκρούς και πάνω από 300 τραυματίες, οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονταν από το 1ο Τάγμα, το οποίο είχε αμυνθεί στη θέση Πέντε Πηγάδια υπό τον Τχη Κωνσταντίνο Κουμουνδούρο και διαλύθηκε υπό την ισχυρή πίεση του υπερτερούντος εχθρού. Κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού, στο Μέτωπο της Ηπείρου συμμετείχε και το εθελοντικό σώμα των Μαβίλη και Θεοτόκη, το οποίο όπως είδαμε είχε συμμετάσχει και στην Κρητική Επανάσταση έναν χρόνο νωρίτερα. Ο Μαβίλης, μάλιστα, κατά τη διάρκεια της μάχης στον Λούρο, τραυματίστηκε στο χέρι.
Και φτάνουμε στην εποποιία των βαλκανικών πολέμων του 1912-13. Οι Κερκυραίοι συμμετείχαν στον τιτάνιο αγώνα με τον εχθρό και τον χρόνο με το 10ο Πεζικό Σύνταγμα, το οποίο ήταν ενταγμένο στην Τρίτη Μεραρχία Πεζικού. Από την αρχή του πολέμου με τους Οθωμανούς, μέχρι τη λήξη του πολέμου με τους Βούλγαρους, το 10ο Σύνταγμα απέδειξε επανειλλημένως την αξία του, και γι’ αυτό η σημαία του τιμήθηκε με τον Στρατιωτικό σταυρό Α΄ Τάξης και το αριστείο Ανδρείας, επίσης Α΄ Τάξης.
Στην περίφημη μάχη του Σαρανταπόρου, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Αναστάσιο Παπούλα, το 10ο Σύνταγμα δέχτηκε αδιαμαρτύρητα την παράλογη στρατηγικά διαταγή του Γενικού στρατηγείου για κατά μέτωπον επίθεση στην άριστα οχυρωμένη τοποθεσία του Γλυκόβου, την οποία και κατέλαβε με εφ’ όπλου λόγχη επίθεση, όπως και το ίδιο το χωριό Σαραντάπορο. Ακολούθησε η Μάχη των Γιαννιτσών, κατά τις επιχειρήσεις της οποίας το κερκυραϊκό Σύνταγμα κάλυψε από Νότον την ελληνική παράταξη, εκκαθαρίζοντας το δάσος που βρισκόταν στην όχθη της Λίμνης των Γιαννιτσών.
Μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης, και, σχεδόν χωρίς ανάπαυση, το 10ο Σύνταγμα, πάντα στο πλαίσιο της ΙΙΙ Μεραρχίας, πεζοπορεί μέχρι την περιοχή της Καστοριάς και συμμετέχει στη μάχη της Μπιλίστας στην προσπάθεια των ελληνικών δυνάμεων για την απελευθέρωση της Β. Ηπείρου. Ακολούθως, προέλασε στα βόρεια της Κορυτσάς, εισερχόμενο ως σφήνα μεταξύ των τουρκικών και των Αλβανικών δυνάμεων, αποτρέποντας την μεταξύ τους επικοινωνία και συνεργασία.
Συνεχίζοντας την εκστρατεία του στην Ήπειρο, το Σύνταγμα της Κέρκυρας έλαβε μέρος στη μάχη της Κλεισούρας, της οποίας κατέλαβε το βόρειο πέρασμα, εμποδίζοντας οποιαδήποτε τουρκική ή αλβανική κίνηση υποστήριξης της 23ης ενισχυμένης Τακτικής Οθωμανικής Μεραρχίας και των επιστρατευμένων μονάδων που αμύνονταν στα Γιάννενα. Στον αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, μπορεί να μη συμμετείχε το 10ο Σύνταγμα, η Κέρκυρα όμως, έδωσε το παρόν με τους εθελοντές του σώματος των Γαριβαλδινών του Λορέντζου Μαβίλη. Το σώμα του Μαβίλη πολέμησε γενναία στην προσπάθεια κατάληψης του στενού των Πέντε Πηγαδιών στον τομέα του Δρίσκου, όμως, κατά σφοδρή μάχη που διεξήχθη στις 28 Νοεμβρίου, ο ίδιος ο Μαβίλης έχασε τη ζωή του, δεχόμενος μία σφαίρα στο κεφάλι.
Κατά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο κατά των Βουλγάρων, το 10ο Σύνταγμα έδωσε και πάλι τα διαπιστευτήρια της μαχητικής αρετής των Κερκυραίων. Στις επιχειρήσεις του Συντάγματος κατά τους βαλκανικούς πολέμους είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης πάνω από 500 Κερκυραίοι.
Λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, οι Κερκυραίοι συμμετείχαν στον τιτάνιο αγώνα του ελληνικού στρατού στα βάθη της Ανατολίας. Ακόμα και στην ολέθρια φάση της κατάρρευσης του μετώπου, όταν ολόκληρα στρατιωτικά τμήματα υποχωρώντας άτακτα αιχμαλωτίζονταν από τους Τούρκους του Κεμάλ Ατατούρκ, το 10ο Σύνταγμα, πάντα στη δύναμη της ΙΙΙ Μεραρχίας, κατόρθωσε να υποχωρήσει με τάξη, αποκρούοντας τις επιθέσεις των τακτικών τουρκικών στρατευμάτων και των επελαυνόντων ατάκτων Τσετών.
(Η παραπάνω ανακοίνωση υποστηρήχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο κατά τις εκδηλώσεις για την επέτειο της 25ης Μαρτίου που διοργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καλλαφατιώνων το 2007)
ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Σε διακρατικό επίπεδο, πάντως, η πρώτη επίθεση των Οθωμανών Τούρκων κατά της Κέρκυρας χρονολογείται στα 1431, με την επιδρομή του τουρκικού στόλου υπό τον Αλή Μπέη, την οποία απέκρουσαν τα τοπικά βενετικά και κερκυραϊκά στρατεύματα.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να αναφέρουμε κάποια στοιχεία για την αμυντική οργάνωση του νησιού κατά την εποχή της βενετικής κυριαρχίας. Το σχέδιο άμυνας της Κέρκυρας στηριζόταν στην υπεράσπιση δύο κυρίως οχυρωμένων θέσεων: του κάστρου του Αγίου Αγγέλου, γνωστό και ως Αγγελόκαστρο, και της πόλης της Κέρκυρας που θωράκιζε το Παλαιό Φρούριο στο οποίο κατά τα τέλη του 16ου αιώνα προστίθεται και το Νέο. Κάποιας μορφής άμυνα, κυρίως για την προστασία των κατοίκων της υπαίθρου, προβλεπόταν και στα ουσιαστικά εγκαταλελειμμένα οχυρώματα της Κασσιόπης στα βορειοανατολικά και του Γαρδικίου στα νότια.
Αντίθετα από ότι υποθέτουν πολλοί, ο αμυντικός αγώνας δεν ήταν αποκλειστικά υπόθεση των βενετικών στρατευμάτων, τα οποία συνήθως αποτελούσαν το ήμισυ των ενόπλων σωμάτων του νησιού. Οπωσδήποτε, τα τακτικά στρατεύματα των Βενετών είχαν ανώτερη μαχητική ικανότητα από την άποψη ότι ήταν καλύτερα εκπαιδευμένα και εξοπλισμένα, μεγάλος μέρος, όμως, των ένοπλων επιχειρήσεων διεξαγόταν από Κερκυραίους πολιτοφύλακες. Σε κάθε χωριό υπήρχε ένας αριθμός πολιτοφυλάκων (Cernidi), υπό τη διοίκηση ενός Κοντόσταβλου, ο οποίος σε καιρό ειρήνης είχε αστυνομικά καθήκοντα. Τα καθήκοντα των πολιτοφυλάκων ήταν να υπερασπίζουν τα χωριά από πειρατικές επιδρομές, και, σε περιπτώσεις τακτικών επιθέσεων, να συγκροτούν στρατιωτικές μονάδες με αποστολή να διεξάγουν επιθέσεις φθοράς στα μετόπισθεν του εχθρού. Εκτός από τους πολιτοφύλακες, υπήρχαν και οι ντόπιοι ιππείς που επάνδρωναν τα φεουδαλικά στρατιωτικά σώματα των Κερκυραίων αριστοκρατών τιμαριούχων. Για τα έφιππα αυτά σώματα δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, αλλά από κάποιες βιβλιογραφικές αναφορές φαίνεται πως δεν διέφεραν από το μοντέλο ιππότης-σεργέντες που συναντάμε στη Δύση κατά την ίδια περίοδο. Οι σεργέντες, βέβαια, στην περίπτωση της Κέρκυρας μάλλον είχαν τον οπλισμό και τις τακτικές των stradiotti.
Η επόμενη τουρκική επίθεση ήρθε στα 1537, ένα έτος που θεωρείται ορόσημο για την τοπική ιστορία… (η περίπτωση αυτή παρουσιάζεται σε άλλη ανακοίνωση από τον Κωνσταντίνο Γραμμένο).
Η οθωμανική επίθεση του 1571 που ακολούθησε, εντάσσεται στο πλαίσιο του βενετοτουρκικού πολέμου για την Κύπρο. Στο τέλος του καλοκαιριού, μία τουρκική δύναμη υπό τον Λουτσαλή αποβιβάστηκε στην Κέρκυρα. Την επίθεση αυτή, όπως εξιστορεί ο Κερκυραίος ιστορικός του 17ου αι., Ανδρέας Μάρμορας, την απέκρουσαν σχεδόν μόνοι τους οι Κερκυραίοι. Δύο αποσπάσματα ιππέων υπό την ηγεσία του Γεωργίου Μάρμορα και του Φίλιππου Ρονκόνη πέτυχαν σημαντικές νίκες επί των Οθωμανών, οι οποίοι δεν κατάφεραν να πολιορκήσουν την πόλη και γι’ αυτό επιτέθηκαν στο Αγγελόκαστρο. Ούτε αυτό το οχυρό , όμως, κατάφεραν να καταλάβουν, και αποχώρησαν με σημαντικές απώλειες, λεηλατώντας παρ' όλα αυτά πολλά χωριά, ενώ σκότωσαν όσους από τους κατοίκους συνάντησαν στο πέρασμά τους.
Οι Οθωμανικές επιθέσεις κλείνουν με την επική πολιορκία του 1716. Λίγα χρόνια πριν, χάρη στην εκστρατεία του Φραγκίσκου Μοροζίνι στα 1684, οι Τούρκοι είχαν χάσει πολλά εδάφη από τους Βενετούς. Τα σημαντικότερα από αυτά ήταν η Δαλματία στη σημερινή Κροατία και η Πελοπόννησος. Στα 1715, οι Οθωμανοί επιτίθενται και καταλαμβάνουν με ευκολία τον Μοριά, τη Λευκάδα, καθώς και κάποια νησιά που κατείχαν οι Βενετοί στο Αιγαίο. Η σειρά της Κέρκυρας ήταν σίγουρο πως δεν θα αργούσε. Ευτυχώς για τον τόπο μας, η Βενετική Δημοκρατία επέλεξε σαν ανώτατο αρχηγό των ενόπλων της δυνάμεων τον Ματθία φον Σούλεμπουργκ, γνωστό στην παλαιότερη βιβλιογραφία ως Σχολεμβούργο, έναν Γερμανό επαγγελματία στρατιωτικό που είχε αποδείξει την αξία του στα θέατρα των ευρωπαϊκών πολέμων της εποχής.
Ο Σούλεμπουργκ έφτασε στην Κέρκυρα στις αρχές του 1716, και άρχισε αμέσως να εργάζεται νυχθημερόν, μαζί με τον υπασπιστή του, τον Κερκυραίο Δημήτριο Στρατηγό, για την άμυνα του νησιού. Η προετοιμασία ήταν επίπονη, καθώς οι οχυρώσεις δεν είχαν συντηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ ο Σούλεμπουργκ είχε να αντιμετωπίσει την έλλειψη ανδρών, αφού η φρουρά του νησιού ανερχόταν σε μόλις 2500 άνδρες, και την ανεπάρκεια- πολεμικού υλικού. Παρ' όλα αυτά, κατόρθωσε μέσα σε λίγους μήνες να βελτιώσει τα πράγματα.
Η απόβαση των Οθωμανικών στρατευμάτων πραγματοποιήθηκε στις αρχές Ιουλίου του 1716. Οι Οθωμανικές δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα μέχρι το τέλος του μήνα ανέρχονταν σε 30.000, από τους οποίους 3.000 ήταν ιππείς. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ένα μέρος του στρατεύματος αυτού αποτελούταν από σώματα Ελλήνων οπλαρχηγών του Μοριά και της Ρούμελης, οι οποίοι δεν είχαν διστάσει να ακολουθήσουν τους Τούρκους εναντίον άλλων Ελλήνων, με την προοπτική της λαφυραγώγησης. Λίγο νωρίτερα είχαν συμμετάσχει στην κατάληψη της Λευκάδας, και στα δεινά που βρήκαν τους κατοίκους της από τις δυνάμεις των κατακτητών.
Ειδικά αυτό το τελευταίο στοιχείο, δηλαδή η πτώση της Λευκάδας και τα όσα επακολούθησαν εκεί, οδήγησαν τους Κερκυραίους, κυρίως μετά την εμφάνιση του χριστιανικού στόλου και την εξασφάλιση των θαλασσίων επικοινωνιών, να προσφέρονται μαζικά ως εθελοντές για την υπεράσπιση του νησιού, με αποτέλεσμα ο αριθμός των Κερκυραίων στρατιωτών να δεκαπλασιαστεί: από τους τριακόσιους που ανήκαν στη φρουρά πριν την εισβολή, έφταναν τώρα τους 3.000.
Ο Σούλεμπουργκ, γνωρίζοντας, ίσως τα γεγονότα του 1571 που αναφέραμε παραπάνω, διέταξε τα σώματα των Κερκυραίων ιππέων να διεξάγουν καταδρομικές αποστολές στα νώτα του εχθρού, τις οποίες έφεραν εις πέρας με επιτυχία, αν και με σημαντικές απώλειες. Η μαχητική αξία των Κερκυραίων, φάνηκε εξάλλου σε όλη τη διάρκεια της επικής αυτής πολιορκίας, τόσο στην περίπτωση της απόλυτα επιτυχημένης άμυνας των ντόπιων στην περιοχή του Περάματος, απ’ όπου απαγόρευσαν κάθε κίνηση των εχθρικών στρατευμάτων προς Νότον, όσο και στην περίπτωση της άμυνας του προμαχώνα Σαραντάρη.
Η κρισιμότερη στιγμή της πολιορκίας ήρθε στις 7 Αυγούστου, όταν οι Οθωμανοί Γενίτσαροι, ύστερα από αποτυχημένη επιθετική ενέργεια των Χριστιανικών δυνάμεων, κατόρθωσαν να καταλάβουν τον προμαχώνα Σκάρπωνα.. Από εκεί, οι Γενίτσαροι επιχείρησαν να καταλάβουν το ίδιο το Νέο Φρούριο, όμως τους εμπόδισε η φρουρά των μόλις 60 Κερκυραίων που το επάνδρωνε, όπως και εκείνοι που αμύνονταν επί του προμαχώνα Σαραντάρη. Ο Στρατάρχης, αντιλαμβανόμενος την αποφασιστικότητα των ντόπιων να προστατέψουν τα σπίτια τους, τους χρησιμοποίησε μαζικά στις αντεπιθέσεις που εξαπέλυσε για την ανακατάληψη του Σκάρπωνα. Μετά από πολύωρη μάχη και επανειλημμένες ενέργειες, ο προμαχώνας επανήλθε υπό τον έλεγχο των αμυνόμενων, και οι Οθωμανοί υποχώρησαν άτακτα, αφήνοντας πίσω τους γύρω στους 5.000 νεκρούς, ενώ είχαν άλλους τόσους περίπου τραυματίες.
Ύστερα από λίγες μέρες, οι Οθωμανοί αποχώρησαν από το νησί, έχοντας για μία ακόμη φορά αποτύχει να το καταλάβουν. Οι περιπέτειες, βέβαια, των Κερκυραίων δεν τελείωσαν τότε, αφού σύντομα ανέλαβαν επιθετικές ενέργειες για την ανακατάληψη των Ηπειρωτικών περιοχών που ανήκαν στην Κέρκυρα, όπως το Βουθρωτό και η Σαγιάδα.
ΟΙ ΕΠΙΘΕΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑΙΩΝ
Ας μη μας κάνει εντύπωση: οι Κερκυραίοι δεν κατέβαλαν μόνο προσπάθειες για να κρατήσουν τους Οθωμανούς μακριά από το νησί τους. Ανελάμβαναν συχνά μέρος στις προσπάθειες των Βενετών για την κατάληψη περιοχών της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Αυτές οι ενέργειες γινόταν συχνά κατόπιν αιτημάτων των υπόδουλων Ελλήνων, και σχεδόν πάντα είχαν αίσια έκβαση στην αρχή, δεν ευοδώνονταν όμως τελικά, αφού οι Έλληνες ανακάλυπταν σύντομα πως απλώς είχαν αλλάξει αφέντη, ο οποίος μάλιστα είχε αυστηρότερους νόμους και επέβαλλε τον κοινωνικό διαχωρισμό. Συνηθισμένοι όπως ήταν στον χαλαρό κρατικό έλεγχο στο πλαίσιο του Οθωμανικού κράτους, αντιδρούσαν στη στιβαρή διοικητική οργάνωση και τον κοινωνικό διαχωρισμό που επέβαλλαν οι Βενετοί, και σύντομα έφταναν στο σημείο να συνεργάζονται με τους Οθωμανούς για την εκδίωξή τους.
Η πρώτη επιθετική ενέργεια των Κερκυραίων κατά των Οθωμανών πραγματοποιήθηκε στα 1454, ένα χρόνο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Τότε, κερκυραϊκά στρατεύματα, κατέλαβαν το Βουθρωτό και την Πάργα.
Λίγα χρόνια αργότερα, στα 1462, 2.000 Κερκυραίοι υπεράσπισαν την τοποθεσία Εξαμίλια κοντά στο Βουθρωτό, απέναντι από τον Άγιο Στέφανο. Μερικούς μήνες μετά άλλοι 1000 Κερκυραίοι συμμετείχαν στην προσπάθεια των Βενετών να καταλάβουν την Πάτρα, και άλλοι 500 έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις της Κορίνθου. Οι επιχειρήσεις αυτές δεν πέτυχαν τους στόχους τους, όπως και εκείνη του 1469 στο Μαυροβούνιο, στην οποία έλαβαν επίσης μέρος οι Κερκυραίοι.
Αντίθετα, επιτυχημένη ήταν η εκστρατεία που ανέλαβαν τα κερκυραϊκά στρατεύματα υπό τον Γερόλαμο Μολένο από κοινού με τους ντόπιους στη Β. Ήπειρο στα 1475. Η εκστρατεία αυτή πέτυχε να απελευθερώσει μια μεγάλη περιοχή από τη Χειμάρα μέχρι τη Σαγιάδα, στην οποία κατά τον Μάρμορα περιλαμβάνονταν πάνω από 200 χωριά και κωμοπόλεις. Δυστυχώς, οι περιοχές αυτές δεν άντεξαν για πολύ στις τουρκικές επιθέσεις που ακολούθησαν, εκτός από τη Σαγιάδα και κάποια οχυρά στις εκβολές του Καλαμά, τα οποία έμειναν σε κερκυραϊκά χέρια.
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
Είδαμε πόσο δεινοπάθησε η Κέρκυρα από τις Οθωμανικές επιθέσεις κατά τον 16ο αιώνα, στα 1537 και στα 1571. Παρ' όλα αυτά, οι Κερκυραίοι κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν σημαντικά στρατεύματα και να επανδρώσουν τέσσερις γαλέρες, με τις οποίες έλαβαν μέρος στην περίφημη Ναυμαχία της Ναυπάκτου τον Οκτώβρη του 1571 που ακολούθησε την Πτώση της Αμμοχώστου στους Τούρκους και τις φοβερές σφαγές που συνέβησαν εκεί. Περισσότεροι από χίλιοι Κερκυραίοι πολέμησαν στη ναυμαχία, υπό τις διαταγές των Πέτρου Μπούα, Χριστόφορου Κοντόκαλη, Γεωργίου Κοκκίνη, Στυλιανού Χαλικιόπουλου και Μάρκου Φιομάχου, οι οποίοι ήταν κυβερνήτες των κερκυραϊκών γαλερών, οι οποίες έφεραν τα ονόματα «Αετός της Κέρκυρας»,«Ο Χριστός της Κέρκυρας», «Άγιος Μιχαήλ» και «Άγγελος της Κέρκυρας», αντίστοιχα, ενώ το όνομα της γαλέρας του Φιομάχου ήταν «Ο Άγιος Πέτρος».
Η μέχρι σήμερα καθεστηκίυα άποψή ήταν ότι στη Ναύπακτο παρατάχθηκαν μόνο οι τέσσερις πρώτες γαλέρες. Οι σχετικοί κατάλογοι, όμως, μας πληροφορούν για την παρουσία και της γαλέρας του Φιομάχου στην οπισθοφυλακή της χριστιανικής παράταξης. Η συμμετοχή της γαλέρας αυτής πρέπει πλέον να καταγραφεί στην κερκυραϊκή ιστορία.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η υπηρεσία στις γαλέρες ήταν ιδιαιτέρως επίπονη και εξουθενωτική. Εκτός της μεγάλης φονικότητας των ναυμαχιών της εποχής, όπως και των μαχών στην ξηρά, αφού τα πληρώματα των γαλερών χρησιμοποιούνταν συχνά και για πεζοναυτικές επιχειρήσεις, πολλοί από τους υπηρετούντες στο ναυτικό πέθαιναν λόγων της εξάντλησης και των ασθενειών που θέριζαν τα πληρώματα.
Ξαναγυρνώντας, τώρα στα της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου, της μεγαλύτερης ναυμαχίας που πραγματοποιήθηκε ποτέ στα νερά της Μεσογείου, πρέπει να αναφέρουμε ότι οι πρόγονοί μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και αυταπάρνηση, έχοντας στο μυαλό τους τα δεινά που είχαν υποστεί οι ίδιοι αλλά και οι Κύπριοι αδελφοί τους. Τα ονόματα του Χριστόφορου Κοντόκαλη και του Πέτρου Μπούα χαράχτηκαν για πάντα στις σελίδες της Ιστορίας. Κοντά σ’ αυτούς ένα πλήθος άγνωστων μέχρι σήμερα αγωνιστών από το νησί.
Η Γαλέρα του Χριστόφορου Κοντόκαλη έπλεε στο κέντρο της χριστιανικής παράταξης, με αποστολή την κάλυψη της ναυαρχίδας του συμμαχικού στόλου, επί της οποίας επέβαινε ο Αρχιναύαρχος Δον Ζουάν ο Αυστριακός. Στην εξέλιξη της μάχης, ο Κοντόκαλης και το πλήρωμά του, σύμφωνα με τον Μάρμορα, όχι μόνο προστάτεψε τη χριστιανική ναυαρχίδα, αλλά κατάφερε μετά από πολύωρο αγώνα να καταλάβει την καπιτάνα του Πασά της Ρόδου, την οποία ρυμούλκησε μέχρι το Μαντράκι και την παρέδωσε μαζί με τον Τούρκο Πασά στον τότε Γενικό Προβλεπτή, Αντρέα Μπαρμπαρίγο. Για το κατόρθωμα αυτό, ο Κοντόκαλης έλαβε τον τίτλο του Δούκα, τον ανώτατο τίτλο ευγενείας που απένειμε το Βενετικό Κράτος.
Ο Πέτρος Μπούας από την άλλη, εξαιτίας των ενεργειών του διοικητή της νότιας πτέρυγας του συμμαχικού στόλου, του Γενοβέζου Αντρέα Ντόρια, αναγκάστηκε να θυσιάσει το σκάφος του για να προστατέψει τη χριστιανική παράταξη. Ο Ντόρια που διοικούσε το δεξί πλευρό του χριστιανικού στόλου, προσπάθησε να αποφύγει τη σύγκρουση με την απέναντί του εχθρική παράταξη κινούμενος νότια. Ο ελιγμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ρήγμα στο χριστιανικό μέτωπο, το οποίο έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Αλγερινός ναύαρχος του οθωμανικού αριστερού. Μερικές βενετικές γαλέρες κινήθηκαν βόρεια (χωρίς να προηγηθεί διαταγή του Ντόρια), αλλά κυκλώθηκαν από τα πλοία των Σαρακηνών, καθυστερώντας τους όμως αρκετά ώστε η χριστιανική οπισθοφυλακή να καλύψει το κενό. Έτσι, η γαλέρα του Μπούα καταλήφθηκε από τους Αλγερινούς της νότιας Οθωμανικής πτέρυγας, και ο ίδιος οδηγήθηκε στον διοικητή της, Ουλούτζ Αλή. Εκείνος, αντί να τον κρατήσει αιχμάλωτο για λύτρα όπως ήταν η συνήθεια της εποχής, και οργισμένος, προφανώς, για τις απώλειες που του είχε επιφέρει το κερκυραϊκό πλοίο στο μεταξύ, έβαλε τους ναύτες του να γδάρουν τον Κερκυραίο αριστοκράτη ζωντανό, καθιστώντας τον εθνομάρτυρα, πολύ πριν επινοηθεί ο όρος αυτός. Μόνο να φανταστούμε μπορούμε την τύχη που είχαν οι υπόλοιποι Κερκυραίοι του πληρώματος.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ
Ο 17ος αιώνας που ακολούθησε, δεν έφερε την ειρήνη για την Κέρκυρα. Μπορεί οι Οθωμανοί να μην απείλησαν το νησί, όπως το 1537 και το 1571, αλλά οι Κερκυραίοι δεν έπαψαν να πολεμούν. Ο Κρητικός Πόλεμος και η εκστρατεία του Μοροζίνι στην Πελοπόννησο απετέλεσαν πολύχρονες πολεμικές αναμετρήσεις, οι οποίες ουσιαστικά δεν έληξαν παρά στα 1716 με την πολιορκία που περιγράψαμε πιο πάνω.
Παρά τα εσωτερικά προβλήματα του νησιού, με τις μεγάλες εξεγέρσεις των χωρικών κατά των γαιοκτημόνων τιμαριούχων, στρατιώτες και ναύτες από την Κέρκυρα συμμετείχαν στην άμυνα της Κρήτης, σε έναν πόλεμο που κράτησε για αρκετές δεκαετίες, και που έληξε στα 1669 με την πτώση του Χάνδακα. Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ο αριθμός των Κερκυραίων που πολέμησαν για τη διάσωση της μεγαλονήσου, αρκεί όμως να αναφέρουμε ότι ο πόλεμος αυτός κόστισε 150 εκατομμύρια δουκάτα και 200.000 νεκρούς, για να υποψιαστούμε το μέγεθος των θυσιών τους.
Δεκαπέντε χρόνια μετά την πτώση του Χάνδακα, στα 1684, ξεσπά νέα βενετοτουρκική σύρραξη στο πλαίσιο ενός νέου ευρωπαϊκού πολέμου κατά των Οθωμανών. Βενετικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Φραγκίσκο Μοροζίνι, επικουρούμενα από χριστιανικό στόλο στον οποίο ήταν ενταγμένη και μία κερκυραϊκή γαλέρα, ξεκινά εκστρατεία για την απόσπαση ελληνικών εδαφών από τη σουλτανική κυριαρχία. Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα, η οποία καταλήφθηκε από τα ελληνοβενετικά στρατεύματα, μεταξύ των οποίων διακρίθηκαν και τα σώματα των Κερκυραίων λοχαγών Μανέτα, και Δελλαδέτσιμα. Ακολούθησε η κατάληψη της Πρέβεζας και τον επόμενο χρόνο, η απόκρουση της Οθωμανικής αντεπίθεσης στην περιοχή του Βάλτου και του Ξηρομέρου από τους Στερεοελλαδίτες επαναστάτες που είχαν ενισχυθεί από το σώμα του Δελλαδέτσιμα.
Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 1685, οι δυνάμεις του Μοροζίνι αποβιβάζονται κοντά στην Κορώνη αρχίζοντας έναν αγώνα που κράτησε τέσσερα περίπου χρόνια για την κατάληψη της Πελοποννήσου. Οι Κερκυραίοι στρατιώτες, ενταγμένοι στους μικτούς στρατούς της χριστιανικής παράταξης, συμμετείχαν σε μία ταχύτατη προέλαση κερδίζοντας τις μάχες με τους κατάπληκτους Οθωμανούς, τη μία μετά την άλλη. Στην Κορώνη, τη Μεθώνη, την Κυπαρισσία, την Καλαμάτα, το Ναύπλιο, το Άργος, το Αίγιο, την Πάτρα, την Κόρινθο και την Στερεά, τα κερκυραϊκά όπλα κέρδισαν τη δόξα, υπενθυμίζοντας την αξία τους κατά του Ασιάτη κατακτητή των Βαλκανίων. Με την υπογραφή της συνθήκης του Κάρλοβιτς στα 1699, αναγνωριζόταν η κυριαρχία της Βενετικής Δημοκρατίας επί της Πελοποννήσου.
Αν και μετά το 1716 και μέχρι το τέλος της Βενετικής κυριαρχίας στα Επτάνησα το 1797, δεν έχουμε άλλες συγκρούσεις μεταξύ Βενετών και Οθωμανών, δεν συμβαίνει το ίδιο και για τους κατοίκους των νησιών. Οι Επτανήσιοι, πιστοί στην παράδοση των ενθοαπελευθερωτικών αγώνων, συμμετέχουν στα Ορλοφικά του 1770. Οι Επτανήσιοι, και μεταξύ αυτών πολλοί Κερκυραίοι, έδωσαν το παρόν στον επαναστατικό αγώνα της Πελοποννήσου, ο οποίος, δυστυχώς δεν καρποφόρησε, στα πεδία μάχης της Πάτρας και της Μεθώνης.
Και φτάνουμε, στην μεγάλη ελληνική επανάσταση του 1821. Αντίθετα απ’ ότι πιστεύουν οι περισσότεροι λόγω της απουσίας οποιασδήποτε αναφοράς στα σχολικά βιβλία της ιστορίας, οι Επτανήσιοι και μεταξύ αυτών οι Κερκυραίοι, είχαν σημαντική παρουσία στα πεδία των μαχών για την ελευθερία των Ελλήνων. Μία δικαιολογία για τους συγγραφείς των βιβλίων αυτών αποτελεί ίσως το γεγονός ότι οι περισσότεροι Επτανήσιοι αγωνίστηκαν στα σώματα των Φιλελλήνων, αφ’ ενός γιατί, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, στα σώματα αυτά έπρεπε να υπηρετούν Έλληνες που γνώριζαν τις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, και, αφ’ ετέρου γιατί, τα υπόλοιπα επαναστατικά στρατεύματα αποτελούνταν στην ουσία από ιδιωτικούς στρατούς μεγάλων αρματολών και πλούσιων προκρίτων, και αποτελούσαν περιβάλλον ξένο προς τους Επτανησίους που είχαν την εμπειρία των τακτικών στρατιωτικών σχηματισμών.
Σε κάθε περίπτωση, οι Επτανήσιοι έδωσαν το παρόν σε πολλές συγκρούσεις, όπως στην ατυχή μάχη του Πέτα κατά τη διάρκεια της οποίας, εξ αιτίας της υποχώρησης των άτακτων ελληνικών σωμάτων και της προδοτικής κατά πολλούς στάσης του οπλαρχηγού Μπακόλα το μικτό Σώμα Φιλελλήνων και Επτανησίων βρέθηκε να αντιμετωπίζει το σύνολο του τουρκικού ιππικού χωρίς οποιαδήποτε κάλυψη από φίλια τμήματα. Όπως είναι φυσικό, το σώμα εξολοθρεύτηκε αφήνοντας 80 περίπου Επτανησίους και 120 Φιλέλληνες νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Αντίθετα, οι Επτανήσιοι εθελοντές κατάφεραν να καταλάβουν το τουρκικό προπύργιο στην Ηλεία, το αμιγώς τουρκικό χωριό Λάλα, ενώ στη μάχη για την Άλωση της Τριπολιτσάς, αναφέρεται ότι ο Κωλοκοτρώνης είχε ως φρουρά ένα σώμα πεντακοσίων περίπου Επτανησίων οι οποίοι συμμετείχαν στις επιχειρήσεις. Είναι γνωστές άλλωστε οι υπηρεσίες που προσέφεραν στον αγώνα οι Παξινοί και άλλοι Επτανήσιοι με τα πλοία τους.
Θα περίμενε κανείς ότι με την Ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους και την Ένωση των Επτανήσων με αυτό, οι αγώνες των Κερκυραίων θα περιορίζονταν στην υπηρεσία στον Εθνικό Στρατό. Η ιστορία, όμως καταδεικνύει ότι οι Κερκυραίοι είχαν αντίληψη της ιδιαίτερης πολεμικής τους παράδοσης για την απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού από τους Οθωμανούς. Ορμώμενοι από αυτήν ακριβώς την παράδοση, όπως και από τις φιλελεύθερες ιδέες που πρώτα απ' όλες τις περιοχές της Ελλάδας ευδοκίμησαν στο νησί μας, συμμετείχαν αφειδώς και με ενθουσιασμό σε κάθε επαναστατικό ξέσπασμα, από τη Μακεδονία και την Ήπειρο έως την Κρήτη. Ένοπλα σώματα εθελοντών Επτανησίων υπό την ηγεσία της αφρόκρεμας της μορφωμένης κερκυραϊκής νεολαίας, έδωσαν το παρόν στις εξεγέρσεις του 1854-5 στην Ήπειρο, του 1878-80 στη Δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία, στον Μακεδονικό Αγώνα, και την Κρητική Επανάσταση του 1896 στην οποία συμμετείχαν πολλοί Κερκυραίοι με το εθελοντικό σώμα των Λορέντζου Μαβίλη και Ντίνου Θεοτόκη.
ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ
Ο «ατυχής» κατά τον όρο της εποχής πόλεμος του 1897, βρήκε πολλούς Κερκυραίους κληρωτούς και εθελοντές να πολεμούν στα μέτωπα της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Αν και ο πόλεμος αυτός υπήρξε ολέθριος για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, αφού, λόγω της ελλιπούς προετοιμασίας και της ανικανότητας της ανώτερης ηγεσίας, οι Οθωμανοί έφτασαν μέχρι τη Λαμία, οι Κερκυραίοι, μεταξύ άλλων, όπως η ταξιαρχία του Σμολένσκη, στάθηκαν εξαίρεση του κανόνα των άτακτα υποχωρούντων στρατευμάτων, υπερασπιζόμενοι με σθένος την ελληνική γη. Το 10ο Πεζικό Σύνταγμα της Κέρκυρας είχε απώλειες 81 νεκρούς και πάνω από 300 τραυματίες, οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονταν από το 1ο Τάγμα, το οποίο είχε αμυνθεί στη θέση Πέντε Πηγάδια υπό τον Τχη Κωνσταντίνο Κουμουνδούρο και διαλύθηκε υπό την ισχυρή πίεση του υπερτερούντος εχθρού. Κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού, στο Μέτωπο της Ηπείρου συμμετείχε και το εθελοντικό σώμα των Μαβίλη και Θεοτόκη, το οποίο όπως είδαμε είχε συμμετάσχει και στην Κρητική Επανάσταση έναν χρόνο νωρίτερα. Ο Μαβίλης, μάλιστα, κατά τη διάρκεια της μάχης στον Λούρο, τραυματίστηκε στο χέρι.
Και φτάνουμε στην εποποιία των βαλκανικών πολέμων του 1912-13. Οι Κερκυραίοι συμμετείχαν στον τιτάνιο αγώνα με τον εχθρό και τον χρόνο με το 10ο Πεζικό Σύνταγμα, το οποίο ήταν ενταγμένο στην Τρίτη Μεραρχία Πεζικού. Από την αρχή του πολέμου με τους Οθωμανούς, μέχρι τη λήξη του πολέμου με τους Βούλγαρους, το 10ο Σύνταγμα απέδειξε επανειλλημένως την αξία του, και γι’ αυτό η σημαία του τιμήθηκε με τον Στρατιωτικό σταυρό Α΄ Τάξης και το αριστείο Ανδρείας, επίσης Α΄ Τάξης.
Στην περίφημη μάχη του Σαρανταπόρου, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Αναστάσιο Παπούλα, το 10ο Σύνταγμα δέχτηκε αδιαμαρτύρητα την παράλογη στρατηγικά διαταγή του Γενικού στρατηγείου για κατά μέτωπον επίθεση στην άριστα οχυρωμένη τοποθεσία του Γλυκόβου, την οποία και κατέλαβε με εφ’ όπλου λόγχη επίθεση, όπως και το ίδιο το χωριό Σαραντάπορο. Ακολούθησε η Μάχη των Γιαννιτσών, κατά τις επιχειρήσεις της οποίας το κερκυραϊκό Σύνταγμα κάλυψε από Νότον την ελληνική παράταξη, εκκαθαρίζοντας το δάσος που βρισκόταν στην όχθη της Λίμνης των Γιαννιτσών.
Μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης, και, σχεδόν χωρίς ανάπαυση, το 10ο Σύνταγμα, πάντα στο πλαίσιο της ΙΙΙ Μεραρχίας, πεζοπορεί μέχρι την περιοχή της Καστοριάς και συμμετέχει στη μάχη της Μπιλίστας στην προσπάθεια των ελληνικών δυνάμεων για την απελευθέρωση της Β. Ηπείρου. Ακολούθως, προέλασε στα βόρεια της Κορυτσάς, εισερχόμενο ως σφήνα μεταξύ των τουρκικών και των Αλβανικών δυνάμεων, αποτρέποντας την μεταξύ τους επικοινωνία και συνεργασία.
Συνεχίζοντας την εκστρατεία του στην Ήπειρο, το Σύνταγμα της Κέρκυρας έλαβε μέρος στη μάχη της Κλεισούρας, της οποίας κατέλαβε το βόρειο πέρασμα, εμποδίζοντας οποιαδήποτε τουρκική ή αλβανική κίνηση υποστήριξης της 23ης ενισχυμένης Τακτικής Οθωμανικής Μεραρχίας και των επιστρατευμένων μονάδων που αμύνονταν στα Γιάννενα. Στον αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, μπορεί να μη συμμετείχε το 10ο Σύνταγμα, η Κέρκυρα όμως, έδωσε το παρόν με τους εθελοντές του σώματος των Γαριβαλδινών του Λορέντζου Μαβίλη. Το σώμα του Μαβίλη πολέμησε γενναία στην προσπάθεια κατάληψης του στενού των Πέντε Πηγαδιών στον τομέα του Δρίσκου, όμως, κατά σφοδρή μάχη που διεξήχθη στις 28 Νοεμβρίου, ο ίδιος ο Μαβίλης έχασε τη ζωή του, δεχόμενος μία σφαίρα στο κεφάλι.
Κατά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο κατά των Βουλγάρων, το 10ο Σύνταγμα έδωσε και πάλι τα διαπιστευτήρια της μαχητικής αρετής των Κερκυραίων. Στις επιχειρήσεις του Συντάγματος κατά τους βαλκανικούς πολέμους είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης πάνω από 500 Κερκυραίοι.
Λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, οι Κερκυραίοι συμμετείχαν στον τιτάνιο αγώνα του ελληνικού στρατού στα βάθη της Ανατολίας. Ακόμα και στην ολέθρια φάση της κατάρρευσης του μετώπου, όταν ολόκληρα στρατιωτικά τμήματα υποχωρώντας άτακτα αιχμαλωτίζονταν από τους Τούρκους του Κεμάλ Ατατούρκ, το 10ο Σύνταγμα, πάντα στη δύναμη της ΙΙΙ Μεραρχίας, κατόρθωσε να υποχωρήσει με τάξη, αποκρούοντας τις επιθέσεις των τακτικών τουρκικών στρατευμάτων και των επελαυνόντων ατάκτων Τσετών.
(Η παραπάνω ανακοίνωση υποστηρήχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο κατά τις εκδηλώσεις για την επέτειο της 25ης Μαρτίου που διοργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καλλαφατιώνων το 2007)
Θα ήθελα να ρωτήσω αν γνωρίζετε ποιοί ήταν οι "Πριβιλεγγιάδοι", το "Βιβλίον των Πριβιλεγγιάδων" και το "Βιβλίο των Τερμιναζιόνων"
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτοί οι όροι υπάρχουν ως αναφορές σε έγγραφα και δεκρέτα του 19ου αιώνα.
Ευχαριστώ
Κάνοντας μια έρευνα στα αρχεία στα Δεκρέτα της Κέρκυρας του 1800 υπάρχουν αναφορές στους όρους
ΑπάντησηΔιαγραφή-"Πριβιλεγγιάδοι", ποιοί ήταν αυτοί ξέρουμε;
-"Βιβλίο των Πριβιλεγγιάδων" έχει να κάνει με το Libro d' oro ή είναι κάτι άλλο;
-"Βιβλίο των Τερμινατζιόνων" αυτό τί είναι;; Υπάρχει στα αρχεία της Κέρκυρας ίσως;
Ευχαριστώ!
Πριβιλεγγιάδοι ήταν όσοι δεν ανήκαν στις τάξεις των αριστοκρατών και των αστών και διέθεταν απαλλαγή από τις αγγαρείες. Η οικογένειά μου, για παράδειγμα, διαθέτει ένα αντίγραφο αναγνώρισης της απαλλαγής αυτής από την Ιόνιο Πολιτεία, κατόπιν παραχώρησης του σχετικού πριβιλέγγιου από τη Βενετική Διοίκηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια το δεύτερο ερώτημα επιγυλέσσομαι να απαντήσω αργότερα.
Ευχαριστώ πολύ για την απάντησή σας,..αναμένω αν γνωρίζεται σχετικά με το Βιβλίο των Πριβιλεγγιάδων αν έχει σχέση με το Libro D'oro!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλο καλοκαίρι
Με τιμή Κώτσιας Χρήστος!!...η χρονική περίοδος την οποία προσπαθώ να βρω στοιχεία είναι τα τέλη του 15ου αιώνα και αρχές του 16ου στην Κέρκυρα, τις αφίξεις στο νησί των stradioti απο την Μεθώνη Κορώνη Ναυαρίνο απο Πελοπόννησο αλλά και απο περιοχή Μυστρά και από Ήπειρο.
Υπάρχουν decreta όπως εκείνο του 1502 του Leonardo Loredan που δίνουν προνόμια σε stradioti στην Κεφαλλονιά και κλάδος αυτών της ίδιας ίσως "μεγάλης οικογένειας" βρίσκεται την ίδια εποχή και στην περιοχή της Λευκίμης λίγα χρόνια νωρίτερα. Ψάχνω να βρω και διατάγματα του 1611 που δίνουν κάποια προνόμια σε οικογένεια του νησιού αλλά τα πρωτότυπα δεν υπάρχουν στα ΓΑΚ Κερκυρας παρα μόνο ως αναφορές σε αυτά σε άλλα έγγραφα.
Από όσο γνωρίζω το Βιβλίο των Πριβιλεγγιάδων δεν ταυτίζεται με το Libro d' oro. Για την ακρίβεια δεν γνωρίζω καν αν υπάρχει Βιβλίο Πριβιλεγγιάδων στην Κέρκυρα. Ξέρω ότι τα σχετικά πιστοποιητικά υπάρχουν στους φακέλλους της Βενετοκρατίας, αλλά δεν έχω υπόψιν μου ξεχωριστό βιβλίο στο πρότυπο της Χρυσοβίβλου. Αν κάποια σχέση υπάρχει μεταξύ των δύο ομάδων, δηλαδή των αριστοκρατών της Χρυσοβίβλου και των προνομιούχων (Πριβιλεγγιάδων) αυτή λογικά είναι ότι κάποια μέλη της δεύτερης κάποια στιγμή εισήλθαν στην πρώτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο Συμβούλιο της Κέρκυρας πήρε τη μορφή κλειστού σώματος πολιτών στα μέσα του 15ου αιώνα. Αυτό σημαίνει ότι ήταν δύσκολο σε άλλους, και μάλιστα μη γηγενούς καταγωγής, να εισέλθουν στο σώμα των αριστοκρατών πολιτών. Παρά ταύτα, η επιδρομή του Μπαρμπαρόσα το 1537, η οποία συνέπεσε σχεδόν με την απώλεια των τελευταίων βενετικών κτήσεων στον Μωρέα, δημιούργησε τις συνθήκες εκείνες που επέτρεψαν σε αρκετούς stradioti να λάβουν βαρονίες από το βενετικό δημόσιο, και τελικά να ενταχθούν στο Συμβούλιο.