Η κερκυραϊκή οικονομία, χάρη στην κοπή ντόπιων και την αυξημένη κυκλοφορία βενετικών και άλλων νομισμάτων, καθώς και λόγω της επιβολής από το βενετικό κράτος της μονοκαλλιέργειας της ελιάς, υπήρξε από νωρίς εγχρηματισμένη. Αν και ο εγχρηματισμός της οικονομίας υπήρξε για άλλες ευρωπαϊκές περιοχές ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν σε ανάπτυξη της παραγωγής και, συνεπώς, στη δημιουργία κάποιας βιοτεχνικής υποδομής, αυτό δεν συνέβη στην Κέρκυρα.
Ως αίτια για την μη ανάπτυξη βιοτεχνίας επεξεργασίας των τοπικών αγροτικών προϊόντων μπορούμε να θεωρήσουμε τη μη εξέλιξη του γαιοκτητικού συστήματος, την πολιτική της Βενετίας, καθώς και την ίδια τη μονοκαλλιέργεια της ελιάς σε συνδυασμό με την απουσία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Όσον αφορά στο γαιοκτητικό σύστημα, η συγκέντρωση της συντριπτικής πλειοψηφίας των διαθέσιμων προς καλλιέργεια εδαφών σε λίγους, όπως και η διασπορά τους (βλ. μέρος α΄, 26/4/06), απετέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για τη βιοτεχνία. Οι αριστοκράτες, άλλωστε, διασφαλίζοντας τα οικονομικά και κοινωνικά τους συμφέροντα σχεδόν αποκλειστικά με την κατοχή γης, αδιαφορούσαν για την περαιτέρω αξιοποίησή της και δεν διέθεταν κεφάλαια για την βιοτεχνία. Η κύρια πηγή εισοδήματος γι’ αυτούς ήταν η απόδοση σε είδος και χρήμα των γαιοκτημάτων τους, την οποία επένδυαν στην αγορά ειδών πολυτελείας, τα οποία τους εξασφάλιζαν κοινωνική αναγνώριση, και την εξαγορά κρατικών αξιωμάτων, από τα οποία προσπορίζονταν πολύ σημαντικά ποσά.
Η ίδια η Βενετία προσπαθούσε να εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη των κτήσεών της. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κερκυραϊκό λάδι δεν μπορούσε να εξαχθεί ούτε στην απέναντι ακτή της Ηπείρου, αν προηγουμένως δεν προωθούταν στην Βενετία ώστε να χαρακτηριστεί ως βενετικό προϊόν, και ύστερα να εξαχθεί μεταφερόμενο αποκλειστικά σε δοχεία βενετικής κατασκευής.
Η μονοκαλλιέργεια της ελιάς θεωρείται ίσως ως ο σημαντικότερος παράγοντας για τον εγχρηματισμό της οικονομίας του νησιού, κατά της άποψή μας, όμως, είχε ταυτόχρονα και την ακριβώς αντίθετη επίδραση. Από τη στιγμή, όμως που η καλλιέργεια της ελιάς λόγω της πολιτικής των επιδοτήσεων που πρώτη η Βενετία εισήγαγε, εκτόπισε την καλλιέργεια άλλων αγαθών, απαραίτητων για την τροφοδοσία του πληθυσμού, τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται.
Την εποχή εκείνη, οι άνθρωποι της υπαίθρου εργάζονταν με σκοπό την αυτάρκειά τους σε είδη πρώτης ανάγκης –κυρίως διατροφής-, αφού δεν υπήρχαν ακόμη μηχανισμοί που θα επέτρεπαν την εξειδίκευση της παραγωγής. Οι Κερκυραίοι αγρότες, όταν πλέον οι περισσότερες καλλιεργούμενες γαίες είχαν καλυφθεί από ελαιόδεντρα, ανακάλυψαν ότι δεν μπορούν να παράγουν τα αγαθά εκείνα που χρειάζονταν για να θρέψουν τις οικογένειές τους, όπως σιτηρά κ.α.
Αδυνατώντας, λοιπόν, να παράγουν τα απαραίτητα προς το ζην, και υποαμοιβόμενοι από τους ιδιοκτήτες των κτημάτων που καλλιεργούσαν, έπρεπε αναγκαστικά να καταφύγουν στον δανεισμό. Σε όλη την Ευρώπη την εποχή εκείνη, υπό την πίεση της Καθολικής Εκκλησίας, απαγορευόταν στους χριστιανούς να δανείζουν με τόκο, καθώς η πρακτική αυτή θεωρούταν αντίθετη προς τις διδαχές του Χριστιανισμού. Καθώς, όμως, ανάγκη δανεισμού πάντα υπάρχει, οι δανειστές είχαν επινοήσει την πρακτική της προαγοράς αγροτικών προϊόντων, το γνωστό για την εποχή «προστύχιον».
Το «προστύχιον» λειτουργούσε ως εξής: κάποιος αγρότης που είχε ανάγκη μετρητών, συνήθως για να αγοράσει σιτηρά ή αλεύρι για την οικογένειά του, πωλούσε προκαταβολικά και σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή, σε κάποιον κεφαλαιούχο, ο οποίος μπορεί να ήταν αριστοκράτης ή πλούσιος αστός, μία ποσότητα από το κρασί ή το λάδι που θα έκανε την ερχόμενη σοδειά. Όταν μετά τη σοδειά απέδιδε το προϊόν που χρωστούσε, είχε πάλι στα χέρια του λιγότερα προϊόντα από εκείνα που χρειαζόταν, με αποτέλεσμα αργά ή γρήγορα να καταφύγει ξανά στον δανεισμό.
ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ ΤΟΥ
18ου αι.
1707 ημέρα 3 του Μαΐου μηνός εις το αργαστήρι του Š Μάρκου Μπουνιά όπου πουλεί τη ρακή εις την χώραν των Κορυφών εις την κοντράδα[1] της Υ.Θ της Οδηγήτριας ενώπιον ημών και μαρτύρων των κάτωθεν έλαβαν εις το παρών οι παρόντες: καπο Αναστάσης Πουλιέζος …, και κυρ Στάθης Πιλός …, και κυρ Νικολέτος Βέργης …, και κυρ Αντώνης Λαγκαδίτης …, και κυρ Αναστάσης Γραμμένος …, κυρ Αναστάσης Χυτήρης …, κυρ Γερόλυμος Βέργης …, κυρ Αναστάσης Λουκάνης …, κυρ Μικέλης Βέργης …, κυρ Στέλιος Λαγκαδίτης …, όλοι από το άνωθεν χωρίον Κουραμάδων ομού και ινσόλδουμ[2]… εις μετριτά σόλδια λίτρες 154 εις 5 τζεκίνια χρυσά ρούσπιγα[3] και το ρέστο μουνέδα[4] διά τις οποίες υπόσχονται οι άνωθεν ινσόλδουμ να δώσουν και κομίσουν εις την οικίαν του άνωθεν Š Μάρκου εις την χώραν των Κοριφών ελαιόλαδο καθαρό και όμορφο ξέστες[5] 14 εις καθαράν πούλιση από λίτρες 11 την κάθε ξέστα έτζι ντακόρδου[6] διά όλον τον ερχόμενον μήναν Δικέμβριον του παρόντος χρόνου δίχως τινός εναντιότητος εις δεσμόν των παντίων τους αγαθών… Και ούτως ευχαριστήθησαν ενώπιον μαρτύρων του κυρ Αντρούτζου Τζώρη του ποτέ Αντωνίου και κυρ Τζώρτζη Χυτήρη του ποτέ Αντωνίου από το άνωθεν χωρίο και οι δύο.
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Λ 3, σελ. 6r
Εδώ βλέπουμε 10 συνολικά νοικοκύρηδες να δανείζονται από κοινού χρήματα (προφανώς για να αγοράσουν σιτηρά ή αλεύρι) έναντι 252 κιλών λαδιού, δεσμεύοντας ως εγγύηση γι’ αυτά τα 252 κιλά λάδι τις περιουσίες τους.
[1] Κοντράδα: συνοικία
[2] ομού και ινσόλδουμ: από κοινού υπεύθυνοι
[3] ρούσπιγα: γνήσια.
[4] σόλδια, τζεκίνια, μουνέδα: νομισματικές μονάδες της εποχής.
[5] ξέστα: μονάδα μέτρησης υγρών = 16 κιλά για το λάδι.
[6] ντακόρδου: σε σειρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου