Είναι γνωστό πως στις παλιές φεουδαλικές και πρώιμες μεταφεουδαλικές κοινωνίες η αξία και η κοινωνική υπόσταση του ατόμου οριζόταν εν πολλοίς από τη γαιοκτητική του κατάσταση, η οποία με τη σειρά της οριζόταν κυρίως κληρονομικά, αφού, αντίθετα προς το βυζαντινό καθεστώς, οι κοινωνικές τάξεις ήταν νομοκατεστημένες και η ένταξη σ’ αυτές γινόταν κατά βάση κατόπιν κληρονομίας είτε από τους γονείς προς τα τέκνα, είτε μέσω άλλων διαδικασιών. Ως εκ τούτου, αν κάποιος δεν είχε καθόλου γη στην κατοχή του (στην περίπτωση βέβαια που δεν ήταν τεχνίτης, είτε στο πλαίσιο κάποιας συντεχνίας, είτε εκτός) ήταν συνήθως δούλος, υπό την πλήρη εξουσία κάποιου αφέντη. Αν δεν είχε μεν γη αλλά διηνεκή και κληρονομικά δικαιώματα καλλιέργειας σε αγροτεμάχιο άλλου ήταν δουλοπάροικος υποκείμενος στη σχετικά περιορισμένη εξουσία κάποιου τιμαριούχου. Αν είχε δική του γη, αποτελούμενη από ελεύθερα αλλά, ενίοτε και εξαρτημένα κτήματα, ήταν ελεύθερος καλλιεργητής, υποκείμενος σε στράτευση και φορολόγηση από το κράτος. Αν ήταν δικαιούχος τιμαριωτικής γης, με κάποιον αριθμό δουλοπαροίκων υπό την εξουσία του, ήταν άρχοντας, ανεξάρτητα από την ονομασία του που διέφερε από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή.
Αν και η Βενετική Δημοκρατία ήταν ένα κράτος που απέχει από το να χαρακτηρισθεί ως φεουδαλικό, διατήρησε στις κτήσεις της στον Λεβάντε την προϋπάρχουσα φεουδαλική οργάνωση. Στην περίπτωση της Κέρκυρας, όμως, εντοπίζουμε κάποιες ιδιαιτερότητες: όσον αφορά στην ανώτερη τάξη, και λόγω του τρόπου σύστασής της, οι Βενετοί θεωρούσαν τους Κερκυραίους αριστοκράτες ως «μη καθαρούς»[1], και για τον λόγο αυτό τυπικά δεν τους αναγνώριζαν ως Nobili, αλλά ως Citadini, ενώ οι αστοί προέβησαν σε πολλούς αγώνες και αρκετές αναφορές προς το Βενετικό Κράτος χωρίς τελικά να επιτύχουν τη με νόμο αναγνώριση της τάξης τους. Η μη αναγνώριση, πάντως, των Κερκυραίων αριστοκρατών ως Nobili, οι δημογραφικές αυξομειώσεις λόγω των οθωμανικών επιθέσεων και του ρεύματος προσφύγων από τον ελλαδικό χώρο, καθώς και ο εμπορικός προσανατολισμός της Βενετικής Δημοκρατίας, οδήγησαν στη δημιουργία ενός κοινωνικού συστήματος «συγκοινωνούντων δοχείων», με εξαιρετικά αυστηρές και φειδωλές, αλλά σίγουρα υπαρκτές βαλβίδες συγκοινωνίας μεταξύ των τάξεων της Κέρκυρας. Γενικά, πάντως, και κυρίως στην ύπαιθρο, το ιδιοκτησιακό καθεστώς λειτουργούσε με κανόνες φεουδαλικούς.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω, είναι ξεκάθαρο πως η κληρονομική διαδοχή επηρεαζόταν από την κοινωνική κατάσταση του κληροδότη, αλλά και του δικαιούχου. Κατ’ αρχήν υπάρχουν παράγοντες δημογραφικοί, οι οποίοι αν και δεν έχουν ακόμη ερευνηθεί επισταμένα, κάνουν σαφή την παρουσία τους μέσα από τις πηγές της εποχής. Μέσα από συμβολαιογραφικές πράξεις, διαθήκες, προικοδοτήσεις κ.α. φαίνεται πως η τεκνογονία ήταν αντιστρόφως ανάλογη της κοινωνικής κατάστασης: όσο υψηλότερη κοινωνική θέση κατείχε κάποιος, τόσο λιγότερα παιδιά γεννούσε[2]. Αν στην παρατήρηση αυτή προσθέσουμε το ότι οι γυναίκες γενικά, αφού προικοδοτούνταν, σπάνια είχαν δικαίωμα στην υπόλοιπη πατρική περιουσία, είναι εύκολο να συμπεράνουμε πως όσο ανεβαίνουμε στην κοινωνική διαστρωμάτωση της εποχής, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες πολυδιάσπασης της οικογενειακής περιουσίας, άρα και της υποχώρησης της οικονομικής επιφάνειας των κληρονόμων σε σχέση με αυτή του γονέα τους. Στον δημογραφικό παράγοντα, άλλωστε, εμπίπτει και η σχετικά περιορισμένη αρρενογονία των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, η οποία πολλές φορές οδηγούσε στη μεταβίβαση της οικογενειακής περιουσίας σε τρίτους, είτε μέσω της προίκας των θυγατέρων, είτε μέσω της αρκετά διαδεδομένης πρακτικής της υιοθεσίας, ενώ δε λείπουν και περιπτώσεις εξάλειψης οικογενειών και ανάληψης της περιουσίας τους από το Κράτος, με παρεπόμενη τη διάθεσή της σε τρίτους.
Αντίστροφα, τώρα, η κληρονομική διαδοχή μπορούσε να επηρεάσει την κοινωνική κατάσταση του δικαιούχου. Αυτό ήταν δυνατό να συμβεί με τρεις κυρίως τρόπους: μπορούσε να τον προβιβάσει κοινωνικά, να τον υποβιβάσει ή να τον διατηρήσει στην ίδια κοινωνική θέση. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι η κοινωνική θέση του ατόμου δεν είναι ταυτόσημη της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκε. Βέβαια, στην περίπτωση της ανώτερης τάξης των αριστοκρατών, στην περίπτωση της Βενετοκρατούμενης Κέρκυρας που μας απασχολεί, οι διαβαθμίσεις είναι αρκετά περιορισμένες, όμως δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις υπόλοιπες δύο τάξεις της εποχής, τους Αστούς, δηλαδή, και τον Λαό. Ιδιαίτερα στη μεσαία τάξη των αστών, οι διαβαθμίσεις είναι αρκετές και ποικίλες, ξεκινώντας από τον απλό κάτοικο της πόλης ο οποίος έχει εισοδήματα από κάποια αγροτεμάχια στην ύπαιθρο, από κάποια τέχνη ή από το εμπόριο, και φτάνει μέχρι τον αστό Βαρώνο, τον μη Ευγενή, δηλαδή, δικαιούχο τιμαριωτικής γης, της οποίας η ψιλή κυριότητα ανήκε στο Δημόσιο.
Όσον αφορά στην τάξη αυτή, η κληρονομική διαδοχή αποτελούσε τον βασικό παράγοντα για την ανέλιξη κάποιου μέλους της στην ανώτερη τάξη των cittadini. Οι όροι απόκτησης της cittadinanza, του δικαιώματος, δηλαδή, του πολίτη, προέβλεπαν πως όχι μόνο ο υποψήφιος, αλλά και ο πατέρας και ο πάππος του δεν έπρεπε να έχουν ασκήσει "βάναυση" τέχνη. Ακόμη, έπρεπε κάποιος από αυτούς να έχει νυμφευτεί γόνο αριστοκρατικής οικογένειας. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι προσπάθειες μίας μόνης γενιάς δεν αρκούσαν για την είσοδο της οικογένειας στην τοπική αριστοκρατία: έπρεπε να αποδώσουν καρπούς οι προσπάθειες τριών τουλάχιστον γενιών. Όπως φυσιολογικά προκύπτει από τα παραπάνω, η κληρονομική διαδοχή ήταν θεμελιώδους σημασίας.
Ο προπάτορας του αστού που θα γινόταν δεκτός στην ανώτερη τάξη έπρεπε να έχει προνοήσει ώστε η περιουσία που άφηνε στους διαδόχους του να είναι ικανή (με την απαραίτητη καλή διαχείριση και επαύξησή της) να τους εξασφαλίζει τα απαραίτητα υψηλά εισοδήματα, με τα οποία θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς να εργαστούν χειρωνακτικά, να νυμφευτούν γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, να αποκτήσουν αξιοπρεπή κατοικία στην πόλη, και, τέλος, να καταβάλουν την απαραίτητη εισφορά για την αποδοχή τους στο Συμβούλιο. Η περιουσία αυτή μπορούσε να είναι έγγεια ιδιοκτησία, στην απόκτηση της οποίας επιδίδονταν με ιδιαίτερο ζήλο οι πιο ευκατάστατοι από τους αστούς, μία αποδοτική εμπορική επιχείρηση, ή βιοτεχνική μονάδα, ή, τέλος, ένα προσοδοφόρο επάγγελμα[3].
Όσον αφορά στην Τρίτη τάξη, αυτή διακρίνεται στο popolo της πόλης και τους κατοίκους της υπαίθρου (villani), οι οποίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού και θα μας απασχολήσουν ιδιαίτερα. Οι άνθρωποι που απάρτιζαν το popolo προσπαθούσαν να εισέλθουν στην τάξη των αστών, αφού άλλωστε τα όρια μεταξύ τους ήταν αρκετά δυσδιάκριτα[4]. Αντίθετα, οι χωρικοί, οι οποίοι αντιμετώπιζαν οξύ το φάσμα της ανέχειας, είχαν σαν σκοπό τους τη διατήρηση της κοινωνικής θέσης των ιδίων αλλά και των τέκνων τους, αφού διαβαθμίσεις υπήρχαν εντός του πλαισίου αυτής της τάξης, οι οποίες μάλιστα είχαν να κάνουν με βασικούς όρους διαβίωσης και επιβίωσης. Ένας χωρικός μπορούσε να είναι νοικοκύρης, δηλαδή αρχηγός μιας φαμελίας, έχοντας στην κατοχή του έναν κλήρο γης, ο οποίος μαζί με τις όποιες προικώες γαίες της συζύγου του μπορούσαν να εξασφαλίσουν ισχνά ή ικανοποιητικά μέσα για τη διαβίωση της οικογένειάς του. Μπορούσε, ακόμα, να είναι δουλοπάροικος, ζώντας υπό συνθήκες καθόλου ζηλευτές, έχοντας ενταχθεί στο τιμάριο κάποιου άρχοντα με τη γέννησή του, ή κατόπιν προσωπικής σύμβασης στην προσπάθειά του να γλυτώσει από τη λιμοκτονία.
Κύρια επιδίωξη του μέσου χωρικού ήταν η προαγωγή της κοινωνικής του θέσης και η απόκτηση νέων αγροτεμαχίων, είτε με αγορά, είτε με κάποια σύμβαση διηνεκούς καλλιέργειας (σολδιάτικο)[5], και να αφήσει έτσι στους κληρονόμους του αρκετά υπάρχοντα, ώστε μετά τον διαμερισμό μεταξύ τους να έχουν όλοι περιουσία ικανή να τους εξασφαλίσει βιοτικό επίπεδο ίδιο, αν όχι καλύτερο από το δικό του. Η αναβάθμιση, άλλωστε, της κοινωνικής θέσης βελτίωνε τις πιθανότητες των τέκνων του να επιτύχουν καλύτερο γάμο, που όσον αφορά στις θυγατέρες μεταφράζεται κυρίως σε καλό βιοτικό επίπεδο, ενώ επιπλέον για τους γιους σήμαινε μεγαλύτερη προίκα της συζύγου τους και επακολούθως προαγωγή της δικής τους θέσης στο πλαίσιο της κοινωνίας του χωριού.
Με βάση τα παραπάνω, θα συμπέραινε κανείς πως η προαγωγή της κοινωνικής θέσης των ατόμων, στο μέτρο που αυτή εξαρτάται από την κληρονομική διαδοχή, έχει να κάνει με τον πατέρα, τον αρχηγό της οικογένειας. Η ισχύς, όμως της αρχής paterna –paternis / materna – maternis στην Κέρκυρα της εποχής εκείνης[6], δηλαδή του κληρονομικού δικαιώματος από τους εγγύτερους συγγενείς του άνδρα ή της γυναίκας αντίστοιχα σε περιπτώσεις απουσίας απογόνων, αλλά και η διατήρηση της κυριότητας της προικώας περιουσίας από τη γυναίκα, απέδιδε και σ’ αυτήν μερίδιο όσον αφορά τη διάθεση της οικογενειακής περιουσίας. Παραδοσιακά, άλλωστε, η κυριότητα της γης ανήκε στο γένος ή στην οικογένεια με απόλυτο, όμως, αν και χωρίς δικαίωμα απαλλοτρίωσης, διαχειριστή τον αρχηγό της σε κάθε γενεά, τον φαμελάρχη[7], ο οποίος ελάχιστα διέφερε από τον Ρωμαίο pater familias.
Η εξουσία που είχε ο φαμελάρχης επί της έγγειας ιδιοκτησίας της οικογένειας, η θέση του ως νομικού εκπροσώπου της οικογένειας, ακόμη και στην περίπτωση που τα τέκνα του ήταν ενήλικα, αλλά και η απουσία νομικού πλαισίου που να τον υποχρεώνει να συμπεριλάβει τα τέκνα του στη διαθήκη ή το ζωντοβούλι του, ενίσχυε τη θέση του. Η εξουσία του δεν έληγε με τον θάνατό του, αφού συχνά εντοπίζουμε ρήτρες σε διαθήκες, οι οποίες δεσμεύουν τους κληρονόμου – διαδόχους ες αεί, ρυθμίζοντας οικονομικά και άλλα ζητήματα, ακόμη και τη συμπεριφορά του ενός έναντι του άλλου[8]. Είναι χαρακτηριστικό πως οι άνθρωποι της εποχής, έχοντας κατά νου τη διατήρηση ή την προαγωγή της κοινωνικής θέσης της οικογένειας, απαγόρευαν συχνά στους κληρονόμους τους και τους «διαδόχους κληρονόμους» αυτών να πωλούν την κληροδοτούμενη περιουσία[9].
Ας δούμε, όμως με ποιους τρόπους μπορούσε ο γονέας να προωθήσει κοινωνικά το τέκνο του, κληροδοτώντας του περιουσιακά στοιχεία:
Η πιο απλή μορφή αναβάθμισης της κοινωνικής θέσης του γιου από τον πατέρα ήταν η αποδέσμευσή του από την πατρική εξουσία, με επακόλουθη την απόκτηση του «τίτλου» του νοικοκύρη, με μια τελετή που μοιάζει αρκετά με αντιστροφή απόδοσης homage του υποτελούς προς τον ανώτερό του φεουδάρχη. Χαρακτηριστικά, σε μία πράξη του 17ου αιώνα από την Κέρκυρα διαβάζουμε[10]:
Εν Χριστου ονοματι αμίν 1691 ημερα 17 του Μαϊου μηνός. Τη αυτή ημέρα ιστο χορίο τον Καλαφατιόνον ο παρόν κυρ Πέτρος Πιλός του ποτε Θεοδορί αυτεξουσίος και αυτοπροερέτος θέλοντας δια πολλές νομιμες ετίες δούλεψες και ιπακοές όπου έλαβε και λαβένι παρά του παρόντος κυρ Μένιγου νομίμου ιού αυτού γενιθέντα μετα τις κυράτζας Μαριετούλας γινίς αυτου νόμιμις να ματζιπάρι αυτόν και λίσιτον απο τιν πατρικήν εξουσία. Παρον ο αυτός ιός του γονιπετίς προς τον αυτου πατέρα κε κρατίσας αυτόν ο πατίρ εις τις χιράς απόλισεν κε εκ τιν πατρικιν εξουσίαν δια δινάμεος τις παρούσις νοταρικής ματζιπατζιόνος ελευθέροσε κε ελευθερόνι αυτόν λέγοντας ούτος «εστο ελεύθερος παντί» ελεύθερος κε αυτεξούσιος με τιν ευχίν του αυτού πατρός να ακουϊστάρι κε πράξι πάσις λογίς εργον πραγματίας ακουϊστά κε παν άλο κάμι ος ιμπορί παντιο τρόπο. Ο ίδιος πατιρ αυτού και το ήτι ακουϊσταρι να ησιν κα διαμένι του αυτού ιού του κε κληρονόμον διαδόχον αυτού πιοντας ιστρομέντα πάσις λογις κε πανάλο διαθίκι πιϊσε κε απλός τα πάντα πιΐσε ος εξουσιαστικός νικοκίρις κε μετά του θανάτου του αυτού πατρός του να έχι όλο εκίνο όπου του ακαρτερί φισικό κε νομιμο τον τρόπο.
Κε ούτος ίπε κε ομολόγισε κε ευχαριστιθισαν τα ανοθεν μέρι ενοπιον μαρτίρον κυρ Σταμου Καμπίσα κε κυρ Σπίρου Φαγογένη εκ το παρον χορίον και η διό.
Γ.Α.Κ.- Α.Ν.Κ., ΣΥΜΒ., ΤΟΜΟΣ Γ. 79 ΦΙΛΤΖΑ 45 σελ. 214
Δηλαδή: ο παρών Πέτρος Πιλός του Θεοδωρή, με τη θέλησή του, και ως ανταμοιβή προς την καλή συμπεριφορά του γιου του, τον αποδεσμεύει από την εξουσία του με τη φράση «έστο ελεύθερος παντί», με την υπόσχεση της παραχώρησης σε αυτόν της περιουσίας του με διαθήκες και άλλες νομικές πράξεις. Αξιοσημείωτη είναι και η λέξη «φυσικώ» που χρησιμοποιεί ο συμβολαιογράφος για να διευρύνει τον όρο «νομίμω»[11]: για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης (αλλά εν πολλοίς και της σημερινής) η φυσική εναλλαγή της κυριότητας της οικογενειακής περιουσίας ήταν από πατέρα σε γιο (με την αποκοπή, φυσικά, της προίκας των θυγατέρων, όπου αυτές υπήρχαν). Οποιοσδήποτε άλλος τύπος διαδοχής ήταν αφύσικος, υπαγορευόμενος από ιδιαίτερες συνθήκες, όπως απουσία διαδόχων ή απώλεια αυτών, ενώ σχετικά σπάνιες, αν και όχι εξαιρετικές είναι και οι περιπτώσεις αποκλήρωσης.
Παρά ταύτα, η ανάγκη του «να συνεχιστεί το όνομα» ήταν τόσο ισχυρή, που πολλές φορές ο πατέρας που αποκλήρωνε τον γιο του πρόσταζε μέσα από τη διαθήκη ή το ζωντοβούλι του η κυριότητα της περιουσίας του να μεταβεί στα εγγόνια του, διασφαλίζοντας έτσι, αν και με την παρεμβολή κενού μίας γενιάς, τη συνέχεια της οικογένειας και της κληρονομικής διαδοχής σε αυτήν.
Εν πάση περιπτώσει, η αποδέσμευση από την πατρική εξουσία αποσκοπούσε στην προαγωγή της κοινωνικής θέσης του τέκνου, την αναγόρευσή του δηλαδή σε «κυρ»[12], πράγμα που επιτυγχανόταν με την ίδια την τελετή αποδέσμευσης, αλλά και την απόδοση σε αυτόν μίας έκτασης γης, ανεξαρτήτως μεγέθους. Το τελευταίο είναι πιο ξεκάθαρο σε μία άλλη νοταρική πράξη αποδέσμευσης του 18ου αιώνα, με την οποία ο πατέρας παραχωρεί μία μόνη «ρίζα ελαιά» στον γιο του, καλύπτοντας με τον τρόπο αυτόν το τυπικό μέρος της αποδέσμευσης που προέβλεπε την κατοχή έγγειας περιουσίας[13].
Άλλος τρόπος προαγωγής της κοινωνικής θέσης κάποιου μέσω της κληρονομικής διαδοχής ήταν η κληροδότηση σε αυτόν μεριδίου ιδιοκτησίας σε εκκλησία, η αναγόρευσή του, δηλαδή, σε κτήτορα. Η αποκοπή της Κέρκυρας από το Βυζάντιο, ήδη από τον 12ο αιώνα, και οι ιδιαίτερες συνθήκες από εκεί και έπειτα, είχαν οδηγήσει σε ένα ιδιόμορφο σύστημα όσον αφορά στην ιδιοκτησία των ναών και τη λειτουργία των ενοριών. Η πλειοψηφία των ναών ανήκε σε ιδιώτες, τους κτήτορες, οι οποίοι μπορούσε να είναι οικογένειες, γένη ή, συχνότερα, αδελφότητες που είχαν συγκροτηθεί ειδικά για τον λόγο αυτόν[14]. Οι κτήτορες είχαν δικαιώματα εκκλησιασμού, ταφής και διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων της εκκλησίας στην οποία είχαν μερίδιο, πράγματα σημαντικά για τον άνθρωπο της εποχής εκείνης. Αντίθετα, όποιος δεν είχε κτητορικά δικαιώματα σε ναό, ο απλός ενορίτης, μπορεί να θεωρηθεί πρόσωπο «δεύτερης κατηγορίας», αφού δεν μπορούσε, όπως οι κτήτορες, να συμμετέχει στην εκλογή επιτρόπων και εφημερίου της ενορίας, δικαίωμα ιδιαιτέρως σημαντικό, αφού οι εκκλησίες ήταν γενικά προικισμένες με ενίοτε σημαντική έγγεια περιουσία ή ακόμη και με βιοτεχνικές εγκαταστάσεις όπως μύλους και ελαιοτριβεία.
Λαμβάνοντας υπόψιν ότι την περιουσία της εκκλησίας διαχειρίζονταν οι επίτροποι, μπορούμε να κατανοήσουμε τη βαρύνουσα σημασία του δικαιώματος εκλογής ή της δυνατότητας υποβολής υποψηφιότητας για τη θέση του επιτρόπου. Όσο μεγαλύτερη ήταν η περιουσία της εκκλησίας, τόσο σημαντικότερη ήταν και η ιδιότητα του επιτρόπου της ή το δικαίωμα εκλογής του. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, συναντούμε συχνά αντιδικίες και προσφυγές σχετικά με τα κτητορικά δικαιώματα και τα μερίδια ιδιοκτησίας των ναών.
Το καθεστώς του κτήτορα έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία για τους κατοίκους της πόλης, όπου η δυνατότητα ανέγερσης νέων ναών ήταν περιορισμένη, αλλά και όπου πολλές εκκλησίες ανήκαν στις συντεχνίες των επαγγελματιών, με τη μορφή της αδελφότητας. Όπως είναι προφανές, αν κάποια οικογένεια συγκέντρωνε πολλά αδελφικά μερίδια κατόπιν κληρονομιάς, αποκτούσε μεγαλύτερη δυνατότητα ελέγχου στη διοίκηση της συναδελφικής εκκλησίας, αναβαθμίζοντας έτσι τη θέση της εντός του πλαισίου της συντεχνίας.
Συμπερασματικά, και βασιζόμενοι πάντα στις πηγές της εποχής, θα μπορούσαμε να πούμε πως η γενεαλογική και πληθυσμιακή εξέλιξη των πληθυσμών είναι δυνατό να ερμηνευτεί μέσω της ανίχνευσης της κληρονομικής διαδοχής κατά την εναλλαγή των γενεών. Τα περιουσιακά στοιχεία που κληρονομούσε ο κάθε άνθρωπος, όριζαν εν πολλοίς τη μετέπειτα ζωή του, την οικογενειακή του κατάσταση, ακόμη και τον τόπο που τελικά κατοικούσε και γεννούσε τους απογόνους του. Συνεπώς, θεωρούμε ότι η περαιτέρω μελέτη του τυπικού και των πρακτικών της κληρονομικής διαδοχής μπορεί να φωτίσει όχι μόνο τη γενεαλογία των κατοίκων της Κέρκυρας, αλλά και πτυχές της κοινωνικής και πολιτισμικής εξέλιξης των Κερκυραίων που δεν έχουν καλυφθεί ικανοποιητικά μέχρι στιγμής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αυτός ο χαρακτηρισμός έχει να κάνει με τον τρόπο συγκρότησης του Συμβουλίου της Κοινότητας (Consiglio di Communitá) της Κέρκυρας. Για περισσότερα σχετικά με το θέμα αυτό βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες της βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος-18οςαι.), Γ.Α.Κ.-Αρχεία Νομού Κερκύρας, Αθήνα, 2002, σ. 36-47.
[2] Στην Κέρκυρα της εποχής, όπως, άλλωστε, και την ίδια τη Βενετία, παρατηρείται το φαινόμενο πολλοί αριστοκράτες να μένουν άγαμοι, προτιμώντας την ανέμελη, και πιο περιορισμένων δαπανών ζωή του εργένη. Το φαινόμενο αυτό προκαλούσε μία σειρά από προβλήματα, όπως την εμφάνιση αρκετών νόθων τέκνων, ή την υιοθεσία από τους ανύπαντρους αριστοκράτες γόνων "ταπεινότερων" οικογενειών, με παρεπόμενη την είσοδό τους στο Συμβούλιο. Για περισσότερα σχετικά, βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, ό.π., σ. 115-7, καθώς και Norwich JJ, Ιστορία της Βενετίας, Φόρμιγξ, Αθήνα 1993, σ. 570-1.
[3] Από τον αποκλεισμό όσων ασκούσαν χειρωνακτικό επάγγελμα εξαιρούνταν κάποιες κατηγορίες επαγγελματιών, όπως οι φαρμακοποιοί και οι χρυσοχόοι.
[4] Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η τάξη των αστών δεν υπήρξε ποτέ νομοκατεστημένη στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα. Παρά ταύτα, οι αστοί, ιδιαίτερα με την ωρίμανση της ταξικής τους συνείδησης κατά τον 18ο αιώνα, είχαν πλήρη αντίληψη της κοινωνικής τους ταυτότητας και της υπεροχής τους έναντι των χαμηλότερων τάξεων, αλλά και αυτής των cittadini, έναντι των οποίων υπερτερούσαν συχνά σε οικονομική ευρωστία και πνευματική καλλιέργεια. Ως εκ τούτου απέφευγαν τον συγχρωτισμό με τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, χαράσσοντας μονομερώς διαχωριστικές γραμμές με αυτά. Περισσότερα σχετικά με την ταξική συνείδηση των αστών και της αλληλεπίδρασής τους με τις υπόλοιπες τάξεις (κυρίως, όμως, με τους cittadini) περιέχονται στα Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, ό.π., σ. 47-8, και Τσίτσας Α. Χ., Λίβελλοι των Κερκυραίων αστών κατά την τελευταία φάση της διαμάχης τους με τους ευγενείς (1786-1792), Δελτίον της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας, αρ.16 (1979), σ. 88-150.
[5] Οι αγροληπτικές συμβάσεις διακρίνονταν κυρίως στα πάχτα (από το λατινικό pactum, βλ. λήμ. Στο παράρτημα όρων) και τα σολδιάτικα (βλ. λήμ. ό.π.). Γενικά, τα πάχτα ήταν συμβάσεις αγροληψίας ορισμένου χρόνου και συγκεκριμένης απόδοσης, ενώ τα σολ(δ)ιάτικα αφορούσαν συμβάσεις διηνεκούς καλλιέργειας, οι οποίες έδιναν το δικαίωμα στον δικαιούχο να μεταβιβάσει το αγροτεμάχιο στους κληρονόμους του ή ακόμη και να το πωλήσει, μεταβιβάζοντας, βέβαια, και τις υποχρεώσεις που προβλέπονταν από την αρχική σύμβαση. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις αγροληπτικές συμβάσεις βλ. Χυτήρης Γ., Το Κερκυραϊκό αγροτικό Πρόβλημα την επομένη της ενώσεως και οι αναφορές του Άγγλου Προξένου, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα, 1981, σελ. 8 – 9 και σημειώσεις.
[6] Η πανάρχαια αρχή του P-P/M-M, της οποίας ψήγματα εντοπίζονται ακόμη στην ύπαιθρο της νησιωτικής κυρίως Ελλάδας, και στην Κέρκυρα, βασίζεται με τη σειρά της στην αρχή της ιδιοκτησίας του γένους και την ταύτιση της κληρονομικής διαδοχής και διαδοχής αίματος. Σύμφωνα με την P-P/M-M, αν ένα ζευγάρι αποβιώσει χωρίς απογόνους, η περιουσία του άνδρα περιέρχεται αυτομάτως στους εξ αίματος συγγενείς του, και η προικώα ή κληρονομημένη περιουσία της γυναίκας στους δικούς της. Στις αρχειακές πηγές της βενετοκρατίας εντοπίζουμε πάμπολλες περιπτώσεις στις οποίες ο σύζυγος, μετά τον θάνατο της συζύγου του χωρίς απογόνους, υποχρεώνεται να επιστρέψει την προίκα της στους κοντινότερους εξ αίματος συγγενείς της. Περισσότερα για την αρχή paterna –paternis / materna – maternis περιέχονται στο Λεντάκης Α, Μηλιακά, Αθήνα, 1985.
[7] Ο όρος φαμελάρχης και φαμελία είναι οι όροι που θα χρησιμοποιούνται στο εξής στο κείμενό μας για να αποδίδουν τις έννοιες του αρχηγού της οικογένειας και της οικογένειας αντίστοιχα. Οι όροι αυτοί απαντούν στα έγγραφα της εποχής που εξετάζουμε και αποδίδουν πιστότερα τις έννοιες που θέλουμε να αποδώσουμε, αφού η φαμελία έχει σημασία ευρύτερη της οικογένειας: για τον σημερινό άνθρωπο η οικογένεια περιλαμβάνει γενικά τους γονείς και τα τέκνα, ενώ η φαμελία περιελάμβανε και όλα τα προστατευόμενα μέλη, όπως παππούδες, μικρότερα αδέλφια, ψυχοπαίδια κ.α.
[8] Π.χ. σε ζωντοβούλι του Καλοκυριάκη Πιλού και της συζύγου του Στάμως από τους Κλαφατιώνες Κέρκυρας, με ημερομηνία 8/1/1583, εντοπίζουμε τη ρήτρα:
«….Ακόμη δίδομε των άνωθεν εγκονιών μας το σπίτι το ξίσκεπο να το σκεπάσουν τα εγκώνια μου σύντα με τα παιδιά μου και να διαμένη το άνωθεν σπίτι εις τα εγκόνια μου ήγουν Πιέρος και Αντώνης να τους βοηθούν και αγκαλά και ήθελαν τα εγκόνια μου τα θυληκά εβγένη από τα παιδιά μας τα δύο Πιέρου και Αντώνη και εκ τα εγκώνια μου από τα παιδιά μου και εγκόνια μου εκτός από την παρούσαν μου διαθήκην να έχει την γκατόχα μου και σόλδια πέντε και να μην έχει να κάνει τίποτες από τα πάντιά μου πράγματα όπερ αφήσαμε…» (Γ.ΑΚ.-Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, Διάφοροι τ. 8, υποφ. 3, σελ. 1r).
[9] Τέτοια ρήτρα εντοπίζουμε στη διαθήκη του Στάθη Μπράτου, από τους Καλαφατιώνες, με ημερομηνία 14/3/1686:
«…Θέλο ότι ο άνοθεν ιος μου κε κλερονόμος μου να μιν ιμπορί κε αυτός ούτε ι κλιρονομοδιαδοχι αυτού να πουλίσουν μίτε χαρίσουν μίτε ψιχοδορίσουν από το πράμα μου μόνον το αυτό πράμα μου να πιένι από κλιρονομίαν ισέ κλιρονομίαν του αυτού ιού μου. Κε ανίσος κε δεν ιθέλι εβρεθί κλιρονομίαν του αυτού ιού μου οπου ο Θεος να μιν το δόση τότες το αυτό πραμα μου να πιένι ισε κλιρονομίαν το πλέον εγγιτοτερου μου. Εξεκαθαρίζο κε θέλο ότι ανισος κε ο ανοθεν ιός μου ιτε κλιρονόμι διαδοχι του ίθελαν πέσι σε φονικό ίτε ιθελαν πιαστί σκλάβι τότες να ημπορούν να πουλούν από το πράμα του τόσου μόνον να ελευθερόνοντε…» (Γ.ΑΚ.-Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, τ. Γ 80, φίλτζα 59, σελ. 6v).
[10] Η Η μεταγραφή των πρωτοτύπων νοταριακών εγγράφων έχει γίνει με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, αφού εδώ μας ενδιαφέρει μόνο το περιεχόμενο, και όχι ο τρόπος γραφής των νοταρίων. Έχουμε διατηρήσει την ορθογραφία των κειμένων, παρεμβαίνοντας μόνο στη κεφαλαιογράφηση των κυρίων ονομάτων. Ο τονισμός (όπου υπήρχε στο πρωτότυπο) έχει γίνει κατά το μονοτονικό σύστημα.
[11] Σχετική με αυτήν την ανάγκη «συνέχισης του ονόματος» και φυσικής κληρονομικής διαδοχής, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι είναι και η ύπαρξη από πρώιμη κιόλας εποχή στην Κέρκυρα «Νοθοκομείου» (βλ. Λάσκαρι Ν., Κέρκυρα, μια ματιά μέσα στο χρόνο 1204 – 1864, Εκδόσεις Τοπίο, 20053, σελ.47). Αν και ως κύρια αποστολή του θεωρείται η περίθαλψη των νόθων που προέκυπταν κυρίως από την υποχρεωτική στέγαση των στρατιωτών της Γαληνότατης στις οικίες του Popolo της πόλης της Κέρκυρας, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε την ανάγκη «απορρόφησης» των νόθων, κυρίως ίσως των αριστοκρατών (βλ. υποσημ. 2), από το Κράτος, έτσι ώστε να προλαμβάνονται οι όποιες δυσάρεστες καταστάσεις προέκυπταν από την παρουσία τους στην κοινωνία γενικά και την αδιατάραχτη ισχύ των νομικών εκείνων πράξεων που αναφέρονταν σε «νομίμους διαδόχους και κληρονόμους». Οι Κερκυραίοι της εποχής, όπως παλαιότερα και οι Αθηναίοι της κλασσικής Αρχαιότητας (βλ. C. Carey, Lysias, Selected Speeches, Cambridge Greek and Latin Classics, C.U.P., 1989, σ. 59), αγωνιούσαν μήπως η περιουσία και το όνομα της οικογένειας περνούσε στα χέρια ενός θρησκευτικά και νομικά νόθου τέκνου, το οποίο, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους δεν θα ενδιαφερόταν για την οικογένεια και την περιουσία της.
[12] «Κυρ» στις βενετοκρατούμενες περιοχές (αν και το ζήτημα δεν έχει ερευνηθεί διεξοδικά), φαίνεται πως καλούταν αυτός που ήταν «κύριος του εαυτού του», και κύριος της φαμελίας του: αντιπαράβαλε προς το αγγλικό master→ mister (βλ. λήμμ. Oxford Dictionary of English, O.U.P., 20032).
[13] Πρόκειται για την πράξη αποδέσμευσης του Τζώρτζη Πηλού από τον πατέρα του Νικολέτο:
«24/8/1737…Εις το χορίον τον Καλαφατιόνον. Ο παρών κυρ Νικολέτος Πιλός του ποτέ Πέτρου …ος αυτεξούσιος και αυτοπροαίρετος θέλοντας δια τις ετίες όπου έλαβε και λαβένη απο τον απόντα κυρ Τζόρτζη Πιλό υιού του νόμιμος υιός αυτού ήγουν όπου δεν είναι εις την υπακοήν και θελημα του και εγράφθηκε Σκλαβούνος να μαντζιπάρη αυτού και λίσι τον από την μπατρικήν του ουσίαν απόλισεν και εκδισεν αυτού απο την μπατρικήν του εξουσίαν όθεν δια δυνάμεος της παρούσης νοταρικής εματζιπατζιόνος ελεφθεροσεν και ελεφθερόνι αυτόν λεγοντας ούτος: Εστω ελέφθερος παντί ελεφθερος και αυταιξούσιος ινμπορόντας να πράξι πασις λογίς έργον πράγματος. Ακουΐστα και παν άλο κάμη ος ημπορί παντιο τρόπο ος ίδιος πατήρ αυτού …μάλιστα δια να έχει καλήν ετίαν να αγαθοπϊσι και αυξίνη παντίο τρόπο του παραδίδι από την σήμερον δια σιμίον και δόρον τις αγάπις και αφετζιόνος μία ρίζα ελαία λαιγόμενη εις την Κερασιά στου Ξηρού στον όχτο με τέσερους κλόνους ελεφθερι …και το ίτι ακουϊστάρι ποιΐσι και καμι από του νήν και εμπροστέν ος υϊός νόμιμος αυτού πασις λογίς ιστρουμέντα αγορές ακουϊσιά …ος εξουσιαστικός νικοκύρις …» (.ΑΚ.-Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, τ. Λ 7, φίλτζα 54, σελ. 10v). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τζώρτζης, αν και έχει καταταγεί στα συντάγματα των Oltramarini, δεν θεωρείται αυτεξούσιος. Ακόμη, όσον αφορά τον όρο «ελεύθερη» με τον οποίο χαρακτηρίζεται η κληροδοτούμενη ελιά, είναι δύσκολο, με τα στοιχεία που έχουμε μέχρι στιγμής στη διάθεσή μας να αποφανθούμε για το αν «νοικοκύρης» μπορούσε να ονομαστεί ο ιδιοκτήτης οποιουδήποτε αγροτεμαχίου, ή μόνο «ελεύθερης» γης.
[14] Για περισσότερα σχετικά με τον θεσμό των αδελφοτήτων και το καθεστώς των ιδιόκτητων ναών εν γένει βλ. Καρύδης Σπύρος, Ορθόδοξες αδελφότητες και συναδελφικοί ναοί στην Κέρκυρα (15ος-19ος αι.), Σταμούλης, 2004.
(Η παραπάνω ανακοίνωση υποστηρίχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο κατά το 4ο Πανελλήνιο Συμπόσιο της Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρείας Ελλάδος τον Οκτώβριο του 2005)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου