Τα σύγχρονα κράτη έχουν οικοδομήσει ευρύτατες υποδομές και υπηρεσίες, οι οποίες στηρίζονται στην ύπαρξη ενός στιβαρού φορολογικού συστήματος και ισχυρών συστημάτων συλλογής των φόρων. Για να δημιουργηθεί, όμως, αυτό το εντυπωσιακό οικοδόμημα, χρειάστηκαν πάρα πολλά χρόνια και σημαντικές τεχνολογικές ανακαλύψεις. Τι γινόταν, όμως, τα παλαιότερα χρόνια, όταν οι κρατικές γραφειοκρατίες και υποδομές βρίσκονταν σε σχετικά υποτυπώδες επίπεδο;
Συχνά η συζήτηση για την Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, δηλαδή των Ελλήνων μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, περιστρέφεται γύρω από τα φορολογικά συστήματα που τους επιβλήθηκαν από τους νέους κυρίαρχους. Για το κύριο μέρος του εθνικού κορμού, που βρέθηκε υπό την κυριαρχία των Οθωμανών, προβάλλονται οι βαρείς άμεσοι φόροι, όπως ο κεφαλικός φόρος και το χαράτσι[i], καθώς και οι πάμπολλες έκτακτες εισφορές που απαιτούσε η κεντρική κυβέρνηση ή οι τοπικοί αξιωματούχοι.
Στα Επτάνησα, αντίθετα, όπως και στις υπόλοιπες περιοχές που περιήλθαν στην κυριαρχία της Βενετίας, οι άμεσοι φόροι ήταν σχεδόν άγνωστοι, τουλάχιστον αρχικά[ii]. Οι κύριες πρόσοδοι του κράτους προέρχονταν από τα έσοδα κρατικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως τα ιχθυοτροφεία και οι αλυκές, την καταβολή τιμήματος για την κατάληψη κάποιου δημόσιου αξιώματος, τα πρόστιμα που επιβάλλονταν από τα δικαστήρια, και από τους έμμεσους φόρους. Οι φόροι αυτοί καταβάλλονταν είτε στα τελωνεία (Δογάνες), είτε επί της κατανάλωσης ορισμένων αγαθών, σπανιότερα δε, επί της παραγωγής αγαθών.
Αν και από τα παραπάνω προκύπτει ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ του Οθωμανικού και του Βενετικού φορολογικού συστήματος, θα δούμε ότι υπήρχε και μία μεγάλη ομοιότητα. Σε όλη την Ευρώπη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τον Μεσαίωνα ήδη, το κράτος δεν εισέπραττε απευθείας τους φόρους, αλλά τους «ενοικίαζε» σε ιδιώτες. Στη βενετοκρατούμενη και οθωμανοκρατούμενη Ελλάδα η πρακτική αυτή συνεχίστηκε. Τα κράτη της εποχής δεν είχαν τόσο ανεπτυγμένη γραφειοκρατία - ούτε κι ίδια η Βενετία που μας εντυπωσιάζει για την οργάνωσή της και τον κεντρικό έλεγχο – ώστε να ελέγχουν τους υπηκόους τους και να εισπράττουν τον φόρο που αναλογούσε στον καθένα.
Το κράτος, λοιπόν, έβρισκε πολύ πιο βολικό να «ενοικιάζει» τους φόρους σε εύπορους ιδιώτες, ώστε να εισπράττει άμεσα, ή έστω σε σύντομο χρονικό διάστημα, τα έσοδα που προσδοκούσε από τη φορολογία. Το πρόβλημα, όμως, ήταν όπως και στην περίπτωση της χρήσης της γης (τιμάρια), ότι οι εύποροι ιδιώτες που ανελάμβαναν την είσπραξη των φόρων, έπρεπε να εξασφαλίσουν κέρδος. Αν αναλογιστούμε ότι οι ενοικιαστές των φόρων συνήθως τους «υπενοικίαζαν» σε τρίτους, οι οποίοι, έπρεπε επίσης να αποκομίσουν κέρδος, μπορούμε να αντιληφθούμε σε ποια επίπεδα μπορούσε να φτάσει η φορολόγηση των φτωχών υπηκόων.
Στην παρακάτω σύμβαση που εντοπίσαμε στο Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας βλέπουμε μία περίπτωση ενοικίασης και υπενοικίασης φόρων:
Σύμβαση «υπενοικίασης» φόρων στην Κέρκυρα (16ος αι.)
17/10/1539
† Μισέρ Νικόλαος Δελάρτας επάκτωσε[iii] ως πακτωνάρης της Κάμαρας[iv] του παρόντος κυρ Νικολάου Βούλγαρη τας βούλας των ταβερνών της Πρακτωρίας Λευχίμμου εις την Ποινίτζα[v], όλλον τον χρόνον από την αη (1η) του Σεπτεμβρίου του απερασμένου, διά υπέρπυρα[vi] 30, πληρώνοντας εις 3 πάγες πάσα μήνες 4 μίαν πάγαν.
Μάρτυρες κυρ Γεώργιος Παυλιάνος και κυρ Στάθης Τζίντζιρας
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Μ 180, σ. 339v
Ο Μισέρ Δελάρτας, γνωστός για τις οικονομικές του δραστηριότητες στην Κέρκυρα την εποχή εκείνη, ενοικίασε τον φόρο «της βούλας των ταβερνών» και με την παραπάνω πράξη τον υπενοικίασε στον Νικόλαο Βούλγαρη. Πρόκειται για έναν έμμεσο φόρο που επιβαλλόταν στην πώληση κρασιού από τις ταβέρνες και τα εργαστήρια. Τα βαρέλια του κρασιού σφραγίζονταν από τον φοροεισπράκτορα και προκειμένου να αποσφραγιστούν και να πωληθεί το κρασί, ο ταβερνιάρης έπρεπε να πληρώσει τον φόρο που του αναλογούσε.
Από την παραπάνω ανάλυση και τη σύμβαση που παρατίθεται, φαίνεται η διαδικασία οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης κάποιων ατόμων και οικογενειών. Οι περισσότεροι ιδιώτες που ασχολούνταν με την ενοικίαση και την είσπραξη φόρων τελικά βελτίωναν την οικονομική τους κατάσταση και τελικά κατόρθωναν να εισέλθουν στις τάξεις της αριστοκρατίας.
__________________________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Οι δύο αυτοί φόροι δεν ταυτίζονται.
[ii] Άμεσοι φόροι επιβάλλονταν ως έκτακτες εισφορές με τη μορφή της δεκάτης σε περιπτώσεις πολέμων κ.α. Παρόλα αυτά, ήδη από τον 17ο αιώνα, η Βενετία προσπαθούσε να επιβάλει τακτικούς άμεσους φόρους στις κτήσεις της, προκαλώντας την αντίδραση των Κερκυραίων που επικαλούνταν τη Συνθήκη Προσχώρησης του 1387.
[iii] Πακτώνω: ενοικιάζω.
[iv] Κάμαρα: εδώ το Ταμείο της Κέρκυρας. Τα Επτάνησα είχαν χωριστεί δημοσιονομικά από τους Βενετούς σε τέσσερις Camere, της Κέρκυρας, της Κεφαλλονιάς, της Ζακύνθου και των Κυθήρων.
[v] Ποινίτζα: οι Μπενίτσες.
[vi] Υπέρπυρα: νομίσματα της εποχής
[ii] Άμεσοι φόροι επιβάλλονταν ως έκτακτες εισφορές με τη μορφή της δεκάτης σε περιπτώσεις πολέμων κ.α. Παρόλα αυτά, ήδη από τον 17ο αιώνα, η Βενετία προσπαθούσε να επιβάλει τακτικούς άμεσους φόρους στις κτήσεις της, προκαλώντας την αντίδραση των Κερκυραίων που επικαλούνταν τη Συνθήκη Προσχώρησης του 1387.
[iii] Πακτώνω: ενοικιάζω.
[iv] Κάμαρα: εδώ το Ταμείο της Κέρκυρας. Τα Επτάνησα είχαν χωριστεί δημοσιονομικά από τους Βενετούς σε τέσσερις Camere, της Κέρκυρας, της Κεφαλλονιάς, της Ζακύνθου και των Κυθήρων.
[v] Ποινίτζα: οι Μπενίτσες.
[vi] Υπέρπυρα: νομίσματα της εποχής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου