21/12/08

Ο "ΑΓΝΩΣΤΟΣ" ΛΙΜΟΣ ΤΟΥ 1854 ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ



Σε όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, η Κέρκυρα και τα υπόλοιπα Επτάνησα εξαρτούνταν για την τροφοδοσία τους σε σιτηρά από τις εισαγωγές που γίνονταν από τις απέναντι ακτές και ιδιαίτερα από την Πελοπόννησο. Ο 19ος αιώνας δεν έφερε αυτάρκεια σιτηρών στα νησιά, αλλά, λόγω διαφόρων πολιτικών συνθηκών (εγκαθίδρυση Βρετανικής Προστασίας, Ελληνική Επανάσταση), μία γεωγραφική μετατόπιση στις εισαγωγές.
Οι πολιτικές συνθήκες στις αρχές του 19ου αιώνα οδήγησαν τα Επτάνησα στο να εισάγουν τα εξόχως απαραίτητα σιτηρά κυρίως από τις ρωσικές ακτές του Εύξεινου Πόντου. Η σύνδεση της Ιονίου Πολιτείας με τη Ρωσία και η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης που ερήμωσε σχεδόν την Πελοπόννησο, ήταν οι κυριότεροι παράγοντες που οδήγησαν τους Επτανησίους στα νερά της Μαύρης Θάλασσας σε αναζήτηση δημητριακών. Η εκρηκτική ανάπτυξη της διεθνούς ναυτιλίας καθ’ όλον τον 19ο αιώνα συνέτεινε στη λύση αυτή.
Μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα σιτηρά της Ρωσίας έρεαν σε μεγάλες ποσότητες στα επτανησιακά λιμάνια υπό το κρατικό μονοπώλιο, δημιουργώντας μία αίσθηση αφθονίας και ευημερίας που τα νησιά δεν είχαν ποτέ ζήσει κατά τη διάρκεια της Βενετικής κυριαρχίας. Παρά ταύτα, υπήρξαν δύο τουλάχιστον περιπτώσεις κατά τις οποίες η ροή των σιτηρών διεκόπη, με αποτέλεσμα οι Επτανήσιοι να αντιμετωπίσουν οξύ το φάσμα της πείνας.
Η τελευταία ήταν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Τούρκοι, σύμμαχοι των Κεντρικών Δυνάμεων, έκλεισαν τα Στενά, απαγορεύοντας τη ναυσιπλοΐα από και προς τις ρωσικές ακτές. Η Κέρκυρα που τότε βρισκόταν υπό την κατοχή των δυνάμεων της Αντάντ, υπέφερε πολύ από την έλλειψη τροφίμων, ακόμη δε και αυτών των απολύτως απαραίτητων σιτηρών.
Η πρώτη φορά πάντως (και πολιτικά πιο σημαντική) που οι εισαγωγές ρωσικών δημητριακών διεκόπησαν, ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1850, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1854-56). Τότε, οι δυτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, με προεξάρχουσες τη Βρετανία και τη Γαλλία, στην προσπάθειά τους να προστατέψουν την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχαν κηρύξει τον πόλεμο στη Ρωσία και είχαν μεταφέρει τις πολεμικές επιχειρήσεις στη χερσόνησο της Κριμαίας.
Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, τα Επτάνησα, εντελώς ξαφνικά, αντιμετώπισαν τον λιμό. Μισό αιώνα περίπου από τη θριαμβευτική εγκαθίδρυση του βρετανικού προτεκτοράτου που υποσχόταν ευημερία και πρόοδο στα νησιά, η πείνα ήρθε να προστεθεί στα πολλά προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί από την αμφιλεγόμενη βρετανική διοίκηση. Άλλωστε, στον τομέα της γεωργικής οικονομίας, η βρετανική διοίκηση είχε αποτύχει να προστατέψει την εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου και σταφίδας που είχε πληγεί από ασθένειες.
Ιδιαίτερα την πρώτη χρονιά του πολέμου, η κατάσταση ήταν πραγματικά τραγική, υποχρεώνοντας ακόμη και τους «μακρινούς» Αμερικανούς να σχολιάσουν το ζήτημα μέσω των Τάιμς της Νέας Υόρκης:

Λιμός στις Ιονίους Νήσους (μετάφραση)

...Το ξέσπασμα του Ανατολικού (Κριμαϊκού) Πολέμου έχει εντείνει τα δεινά των κατοίκων (των Ιονίων Νήσων), οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν πλέον να εφοδιάζονται με σιτηρά από την Οδησσό και άλλους ρωσικούς λιμένες, καθώς και ότι η συγκέντρωση στρατευμάτων στην Ευρωπαϊκή Τουρκία έχει καταστήσει σχεδόν αδύνατη την προμήθεια αραβοσίτου ή άλλου είδους τρόφιμα από αυτήν την περιοχή. Το Ιονικό Προτεκτοράτο, το οποίο ανήκει στη Βρετανία από το 1815, εκτείνεται σε περισσότερες από επτά νήσους, με περίπου 220.000 κατοίκους και αποτελεί ένα είδος Δημοκρατίας υπό αριστοκρατική Αρχή... Πρωτεύουσα είναι η Κέρκυρα, μία βρετανική στρατιωτική βάση, ενώ περίπου 4.000 βρετανοί στρατιώτες φρουρούν τις νήσους.... Σύμφωνα με δηλώσεις, ένας αριθμός των κατοίκων... είναι πιθανό να αποβιώσει από τον λιμό... και ο κόσμος θα αναρωτηθεί πώς ένα έθνος που αγέρωχα αυτοπροβάλλεται για τη δύναμη, την αξιοπρέπεια, τη φιλανθρωπία του και τόσα άλλα, μπορεί να επιτρέπει οι υπήκοοί του να βυθίζονται σε τέτοια έσχατη ένδεια ώστε να προβαίνουν σε εκκλήσεις προς την αγαθοεργία ξένων για την υποστήριξη που δίκαια περιμένουν από τους αποκαλούμενους προστάτες τους. Τα δεινά αυτών των φτωχών νησιωτών αποτελούν όνειδος για τη Μεγάλη Βρετανία.... Θα ήταν καλύτερο να σπεύσουν στις ηπειρωτικές περιοχές και να ενωθούν με τους Έλληνες επαναστάτες, πολεμώντας κατά των Τούρκων και των Δυτικών Δυνάμεων. Ο πόλεμος παρέχει πολύ ευνοϊκότερες ευκαιρίες από τον λιμό.

New York Times, 9 Ιουνίου 1854

Ο αμερικανός δημοσιογράφος χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα ψέγοντας τη βρετανική Διοίκηση των Επτανήσων, αναπαράγοντας τα επιχειρήματα πολλών νησιωτών. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά τα πράγματα, όμως, όταν η Προστασία έφερε το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την κατάσταση; Ο Κριμαϊκός Πόλεμος ήταν οπωσδήποτε μία αρνητική συγκυρία, αλλά οι Βρετανοί και η Ιονική Κυβέρνηση όφειλαν να έχουν θωρακίσει το κράτος με μηχανισμούς ικανούς να ελαχιστοποιήσουν τις παρενέργειες τέτοιων κρίσεων.
Αντί αυτού, η προμήθεια των σιτηρών για δεκαετίες αποτελούσε κρατικό μονοπώλιο, οδηγώντας τους εντόπιους εμπόρους σε διακοπή των εργασιών τους. Τις παραμονές του πολέμου, εντελώς άκαιρα, αποφασίστηκε η άρση του μονοπωλίου και η ανάθεση των προμηθειών σε σιτηρά στους ιδιώτες. Αυτοί όμως δεν μπορούσαν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να αναπτύξουν εμπορικά δίκτυα με τις σιτοπαραγωγικές περιοχές, πόσο μάλλον με εναλλακτικούς προμηθευτές.
Ως εκ τούτου, δεν ήταν αδικαιολόγητη η όξυνση των πνευμάτων κατά της Βρετανικής Προστασίας και η τάση για ανυπακοή. Ο λιμός του 1854 ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδο των Ριζοσπαστών και τη δυναμικότερη διεκδίκηση της Ένωσης με την Ελλάδα από τους Επτανησίους.

Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΤΟ 1890




Είναι γνωστό ότι η Κέρκυρα θεωρούταν και θεωρείται ως ένα από τα πλέον στρατηγικά σημεία στη Μεσόγειο. Από την Αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέβαλλαν και καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες προκειμένου να αποκτήσουν ένα μικρό έστω έρεισμα στη νήσο που δεσπόζει της εισόδου της Αδριατικής και στέκει ως κρηπίδωμα απέναντι από τις ακτές της νότιας Βαλκανικής.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδουν στο νησί μας οι Δυνάμεις εκείνες που θεωρούνται «ναυτικές» ή επιθυμούν να αναδειχθούν ως τέτοιες. Η Γένουα και η Βενετία έριζαν για αιώνες ως επίδοξες κυρίαρχοι, όπως η Βρετανία και η Γαλλία μερικές εκατονταετίες αργότερα. Η ίδια «ναυτική» αξία επεφύλαξε στους Κερκυραίους μεγάλες περιπέτειες, τόσο στον Πρώτο, όσο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μεταπολεμικά, είναι χαρακτηριστική η επιμονή της Βρετανίας να αναγνωριστεί το Στενό της Κέρκυρας ως «ουδέτερο» και ελεύθερο για τη ναυσιπλοΐα. Λίγο αργότερα οι Αμερικανοί εγκατέστησαν βάση πυρηνικών υποβρυχίων στην Παλαιοκαστρίτσα, καθιστώντας έτσι την Κέρκυρα προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ, εξασφαλίζοντας την άμυνα της Ιταλίας. Όμως, αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην περιοχή...
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865), οι ΗΠΑ εμφανίζονται ισχυρότερες από ποτέ στη μέχρι τότε ιστορία τους. Παρά ταύτα, απείχαν κατά πολύ από το να χαρακτηριστούν ως Μεγάλη Δύναμη. Βεβαίως, είχαν λύσει τα εσωτερικά τους προβλήματα, η οικονομία τους είχε ομογενοποιηθεί, η βιομηχανία τους είχε πραγματοποιήσει ένα θεαματικό άλμα, αλλά η στρατιωτική τους ισχύς ήταν αρκετά περιορισμένη και προσανατολισμένη στην κατάκτηση της «Άγριας Δύσης».
Με βάση τα παραπάνω, ο ερευνητής αισθάνεται έκπληξη, όταν διαπιστώνει ότι το Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό, τον Μάρτιο του 1890, πραγματοποίησε άσκηση και βολές στις ακτές της Κέρκυρας! Ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στους Times της Νέας Υόρκης στις 20 Απριλίου 1890, είναι αρκετά αποκαλυπτικό για το περιεχόμενο της άσκησης, όχι όμως και για τους σκοπούς της. Ακολουθούν αποσπάσματα του άρθρου σε μετάφραση:

Η (ναυτική) μοίρα στη Κέρκυρα
Άσκηση προσβολής στόχων σε ιστορική τοποθεσία
...............................................................................

Ναυτική Μοίρα Evolution (Εξέλιξη), Κέρκυρα, Ιόνιοι Νήσοι, 30 Μαρτίου... Ελιγμοί μοίρας ήταν προγραμματισμένοι για τις απογευματινές ώρες. Παράταξη γραμμής, παράταξη σε μονό ζυγό και εναλλαγή μετώπου εκτελέστηκαν υπό διάφορες περιπτώσεις...
Την Τρίτη, 25η (Μαρτίου), πραγματοποιήθηκε η άφιξη της Μοίρας στην Κέρκυρα... Δεν θα μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερη τοποθεσία για ναυτικά γυμνάσια... Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το αντικείμενο της παρουσίας της Μοίρας εδώ είναι η άσκηση προσβολής στόχων από τα μεγάλα (πυροβόλα) και τα μικρά (ατομικά) όπλα, φυσικά με την άδεια της Ελληνικής Κυβέρνησης. Το πεδίο βολής των μεγάλων όπλων (πυροβόλων) βρίσκεται στα Νοτιοανατολικά της Ακρόπολης της Κέρκυρας (Παλαιό Φρούριο). Ευθέως και κατά μήκος του Στενού, στην κατεύθυνση του Ιερονησίου, υπάρχει μία ανοικτή έκταση δεκαέξι μιλίων....
Τα πεδία βολής των μικρών (ατομικών) όπλων βρίσκονται στο νησί του Βίδου. Επί του παρόντος υπάρχουν τρία και, παρ’ ότι το νησί είναι μικρό, μισό επί τρία τέταρτα του μιλίου στις βασικές του διαστάσεις, τα πεδία βολής είναι απολύτως προφυλαγμένα το ένα από το άλλο. Το πεδίο βολής Νο 1 βρίσκεται κατά μήκος της «κορυφογραμμής», κοντά στο παροπλισμένο Fort George (Οχυρό του Γεωργίου). Το Νο 2 είναι μία μικρή κοιλάδα στην πίσω πλευρά του νησιού, και το Νο 3 βρίσκεται στη βορειοδυτική άκρη....
New York Times, April 20, 1890

Η Μοίρα Evolution του Αμερικανικού Ναυτικού αποτελούταν από τα καταδρομικά USS Atlanta, USS Boston, USS Chicago, USS Yorktown το διαβιβαστικό σκάφος USS Dolphin. Τα πλοία αυτά ήταν το καμάρι του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ, καθώς θεωρούνταν ως τα πλέον σύγχρονα. Ήταν θωρακισμένα με χαλύβδινες πλάκες και κινούνταν τόσο με ιστία, όσο και με ατμομηχανές. Η αξία της Μοίρας Evolution φάνηκε μερικά χρόνια μετά την παρουσία τους στην Κέρκυρα, όταν συμμετείχε στη Ναυμαχία της Μανίλα, κατά τον Ισπανοαμερικανικό Πόλεμο το 1898. Στη ναυμαχία αυτή ο Αμερικανικός Στόλος καταβύθισε τον Ισπανικό, έχοντας μόνο έναν νεκρό, και μάλιστα από ...καρδιακή προσβολή!
Η παραπάνω παρουσία των αμερικανικών σκαφών στα νερά της Μεσογείου ήταν οπωσδήποτε εντυπωσιακή, αλλά δεν ήταν η πρώτη. Στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οι Ευρωπαίοι εξαγόραζαν την ασφάλεια των εμπορικών τους πλοίων από τους πειρατές της Μπαρμπαριάς, οι Αμερικανοί είχαν διαφορετική άποψη. Ένας αμερικανικός στολίσκος εισέπλευσε στη Μεσόγειο και με τα όπλα ανάγκασε τους μπαρμπαρινούς πειρατές να εγκαταλείψουν την μέχρι τότε προσοδοφόρα ενασχόλησή τους. Η επιχείρηση αυτή που ήταν η πρώτη των Αμερικανών στη σφαίρα των ευρωπαϊκών συμφερόντων, αποτέλεσε πάντως το έναυσμα για την οριστική αντιμετώπιση ενός προβλήματος που ταλαιπωρούσε τους Ευρωπαίους για αιώνες.

ΚΑΤΑΠΑΤΗΜΕΝΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ (16ος αι.)



Κατόπιν της ανταπόκρισης του άρθρου της προηγούμενης εβδομάδας, θεωρήθηκε σωστό να συνεχιστεί το θέμα της περιουσίας των μονών του Αγίου Όρους στην Κέρκυρα κατά τους περασμένους αιώνες. Και αυτό γιατί η Μονή Βατοπεδίου δεν ήταν η μόνη που διέθετε ακίνητα στο νησί μας.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στο γόητρο που απολάμβαναν τα αθωνικά μοναστήρια στην Κέρκυρα, όπως και σε όλες τις ορθόδοξες περιοχές. Από την εποχή του Πέτρου του Αθωνίτη (8ος αι.), ο οποίος κατά την παράδοση ήταν ο πρώτος ασκητής του Αγίου Όρους, η αθωνική πολιτεία αναδείχθηκε σε κέντρο της Ορθοδοξίας, έναν τόπο πνευματικό, ο οποίος προσέλκυε πολλούς πατέρες από ολόκληρη την ανατολική Χριστιανοσύνη. Για τον λόγο αυτό προικίστηκε πλουσιοπάροχα από τους Βυζαντινούς, Σέρβους και Βουλγάρους εστεμμένους, το παράδειγμα των οποίων ακολούθησαν και οι λαοί τους.
Το Άγιο Όρος, απέκτησε μεγάλη φήμη μετά την εγκαθίδρυση των μονών και των σκητών, η στάση των οποίων πολύ εκτιμήθηκε κατά την περίοδο μετά την 4η Σταυροφορία και την ανάδειξη των Καθολικών σε κυρίαρχη δύναμη στην Βαλκανική. Κατά πολλούς η άκαμπτη στάση των μοναχών του Άθωνα ήταν ο βασικός παράγοντας διατήρησης του ορθοδόξου δόγματος από τους Έλληνες, που με βάση την πίστη τους διέσωσαν και την ιδιαίτερη πολιτισμική τους ταυτότητα κατά τα δύσκολα χρόνια της Φραγκοκρατίας.
Τα παραπάνω απετέλεσαν και τους κυριότερους λόγους για τους οποίους οι Κερκυραίοι, ακόμη και μετά την προσχώρησή τους στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, συνέχισαν να εκτιμούν τις Αγιορείτικες μονές και συχνά να αφιερώνουν μέρος τις περιουσίας τους σε αυτές. Ακόμη κι αν την εποχή εκείνη η «εθνική συνείδηση» ήταν πολύ διαφορετική από το πώς την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, ήταν γενικά αντιληπτό ότι η ενίσχυση της δράσης της Ανατολικής Εκκλησίας και των μοναστικών ιδρυμάτων αποτελούσε στην πραγματικότητα πράξη «εθνικού» προσδιορισμού.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο άρθρο της περασμένης εβδομάδας, οι βιοποριστικές και οικονομικές ανάγκες των μονών ήταν αυξημένες, ειδικά για τις περιόδους που ο πληθυσμός του Άθωνα αριθμούσε μερικές χιλιάδες μοναχών[1]. Κι αν συχνά θεωρούμε ότι οι χιλιάδες στρεμμάτων γης και τα άλλα ακίνητα που ανήκαν στα μοναστήρια ήταν ικανά, όχι μόνο να εξασφαλίσουν τα προς το ζην των μοναχών, αλλά να τους παρέχουν και κάποιες πολυτέλειες, πρέπει να αναλογιστούμε ότι στις εποχές εκείνες που ταράζονταν από καταστροφές και πολέμους και που οι αποστάσεις λειτουργούσαν απαγορευτικά για τον έλεγχο της απομακρυσμένης περιουσίας, αυτές οι ιδιοκτησίες λίγα μόνο προσέφεραν στους μοναχούς.
Ως προς το παραπάνω, υπάρχουν αρκετά τεκμήρια, μερικά από τα οποία βρίσκονται και στο Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας. Ένα από αυτά, των μέσων του 16ου αιώνα, είναι αποκαλυπτικό σχετικά με τις αποδόσεις των ακινήτων της Μονής της Μεγίστης Λαύρας στην Κέρκυρα.

Ορισμός επιτρόπου για τη διαχείριση της περιουσίας της Μεγίστης Λαύρας στην Κέρκυρα (16ος αι.)

† αφμζ΄ (1547), ημέρα ι΄ (10η) του Μαΐου μηνός....
Επειδή οι παρόντες Τιμιότατοι Πατέρες κυρ Θεοφάνης Ιερομόναχος και Πνευματικός Πατήρ και Πρωτοσύγγελος εκ της Σεβασμίας και Βασιλικής μονής του Αγίου Αθανασίου εκ της Αγίας Λαύρας[2], μετά και του μοναχού κυρ Διονυσίου, ως απεσταλμένοι παρά του Οσιοτάτου και Τιμίου κυρίου Κυπριανού Ιερομονάχου και Καθηγουμένου της άνωθεν μονής εις το ειδούν διά τα όσα ψυχικά αφιέρωσαν από καιρού εις καιρόν οι Χριστιανοί εις την άνωθεν μονήν. Και ελθόντων αυτών ερεύνησαν, και από όσα διαλαμβάνει το κατάστιχον αυτών εύρον αυτά αναλωμένα από καρόν και μόνον κόπους κενούς και αργείας έχουσι, και τίποτις δεν απολαμβάνουν διά το άνωθεν μοναστήριο, και δεν ημπορούν να σταθούν εις τας έξοδες και θέλουν να αποδημήσουν εκ την παρούσαν πόλιν, να απέλθουν εις την άνωθεν μονήν.
Και επειδή ο παρών Τιμιότατος κυρ Άνθιμος μοναχός ο Μουρέλος ευρίσκεται αδελφός εις την άνωθεν μονήν και επίτροπος του μοναστηρίου του Βατοπαιδίου, διά του παρόντος γράμματος[3] ποιούν κομέσιον[4] και επίτροπον ως το ίδιον σώμα αυτών του άνωθεν κυρ Άνθιμου μοναχού, εις όσα ψυχικά έχει η άνωθεν μονή, τόσο από οσπίτια όσο και παν έτερο πράγμα της αυτής μονής. Να επικρατεί αυτά πάντα εις χείρας αυτού, συνάζει και λαμβάνει αυτά, τόσο από νοίκια, ψυχικά και παν έτερο, ως το ίδιο σώμα του άνωθεν Τιμιοτάτου Καθηγουμένου αυτών, και πάσα δικαιώματα της αυτής μονής από κάθε τρόπου και στράταν, με τοιούτον τρόπον, ότι να οφείλη ο ειρημένος κυρ Άνθιμος να κρατεί εγγράφως από ήτι θέλει σκουδάρει[5] και λάβει. Και εις πάσαν καιρόν όπου ήθελαν έλθουν εκ τους πατέρες της άνωθεν μονής, να τους δείχνει λογαριασμόν των εσόδων και εξόδων εγγράφως. Αμήν και κάμει χρείαν να ημπορεί να παρασταθεί και εν κρίση[6] εις το αναζητή και γυρεύει πάσα δικαιολογήματα της άνωθεν μονής. Διά δε μειζωτέραν πίστωση και ασφάλεια εγεγώνι η παρούσα επιτροπική γραφή του έχει το ισχυρόν και βέβαιο.
Μάρτυρες κυρ Σταμάτιος Κορωναίος και κυρ Νικόλαος Μουζάκης παρακεκλημένοι.

ΑΝΚ, Συμβ., Τόμος Γ 54, σ. 602r

Ο 16ος αιώνας ήταν δύσκολος για τις μεγάλες μονές του Αγίου Όρους. Σύμφωνα με την αρχή του βυζαντινού «αλληλεγγύου» που είχε διατηρηθεί, οι πλουσιότερες μονές έπρεπε να πληρώνουν τους φόρους και των φτωχότερων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι μονές της Μεγίστης Λαύρας, του Βατοπεδίου και των Ιβήρων να επωμιστούν το σύνολο σχεδόν των φόρων που επέβαλλαν οι Οθωμανοί, οι οποίοι μάλιστα αυξάνονταν συνεχώς. Το γεγονός αυτό και η γενικότερη κατάσταση της περιοχής, οδήγησε τη Μεγίστη Λαύρα σε μεγάλη παρακμή. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, το 1583 «ηγουμενεύοντος του οσίου εν ιερομονάχοις κυρ Μητροφάνους, ήλθεν η Λαύρα εις εσχάτην πτωχείαν, ώστε καταπεσείν το πλείστον μέρος των κελλίων και ουδείς εστιν ανοίξαι τους οφθαλμούς αυτού ιδείν την συμφοράν».
Αυτός ήταν και ο λόγος που οι μοναχοί Θεοφάνης και Διονύσιος ήλθαν στην Κέρκυρα για να αναζητήσουν τα περιουσιακά στοιχεία της Μονής. Δεν κατόρθωσαν να συλλέξουν τίποτα όμως, καθώς η περιουσία της Λαύρας είχε από καιρό καταπατηθεί. Έτσι, εξέδωσαν πληρεξούσιο στον π. Άνθιμο Μουρέλο, στον οποίο αναφερθήκαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Οπωσδήποτε, ο π. Άθνιμος, ως ντόπιος και γόνος σημαντικής οικογένειας, είχε περισσότερες πιθανότητες να εξασφαλίσει όσα ανήκαν στο μοναστήρι. Παραμένει, ωστόσο, άγνωστο αν τα κατάφερε στην αποστολή που του ανέθεσαν οι Αγιορείτες αδελφοί του.
__________________
Σημειώσεις

[1] Στα τέλη του 16ου αιώνα αναφέρονται περίπου 6.000 μοναχοί (βλ. ∆ωροθέου μοναχού, Το Αγιο Όρος : Μύηση στην ιστορία του και τη ζωή του, τόµ. Β΄, Τέρτιος, σ. 117, σηµ. 6).
[2] Η Μονή της Μεγίστης Λαύρας ιδρύθηκε το 963 από τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, κατόπιν αποφάσεως του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος προικοδότησε το μοναστήρι με μέρος των λαφύρων που απέσπασε κατά την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες.
[3] Γράμμα: πράξη.
[4] Κο(υ)μέσιος: αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος.
[5] Σκουδάρω: υπερασπίζομαι, διαφεντεύω.
[6] Κρίση: δίκη.

Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ




Σε παλαιότερο άρθρο είχαμε περιγράψει το καθεστώς της εκκλησιαστικής περιουσίας στην Κέρκυρα, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά τους υστεροβυζαντινούς αιώνες και την περίοδο της βενετοκρατίας. Ο κανόνας για το νησί μας φαίνεται πως ήταν να αφιερώνονται περιουσιακά στοιχεία –κυρίως γη- στις ενοριακές εκκλησίες, οι οποίες κατά το πλείστον ήταν ιδιωτικές και λειτουργούσαν υπό το καθεστώς της αδελφότητας.
Αν και η Χριστιανική Εκκλησία στους βυζαντινούς χρόνους απέκτησε σιγά-σιγά καθεστώς κρατικού θεσμού λόγω της πολιτικής του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των διαδόχων του, οι ανάγκες της δεν εντάχθηκαν ποτέ στον προϋπολογισμό του αυτοκρατορικού Θησαυροφυλακίου. Όπως και κατά τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες, οι λειτουργικές ανάγκες των εκκλησιών καλύπτονταν από τις εισφορές των πιστών. Παρά ταύτα, ήδη από τον 10ο αιώνα πολλοί βυζαντινοί αυτοκράτορες έλαβαν μέτρα για τον περιορισμό του φαινομένου της ολοένα αυξανόμενης εκκλησιαστικής, και κυρίως της μοναστηριακής περιουσίας.
Τι ήταν, όμως, αυτό που ωθούσε τους πιστούς στο να αφιερώνουν την περιουσία τους στις εκκλησίες και τις μονές;
Σε ό,τι αφορά στις ενοριακές εκκλησίες τα πράγματα είναι αρκετά σαφή. Οι θρησκευτικές ανάγκες των χριστιανών μπορούσαν να καλυφθούν μόνο από έναν εφημέριο, ο οποίος για να μπορέσει να επιτελέσει τα καθήκοντά του έπρεπε να έχει πρώτα εξασφαλίσει τα προς το ζην. Ο μεγάλος αριθμός των τακτικών ακολουθιών και των έκτακτων τελετών (γάμοι, βαπτίσεις, κηδείες κ.τ.λ.) απαιτούσαν την πλήρη «απασχόληση» του ιερέα. Ως εκ τούτου, ο εκάστοτε εφημέριος έπρεπε να αμείβεται από τα έσοδα της εκκλησίας, τα οποία τότε ήταν συνήθως γαιοπρόσοδοι (πάκτα, σολδιάτικα κ.τ.λ.).
Παρ’ ότι στα νοταριακά έγγραφα που ανασύρουμε από το Ιστορικό Αρχείο Κερκύρας συναντούμε συχνά πράξεις (διαθήκες, ζωντοβούλια, παραχωρητήρια) αφιέρωσης εκτάσεων γης ή ακόμη και οικιών και λουτρουβιών σε εκκλησίες και μοναστήρια, σπάνια κάποια ενορία ή μονή μπορεί να χαρακτηριστεί «πλούσια». Ευρεία οικονομική άνεση είχαν κυρίως τα προσκυνήματα και οι ναοί κάποιων συντεχνιών. Προβληματισμός εγείρεται, ωστόσο, όταν συναντούμε περιπτώσεις αφιερώσεων σε αθωνικά μοναστικά ιδρύματα.
Πράγματι, αν και θεωρητικά η Κέρκυρα είχε αποκοπεί από τον ελληνικό κορμό λόγω της βενετικής κυριαρχίας και παρά τις προσπάθειες των Βενετών και του Βατικανού να περιορίσουν ή και να εξαφανίσουν την επιρροή των μεγάλων κέντρων της Ορθοδοξίας στο νησί, οι Κερκυραίοι ποτέ δεν απώλεσαν τον ομφάλιο λώρο που τους συνέδεε με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Αθωνική Πολιτεία. Ειδικά με το Άγιο Όρος η επαφή ήταν αρκετά στενή αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες της εποχής.
Πολλοί μοναχοί από τον Άθωνα έρχονταν κατά διαστήματα στην Κέρκυρα επιτελώντας ιεραποστολικό έργο, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση της ορθόδοξης πίστης των Κερκυραίων και τη θριαμβευτική επιβίωση του ελληνικού πολιτισμού. Αντίστοιχα, δεν ήταν πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις Κερκυραίων που επέλεγαν να ενδυθούν το μοναχικό σχήμα και να ασκητεύσουν στο Περιβόλι της Παναγίας. Οι περισσότεροι από αυτούς, κατά τα έθη και τις ανάγκες της εποχής, με την κουρά τους αφιέρωναν κάποιο περιουσιακό στοιχείο στο μοναστήρι τους, το οποίο συνέβαλλε στον προσπορισμό των απαραιτήτων για τη διαβίωση των μοναχών που δεν είχαν άλλα έσοδα.
Μία τέτοια περίπτωση εντοπίζουμε στα κατάστιχα του νοταρίου Κορυφών παπα Μιχαήλ Γκλαβά:

ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ ΑΠΟ ΚΕΡΚΥΡΑΙΟ (16ος αι.)

αφμε΄ (1545), ημέρα ιδ΄ (14η) του Νοεμβρίου μηνός, εντός οίκου Μισέρ Ολιβιέρη Μουρέλου ... εν τω Eμπορίω των Κοριφών, εις την ενορίαν της Υ. Θ. Κεχαριτωμένης. Ο Τιμιώτατος κυρ Άνθιμος ο Μουρέλος, επίτροπος της μονής του Αγίου Όρους του Βατοπεδίου, και ηγούμενος της μονής του Μεγάλου Παντοκράτορος εν τω Γαλησίω Όρη[i], ήγουν της Αναλήψεως, παρών ομολόγησεν την σήμερον μετά του παρόντος Μισέρ Ολιβιέρη Μουρέλου, αδελφού αυτού, διά μέρους αυτού και όνομα Μισέρ Ανδρία ... να πιοίση και γράψη αυτού εις το παρόν ινστρουμέντο ως έφη αυτός ... συνεφώνησε και πακτώνει[ii] προς αυτούς τα δύο μερτικά του Μύλου όπερ είναι εις την Παραποταμιάν της Πινήτζας, λεγόμενος Χορδίας, διά χρόνον έναν ερχαμένον αρχηνόντας από την α΄ (1η) του ερχαμένου μηνός Δεκεμβρίου, διά πάκτος δουκάτα είκοσι και δύο κουρέντι[iii]. Τα οποία δουκάτα είκοσι δύο ομολόγησε ο αυτός κυρ Άνθιμος, ως επίτροπος του άνωθεν μοναστηρίου ότι έλαβε αυτά μετρητά από χειρός του αυτού Μουρέλου ενώπιον εμού νοταρίου....
Μάρτυρες κυρ Δημήτριος Σύφαντος και κυρ Μιχέλης Κεφαλωνίτης, οποίος στέκει εις την ενορίαν του Αγίου Μάρκου.
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Γ 54, σ. 336

Βλέπουμε πως ο Κερκυραίος παπα Άνθιμος Μουρέλος, ηγούμενος της μονής του Παντοκράτορος, μάλλον είχε λάβει το μοναχικό σχήμα από τη μονή Βατοπεδίου και για τον λόγο αυτόν είχε παραχωρήσει τα έσοδα από το μερίδιό του στον οικογενειακό μύλο στις Μπενίτσες. Από άλλη πράξη μαθαίνουμε ότι είχε ακόμη αφιερώσει στο Βατοπέδι και κάποια νοικιασμένα σπίτια που είχε στο Οβριοβούνι, στο Καμπιέλο.
Χωρίς να μπορούμε να αποφανθούμε για την οικονομική κατάσταση του Βατοπεδίου εκείνην την εποχή, είναι γεγονός ότι η πρακτική της «προίκας» που έφερναν στο μοναστήρι (όπως και σε άλλες πολυάνθρωπες μονές) οι νέοι μοναχοί, από τη στιγμή που αυτοί κάποτε έφευγαν από τη ζωή και τη θέση τους έπαιρναν άλλοι, οδήγησε κάποτε στη συσσώρευση μεγάλης έγγειας περιουσίας υπό τον έλεγχο των μοναχών.
Πριν υποθέσει κανείς ότι τα μοναστήρια ήταν πλούσια, πρέπει να σημειώσουμε ότι σε ταραγμένες εποχές (που ήταν πολλές εκείνα τα χρόνια) η έγγεια περιουσία των μοναστηριών δεν απέδιδε πολλά – ενίοτε και τίποτα. Από την άλλη πλευρά, σε ειρηνικές και γόνιμες περιόδους, τα έσοδα ήταν τουλάχιστον υπολογίσιμα, με αποτέλεσμα κάποιοι μοναχοί να ασχολούνται περισσότερο με τη διαχείρισή τους, παρά με τα μοναχικά τους καθήκοντα.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Άγιος Νικηφόρος Φωκάς, ένας αυτοκράτορας – ασκητής, κάποτε αναφώνησε: «Σε ποιον τάχα από τους Πατέρες της Εκκλησίας υπακούουν, ή από που βρήκαν αφορμή για να φτάσουν σε τέτοια περιττά γι’ αυτούς πράγματα και μάταιες επιθυμίες, ώστε να κατέχου άπειρα πλέθρα γης, όμορφα οικοδομήματα, αγέλες ίππων και βοδιών και καμηλών... λογιάζοντας πάντοτε πώς να αποκτήσουν και άλλα... έτσι ώστε ο μοναχικός τους βίος να μη διαφέρει διόλου από τον κοσμικό...»[iv].


__________________

Σημειώσεις


[i] Γαλήσιον Όρος: το βουνό των Αγίων Δέκα, της Αναλήψεως.
[ii] Πακτώνω: ενοικιάζω παραγωγικό ακίνητο περιουσιακό στοιχείο.
[iii] Κουρέντι, ή κουρέντε, όπως απαντά αλλού: «καθαρά».
[iv] J. & P. Zepos, Jus Graecoromanum, Αθήνα, 1931, Τόμος Ι, σ.σ. 249-50.

11/11/08

ΤΑ ΛΙΘΑΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΩΝ ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΩΝ

__________

Το κατεξοχήν σημείο αναφοράς των παλιών ελαιοτριβείων ήταν το λιθάρι που σύνθλιβε τον ελαιόκαρπο. Η μέθοδος της σύνθλιψης δεν είχε αλλάξει, ουσιαστικά, από την αρχαιότητα, μέχρι τους δύο προηγούμενους αιώνες, όταν έκαναν σιγά-σιγά την εμφάνισή τους τα διλίθαρα ελαιοτριβεία και, αργότερα οι μηχανοποιημένες «αλεστικές».
Σημαντικός ήταν και ο ρόλος του πιεστηρίου, το οποίο αποτελεί για τους ειδικούς το μέτρο της εξέλιξης της μηχανικής, καθώς σε αυτά παρατηρείται μια ενδιαφέρουσα και μακραίωνη διαδρομή από τα πιεστήρια που λειτουργούσαν με βάρος έως τα «τόρκολα» και τις ξύλινες ή τις μεταλλικές βίδες.
Τα «μηχανήματα» αυτά, που απαιτούσαν πολύ κόπο από ανθρώπους και ζώα για α αποδώσουν έργο, ήταν αυτά που έκαναν δυνατή την παραγωγή του βασικού στοιχείου της μεσογειακής διατροφής: του λαδιού. Με κόπο, όμως, έπρεπε και να κατασκευαστούν.
Τα λιθάρια έπρεπε να πελεκηθούν από καλής ποιότητας πέτρα επί τόπου στο λατομείο κι έπειτα να μεταφερθούν στο ελαιοτριβείο. Θυμίζουμε ότι μέχρι τον 19ο αιώνα δεν υπήρχαν πολλοί δρόμοι στο νησί μας. Έτσι, τα λιθάρια, που συνήθως ζύγιζαν πολλούς τόνους, έπρεπε να κυληθούν στα «στενώματα» από τους εργάτες που αναλάμβαναν τη μεταφορά. Τούτη ήταν μια ιδιαίτερα επίπονη και επικίνδυνη εργασία, αφού εκτός του ρίσκου τραυματισμών, υπήρχε και η περίπτωση το λιθάρια να υποστεί ζημιά από τυχόν απροσεξία.




Εν Χριστού ονόματι αμήν 1739 ημέρα 28 του Ιουνίου μηνός εις την κούρτη του Τιμίου και ευγενή Š Ιωάννη Βλασοπούλου εις το Κοθωνίκι ο παρών και άνωθεν Ευγενής Š Ιωάννης Βλασόπουλος του ποτέ Ευγενή Š Ιακώβου δοτόρου, εσυνεφώνησεν μετά των παρόντων μίστρο Κωσταντή Χυτήρη του ποτέ Παύλου, κυρ Ιωάννη Χυτήρη του άνωθεν ποτέ Παύλου αδέλφια και κυρ Θεοδωρή Γραμμένου του ποτέ Ιωάννη όλοι από χωρίον Κουραμάδες και γαρ υπόσχονται οι άνωθεν Χυτηράτες και Γραμμένος ομού και ινσόλδου να κόψουν, πλάσουν και πελεκίσουν ένα λιθάρι αποπαναριά από αγριολίθι κατά τις μόστρες όπου είφεραν τον άνωθεν Š Βλασόπουλου από τις πέτρες όπου ηβρίσκονται εις τον Άγιον Θεόδωρο κείμενα εις την περιοχή του χωρίου Καμάρας από εκείνα τα ίδια τα αγριολίθια όπου είχαν κόψει του απόντος ευγενή Š Παύλου Φέστα και ετέρων με υπόσχεσίν τους να ήθελαν οι αυτοί ινσόλδου συντροφεύσουν αυτό εις το κουβάλισμα και μπάσμα του αυτού λιθαριού κάνοντας εκείνο όπου εισίν οι τέχνες των μαστόρων ήγουν ζέφοντάς το και τα εξής και εμπαίνοντας το αυτό λιθάρι εις το ελαιουτρουβιό του άνωθεν ευγενή Š Βλασόπουλου βάνοντάς το εις την σκάρα οι άνωθεν ινσόλδου με πάσαν κόπον και έξοδον ειδικό τους και τότες να ησίν αλιθούμενο ποδάρια πέντε μετρώντας το με το πασσέτο το Βενέτικο εις το ψύλωμα, και εις το πλάτος ποδάρια ένα ήμυσι ήτε ολιγότερον ογγιές 17 και όχι ολιγότερον τόσο εις το ψύλωμα όσο και εις το πλάτος ως όπως είπωμεν. Και δια τον κόπον και πλερωμήν των άνωθεν μαστόρων ινσόλδου ως άνωθεν όπου μέλει να κάμουν εσυνεβάστησαν, εσυνεβάστησαν εν μέσω αυτών έτζι ντακόρδου δια ριάλια από λίτρες 10 το καθέν 60, κρασί βαρέλες δύο, στάρι μιζούρια 4 όσπριο μιζούρια δύο ράσα και ελαιόλαδο ξέστα μία με υπόσχεσιν των άνωθεν ινσόλδων να κόψουν και τελειώσουν το άνωθεν λιθάρι έως όλων τον ερχάμενον μήναν Αύγουστον του παρόντος χρόνου. Εξεκαθάρησαν και τούτο ότι να μην έχει το αυτό λιθάρι καμίαν λιψομάδα ούτε πολάδα και μη ποιόντας και ατετερόντας οι άνωθεν ινσόλδου εις όλες τις άνωθεν υποσχέσες και εις την άνωθεν διορίαν να πίπτουν εις πάσα ντάνα και ιντερέσα ορδινάρια και στραβοδηνάρια ...

Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Λ 7, Φ. 57, σ. 25v



7/7/1604
ο παρών Τίμιος μισέρ Λεονάρδος Μάστράκας συνεφώνησε μετα τον μαστρο Φραγγίσκον Βενετζιάνον μαραγγος κάτοικος στο χωρίο του Ποταμού όστις μαστρό Φραγγίσκος υπόσχεται ίνα πάγη ιστό χωρίο των Σγουράδων κοντά ιστήν Καμάρα να κόψη από τα δενδρα του ανωθεν Μασέρο...... να κάμη καινουργόθεν δύο αδράχτια πρώτης λωγής και δύο σφοντίλια όπου να είναι ίσια κατα την συνήθια τον λουτρουβιόνε και να είναι αρεσκώμενα εις διορίαν μηναν έναν και υπόσχεται ο άνωθεν Μαστρακας να του δώσει λίτρες 28 από τις οποίες ελαβε ο άνωθεν Φραγγίσκος απο κόντο ενωπιον ημων σύγγαρω ενα κάνη λίτρες δώδεκα και γαζέτες 3.
Μαρτυρες Αλιβυζης Μαλάκης και κυρ Γιώργος Σκουλούκης.

Α.Ν.Κ., Συμβ, Τόμος Α 296, σ. 138r

5/11/08

ΤΟ ΕΘΙΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

_________________


Οι άνθρωποι της υπαίθρου είχαν ανέκαθεν μια διαφορετική αντίληψη σχετικά με τις αντιδικίες και την επανόρθωση των αδικημάτων. Πρωταρχικός στόχος ήταν πάντα η ικανοποίηση όλων των μερών και η ειρήνη του χωριού.
Στα χωριά οι άνθρωποι ήταν σαφώς πιο δεμένοι ο ένας με τον άλλο, σίγουρα περισσότερο από ό,τι ίσχυε στην πόλη. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στους δεσμούς συγγένειας, αλλά και στην εξάρτηση του ενός από τον άλλο. Αυτή η εξάρτηση μπορεί να μη γίνεται εύκολα αντιληπτή σήμερα, ήταν, όμως απόλυτα διακριτή στα παλαιότερα χρόνια.
Κατά τους προηγούμενους αιώνες, η ύπαιθρος δεν απολάμβανε τις υποδομές και τις υπηρεσίες του κράτους που σήμερα θεωρούνται δεδομένες. Τα πολλά προβλήματα που απασχολούσαν τους κατοίκους των χωριών μπορούσαν να επιλυθούν μόνο με δικές τους πρωτοβουλίες και, πάνω απ’ όλα, την αγαστή συνεργασία τους.
Αν η σοδειά ήταν κακή, ο ένας θα βοηθούσε τον άλλο, προκειμένου να ξεπεραστεί ο λιμός. Αν γινόταν κάποια καταστροφή, μόνο η κοινή προσπάθεια μπορούσε να την αντιμετωπίσει. Δεν χρειάζεται, βέβαια, να πούμε ότι σε περιπτώσεις εχθρικών επιδρομών, μόνο η αλληλοβοήθεια μπορούσε να σώσει τις ζωές όλων.
Ως εκ τούτου, κάθε φορά που σ’ ένα χωριό συνέβαινε κάτι που μπορούσε να διαταράξει τις σχέσεις των κατοίκων του και τη γενική ειρήνη, θεσμικοί παράγοντες, όπως οι γέροντες και οι κοντόσταβλοι, αλλά και απλοί συγχωριανοί, έσπευδαν να συμβιβάσουν τα πράγματα. Μιλάμε, άλλωστε για εποχές που οι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν οπλισμένοι, με ό,τι μπορεί να σήμαινε αυτό.
Οι συμβιβασμοί αποτελούσαν μια σχεδόν «ιερή» διαδικασία, με ρίζες που χάνονται στο απώτατο παρελθόν. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι οι χωρικοί, ωθούμενοι από τις ανάγκες της κοινότητάς τους, αλλά, ίσως, και από αίσθημα αντιπαλότητας προς τους θεσμούς της πόλης, συχνά δεσμεύονταν, με όρκους ή ενυπόγραφες πράξεις, να δεχτούν τον συμβιβασμό και να μην προστρέξουν στην κρατική δικαιοσύνη.
Αυτή τη δικαιοσύνη, μάλιστα, οι χωρικοί αντιμετώπιζαν μάλλον δύσπιστα, καθώς, όπως έχουμε αναφέρει σε άλλη ευκαιρία, τα κρατικά δικαστήρια είχαν ως σκοπό την τιμωρία του παραβάτη ή του αδικούντα. Ως εκ τούτου, έπρεπε να υπάρχει πάντα ένας «κακός» στην κάθε υπόθεση. Αντίθετα, οι λύσεις που έδινε το εθιμικό δίκαιο της υπαίθρου, είχαν ως πρωταρχικό στόχο το «να μένουν όλοι τους ευχαριστημένοι».
Στο ιστορικό αρχείο της Κέρκυρας, υπάρχουν πολλές πράξεις που αναφέρονται σε τέτοιους συμβιβασμούς, και οι οποίες μας εκπλήσσουν συχνά με την αντίληψη που είχαν οι κριτές ή τα αντιδικούντα μέρη για τα πράγματα, αλλά, πάνω από όλα, τη διάθεση που είχαν για συμφιλίωση.
Παρακάτω βλέπουμε μια τέτοια περίπτωση από τον 18ο αιώνα.

ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ (18ος αι.)

1739 Μαρτίου 11. Εις το χωρίον τον Καλαφατιόνον και επίκαιναι εσταμάτησαν λόγια ταις απερασμένες ιμαίρες εδο εις το παρόν χωρίον αναμαιταξί του μπαρόντου κυρ Αρσένη Ασιμόπουλο του κυρ Σπίρου από χορίον Βαριπατάδον και από το άλλο μερος οι παρόντες κυρ Νικολός Καμπίσας του ποται Στεφανή και κυρ Γερόλιμος Ροης και να του επίραν του ανοθεν Ασημόπουλου μαιρικά άρματα[1] εδό εις το παρόν χορίον δια τούτο οι άνοθεν Νικολός και Γερόλιμος του έδοσαν όπιστεν του αυτού Ασημόπουλου όπου ίχαν του πάρι δια να μένουν ιρινική ίγουν ένα γκοτζίλιο[2] και μία πιστόλα αλαίπιδί και δεν έγινε κανένα βαρί εν τω μέσο τους διαμένουν ιρινική και εξεκαθαρίσουν οι άνοθεν Ασιμόπουλος ότι ανίσος και δόσι καμία ρελατζιόν[3] εις το φόρο[4] του Εκλαμπροτάτου δια τα άνοθεν αρματα την πλερόνι ο άνοθεν Ασιμόπουλος από λόγου του και ανίσος οι άνοθεν Καμπίσας και Ροής δόσουν καμίαν ρελατζιόν εναντίον και κόντρα του άνοθεν Ασιμόπουλου να τιν πλερόνουν από λόγου τους και ούτος ίπαν και εγράφθη …και τα εξής …
Ι.Α.Κ., ΣΥΜΒ., ΤΟΜΟΣ Λ 7, ΦΙΛΤΖΑ 54, σελ. 9ν

_________________________


[1] Άρματα: όπλα.
[2] Γκοτζίλιο: πυροβόλο όπλο, παρόμοιο με το «τρομπόνι».
[3] Ρελατζιόν: αναφορά.
[4] Φόρο: από το forum, εδώ το δικαστήριο του Προβλεπτή.

Η ΠΡΟΣΩΠΟΚΡΑΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΡΕΗ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

____________


Τα Επτάνησα, πριν τον 19ο αιώνα και την εμφάνιση των πρώτων τραπεζών, υπέφεραν από την έλλειψη ενός οργανωμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Έχουμε ήδη αναφέρει σε άλλη ευκαιρία ότι ο έντοκος δανεισμός απαγορευόταν για τους χριστιανούς, με αποτέλεσμα, όσοι είχαν ανάγκη χρημάτων, σε μια εποχή που η κυκλοφορία ρευστού ήταν περιορισμένη, κατέφευγαν στις μεθόδους του «προστυχίου»και του «βλησιδίου». Το «προστύχιον» αποτελούσε, ουσιαστικά, προαγορά γεωργικών προϊόντων σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, ενώ το «βλησίδι» ήταν δανεισμός με ενέχυρο. Και οι δύο μέθοδοι εξασφάλιζαν κέρδος για τον δανειστή, χωρίς, όμως, να εμφανίζεται πουθενά τόκος.
Όπως προκύπτει, πάντως από τις πηγές, οι δανειστές είχαν επινοήσει και άλλη μία μέθοδο: το ποσό του δανείου μπορούσε να μετατραπεί σε είδος, του οποίου η διακύμανση της τιμής μπορούσε να αποφέρει κέρδος στον δανειστή. Οι τιμές των γεωργικών προϊόντων τείνουν να είναι χαμηλές την περίοδο της συγκομιδής και να φτάνουν το ανώτατο λίγο πριν την επόμενη σοδειά.
Με όλα αυτά, οι χρεώστες βρίσκονταν συχνά σε αδυναμία να υπολογίσουν με ακρίβεια το πόσο θα τους κόστιζε το δάνειο. Αν είχαν συνάψει δάνειο με «προστύχιον» ήταν πιθανό να μην μπορούν να το ξεπληρώσουν αν η σοδειά δεν πήγαινε καλά. Αν είχαν δανειστεί με τη μέθοδο που περιγράψαμε παραπάνω, οι τιμές μπορούσαν για διάφορους λόγους να εκτοξευτούν, κάνοντας την αποπληρωμή δύσκολη ή αδύνατη.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα πράγματα για τους μη συνεπείς χρεώστες ήταν εξαιρετικά δύσκολα. Όχι μόνο δεν υπήρχαν μηχανισμοί που να τους προστατεύουν απέναντι σε αυθαιρεσίες, αλλά οι πιστωτές τους είχαν δικαίωμα να κατασχέσουν τα υπάρχοντά τους ή να τους στείλουν στη φυλακή. Κάποια προστασία που παρείχε ο νόμος στην κτηματική περιουσία ήταν δυνατό, όπως συνέβαινε πολλές φορές, να παρακαμφθεί προς όφελος του πιστωτή.
Αυτό που βάραινε, πάντως, περισσότερο από όλα, ήταν η φυλάκιση, αν και κατά καιρούς γίνονταν προσπάθειες για την άρση αυτού του μέτρου ως ποινή για την μη εξυπηρέτηση των χρεών. Όλοι έχουμε μια εικόνα για τις φυλακές των παλιότερων εποχών, ακόμη κι αν αυτή προέρχεται από ταινίες, βιβλία ή πίνακες ζωγραφικής. Σε κάθε περίπτωση, η αλήθεια δεν απείχε πολύ.
Το «σωφρονιστικό» σύστημα στην Ευρώπη πριν τον Διαφωτισμό χαρακτηριζόταν από τις άθλιες συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων, την αναλγησία, ακόμη και τον σαδισμό των φυλάκων τους. στα κελιά επικρατούσε συνωστισμός, ο οποίος, σε συνδυασμό με την παντελή απουσία συνθηκών υγιεινής, δημιουργούσε κινδύνους για την υγεία και τη ζωή των κρατουμένων. Ήταν πολύ συνηθισμένο κάποιος που είχε φυλακιστεί ακόμη και για ένα ευτελές χρέος να αρρωστήσει ή να πεθάνει στη φυλακή.
Ως εκ τούτου, η φυλάκιση ενός χρεώστη λειτουργούσε εκβιαστικά για τους οικείους του, οι οποίοι ήταν συχνά έτοιμοι να δεχτούν οποιονδήποτε όρο του πιστωτή, προκειμένου να σώσουν τον άνθρωπό τους. μια τέτοια περίπτωση ανασύρουμε από το Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας.

ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΓΙΑ ΕΥΤΕΛΕΣ ΧΡΕΟΣ (16ος αι.)

ƒ αφξβ΄(1562) ημέρα β΄(2) του μηνός Ιουλίου. Κυρά Μαργαρίτα Μεταξού, παρούσα σωματικώς ομολόγησεν ότι διά το χρέος όπερ χρεοστή ο υιός αυτής μαστρο Φράγγος Μεταξάς του παρόντος μαστρο Νικολάου Βραχλιότη, λάδι ξέστα μία ήμισι[1], καθώς πουλιέτε την σήμερον, η ρηθείσα κυρά Μαργαρίτα εμβένη εγγιήτρα και πληρώτρια προς τον ειρημένον μαστρο Νικόλαον, να του δόση και ευχαριστήση το ρηθέν λάδι ξέστα μία ήμισι έως ημέρες ιε΄(15) ερχόμενες, και να του δόση άσπρα[2] ιβ΄(12). Και διά συγουριτά[3] του μαστρο Νικολάου, η ρηθήσα Μαργαρίτα ομπληγάρη[4] προς αυτόν το οσπίτηον αυτής όπου έχει εις την ενορίαν του Προδρόμου, ότι, άνευ να του δόση το άνωθεν χρέος στον ρηθέν τέρμονα[5], να έχει εξουσία να πουλή το ρηθέν οσπήτιον αυτής, να πληρώνεται το ρηθέν χρέος αυτού. Υπό μαρτυρίας μαστρο Σταμάτη Καλογερά και μαστρο Αντώνη Μουτζίτζα.
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Β 176, σ. 361r

Η μητέρα του μαστρο Φράγγου Μεταξά, προκειμένου να σώσει τον γιο της από τη φυλακή, δέχεται να πληρώσει το χρέος του των 12 ασημένιων νομισμάτων. Αποδέχεται, μάλιστα ακόμη και να υποθηκεύσει το σπίτι της στην πόλη ως εγγύηση προς τον πιστωτή. Είναι σαφές ότι τα 12 άσπρα είναι υψηλή (λόγω της εποχής) τιμή για 24 κιλά λάδι, αλλά, σε κάθε περίπτωση, φαντάζει εξωπραγματικό
Ομοίωμα φυλακισμένου από τη σύνθεση "Ο σκλαβωμένος Ελληνισμός στις φυλακές" (Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας Παύλου Βρέλλη)στις μέρες μας να φυλακιστεί κάποιος για ένα τέτοιο ποσό.

________________

[1] 1½ ξέστα = 24 κιλά λάδι.
[2] Άσπρα: ασημένια νομίσματα.
[3] Σιγουριτά: εγγύηση.
[4] Ομπλιγάρει: δεσμεύει.
[5] Τέρμονας: χρονικό διάστημα.

19/10/08

ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΚΑΙ Η ΚΕΡΚΥΡΑ 1861-1947

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, η Κέρκυρα έγινε ένας τόπος που βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των εμπολέμων. Λόγω αυτού του «ενδιαφέροντος», υπέστη τρομερές καταστροφές, των οποίων τα ίχνη είναι ακόμη ορατά, όχι μόνο στη μνήμη των Κερκυραίων και στα χαλάσματα που σε διάφορα σημεία στέκουν ακόμη, αλλά, κυρίως, στη ζωή του τόπου.
Παρόμοιες καταστροφές σε ανθρώπινο δυναμικό και τον οικιστικό ιστό υπέστησαν σε μεγαλύτερη, μάλιστα, κλίμακα εκατοντάδες ευρωπαϊκές πόλεις, με χαρακτηριστικότερη όλων τη Λειψία. Στη Γερμανία, όμως, η πολιτική των δύο μεταπολεμικών γερμανικών κρατών, το παιγνίδι πλειοδοσίας των Αμερικανών και των Σοβιετικών και η αθρόα προσέλευση μεταναστών, στάθηκαν παράγοντες ικανοί να εξασφαλίσουν την ανοικοδόμηση και την εκ νέου ανάπτυξη των σχεδόν πλήρως κατεστραμμένων πόλεων.
Στην περίπτωση της Κέρκυρας αυτό δε συνέβη για ποικίλους λόγους. Κάποιοι από αυτούς είναι προφανείς, ενώ κάποιοι άλλοι είναι καλά κρυμμένοι στα κιτάπια της Ιστορίας και της Πολιτικής. Κι ενώ συχνά γίνεται λόγος για τις καταστροφές του ’40 και τις απώλειες και τις περιπέτειες των Κερκυραίων, δεν έχουμε σταθεί ακόμη ικανοί, ως κοινωνία, να αποκωδικοποιήσουμε την πρόσφατη ιστορία μας, με αποτέλεσμα να στερούμαστε τα εργαλεία εκείνα που θα μας εξασφάλιζαν τις βάσεις για την ανάπτυξη του τόπου μας και την οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος για εμάς και τις επερχόμενες γενιές.

Τον Οκτώβριο του 1940 η Ιταλία επιτέθηκε στην Ελλάδα. Το κύριο μέτωπο σχηματίστηκε στους ορεινούς όγκους της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, όπου οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να αποκρούσουν και ύστερα να απωθήσουν τον υπέρτερο εχθρό, τουλάχιστον μέχρι την επέμβαση των Γερμανών στο πλευρό των συμμάχων τους.
Αυτό που σπάνια συζητούμε, και πάντα σε περιορισμένη έκταση, είναι οι αντικειμενικοί σκοποί της Ιταλίας. Είναι σαφές, βέβαια, ότι οι Ιταλοί δεν μας επιτέθηκαν γιατί ήταν απλώς «κακοί», ούτε γιατί ήθελαν να μας κατακτήσουν. Τέτοιου είδους προσεγγίσεις αποτελούν απλώς αναπαραγωγές της προπαγάνδας του πολέμου, η οποία ήταν βέβαια θεμιτή στο πλαίσιο της εποχής εκείνης, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί βάση για την ουσιαστική προσέγγιση των γεγονότων.

Από τη στιγμή της γένεσής της ως ενιαία χώρα, η Ιταλία έθεσε στον εαυτό της (δόγμα Cavour) το μεγαλεπήβολο στόχο να καταστεί μία Μεγάλη Δύναμη στη Μεσόγειο, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Την παγκόσμια εδραίωσή της επιχείρησε να πετύχει μέσω της οικοδόμησης μίας αποικιακής αυτοκρατορίας με την κατάκτηση της (ιταλικής) Σομαλίας (19ος αι.), της Λιβύης και των Δωδεκανήσων (1911) και της Αιθιοπίας (1935). Στη Μεσόγειο, σύμφωνα με το Δόγμα Cavour, η Ιταλία όφειλε να εξασφαλίσει τον έλεγχο του «ζωτικού της χώρου», δηλαδή της Αδριατικής. Ως εκ τούτου, οι επεκτατική της πολιτική στράφηκε προς τη Δαλματία και την Αλβανία, ενώ, κατά το ίδιο δόγμα, η Κέρκυρα και οι Παξοί λογίζονταν ως ιταλικά εδάφη. Για τη Δαλματία (αρχικά κτήση των Αυστριακών, μετέπειτα υπό τη «σκέπη» της Γιουγκοσλαβίας) δεν θα αναφερθώ εδώ, ενώ θεωρώ πως η ιταλική διείσδυση και η τελική ενσωμάτωση της Αλβανίας στο ιταλικό βασίλειο είναι αρκετά γνωστά.
Σε ό,τι αφορά στην Κέρκυρα (και τους Παξούς), η Ιταλία από την εποχή, ήδη, της Συνθήκης του Λονδίνου το 1864, έθεσε θέμα διεκδικήσεων, θεωρώντας ότι η Ένωση των νησιών με την Ελλάδα ήταν άδικη για αυτήν. Επιθυμώντας, λοιπόν, να ανατρέψει το καθεστώς, επένδυσε χρήματα και δυνάμεις. Ίδρυσε την Ιταλική Σχολή και χρησιμοποίησε την Καθολική Εκκλησία για την επαύξηση της επιρροής της στους Κερκυραίους, ενώ ενθάρρυνε την μετοίκηση Ιταλών υπηκόων στην Κέρκυρα και τη δημιουργία μίας στιβαρής κοινότητας Ιταλοκερκυραίων που θα υποστήριζε την πολιτική της.
Η Ελλάδα τότε βρισκόταν ουσιαστικά ακόμη σε καθεστώς προτεκτοράτου και η εξωτερική πολιτική της υπαγορευόταν σε μεγάλο βαθμό από τη Βρετανία. Η Βρετανία στο μεταξύ, υπολόγιζε την Ιταλία ως μία δύναμη που μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ των συμφερόντων της, μία χώρα ισχυρή, η οποία μπορούσε να ανακόψει τις γερμανικές (Αυστρία – Γερμανία) δυνάμεις και τη Ρωσία στην πορεία τους προς Νότον. Ταυτόχρονα, η Ιταλία αποτελούσε ένα σημαντικό αντίβαρο στην εξάπλωση της Γαλλίας στη Μεσόγειο. Άλλωστε, η υπόθαλψη των ιταλικών βλέψεων στην Κέρκυρα και το σημαντικότατο από στρατηγικής άποψης Στενό της Κέρκυρας, εξασφάλιζε για τους Βρετανούς το ότι καμία χώρα δεν θα αποκτούσε πλήρη και ασφαλή έλεγχο και των δύο πλευρών του Στενού. Η σημασία που απέδιδαν οι Βρετανοί στον θαλάσσιο αυτό δίαυλο φαίνεται και από το λεγόμενο «Επεισόδιο της Κέρκυρας» το 1946, στο οποίο θα αναφερθούμε σε άλλη ευκαιρία.

Κατά τα Εβραϊκά της Κέρκυρας (1891), οι ταραχές και οι επιθέσεις κατά της Εβραϊκής κοινότητας, πολλά μέλη της οποίας προέρχονταν από την Απουλία και μιλούσαν μία ιταλική διάλεκτο, έγιναν αφορμή για να ζητήσει η Ιταλία την κατάληψη του νησιού από τα στρατεύματά της με σκοπό την επιβολή της τάξης, αφού η Ελλάδα ήταν ανίκανη να το πράξει. Οποίο θράσος, ειδικά από τη στιγμή που (σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής) αυτοί που υποκινούσαν τις επιθέσεις κατά των Εβραίων ήταν μέλη της κοινότητας των Ιταλοκερκυραίων!
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1915) ιταλικά στρατεύματα, μαζί με γαλλικά, κατέλαβαν την Κέρκυρα (η Ελλάδα ήταν τότε ουδέτερη), προκειμένου να εξασφαλίσουν την κυριαρχία της Αντάντ στην Αδριατική, να στήσουν μία βάση για τις επιχειρήσεις στη Βόρεια Ήπειρο που αποσκοπούσαν στο άνοιγμα Βαλκανικού Μετώπου, και να περισώσουν τον σερβικό στρατό που είχε διαφύγει από τα Αυστροουγγρικά στρατεύματα μέσω Αλβανίας. Οι Ιταλοί, όμως, δεν αρκέστηκαν να αποστείλουν απλώς όσα στρατεύματα ήταν αρκετά για τη διατήρηση της βάσης της Κέρκυρας. Η Ιταλία έστειλε στην Κέρκυρα ισχυρότατες δυνάμεις, ακόμη και ολόκληρα σώματα πυροβολικού και ιππικού. Ακόμη και όταν οι Γάλλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται, ιταλοί στρατιώτες συνέχισαν να αποβιβάζονται στο νησί, φορώντας πολιτικά! Κατά την παραμονή τους στην Κέρκυρα, οι Ιταλοί ενέτειναν την προπαγάνδα τους, ενώ έφτασαν σε σημείο να τυπώνουν χάρτες της «Μεγάλης Ιταλίας» που θα προέκυπτε μετά τον πόλεμο, στους οποίους περιλαμβανόταν και η Κέρκυρα, ενώ δεν δίστασαν να εκδώσουν και δικό τους γραμματόσημο (δείγμα εθνικής κυριαρχίας).
Αυτό έγινε σαφές το 1923. Το νεοπαγές καθεστώς του Μουσολίνι, ακολουθώντας το πάγιο ιταλικό δόγμα επέκτασης, «έστησε» τη δολοφονία ενός Ιταλού Στρατηγού (του Τελλίνι, ο οποίος ήταν αντιφασίστας) που συμμετείχε στην επιτροπή χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων. Με αφορμή το γεγονός αυτό, ο ιταλικός στόλος βομβάρδισε την Κέρκυρα και στρατιωτικά τμήματα κατέλαβαν το νησί τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Η Ελλάδα, βέβαια, μόλις είχε εξέλθει της Μικρασιατικής Καταστροφής, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να προβάλλει ιδιαίτερη αντίδραση. Παρά ταύτα, είναι περίεργο το γεγονός ότι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις δεν κινήθηκαν προς τα δυτικά, ενώ στις εκκλήσεις των τοπικών αρχόντων προς την κυβέρνηση για αποστολή οδηγιών, δεν δόθηκε καμία απάντηση. Η Κέρκυρα αφέθηκε στο έλεος των Ιταλών! Η αποχώρηση των στρατευμάτων του Μουσολίνι πραγματοποιήθηκε μόνο μετά την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων και την ταπείνωση της Ελλάδας που απεδέχθη όλους του ιταλικούς όρους («αποζημίωση», απόδοση τιμών στη σορό του Τελλίνι και την ιταλική σημαία σε ελληνικό έδαφος). Ουσιαστικά, με την έκβαση αυτού του επεισοδίου, η Ελλάδα αποδεχόταν την ύπαρξη ζητήματος κυριαρχίας επί της Κέρκυρας.
Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, η Κέρκυρα ήταν από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που υπέστησαν τους βομβαρδισμούς της ιταλικής πολεμικής αεροπορίας, ήδη από το πρωί της 1ης Νοεμβρίου. Τα θύματα ήταν πολλά και οι καταστροφές μεγάλες, ιδίως στις γειτονιές του Καμπιέλου, των Αγίων Πατέρων και της Εβραϊκής συνοικίας. Οι Ιταλοί έδειξαν το μεγαλείο τους βομβαρδίζοντας αμάχους σε μία πόλη που είχε κηρυχθεί ανοχύρωτη κατά τους διεθνείς νόμους του πολέμου. Υπάρχουν μερικοί που μιλούν για την «αστοχία» ή την «ανθρωπιά» πολλών ιταλών πιλότων, οι οποίοι, αντί να ρίξουν τις βόμβες τους στην πόλη, τις άδειαζαν στη θάλασσα, στο λιμάνι και αλλού. Είναι, όμως προφανές, ότι αυτό επρόκειτο για σχεδιασμένη ιταλική ενέργεια με δύο στόχους: αφενός, έπρεπε να επιδειχθεί η ισχύς της Ιταλίας στους ντόπιους και, αφετέρου, έπρεπε να αποφευχθούν μεγαλύτερες καταστροφές των υποδομών και του πληθυσμού, αφού η Ιταλία επιθυμούσε να προσαρτήσει το νησί.
Στη συνέχεια, μετά την ελληνική συνθηκολόγηση, οι Ιταλοί, αντίθετα με το ό,τι έπραξαν οι ίδιοι και οι Γερμανοί κατακτητές στην υπόλοιπη Ελλάδα, απέσπασαν τα Ιόνια Νησιά από την (κατεχόμενη) ελληνική επικράτεια και δημιούργησαν ένα κράτος-μαριονέτα υπό τον έλεγχό τους. Έτσι, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα υπήρχε ελληνική κυβέρνηση με δικές τις υπηρεσίες και αστυνομία, στα Επτάνησα είχαν εγκαθιδρυθεί υπηρεσίες στελεχωμένες από Ιταλούς δίνοντας μία επίφαση ανεξάρτητης κρατικής οντότητας. Το παράξενο είναι ότι ενώ στην περίπτωση της απόπειρας των Βουλγάρων να προσαρτήσουν τη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία οι Έλληνες βγήκαν στους δρόμους διαδηλώνοντας με αυτοθυσία την αντίθεσή τους σε μία τέτοια εξέλιξη (την οποία και απέτρεψαν), στην περίπτωση των Ιονίων Νήσων δεν υπήρξε παρόμοια αντίδραση. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι, εκτός των όποιων προκαταλήψεων απέναντι των Επτανησίων, υπήρξε και παρέμβαση από τη βρετανική πλευρά, η οποία, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, ακολούθησε μία παράδοξη φιλοϊταλική στάση, όπου δεν βλάπτονταν άμεσα τα δικά της συμφέροντα. Στο πλαίσιο αυτό, κατά την περίφημη ναυμαχία του Ταινάρου (1941) στην οποία συνέτριψαν τον Ιταλικό Στόλο, δεν επέτρεψαν τη συμμετοχή του Ελληνικού Στόλου, ενώ, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην ιταλική χερσόνησο (1943-44), δεν επέτρεψαν στις ελληνικές δυνάμεις που συμμετείχαν να υψώσουν την ελληνική σημαία σε ιταλικό έδαφος.
Όσον αφορά στη στάση των ιταλικών δυνάμεων κατοχής μετά την ιταλική συνθηκολόγηση το 1943, την οποία πολλοί αποδίδουν στην «αποφασιστοποίηση» των ιταλικών στρατευμάτων, πρέπι να τονιστούν τα εξής: οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής ουσιαστικά δεν εκδήλωσαν ενεργή άμυνα έναντι των Γερμανών, εκτός από την περίπτωση της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς. Η στάση αυτή είναι προφανές ότι δεν οφείλεται απλώς στη θέση της νέας ιταλικής κυβέρνησης του Μπαντόλιο για αλλαγή πλευράς στον πόλεμο, αλλά στην επιδίωξη παγιοποίησης ενός καθεστώτος που ενδεχομένως να επέτρεπε με τη λήξη του πολέμου τη διεκδίκηση των Ιονίων Νήσων από την Ιταλία, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι αυτή θα περιλαμβανόταν τελικά στους Συμμάχους. Ως γνωστόν, αυτή η επιδίωξη δεν ευοδώθηκε, αλλά, αντίθετα, θάφτηκε μαζί με χιλιάδες Ιταλούς και Επτανήσιους νεκρούς που προέκυψαν από τη λυσσαλέα γερμανική αντίδραση. Ο βομβαρδισμός και η πυρπόληση της Κέρκυρας τον Σεπτέμβρη του 1943 οφείλεται απολύτως στον ιταλικό ιμπεριαλισμό και τη «ρωμαϊκή» μεγαλομανία.
Τέλος, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην τελική συνθήκη ειρήνης των Παρισίων του 1947, ενώ υπάρχει ειδική ρήτρα (άρθρο 14) για τους όρους μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η ελληνική κυβέρνηση παρέλειψε να περιλάβει μία αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας από πλευράς Ιταλίας, ή έστω μία δήλωση από την πλευρά των Ιταλών ότι αποκηρύττουν κάθε προηγούμενη διεκδίκηση κατά της Ελλάδας.

Ως συμπέρασμα των παραπάνω θα λέγαμε ότι η συμπεριφορά των εκ δυσμών γειτόνων μας έναντι της Ελλάδας συνολικά και της Κέρκυρας ειδικά, υπήρξε για έναν περίπου αιώνα αρπακτική και ύπουλη. Τα αποτελέσματα αυτής της στάσης ειδικά η Κέρκυρα τα πλήρωσε με τον πιο σκληρό τρόπο. Το κλίμα αστάθειας που καλλιέργησε η Ιταλία στην περιοχή λειτούργησε ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη της νήσου, ενώ οι τεράστιες καταστροφές κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τις οποίες είναι πλήρως υπεύθυνη η Ιταλία, καταδίκασαν την Κέρκυρα στην υποβάθμιση και την αποβιομηχανοποίηση, με παρενέργειες ορατές ακόμη και σήμερα, σε οικονομικό, πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο.
Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι τα αίτια κάποιων φαινομένων πρέπει να προσδιορίζονται και οι ευθύνες πρέπει να αποδίδονται. Η μνήμη πρέπει να τροφοδοτείται από τα διδάγματα της Ιστορίας, όχι προς διαιώνιση της μισαλλοδοξίας, αλλά με σκοπό την αποφυγή περιπετειών που συνήθως έχουν ρίζες στο ιστορικό παρελθόν. Συνεπώς, αφού η Ιστορία μας παρέχει τόσο ηχηρά διδάγματα, είναι τουλάχιστον αφελές να τα αγνοούμε, όπως στην περίπτωση της ανέγερσης του μνημείου της κατοχικής μεραρχίας Acqui. Γιατί στο πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής και των γεωπολιτικών ισορροπιών, η αφέλεια είναι αναπόδραστα επιζήμια, αν όχι καταστροφική.

Ανδρέας Γραμμένος

(Για περισσότερες και εκτενείς λεπτομέρειες σχετικά με τα παραπάνω, βλ.
  • Μπότσης Μιλτιάδης, Γεωπολιτική Αδριατικής-Ιονίου: Η περίπτωση της Κέρκυρας, Παπαζήσης.
  • Κατσαρός Σπύρος, Ιστορία της Κέρκυρας, Mellon.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών.
  • Αθανάσαινας Γεώργιος, Κέρκυρα Σεπτέμβρης 1943, Μακεδονικές Εκδόσεις.

4/10/08

A CORFIOT REBEL AGAINST THE BRITISH

The feelings of the Corfiots for the Biritsh Protection (1815-1864) are rather positive. Most of the people consider Protection as one of the most prosperous periods in local history, as Corfu has inherited a large legacy of infrastructure and cultural elements from the British governors and the local authorities of the time. Even the visitors can’t help but noticing the Palace, Mon Repos etc, even ginger-beer or cricket games. But what were the feelings of Corfiots towards the Protection in those years?
When the Ionian Islands were conquered by the British (1809-14), the locals, except from the Zacynthians, whose interests matched those of Britain, maintained a rather neutral stance. Only in Corfu there was a taste of bitterness, since the French (sovereigns of the Ionian Islands before the British), especially general Donzelot, had favored the island. Nevertheless, the feeling of relief for the end of the war was much stronger.
Soon, though, the Ionians realised that the “Protection” didn’t mean nothing but occupation for the British. The political system imposed by the new sovereign was authoritarian, and the islanders’ dreams for (relative) democracy and national independence since 1800 were buried under the presence of a mighty military force, of which the expenses were paid by themselves!
Such was the despotism of the state on those first years of the Protection, that the Ionian people neglected even the civil works plan or the law for the disarmament of the civilians. After all, most of the civil works were aiming to the convenience of the British and the disarmament was to secure that the Ionians wouldn’t have he means to revolt. The islanders bent their head, but not their soul towards the harshness of their new master.
For the whole duration of the Protection, the Ionians never stopped reacting vigorously to the British arrogance. The riots of 1848 that distressed the British regime are well known. But there were many reactions before that, even if they were sporadic and scimbly.
In an old notebook, right after a copy of an extract from an anthology of Galenus and Hippocrates, Spyridon Koskinas, a priest from the Village of Kouramades, wrote a story of great value. It’s the true story of a man from the village of Castellani, who raised a lonely fight against the British and their collaborators in the occasion of the disarmament of the villagers by the authorities.
In the next paragraphs we cite a few parts of this dramatic story.

A CORFIOT LONELY REBEL

1825, 7th October

...Stamatis A. (potentate, collector and sub-superintendent of the seigneur’s revenues), bad and corrupted,... put many men in prison, he forced us give many tributes to the government, he was ... tyrant over the forced work ... that men were working in the roads, working from 12 to 66 years old...
In 1822, with order by the government, they collected the handguns from all over the island... having also issued a resolution for 10 thalers and 6 months captivity on the island for whom should have a riffle without licence. Ioannes Alefotzios, kept a riffle, not to hurt anyone, but just for fun.
On 1825, on September, Stamatis saw Ioannes with his riffle. Rightaway, he reported him to the police... he put men into his house, paid with 2 silver coins per day ... in order to arrest him. ... Ioannes never stopped begging him to release him from the charge... The tyrant did not mercy him... Having no other option, the good Ioannes... decided to kill him, dooming himself too, but free the island.
Right when he killed him he shouted up loud: “I killed him! See and tell, so no one else is blamed!” After three hours the cavalry came to see the dead body [and they released] order to all the havens that no boat should leave. In the very village of Castellani two hundred English troops came with trumpets, drums, officers and the rest. They gathered more than four hundred locals out of eight hundreds. They left no lamb, ox, poultry, oil, wine, bread, but they devastated the area, having all the people closed up ...in the church of Ypapanti.
For forty days all the authorities of the island were after Ioannes. There was no place unsearched. They even formed a line from Perama to the shore of Pentati, but there was no way they could arrest him. The poor Ioannes never stopped running in the dells through the bushes, thirsty and starving.
One day, starving and exhausted, he found a small cabin at Cochini, and thinking that the people living there are Christians, he walked asking for some bread. These people treat him in a good manner, but they drunk him and took his arms. But when they fell asleep, Ioannes woke up, took back his arms and jumped out the window. Again, an even worst gibbet: they immediately informed the Police at Castellani, and they formed a line from Gouvia to Ermones, but Ioannes flew away to Garitsa, where he spent fifteen days in an old mine.
Three months later, they arrested him after a relative of his betrayed him.
When Ioannes was presented to the Governor, he confessed that he indeed killed Stamatis. But the points he made and his true sayings left all the courts speechless. So, all the people were leaving their businesses and were going to hear Ioannes justifying himdelf, while he criticised the tyranny of Stamatis towards him and the common people.
Anyway, the decision was made, according to the Law to hang Ioannes, six months after he killed Stamatis, bringing great sorrow to all the people, for a great hero was doomed. And when they were going to hang him they all run, young and old, men, women and children, crying, begging mercy for him. But their cries made no good to him. Seeing that it was the end of his life, Ioannes forgave everyone, including Stamatis, and he himself then put the gibbet around his own neck, on Wednesday the 7th of March, 1826, leaving behind him his magnanimity to be fabled by the forthcoming generations.

It is obvious from the story above that the British Protection of the Ionian Islands wasn’t quite a nice time. Of course, the British had in mind building an extensive series of infrastructure, but they also forced the locals to work (unpaid) for a number of palaces, fortifications etc, which were in their sole interest. They even forced the Corfiots to give up their arms – something that was perceived as humiliating in those days and, after all, it was with this arms that the Corfiots defended their homeland against so many intruders in the past – not in order to maintain civil security, but to ensure that the Corfiots would not turn them against them, or use them to assist their revolting brothers in the ottoman empire.
That is the reason why the Corfiots strugled for decades for their right to unify with Greece and celebrated when that happened in 1864, even though at the same time the British were demolishing the Island’s fortifications, i.e. the Corfiot property, history and pride.

written by Andreas Grammenos

2/10/08

ABOUT THE "AUTONOMY" OF CORFU

In the past few days the Corfiots are frustrated by an issue derived from reportages published by The Guardian and BBC, following the allegations of a small group of residents of Corfu, concerning their wish to “split” from Greece.
It is a fact that many Corfiots still carry the memory of the distinct past of the island, when, together with the other Ionian Islands, formed the Septinsular Republic and later the United States of the Ionian Islands, under the British Protection. It appears that in those times the separate Ionian state was far more efficient than Greece, as far as it concerns investments in infrastructure and generally administrative and financial organization. It is also a fact that the Corfiots have many reasons to complaint about the lack of public investments in Corfu along with the negaqtive effect of the endemic Greek corruption, which is blamed for the country’s misfortune.
But, are these the only reasons why a small and yet unidentified group of Corfu’s residents ask for “split” from Greece and “autonomy”?

In the recent few years there we observe a lively activity by some international forces, such as Russia and Italy, who are trying to build up a status of interference in the region, in order to gain a position of control over the petroleum deposits of northern Ionian Sea and the endings of the natural gas pipelines in the area. One could interpret the interest of The Guardian and BBC for the Corfiot “autonomy” issue, as an effort of the British to take part in this game. After all, Corfu used to belong to the British sphere of power once.
In 1864, after many years of the Eptanesians (Corfiots and residents of the other Ionian Islands) struggling for Union with the Greek Kingdom, the British were forced to withdraw from the Islands and sign the Treaty of London, by which the Union was proclaimed. In the last couple of years before the treaty, the British were trying to keep Corfu and Paxos out of the forthcoming Union, and to transform them into a colony. Since they did not achieve that due to the reactions of the Corfiots, they managed to introduce an article in the Treaty of London, by which it was proclaimed that the two islands should remain in an “eternal neutrality” status. Later, they also managed to ensure the same status for the Corfu Straits between the island and the Balkan Peninsula. It seems that some people, one and a half century later, are considering to make use of this facts.

It is so far uncertain what the motives of the “autonomy” group are. The point is that regardless of their own intentions, they may serve foreign interests by setting the status of Corfu under revision. It is certain, though, that the vast majority of the Corfiots are not attracted by their ideas. Corfiots have always been proud of their Greek nationality, and have fought hard, in many occasions, in peace and war, for the national independence and welfare of Greece.
Note that many Corfiots have foreign origins: Italians and Dalmatians settled in Corfu during Venetian rule (1386-1797), Albanian and Arvanite populations came to the island (15th to 18th c.) and Maltese emigrants settled around Corfu Town during the British Protection (1820’s – 1860’s), but they all consider themselves as Greeks, and no other language is spoken by the natives but Greek. So, any thought of separating Corfu from the Greek state is at least mistaken, if not dangerous for the interests of the Corfiots. The populace of Corfu forms a solid Greek population so any separatist movement has nothing to be based on.

What the Corfiots (as most of the Greeks living in the provinces, i.e. not in Athens and a couple more metropolitan cities) could really ask for is the direct transformation of the Greek administrative system and the self-government of the provinces, concerning issues of public investment and aspects of local interest. It is commonly accepted that the Greek administrative and political system has reached to a dead end – the reestablishment of the structures of the state is a “sine qua non” demand for a better future.

Hence, any calls for “autonomy” are either ridiculously away from the will of the Corfiots, or against their interests, serving foreign stakes. Nevertheless, the Corfiots are getting tired by the international games on their island and the inertia of their government.

ΠΕΡΙ "ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ" ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες είναι απογοητευμένοι από το κράτος τους. Είναι επίσης γεγονός ότι οι Κερκυραίοι είναι πιο απογοητευμένοι από κάποιους άλλους. Είναι ακόμη γεγονός ότι οι Κερκυραίοι (και οι υπόλοιποι Επτανήσιοι) έχουν τη μνήμη ενός ξεχωριστού παρελθόντος και μιας ιδιαίτερης πολιτιστικής και πολιτικής παράδοσης.
Πραγματικά, η Ένωση, αλλά κυρίως η Αφομοίωση, με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκαν, είχαν αρνητικές για τον τόπο συνέπειες.
Κι αν οι συνέπειες αυτές αμβλύνθηκαν με την αλματώδη ανάπτυξη της κερκυραϊκής βιομηχανίας και εν γένει οικονομίας από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τον Μεσοπόλεμο και της τουριστικής βιομηχανίας κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες των τελευταίων ετών οδήγησαν αναπόφευκτα στην ανάδειξή τους.
Η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή αντιμέτωπη με ένα φλέγον ζήτημα: το πολιτικό της σύστημα και η κοινωνικοοικονομική της οργάνωση φαίνεται πως έχουν φτάσει στα όριά τους. Αγκυλώσεις ενός παρελθόντος τόσο παλιού όσο τα χρόνια της συγκρότησης του ελληνικού κράτους και τόσο πρόσφατου όσο η Μεταπολίτευση, έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδα που ζητούν άμεση λύση. Ταυτόχρονα, η επικράτηση ενός διεθνοπολιτικού «συστήματος πολλαπλών ανεξαρτησιών»[1], η ενεργειακή κρίση, η οικονομική αστάθεια και η επανεμφάνιση της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης, δημιουργούν ένα περιβάλλον τόσο ρευστό, που προκαλεί τριγμούς και στο εσωτερικό της Ελλάδας.
Απόρροια των παραπάνω είναι το γεγονός ότι το μέλλον (βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα) δεν είναι πλέον προβλέψιμο. Ως εκ τούτου, ο κάθε πολιτικός και γεωπολιτικός δρων προσπαθεί να εξασφαλίσει πλεονεκτήματα και να στήσει τις βάσεις για ένα ευνοϊκό (γι’ αυτόν) μέλλον.
Έχουμε πολλές φορές στο παρελθόν αναφερθεί στις προσπάθειες διείσδυσης και εγκαθίδρυσης επιρροής στην Κέρκυρα από διεθνείς δρώντες. Το ζήτημα που έχει ανακύψει τις τελευταίες ημέρες περί «αυτονόμησης» της Κέρκυρας, θεωρούμε ότι έγκειται στο εάν αυτή η κίνηση αποτελεί αποτέλεσμα εσωτερικών διεργασιών στο νησί ή εάν προέκυψε σε συνδυασμό με τη βούληση ενός ξένου κέντρου.
Προς το παρόν κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί σχετικά με σιγουριά. Σύμφωνα με τα όσα αναφέραμε στις πρώτες παραγράφους και σε συνδυασμό με την υφή του «μοντέρνου» εθνικισμού των δύο τελευταίων δεκαετιών, μία κίνηση «αυτονόμησης» δεν θα ήταν εντελώς απρόσμενο να προκύψει.
Αν όμως συνδυάσουμε τις δραστηριότητες των γεωπολιτικών δρώντων στο νησί με το γεγονός ότι η κίνηση περί «αυτονομίας» προβλήθηκε και, ως εκ τούτου επισημοποιήθηκε, από την Guardian και το BBC[2], καθώς και τις συνεχείς αναφορές και εκκλήσεις του κ. Τσουκαλά προς τη βρετανική πλευρά, δεν μπορούμε παρά να εγείρουμε επιφυλάξεις σχετικά με την αυτοτέλεια της κίνησης αυτής. Άλλωστε, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η κίνηση αυτή επέλεξε να δημοσιοποιήσει την ύπαρξή της μέσω δύο (!) ξένων μέσων ενημέρωσης και όχι μέσω του τοπικού τύπου. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τα κίνητρα και τα εναύσματα των συμμετεχόντων, τα οποία δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να κρίνουμε αυτή τη στιγμή, οι παραπάνω επιλογές τους, τους καθιστούν έκθετους στην τοπική κοινωνία.
Ένα άλλο σημείο που χρήζει προσοχής είναι το γεγονός ότι, τόσο το άρθρο της Guardian, όσο και η ανταπόκριση του BBC, χρησιμοποιούν όρους όπως «αυτονομία» (autonomy), «απόσχιση» (split) και «δημοψήφισμα» (referendum). Απαιτείται άμεση απάντηση σχετικά με το αν αυτοί οι όροι διατυπώθηκαν από την ομάδα του κ. Τσουκαλά ή αν πρόκειται για αυθαίρετη και επιπόλαιη επιλογή και των δύο (!) βρετανών δημοσιογράφων.
Ποιοι, όμως, είναι σε θέση να ζητούν «απόσχιση» ή «αυτονόμηση»; Σύμφωνα με τα έθη του διεθνούς δικαίου, όπως αυτό ορίζεται από τη διεθνή πρακτική και την καθεστηκυία διεθνώς αντίληψη περί κρατών και εθνοτικών ομάδων, οι παραπάνω διεκδικήσεις μπορούν να προβληθούν από μία ξεχωριστή εθνοτική ομάδα (όχι απαραίτητα «έθνος») που διαβιοί σε ένα κράτος που δεν σέβεται (ή θεωρείται ότι δεν σέβεται) την εθνοτική της ιδιαιτερότητα, δηλαδή τη γλώσσα, τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμά της. Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι κάτι τέτοιο ισχύει για τους Κερκυραίους; Μήπως οι Κερκυραίοι δεν είναι και δεν αισθάνονται Έλληνες; Μήπως μιλούν μία διαφορετική γλώσσα (όχι ιδίωμα); Μήπως απαγορεύει το ελληνικό κράτος την τέλεση των κερκυραϊκών εθίμων;
Το γεγονός ότι η ανταποδοτικότητα των συλλεγόμενων στην Κέρκυρα φόρων και δασμών είναι εξαιρετικά μικρή και το ότι το κερκυραϊκό ιδίωμα παραγνωρίζεται από την επίσημη πολιτεία δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετήσουν τέτοιου είδους διεκδικήσεις, καθώς παραβλέπουν το εθνικό αίσθημα του συνόλου του κερκυραϊκού λαού. Άλλωστε, τα παραπάνω δεν ισχύουν μόνο για την Κέρκυρα, αλλά για το σύνολο της ελληνικής επαρχίας και δεν εμπίπτει στο πεδίο του αυτοπροσδιορισμού των πληθυσμών της ελληνικής περιφέρειας, αλλά μάλλον στην επαναδιαπραγμάτευση των διοικητικών δομών της χώρας.
Με άλλα λόγια, αντιμετωπίζοντας την παρούσα κατάσταση που είναι αρνητική για τη χώρα, λόγω της διαφθοράς και της άνισης και άδικης διαχείρισης των εθνικών πόρων, καθώς και της διαχρονικά περιορισμένων αποτελεσμάτων αναπτυξιακής πολιτικής, θεωρούμε ότι δεν μπορεί κανείς να διεκδικήσει κάτι άλλο από την ουσιαστική αποκέντρωση, την ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης και των μηχανισμών εκείνων που θα εξασφαλίζουν τη διαφάνεια και θα υποστηρίζουν την ουσιαστική κοινωνία των πολιτών.
Ίσως οι κουβέντες περί «αυτονομίας» να εντυπωσιάζουν πολλούς, όπως η περίφημη ρήση «Θα διεκδικήσουμε την ανεξαρτησία μας» που διατυπώθηκε από τοπικό πολιτικό παράγοντα πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια στο (τότε) κινηματοθέατρο «Παλλάς», αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν γραφικότητες, οι οποίες στην παρούσα διεθνή κατάσταση μπορούν να αποβούν επικίνδυνες για τον τόπο.
Το ίδιο ισχύει και για τα περί αναθεώρησης των διεθνών συνθηκών που αφορούν στα Επτάνησα, και συγκεκριμένα για τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1864. Έχουμε και στο παρελθόν[3] διατυπώσει ότι η συγκεκριμένη συνθήκη έπρεπε να έχει εξεταστεί με περισσότερη προσοχή από ελληνικής πλευράς, καθώς περιέχει ασάφειες και αφήνει ανοικτά πολλά ζητήματα, όπως τη διηνεκή ουδετερότητα της Κέρκυρας και των Παξών[4], το οποίο, σε συνδυασμό με το καθεστώς ουδετερότητας του Στενού της Κέρκυρας, ανοίγει την όρεξη πολλών.
Συμπερασματικά, θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή στη γενικότερη κατάσταση που τείνει να παγιώσει ένα καθεστώς ρευστότητας σχετικά με τη νήσο της Κέρκυρας. Δεν είναι δυνατόν η ελληνική πολιτεία να επιτρέπει εδώ και τόσο καιρό την ανεξέλεγκτη δραστηριότητα ξένων παραγόντων στην Κέρκυρα, κυρίως εφόσον αυτοί, εποφθαλμιώντας τα πετρέλαια του Β. Ιονίου και τον έλεγχο των απολήξεων των αγωγών στον χώρο Αδριατικής-Ιονίου, δεν διστάζουν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ελληνικότητα της νήσου και της εδαφική ακεραιότητα της χώρας.

___________-

Σημειώσεις

[1] Όρος που εισάγει ο Adam Watson στο «Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας», εκδόσεις Ποιότητα, 2006.
[2] Τα δύο αυτά μέσα χαρακτηρίζονται ως άμεσα εξυπηρετούντα τη βρετανική εξωτερική πολιτική.
[3] Βλ. άρθρο «Παράνομη η κατεδάφιση των οχυρώσεων από τους Βρετανούς» στην εφημερίδα «Η Κέρκυρα Σήμερα», Μάιος 2006, αναρτημένο και στο παρόν ιστολόγιο (Αύγουστος 2008).
[4] Το σημείο αυτό αποτελεί παγκόσμιο παράδοξο άνευ προηγουμένου. Κανένα κυρίαρχο κράτος δεν δέχεται μία περιοχή του να χαρακτηρίζεται ως «ουδέτερη»: μπορούν να υπάρχουν μόνο ουδέτερες χώρες όπως η Ελβετία, ή ουδέτερες περιοχές μεταξύ κυρίαρχων κρατών (no man’s land) όπως μεταξύ του Ιράκ και της Σαουδικής Αραβίας, ή η «πράσινη γραμμή» στην Κύπρο, αλλά όχι ουδέτερη περιοχή εντός της επικράτειας ενός κυρίαρχου κράτους.

29/9/08

Η ΝΕΑ ΜΕΣΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΤΟΥ Β. ΙΟΝΙΟΥ

Η Μέση Ανατολή ταράζεται ξανά από μεγάλες συγκρούσεις με φόντο το παλαιστινιακό πρόβλημα. Η ενημέρωση σχετικά με τα τεκταινόμενα στην περιοχή είναι αρκετά λεπτομερής, όπως και οι σχετικές αναλύσεις στα μέσα ενημέρωσης. Μήπως, όμως, μέσα στον ορυμαγδό του μεσανατολικού δράματος μας διαφεύγουν κάποιες εξαιρετικής σημασίας εξελίξεις που αφορούν τον τόπο μας;
Μία από τις σημαντικότερες παρενέργειες της νέας σύρραξης είναι η αλματώδης άνοδος των τιμών των πετρελαιοειδών. Οι πλέον απαισιόδοξες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για σταθεροποίηση των τιμών στα 100 δολάρια το βαρέλι στους προσεχείς μήνες, ενώ ακόμη και η εγκαινίαση του αγωγού Μπακού-Τσεϋχάν δεν φαίνεται ικανή να αναστρέψει την κατάσταση.
Παρ’ όλα αυτά, ίσως οι εξελίξεις, ακόμη κι αυτή η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, να σταθούν ευεργετικές για την Κέρκυρα στο προσεχές μέλλον.
Είναι γνωστό, πλέον, ότι στη συμβολή του Ιονίου με την Αδριατική, στο τρίγωνο που ορίζεται από το Οτράντο, τα Διαπόντια νησιά και την Αυλώνα, υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου. Μέχρι στιγμής, δραστηριοποιούνται στην περιοχή μεγάλες πολυεθνικές όπως η Agip, η Chevron και η Hamilton, οι οποίες πραγματοποιούν υποθαλάσσιες έρευνες στις ιταλικές και αλβανικές θαλάσσιες ζώνες εκμετάλλευσης.
Τις τελευταίες ημέρες φαίνεται πως επιχειρεί να δραστηριοποιηθεί και ο ρωσικός κολοσσός, η γνωστή από το φυσικό αέριο Gazprom. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η ρωσική εταιρία έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για την αγορά του πρώην Κλαμπ Μεντιτερανέ στη Δασιά. Βέβαια, η θέση της εταιρείας είναι ότι επιθυμεί να οικοδομήσει μια ξενοδοχειακή μονάδα και μία σειρά από βίλες, στις οποίες θα φιλοξενούνται υψηλοί προσκαλεσμένοι από τη Ρωσία, αλλά θα ήταν μάλλον χρήσιμο να κρατήσουμε κάποιες επιφυλάξεις, καθώς η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν έχει αναπτύξει παρόμοιες δραστηριότητες, μέχρι στιγμής, αλλού.
Το ρωσικό ενδιαφέρον για την περιοχή της Κέρκυρας, άλλωστε, είναι δεδομένο και παλαιότατο: αρκεί να θυμίσουμε ότι στα 1799 ο ρώσος ναύαρχος Ουσακώφ εγκαθίδρυσε προτεκτοράτο στα Επτάνησα. Ύστερα από 203 χρόνια (2002), μια από τις σημαντικότερες μονάδες του ρωσικού στόλου έφερε την εικόνα του αγιοποιημένου εν τω μεταξύ ναυάρχου στο νησί μας, εγκαινιάζοντας μια σειρά από τακτικές επισκέψεις των ρωσικών πολεμικών. Εκτός αυτού, κατά τον περασμένο Μάιο, ο ρωσικός και ο ιταλικός στόλος διεξήγαγαν κοινή αεροναυτική άσκηση στο βόρειο Ιόνιο και την Αδριατική.
Τα παραπάνω στοιχεία οδηγούν στην εκτίμηση ότι έπονται σημαντικές εξελίξεις στην περιοχή της Κέρκυρας, όσον αφορά στα πετρελαϊκά κοιτάσματα, αφού η άνοδος της τιμής του πετρελαίου καθιστά την εκμετάλλευσή τους συμφέρουσα και, ως εκ τούτου αναπόφευκτη. Απαραίτητη, βέβαια, προϋπόθεση, αποτελεί η χάραξη των ορίων της ελληνικής και της αλβανικής ζώνης εκμετάλλευσης στα ΒΑ της Κέρκυρας, η οποία εκκρεμεί εδώ και πολλές δεκαετίες.
Κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την προοπτική εξόρυξης πετρελαίου λίγα μίλια βόρεια της Κέρκυρας με επιπολαιότητα. Μία τέτοια εξέλιξη εμπεριέχει τον κίνδυνο περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, η οποία, εκτός από τις επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των κατοίκων του νησιού, μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα στην τουριστική βιομηχανία.
Παρ’ όλα αυτά, οι όποιοι κίνδυνοι μπορεί να αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά, και η Κέρκυρα να απολαύσει τα ωφελήματα του φθηνού καυσίμου στην περιοχή της. Τα ωφελήματα αυτά μπορεί να είναι εισροή χρήματος στον τόπο, ανάπτυξη βιομηχανικών μονάδων μικρής και μεσαίας κλίμακας, ενώ σημαντική, σε κάθε περίπτωση, θα είναι η αύξηση του ειδικού βάρους του νησιού μας τόσο στην εθνική στρατηγική, όσο και στη διεθνή σκηνή.

Το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα σήμερα" τον Ιούλιο του 2006

19/9/08

ΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΟΙ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΚΕΡΚΥΡΑ (1387 - 1797)

___________

Πρόλογος

Αν και η κυρίαρχη κοινωνική ομάδα στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, και κυρίως υπεύθυνη για τη «μεγάλη» Ιστορία, ήταν η τάξη των αριστοκρατών, η ιστορία της εξέλιξης των πόλεων, αλλά και της επαφής τους με τους κατοίκους της υπαίθρου έχει να κάνει κυρίως με τους αστούς. Μπορεί οι αριστοκράτες να κρατούσαν στα χέρια τους εν πολλοίς την επαφή, πολιτική και πολιτιστική, του Λεβάντε με τη βενετική μητρόπολη, όμως η διάχυση των παραπάνω στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα οφειλόταν στους δραστήριους και αεικίνητους αστούς.
Η σύνδεση, άλλωστε, της μεσαίας με την ανώτερη τάξη, κάλυψε το κενό επικοινωνίας μεταξύ κορυφής και βάσης της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της εποχής, η οποία είχε ταξικά εφαλτήρια. Δεν είναι τυχαίο ότι η ουσιαστική και έντονη επαφή των χωρικών της Κέρκυρας (και, κατά πολλούς η αλλοίωση της αρχαίας και βυζαντινής κουλτούρας τους) επήλθε όταν οι αστοί άρχισαν να κυριαρχούν στα πράγματα του νησιού.
Η παρούσα εργασία, βέβαια, δεν έχει ως αντικείμενο τις πολιτιστικές πτυχές της επαφής αστών και χωρικών, ούτε στοχεύει στην πλήρη κάλυψη των επαφών τους. Εστιάζει απλώς στην αντιπαραβολή των δύο τάξεων και την εξέταση των προφανών οικονομικών σχέσεων μεταξύ τους, επιχειρώντας μία πρώτη προσέγγιση μιας σχέσης μίσους και αγάπης, με απαρχές που χάνονται στον ύστερο μεσαίωνα, αν όχι πιο πίσω, και λήγει (;) στο κοινωνικό χωνευτήρι των τελών του 20ου αιώνα, οπότε η αστικοποίηση αφορά πλέον και τους κατοίκους της κερκυραϊκής υπαίθρου.
Πέραν της βιβλιογραφικής έρευνας (και χρησιμοποιώντας την ως συνδετικό υλικό), επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις των «κεφαλαιούχων» αστών με τους καλλιεργητές της γης της κερκυραϊκής υπαίθρου μέσω των τεκμηρίων που ανασύραμε από τα Α. Ν. Κ., αξιοποιώντας νοταριακές πράξεις ενδεικτικές των συναλλαγών τους.


Εισαγωγή

Η ιστορική αναδρομή φαντάζει συχνά ως η εύκολη λύση για την εισαγωγή μιας εργασίας. Όταν όμως η εργασία αφορά σε ιστορικά φαινόμενα, των οποίων η απαρχές είναι απαραίτητο να εντοπιστούν, ή έστω να προσεγγιστούν, η αναδρομή στην ιστορία ενός τόπου γίνεται απαραίτητη.
Προσπαθώντας, λοιπόν, να προσεγγίσουμε τις απαρχές των κοινωνικών δομών της νήσου της Κέρκυρας κατά τους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας, βρισκόμαστε μπροστά στο ζήτημα του γαιοκτητικού καθεστώτος με βάση το οποίο οργανώθηκαν οι κοινωνικές τάξεις. Το ζήτημα που προκύπτει σχετικά είναι αυτό της εκκίνησης της ιστορικής μας αναδρομής: ο Α. Ιδρωμένος[1] (όπως και άλλοι, μεταγενέστεροι ιστορικοί), θεωρεί πως κάποιας μορφής τιμαριωτική οργάνωση προϋπήρχε της Ανδεγαυικής κατάκτησης, αναφερόμενος κυρίως σε επιστολή του Καρόλου του Ανδεγαυού (Charles d’ Anjoux), ο οποίος κατά το 1277 είχε ζητήσει από τον διοικητή της Κέρκυρας να του αποστείλει κατάλογο των τιμαρίων του νησιού και να του γνωστοποιήσει ποια από αυτά ανάγονται «στους αρχαιότατους χρόνους», δηλ. κατά τον συγγραφέα στους βυζαντινούς. Η αναφορά αυτή εντάσσεται στη συζήτηση σχετικά με το αν οι βυζαντινές πρόνοιες[2] συνιστούν τιμάρια ή όχι[3]. Ανεξάρτητα, πάντως από το αν οι πρόνοιες είχαν τιμαριωτικό χαρακτήρα, γεγονός είναι πως ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους ένα από τα συστατικά στοιχεία της οργάνωσης των επαρχιών ήταν ο καταμερισμός μέρους της υπαίθρου σε στρατιωτικού χαρακτήρα γεωγραφικές και πληθυσμιακές ενότητες υπό έναν κύριο – πολεμιστή.
Κρατώντας αυτή τη διαπίστωση ως χαρακτηριστικό της απώτερης ιστορίας της κοινωνικής και διοικητικής οργάνωσης της νήσου, και με γνώμονα την εστίαση της εργασίας στην περίοδο μετά τη μόνιμη εγκατάσταση δυτικών κυριάρχων στην περιοχή, θα χρησιμοποιήσουμε ως ορόσημο το έτος 1204, με τις γνωστές επιπτώσεις που είχαν τα γεγονότα αυτής της χρονιάς στη μετέπειτα πορεία του ελληνισμού εν γένει και της Κέρκυρας συγκεκριμένα[4].
Με την partitio terrarum imperii Romaniae, η νήσος της Κέρκυρας εντάχθηκε στο μερίδιο του ανεπίσημου πρωταγωνιστή της Δ΄ Σταυροφορίας, ο οποίος συνέβαλε τα μάλλα στη διάλυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: τη Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Εξ αιτίας της σθεναρής αντίστασης των Κερκυραίων, οι Βενετοί δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη νήσο παρά το 1206. Αλλά και μετά την κατάκτηση, ως συνέπεια της δημογραφικής και στρατιωτικής ανωριμότητας του ναυτικού κράτους, αλλά και της ανάγκης να καταλάβει ταυτόχρονα άλλες, ευρύτερες περιοχές (π.χ. την Κρήτη), η Βενετική δημοκρατία δεν κατόρθωσε να επιβάλει άμεση κυριαρχία της επί της νήσου, παρά την παραχώρησε σε δέκα τιμαριούχους, κρατώντας την ψιλή κυριότητα. Για τη διοίκηση ή μάλλον το καθεστώς που διήπε την Κέρκυρα, οι Βενετοί χρησιμοποίησαν τις λεγόμενες «Ασσίζες της Ρωμανίας», τον διαμορφωμένο, δηλαδή για τις ελληνικές χώρες φεουδαλικού κώδικα που είχε βασιστεί σε αυτόν της Ιερουσαλήμ μετά την κατάληψη της Παλαιστίνης από τους Σταυροφόρους.
Η πρώτη αυτή βενετοκρατία για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω διήρκεσε μόνο μέχρι το 1214, οπότε την Κέρκυρα κατέλαβε ο Δεσπότης της Ηπείρου, Μιχαήλ Α΄ Άγγελος. Αν και για την περίοδο της κυριαρχίας των Δεσποτών της Ηπείρου τα πράγματα δεν είναι σαφή[5], οι νέοι, βυζαντινής προέλευσης, ηγεμόνες, φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν αρκετές φεουδαλικές πρακτικές για τη διοίκηση της νήσου[6], παραχωρώντας, ταυτόχρονα, σημαντικά προνόμια και ατέλειες στους κατοίκους της. Ούτε, όμως και αυτό το καθεστώς κράτησε για πολύ. Στο πλαίσιο της γενικής πολιτικής ρευστότητας της εποχής και της αγωνιώδους προσπάθειας των βυζαντινών κρατιδίων να επιβιώσουν, στα 1259 ο Μιχαήλ Β΄ παραχώρησε την Κέρκυρα στον Μανφρέδο, βασιλιά της Σικελίας. Έπειτα από συγκρούσεις και αλλαγές στην εξουσία στη Νότιο Ιταλία, κύριος της ευρύτερης περιοχής, και της Κέρκυρας, γίνεται ο Κάρολος του οίκου των Anjoux (1267)[7].
Οι Ανδεγαυοί ηγεμόνες, ως Γάλλοι, επέβαλαν στην Κέρκυρα το αυστηρό φεουδαλικό καθεστώς που ίσχυε στη μητρόπολή τους, με την εξαίρεση κάποιων ειδικών περιπτώσεων που ο Δεσπότης της Ηπείρου είχε ζητήσει να διατηρηθούν ως είχαν. Ως πιστοί Καθολικοί και σύμμαχοι του Πάπα, κατήργησαν την ορθόδοξη Μητρόπολη και εγκαθίδρυσαν Λατινική Αρχιεπισκοπή. Ταυτόχρονα, διαίρεσαν τη νήσο σε τέσσερα βαϊλίκια (επαρχίες): του Γύρου, του Όρους, της Μέσης και της Λευκίμης, ενώ ο ανώτατος διοικητής ήταν ένας Καπιτάνος, ο οποίος αναφερόταν απ’ ευθείας στον βασιλέα. Τα υπάρχοντα τιμάρια αφαιρέθηκαν από τους προηγούμενους κατόχους τους και αποδόθηκαν σε νέους, Ιταλούς και Προβηγκιανούς, ενώ απονεμήθηκαν και πολλά νέα[8].
Η περίοδος της Ανδεγαυικής κυριαρχίας ήταν γεμάτη ταραχές και πόλεμο, αφού η γενικότερη πολιτική κατάσταση στη Ν. Ιταλία και τα Βαλκάνια εξακολουθούσε να είναι ρευστή. Δυναστικές έριδες, πόλεμοι μεταξύ Ανδεγαυών, Σικελών, Ναβαραίων και Δεσποτών της Ηπείρου, καθώς και επιδρομές κουρσάρων και μισθοφορικών στρατών, ταλάνισαν την περιοχή και ταλαιπώρησαν το νησί με προοδευτικά αυξανόμενη ένταση. Η δύσκολη αυτή κατάσταση, πάντως, οδήγησε τους αριστοκράτες και τους κατοίκους εν γένει της Κέρκυρας (του μπόργου[9] και της υπαίθρου) στο να αποκτήσουν μια ιδιαίτερη αίσθηση της πατρίδας και του κοινού συμφέροντος. Ως εκ τούτου, στα 1386, οι Κερκυραίοι (Ιταλοί, Γάλλοι και Έλληνες) αριστοκράτες, Λατίνοι, Εβραίοι και Έλληνες αστοί και οι κάτοικοι της υπαίθρου[10], αποφασίζουν από κοινού να θέσουν τη νήσο υπό την προστασία της Βενετίας.
Το Χρυσόβουλο (Bolla d’ oro) του 1387 που τελικά όρισε το νέο καθεστώς της Κέρκυρας υπό τη Βενετική κυριαρχία, αποτελεί ένα σημαντικότατο ορόσημο, αφού καθιέρωσε τους κανόνες λειτουργίας της κερκυραϊκής πολιτείας, καθώς και της εξέλιξη της τοπικής κοινωνίας από τούδε και μέχρι το 1797, αν όχι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Με το Χρυσόβουλο αυτό, η Βενετική Δημοκρατία κατόρθωσε να ικανοποιήσει τόσο τους ντόπιους αριστοκράτες, των οποίων ο ρόλος στην πράξη υποταγής είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, όσο και τις δικές της επιδιώξεις ως κράτος εμπορικό και συγκεντρωτικό. Βασικά σημεία της συνθήκης ήταν το δικαίωμα των Κερκυραίων να αποστέλλουν πρεσβείες στη Βενετία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων και των προνομίων των Κερκυραίων, η διατήρηση του Συμβουλίου των Πολιτών (Consilium Communitatis Corphiensis)[11], η σύσταση κρατικών δικαστηρίων με συμμετοχή των Κερκυραίων, καθώς και ανάληψη της ευθύνης επιβολής των ποινών από τον Βενετό κυβερνήτη του νησιού, αντί από τους τιμαριούχους, όπως ίσχυε μέχρι τότε.
Με βάση τα παραπάνω, η Κέρκυρα, αν και υπό την άμεση βενετική κυριαρχία, διατήρησε κάποιας μορφής ιδιαίτερης διοίκησης και απέκτησε επικοινωνία με τον πρωτοποριακό για την εποχή χώρο της Β. Ιταλίας, επωφελούμενη από τις εκεί πολιτιστικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις.


Γαιοκτησία και Κοινωνία

Όπως προαναφέραμε στην Εισαγωγή, το γαιοκτητικό σύστημα της Κέρκυρας έχει ποικίλες καταβολές και ιδιαιτερότητες. Αποτελεί στην ουσία ένα κρεολικό καθεστώς που εμπλέκει την αρχαιοελληνική και τη ρωμαιοβυζαντινή παράδοση, παντρεμένη με το φεουδαλικό καθεστώς των Ασσίζων της Ρωμανίας· και όλα αυτά με επιστέγασμα τη βενετική διοικητική πρακτική όπως αυτή συνδυάστηκε με τα παραπάνω με το Χρυσόβουλο του 1387.
Παρά ταύτα, το οργανόγραμμα του γαιοκτητικού συστήματος είχε πυραμιδική δομή, όπως και αυτό της κοινωνικής οργάνωσης που θα εξετάσουμε παρακάτω. Στην κορυφή τοποθετούνται οι δημόσιες γαίες[12], έπειτα τα απ’ ευθείας τιμάρια (ιδιωτικά και εκκλησιαστικά) και οι δημόσιες βαρωνείες[13], και τέλος, οι εκτός τιμαριωτικού συστήματος γαίες των ιδιωτών[14].



Τα τιμάρια διαιρούνταν σε απ' ευθείας φέουδα (Feudi diretti e Legali) και τις δημόσιες βαρωνείες. Το καθεστώς των απ’ ευθείας φέουδων οριζόταν από το θεσμικό πλαίσιο του Ναυπλίου (Statuti di Napoli di Romania), το οποίο καταρτίστηκε από τον ερανισμό των παλαιότερων φεουδαλικών εθίμων που ίσχυαν στις ελληνικές περιοχές και τις Ασσίζες της Ρωμανίας[15].
Δομικό στοιχείο του καθεστώτος των απ’ ευθείας τιμαρίων ήταν η ψιλή κυριότητα του βενετικού Δημοσίου επ’ αυτών, αφού, σύμφωνα με το φεουδαλικό τυπικό, τα φέουδα απορρέουν από την ανώτατη αρχή του κράτους, η οποία τα έχει παραχωρήσει στους δικαιούχους έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας ή και χρηματικής ή υλικής προσόδου. Ως εκ τούτου, οι Κερκυραίοι δικαιούχοι των απ’ ευθείας φέουδων, ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν οι ίδιοι στρατιωτική υπηρεσία προς τη Βενετία, ή και να εξοπλίζουν στρατεύματα και πολεμικά σκάφη με δικά τους έξοδα. Ακόμη, ήταν υπόχρεοι μίας, τυπικής έστω, προσόδου προς τη βενετική Διοίκηση, ανεξάρτητα από την πραγματική αξία και το είδος της.
Ως απόρροια των παραπάνω, τα απ' ευθείας φέουδα ήταν αναπαλλοτρίωτα. Οι κάτοχοί τους δεν είχαν δικαίωμα να εκποιήσουν το σύνολο ή μέρος από αυτά, χωρίς την προηγούμενη και υπό προϋποθέσεις άδεια της βενετικής Διοίκησης της νήσου. Η σημαντικότερη προϋπόθεση ήταν να αναπληρώσουν τις εκποιούμενες εκτάσεις με άλλες, αντίστοιχου εμβαδού και ανάλογης ποιότητας.
Σημαντική για την ιστορία των απ’ ευθείας φέουδων και της πορείας των κατόχων τους στο πέρασμα του χρόνου ήταν η αρχή των πρωτοτοκίων που διήπε την κληρονομική διαδοχή σε αυτά. Πέραν του α΄ βαθμού συγγένειας, δικαιούχος κληρονομίας του φέουδου ήταν ο πρωτότοκος άρρενας της αμέσως επόμενης γενιάς του εκλιπόντος τιμαριούχου, ανεξάρτητα από τον βαθμό της μεταξύ τους συγγένειας. Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε προϋποθέσεις κοινωνικής κινητικότητας για τα υπόλοιπα αρσενικά μέλη της οικογένειας, τα οποία έπρεπε να βρουν άλλους τρόπους προσπορισμού των αναγκαίων για τη διατήρηση των οικείων τους συνθηκών ζωής και την αναβάθμιση του κοινωνικού τους status. Δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε πως το παραπάνω τυπικό ουσιαστικά υποβοήθησε την αύξηση της δύναμης της μεσαίας τάξης, μέχρι την τελική επικράτησή της κατά τον 19ο αιώνα, αφού με τη δημογραφική ανάπτυξη και τη γενεαλογική εξάπλωση των οικογενειών της ανώτερης τάξης, αυξήθηκαν τα άτομα με αριστοκρατικές καταβολές που δεν είχαν πλέον μερίδιο στην εξουσία, και, αποζητώντας το, συντάχθηκαν με τους αστούς, ενισχύοντάς τους.
Ο μη αποκλεισμός, ακόμη, των γυναικών από τα κληρονομικά δικαιώματα επί των απ’ ευθείας φέουδων, συνέβαλλε στην κοινωνική κινητικότητα, αφού, ειδικά στους τελευταίους χρόνους της βενετοκρατίας, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις γάμων γυναικών κληρονόμων φέουδων με οικονομικά ισχυρούς αστούς, οι οποίοι αναβάθμιζαν με τον τρόπο αυτόν το κοινωνικό τους status.
Σε περίπτωση, τέλος, απουσίας απογόνων, η πλήρης κυριότητα του φέουδου επέστρεφε στο Δημόσιο, το οποίο το παραχωρούσε σε νέο ιδιοκτήτη, συνήθως σε μέλος της μεσαίας τάξης που πληρούσε τα κριτήρια ανόδου στην τάξη των αριστοκρατών. Η αρχέγονη, όμως, ανάγκη των τελευταίων δικαιούχων «να μη χαθεί το όνομα», οδηγούσε πολλούς στην υιοθεσία ατόμων που μπορούσαν να εγγραφούν στην ανώτερη τάξη, άρα και να κληρονομήσουν το φέουδο.
Στην κατηγορία των άμεσων φέουδων υπάγονταν και τα λεγόμενα εισηγμένα φέουδα, τα οποία συνίστατο σε μεγάλες ιδιωτικές εκτάσεις, τις οποίες ο ιδιοκτήτης τους επιθυμούσε να εγγράψει ως φέουδα, σε αναζήτηση κάποιου τίτλου. Προϋποθέσεις για την εγγραφή ως φέουδου μιας τέτοιας έκτασης, ήταν αφενός η αξία των γαιών να ανέρχεται σε τουλάχιστον 4000 δουκάτα, και αφετέρου ο υποψήφιος τιμαριούχος να καταβάλει στο Δημόσιο ταμείο εισφορά ύψους 500 δουκάτων, ποσά που διπλασιάζονταν στην περίπτωση που ο τελευταίος δεν ανήκε στην τάξη των αριστοκρατών.


Οι δημόσιες βαρωνείες

Στο πλαίσιο της τιμαριωτικής οργάνωσης της Κέρκυρας εντάσσονται και οι δημόσιες βαρωνείες, δηλαδή εκείνες οι φεουδαλικού χαρακτήρα γαιοπρόσοδοι (ως επί το πλείστον)[16] που παρείχε το δημόσιο σε δικαιούχους, τους βαρώνους, ή εμπαρούνους όπως απαντούν στα έγγραφα της εποχής. Ως προς τα άμεσα φέουδα διέφεραν στα εξής: α) οι δικαιούχοι μπορούσε να μην ανήκουν στην ανώτερη τάξη των αριστοκρατών, β) οι δικαιούχοι έφεραν μεν τίτλο[17], αλλά δεν είχαν πλήρη φεουδαρχικά δικαιώματα επί του φέουδου και των υποτελών του[18].
Ως εκ τούτου, οι δικαιούχοι των δημόσιων βαρωνειών, δεν είχαν τις δικαστικές και τις άλλες εξουσίες των φεουδαρχών της προηγούμενης κατηγορίας. Θα λέγαμε πως οι λειτουργίες της κούρτης[19] τους εξαντλούνταν στην καταμέτρηση των σε είδος αποδόσεων των εξαρτημένων από αυτούς καλλιεργητών.
Αν και η θέση των βαρώνων αυτού του είδους στο κοινωνικό σύστημα της εποχής ήταν προφανώς αναβαθμισμένη, αυτοί δεν έπαυαν να βρίσκονται στο περιθώριο της ανώτερης τάξης. Αυτό συνέβαινε γιατί η κατοχή μίας τέτοιας βαρωνείας δεν έδινε αυτόχρημα στον δικαιούχο της το δικαίωμα συμμετοχής στο Συμβούλιο της πόλης, ούτε της εγγραφής στη Χρυσόβιβλο (Libro d’ oro) της νήσου.


Τα εκκλησιαστικά τιμάρια

Η προσχώρηση της Κέρκυρας στη Βενετική Δημοκρατία δεν επέφερε ιδιαίτερες αλλαγές στα της εκκλησιαστικής περιουσίας ζητήματα. Όσον αφορά στα εκκλησιαστικά πράγματα και τα γαιοκτήματα των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών εκκλησιών και μονών, το καθεστώς είχε κατά βάση διαμορφωθεί επί της ανδεγαυικής κυριαρχίας.
Όπως προαναφέραμε, ο Κάρολος ο Ανδεγαυός, ως πιστός Καθολικός και σύμμαχος του Πάπα, κατέλυσε την Ορθόδοξη Μητρόπολη και εγκαθίδρυσε στη θέση της μία Λατινική Αρχιεπισκοπή, θεσπίζοντας συγχρόνως τη μεταφορά μεγάλου μέρους της περιουσίας της. Ταυτοχρόνως, απέσπασε Ορθόδοξες εκκλησίες από τους προηγούμενους κατόχους τους και τις απέδωσε, συμπεριλαμβανομένης της έγγειας περιουσίας τους, στους Λατίνους.
Η κατάσταση αυτή εισήγαγε στη νήσο, πέρα από το μέχρι τότε γνωστό καθεστώς των εκκλησιαστικών κτημάτων, και αυτό των εκκλησιαστικών (της Καθολικής εκκλησίας) τιμαρίων[20].


Σχέση γαιοκτησίας και κοινωνικής οργάνωσης με την διοικητική οργάνωση της Κέρκυρας

Σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση της λειτουργίας των τάξεων στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, αλλά και των «πολιτικών» εκδηλώσεων των μελών τους, αποτελεί το κατεστημένο διοικητικό σύστημα της νήσου, και πιο συγκεκριμένα, οι κανόνες που διήπαν τη διαμόρφωση και την απάρτιση του Συμβουλίου της Κοινότητας της Κέρκυρας.
Το Συμβούλιο της Κοινότητας (Communitá) της Κέρκυρας[21], ο σημαντικότερος θεσμός της εγχώριας διοίκησης, ο οποίος είχε την αρμοδιότητα του διορισμού ενός αριθμού τοπικών αξιωματούχων, αποτελούταν αρχικά, και κατά το καθεστώς των ρωμαιο-βυζαντινών άστεων, από πενήντα έως εξήντα Κερκυραίοι, ευγενείς (zentilhomeni) και απλοί πολίτες (popolari). Η κατάχρηση, όμως, των όρων περί της συγκρότησης του Συμβουλίου δημιούργησε προβλήματα, καθώς, καθ’ ομολογίαν των Κερκυραίων στην Πρεσβεία του 1440[22], εκλέγονταν σε αυτό άτομα ξένης καταγωγής και αμφιβόλου αξίας. Στην πρεσβεία αυτή, όμως, ίσως με υποκίνηση των cittadini, ζητείται από τους Κερκυραίους, να είναι ο Βάιλος εκείνος που θα αποφασίζει για τη συγκρότηση του Συμβουλίου, του οποίου ο αριθμός των μελών θα οριζόταν σε εξήντα με εβδομήντα «από τους καλύτερους και χρησιμότερους»[23], με τη συμβουλή «παλαιών Κερκυραίων».
Στηριζόμενοι στο αίτημα αυτό, το οποίο είχε γίνει αποδεκτό από τη Βενετική Σύγκλητο, οι cittadini κατάφεραν να πετύχουν πλέον τη συγκρότηση του Συμβουλίου από εκατόν πενήντα άτομα, προερχόμενα από την τάξη τους, μέσω μιας σειράς πρεσβειών του 15ου και 16ου αιώνων. Ταυτόχρονα, πέτυχαν τη θέσπιση πολύ αυστηρότερων όρων για την απόκτηση της cittadinanza (ιδιότητα και προνόμιο του πολίτη), με αποτέλεσμα να αποκλείονται από αυτήν όσοι εξασκούσαν «βάναυση» τέχνη[24], καθώς και άτομα προερχόμενα από τον «άξεστο και φύρδην μίγδην όχλο». Με τους όρους αυτούς, ουσιαστικά, οι μόνοι που μπορούσαν να ενταχθούν στο συμβούλιο και να αποκτήσουν την cittadinanza, ήταν οι εισοδηματίες, στοιχείο σημαντικό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, για την κατανόηση των πρακτικών που ακολούθησαν οι αστοί προσπαθώντας να ανέλθουν κοινωνικά.
Είναι βέβαιο πως οι αποκλειόμενοι από τη cittadinanza αστοί θα είχαν προβεί σε δυναμικές κινητοποιήσεις με σκοπό την ανατροπή της διαμορφούμενης κατάστασης, αν κατά την εποχή εκείνη δεν είχαν πληγεί τόσο βαριά από τις Οθωμανικές επιθέσεις (1537 – 1571), και αν δεν είχαν την ανάγκη των cittadini για την προστασία της ζωής και της περιουσίας τους. Όταν άρχισαν να ανανήπτουν, πάντως, στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα, δεν προχώρησαν σε οργανωμένες κινήσεις, αλλά σε μαζικές αιτήσεις για την ένταξη στο σώμα των cittadini. Οι τελευταίοι, μάλιστα, στην πρεσβεία του 1610, χαρακτήρισαν το φαινόμενο ως «επικίνδυνη συνωμοσία»[25], στοιχείο ενδεικτικό της αντιπαλότητας των δύο τάξεων.


Οι αστοί

Στο πλαίσιο της μεσαιωνικής, φεουδαλικής αντίληψης περί κοινωνίας, ήταν κοινά αναγνωρίσιμες τρεις τάξεις: 1) οι ευγενείς-αριστοκράτες (πολεμιστές – υπερασπιστές της κοινωνίας), 2) οι κληρικοί (πνευματικοί εργάτες – μεσολαβητές της κοινωνίας με τον Θεό) και 3) η Τρίτη τάξη που εργαζόταν για τη συντήρηση των δύο άλλων τάξεων. Το ιδιαίτερο γνώρισμα της Βενετικής Δημοκρατίας σε σχέση με την παραπάνω αντίληψη ήταν πως ο συγκεντρωτισμός τους κράτους και ο εμπορικός του προσανατολισμός δεν άφησε κανένα περιθώριο στην τάξη των κληρικών να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία, κάτι που συνέβη σε όλη την Ρωμαιοκαθολική Ευρώπη.
Ως απόλυτα κυρίαρχη, λοιπόν, τάξη για τους Βενετούς ήταν αυτή των αριστοκρατών, οι οποίοι, όμως, χωρίς ποτέ να απεμπολήσουν το στρατιωτικό περιεχόμενο του ρόλου τους, ενεδύθησαν και άλλων, διοικητικής φύσεως, καθηκόντων, εξισώνοντας λίγο ως πολύ την αξία τους με τις ανδραγαθίες στο πεδίο της μάχης. Η πραγματικότητα αυτή, καθώς και η ενασχόληση πολλών μελών της βενετικής αριστοκρατίας με το εμπόριο, εμπόδισε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη συγκρότηση μιας συμπαγούς αστικής τάξης που θα μπορούσε να αποτελείται από κρατικούς υπαλλήλους (όπως στη Γαλλία) ή εμπόρους και τεχνίτες (όπως στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες).
Ανάλογη πορεία ακολούθησαν τα πράγματα και στην Κέρκυρα, όπου οι αστοί, εκτός του ότι αντιμετώπισαν την ξαφνική υποβάθμιση του ρόλου τους στο πλαίσιο της Κοινότητας (βλ. παραπάνω σχετικά με τη μεταβολή της σύνθεσης του Συμβουλίου), υπέστησαν διαδοχικές οικονομικές και δημογραφικές αφαιμάξεις με τις πολυάριθμες στρατιωτικές επιχειρήσεις και δηώσεις από τους Οθωμανούς και κάθε είδους επιδρομέων κατά τον 15ο, αλλά κυρίως κατά τον 16ο αιώνα. Για όσο καιρό οι αστοί εξαρτούνταν από τους cittadini (κατοίκους της τειχισμένης πόλης – σημ. Παλαιό Φρούριο) αριστοκράτες για την ασφάλειά τους, ήταν ευάλωτοι στις διαθέσεις των τελευταίων. Από τη στιγμή, όμως, που πέτυχαν την αναγνώριση της ανάγκης προστασίας του εμπορείου (μπόργκου) της Κέρκυρας και μετά την τείχισή του (τέλη του 16ου αιώνα), η ανάπτυξη της τάξης τους ήταν προδιαγεγραμμένη και βέβαιη.
Από αυτό το χρονικό σημείο κι έπειτα, και στο πλαίσιο της νέας τροπής του εμπορικού ανταγωνισμού στην Ευρώπη[26], οι αστοί αρχίζουν να διατυπώνουν με έμφαση τα αιτήματά τους με προεξέχον αυτό της αναγνώρισης της τάξης τους και του δικαιώματος απ’ ευθείας αναφοράς τους προς τις Αρχές της Μητρόπολης, ενώ κατά περιόδους ενισχύονται από αστικούς πληθυσμούς προσφύγων από τις πρώην βενετικές κτήσεις στην Ανατολή ή πρόσφυγες που αναπτύσσουν «αστικές» δραστηριότητες μετά την εγκατάστασή τους στην Κέρκυρα. Από τον 17ο, αλλά κυρίως τον 18ο αιώνα φαίνεται να προσεταιρίζονται αρκετά επιτυχημένα τους χωρικούς, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική τους ανεπάρκεια, και, ίσως, χρησιμοποιώντας τους για την αποδυνάμωση της τάξης των αριστοκρατών – αν και κάτι τέτοιο δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί-, κάποια εμπλοκή των αστών στις εξεγέρσεις των χωρικών υποφώσκει[27].
Όπως αναφέραμε παραπάνω, σημαντικό μέρος της προσπάθειας των αστών για την αναβάθμιση της θέσης τους αναλώθηκε στην επιδίωξη πολλών από αυτούς να ενταχθούν στην τάξη των cittadini, κατά τον 17ο αιώνα. Η κατάσταση φαίνεται πως εκτονώθηκε για ένα διάστημα στα μέσα του αιώνα, με την αποδοχή πολλών αστών στο Συμβούλιο με την καταβολή χρηματικών ποσών, λόγω της ανάγκης του Ταμείου εξ αιτίας του Κρητικού πολέμου. Με αφετηρία, όμως, τις αυθαιρεσίες των cittadini και την επιβολή δυσβάσταχτων οικονομικών επιβαρύνσεων από το Βενετικό Δημόσιο έναντι των popolari, η κατάσταση άρχισε να οξύνεται ξανά, με μια μερίδα αστών να συγκροτούν ένα συμπαγές σύνολο, το οποίο διατύπωνε σαφή και ριζοσπαστικά για τα δεδομένα του Βενετικού κράτους αιτήματα.
Η όξυνση εντάθηκε κατά τον 18ο αιώνα, όταν πλέον πολλοί αστοί είχαν αποκτήσει ιδιαίτερα σημαντική οικονομική επιφάνεια (με ταυτόχρονη έκπτωση εκείνης πολλών, αντίστοιχα, cittadini), ή/και μόρφωση έπειτα από σπουδές, κυρίως στην Ιταλία, και είχαν έρθει σε επαφή με τις ιδέες του Διαφωτισμού. Κύρια επιδίωξή τους ήταν τώρα όχι η ένταξή τους στην αριστοκρατία, αλλά η αναγνώριση της τάξης τους και το δικαίωμα της ανεξάρτητης εκπροσώπησής τους.
Τα αιτήματα αυτά υπέβαλαν στον Έκτακτο Προβλεπτή της Ανατολής, Nicolò Erizzo[28], ο οποίος είχε σταλεί από τη Βενετία στα 1786 για την αντιμετώπιση του προβλήματος και κάποιες απαραίτητες αλλαγές στην τοπική διοίκηση των νησιών και των ηπειρωτικών κτήσεων. Ο Erizzo εισήγαγε μία σειρά από μέτρα, με τα οποία μειωνόταν ο αριθμός των μελών του Συμβουλίου από εκατόν πενήντα σε εξήντα, με την ταυτόχρονη είσοδο σε αυτό δώδεκα οικογενειών αστών (civili), απέρριψε, όμως, τα παραπάνω αιτήματα των αστών, κατόπιν υπομνήματος που υπέβαλαν σε αυτόν οι cittadini.
Η εξέλιξη αυτή, δεν ικανοποίησε τους αστούς, οι οποίοι είχαν πλέον πλήρη συνείδηση της κοινωνικής τους υπεροχής έναντι των υπολοίπων popolari και των χωρικών, καθώς και της οικονομικής και, ίσως πνευματικής, έναντι των cittadini. Δεν γνωρίζουμε πως θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, αν δεν καταλυόταν η Βενετική Δημοκρατία στα 1797, θεωρούμε, όμως, βέβαιο, πως η απαραίτητη για την εκτόνωση της κατάστασης σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη.


Οι δραστηριότητες των αστών

Η Ιστορία έχει αποδείξει πως οι λόγοι που οδήγησαν πληθυσμούς της υπαίθρου να μετοικήσουν στις πόλεις και να διαμορφώσουν τον αστικό πληθυσμό στην Ευρώπη του ύστερου μεσαίωνα, σηματοδότησαν και την εξέλιξη των αστικών αυτών οικισμών στη συνέχεια[29]. Τα προνόμια που απολάμβαναν οι πόλεις ήδη από την ύστερη αρχαιότητα στις υπό ρωμαϊκό έλεγχο περιοχές και στη συνέχεια στο Βυζάντιο, προσέλκυσαν μετά τον 7ο – 8ο αιώνα τα πιο ανήσυχα πνεύματα της υπαίθρου, δηλαδή ανθρώπους που αποζητούσαν οικονομική, κοινωνική και πνευματική εξέλιξη που η ύπαιθρος με τις φεουδαλικές, ή τέλος πάντων αγροτικές τις δομές, δεν μπορούσε να καλύψει, ή κάποιους που απλά[30] αισθάνονταν την ανάγκη να αποδεσμευτούν από τους αυστηρούς δεσμούς εξάρτησης που διήπαν την ευρωπαϊκή ύπαιθρο.
Ως εκ τούτου, συνυπολογιζόμενης της απουσίας καλλιεργήσιμων γαιών στο περιβάλλον της πόλης, οι επαγγελματικές δραστηριότητες των αστικών πληθυσμών δεν μπορούσε παρά να είναι ευρηματικές και πρωτότυπες για τα δεδομένα της εποχής, προσανατολισμένες στους τομείς των τεχνών και του εμπορίου. Στις πόλεις υπήρχαν ανέκαθεν, βέβαια, τεχνίτες και έμποροι, όμως οι νέοι κάτοικοι των πόλεων έπρεπε να βρουν νέες τεχνικές και νέα εμπορεύσιμα προϊόντα προκειμένου να εξασφαλίσουν όσα ζητούσαν από την εγκατάστασή τους στον αστικό χώρο. Στην κατεύθυνση αυτή βοήθησε εξ άλλου και η γενικότερη οικονομική ανάπτυξη του ύστερου μεσαίωνα, καθώς και το "άνοιγμα" νέων εμπορικών διαύλων με την Ανατολή.
Η συντεχνιακή, εξάλλου οργάνωση των επαγγελματιών[31], καθώς και (όσον αφορά στην Κέρκυρα) της δραστηριότητας των εκκλησιαστικών αδελφοτήτων[32], βοήθησαν στην ομογενοποίηση των στόχων και των ενεργειών των επαγγελματιών της πόλης, εφοδιάζοντάς τους με εργαλεία για την επίτευξη και ευόδωσή τους.
Η ουσιαστική, πάντως, ανάπτυξη της νέας τάξης ξεκίνησε από τη στιγμή που οι επαγγελματικές ενασχολήσεις των αστών άρχισαν να αποφέρουν πλεόνασμα[33], το οποίο οι αστοί ζητούσαν να επενδύσουν σε πεδία πρόσφορα για τη μεγέθυνσή του, με στόχο τη μετατροπή τους σε εισοδηματίες, στοιχείο που τους έδινε τη δυνατότητα να εισέλθουν στην τάξη των cittadini[34]. Από τη στιγμή που οι εκκλησιαστικοί και κρατικοί νόμοι απαγόρευαν κάθε είδους δανειοδοτικής δραστηριότητας με τόκο στους χριστιανούς[35], οι αστοί προσανατολίστηκαν στη χρηματοδότηση εμπορικών συντροφιών, επιχειρήσεων λαθρεμπορίας, την αγορά γαιών, καθώς και στην ενασχόλησή τους με μια δραστηριότητα που συνδύαζε τις δανειακές συναλλαγές και την εμπορική εκμετάλλευση αγροτικών προϊόντων: το περίφημο στην Κέρκυρα της εποχής προστύχιον[36].
Το προστύχιον ήταν ένας έμμεσος τρόπος δανεισμού με τόκο, καλυπτόμενος, όμως, υπό τον μανδύα της προαγοράς αγροτικών προϊόντων. Η λογική της συναλλαγής αυτής ήταν απλή: ο γεωργός, ο οποίος είχε ανάγκη ρευστού (συνήθως λόγω κακής σοδειάς) για να θρέψει την οικογένειά του ή για άλλους λόγους, εισέπραττε ένα ποσό από τον δανειστή του, δεσμευόμενος να του αποδώσει προϊόντα πολλαπλάσιας αξίας με την επόμενη σοδειά. Ειδικά πριν από την ίδρυση του δημόσιου ενεχυροδανειστηρίου, η μόνη πηγή δανειακού κεφαλαίου, εκτός, φυσικά των Εβραίων, ήταν είτε οι cittadini γαιοκτήμονες, είτε οι αστοί. Καθώς, όπως προαναφέραμε, ο δανεισμός με τόκο απαγορευόταν για τους χριστιανούς, η συναλλαγή είχε τη μορφή της προαγοράς της επόμενης σοδειάς, συνήθως ελαιολάδου ή κρασιού, του γεωργού, σε τιμή πολύ χαμηλότερη αυτής της αγοράς. Με τον τρόπο αυτόν ο γεωργός εξασφάλιζε τα χρήματα που χρειαζόταν, αποδίδοντας, όμως, προϊόντα αξίας πολύ μεγαλύτερης του ποσού που είχε λάβει. Συχνά, πάντως, ο πιστωτής ανέβαλλε την είσπραξη των οφειλομένων για τη στιγμή που η αξία τους ήταν αυξημένη, πολλαπλασιάζοντας τη ζημία του οφειλέτη. Όταν, δε, λόγω ασοδείας, ο γεωργός δεν διέθετε την οφειλόμενη ποσότητα προϊόντος, ήταν αναγκασμένος να την προμηθευτεί από την αγορά σε εξωφρενικές τιμές.
Το πρόβλημα στην περίπτωση του προστυχίου ήταν ότι κατά την εποχή που ο γεωργός έπρεπε να αποδώσει στον δανειστή του τα οφειλόμενα προϊόντα, βρισκόταν πάλι σε δυσχερή οικονομική θέση, αδυνατώντας συχνά να εξασφαλίσει τα αναγκαία για την οικογένειά του, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί εκ νέου να καταφύγει στο προστύχιον. Τελικά, ο οφειλέτης κατέληγε σε πλήρη αδυναμία εξυπηρέτησης του δανείου, με αποτέλεσμα την κατάσχεση περιουσιακών του στοιχείων από τον πιστωτή. Με τον τρόπο αυτόν περιέρχονταν στα χέρια των πιστωτών, πέραν των όποιον κινητών αγαθών, οικήματα και γαίες, τα οποία επινοικίαζαν συχνά στον πρώην οφειλέτη, αυξάνοντας έτσι τα έσοδά τους και ισχυροποιούμενοι ως εισοδηματίες.
Αν και με την ίδρυση του δημόσιου ενεχυροδανειστηρίου τον 17ο αιώνα, η κατάσταση φάνηκε να βελτιώνεται, τα πράγματα άρχισαν να ξαναπαίρνουν την προηγούμενη τροπή, λόγω των άσχημων συγκυριών, αλλά και της αδυναμίας του Ενεχυροδανειστηρίου να καλύψει τις ανάγκες των χωρικών, κυρίως λόγω κακής διαχείρισης και των προβλημάτων που επέφερε ο Κρητικός Πόλεμος[37].




Οι χωρικοί

Αν στην περίπτωση των αστών και των cittadini παρατηρείται, ανεξαρτήτως ρυθμού, κάποια εξέλιξη, τα πράγματα για τους χωρικούς δεν άλλαξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της βενετοκρατίας, ακόμη και ύστερα από αυτήν. Οι κάτοικοι της υπαίθρου, υποτελείς στην πλειοψηφία τους των αριστοκρατών και αστών γαιοκτημόνων, χρεωμένοι μονίμως σε τοκογλύφους υπό την ανοχή του κράτους, χρειάστηκε να περιμένουν έως τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε άρχισαν να δρομολογούνται διαδικασίες για τη βελτίωση της θέσης τους. Όμως, κι αυτές οι διαδικασίες, εκτός του ότι χρειάστηκαν πολλούς αγώνες και χρόνο για να αποφέρουν καρπούς[38], δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ[39].
Η κατάσταση των χωρικών των τιμαρίων (villani) είναι γενικά γνωστή από τη βιβλιογραφία[40]: ήταν πλήρεις υποχρεώσεων έναντι των κυρίων τους και του κράτους, με ελάχιστα δικαιώματα, τα οποία μάλιστα καταστρατηγούνταν συνεχώς[41]. Ανάλογης, αν και όχι ίσης εκμετάλλευσης τύχαιναν και οι εκτός τιμαρίων χωρικοί, στοιχείο που διαγράφεται από την περιορισμένη, σχετικά, συμμετοχή τους στις εξεγέρσεις του 1652 και 1748[42]. Και των δύο, πάντως, κατηγοριών χωρικών βασικό πρόβλημα αποτελούσε το προστύχιον, για τους λόγους που περιγράψαμε παραπάνω. Εκείνο που άλλαζε ήταν η προέλευση των πιστωτών τους: ενώ στις περιοχές του νησιού που ήταν συγκεντρωμένα τα τιμάρια η πλειοψηφία των πιστωτών φαίνεται να προέρχεται από την τάξη των cittadini, στις υπόλοιπες κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους πιστωτές από την τάξη των αστών.
Οι δύο αυτές κατηγορίες πιστωτών δεν διαφέρουν μεταξύ τους, όσον αφορά στην αντιμετώπιση των χρεωστών, ακολουθούν, όμως αποκλίνουσες πρακτικές όσον αφορά στην αξιοποίηση του κέρδους που αποκομίζουν. Ενώ οι cittadini φαίνεται να το καταναλώνουν, οι αστοί το επενδύουν επωφελούμενοι διπλά[43].
Βέβαια, οι χωρικοί δεν δανείζονταν μόνο από cittadini και αστούς, αλλά και από ευκατάστατους χωρικούς. Η διαφορά σε αυτού του είδους τις συναλλαγές έγκειται στο ότι η μορφή των δανείων δεν αφορούσε σε προστύχιον, αλλά σε κανονική προαγορά γεωργικών προϊόντων, ή σε δάνεια με βλησίδι, δηλαδή ενέχυρο. Ο λόγος της απουσίας, γενικά, του προστυχίου στις μεταξύ χωρικών δανειακές συναλλαγές δεν είναι εύκολο να διευκρινιστεί, όμως, φαίνεται πως έπαιζε κάποιον ρόλο η κοινή καταγωγή, καθώς και η αποθάρρυνση τέτοιων συναλλαγών για τους μη έχοντες επιρροή στην τοπική διοίκηση.
Κάποια βελτίωση στην όλη κατάσταση φαίνεται πως επήλθε μετά την εξέγερση του 1748, όταν οι inquisitori [44] με προκήρυξή τους στις 28 Μαρτίου εισήγαγαν εννέα διατάξεις για την κατοχύρωση του χρεώστη σε συναλλαγές προστυχίου, με σημαντικότερη αυτήν της απαγόρευση κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Έπειτα, όμως, από αντιδράσεις των cittadini και των εμπόρων, η εφαρμογή της προκήρυξης ανεβλήθη, και τελικά ακυρώθηκε. Οι Κερκυραίοι χωρικοί αναγκάστηκαν να ζήσουν υπό την εκμετάλλευση των ισχυροτέρων τους μέχρι το τέλος της βενετοκρατίας, ενώ τα πράγματα γι’ αυτούς επιδεινώθηκαν απί Αγγλικής Προστασίας, όταν εισήχθη ο νόμος περί προσωποκράτησης.


Πηγές

αφκδ΄ (1524) ημέρα κβ΄ (22) Φεβρουαρίου μηνός…………………………………
Τῃ αὐτῇ ἠμέρα εἰς το χ(ωρίον) τῶν Καλαφατιώνων, Στέφα(νος) ο Κουρέλης παρόν ὀμολόγησε ότι χρεωστή πρ(ος) τον παρό(ντα) μι(σέρ) Μάρκον τον Ρότζι(κον)/ κρασί κόκ(ινο) με(τρα) πέ(ντε) ὀποίον το επληρώθη εἰς το πα(ρόν) ενώ(πιον) ημῶν πρ(ος) άσπρα δέ(κα)/ το κά(θε) μέ(τρο), ὀποίον λέγει ὅτι τα λαμβάν(ει) διά ὅνομα τοῦ ἀδερφού αὐτ(οῦ) Ἰω(άννη) ὀποίον κρασί/ υπόσχεται ο ρη(θής) Στέφα(νος) να το ἀφέρη και δώ(ση) τοῦ εἰρημένου μι(σέρ) Μάρκου εἰς τῆν οι(κίαν) αὐτοῦ κρασί/ καθαρόν την ἐρχομένην εσω(δείαν) του τρί(γου ἐκ τὰ ἀμπέ(λια)αυτ(οῦ) ὀπ(οία) πληρω(νουν) σολδ(ιάτικο) τοῦ μι(σέρ)/ Ἰακώβου τοῦ Κακούρη. ο δε πα(πα) κ(υρ) Ζαχαρ(ίας) Πηλός συμβαί(νει) ἐγγυη(της) καὶ πληρω(της) διά τὸ ρη(θέν)/ κρα(σί). και ούτως ὀμολόγεισαν. Μάρτυρες Κυρ Φράγγος Αυλωνίτης και Ιωάννης Κάντηλας.
ΓΑΚ-ΑΝΚ, Συμβολαιογραφικά, Τόμος Σ. 147, σελ. 39v

Στην Πράξη αυτή του 1524 συναντάμε ένα κλασικό συμβόλαιο προστυχίου. Ο πιστωτής Μάρκος Ρότζικος, αστός, προαγοράζει πέντε μέτρα κόκκινο κρασί από τον Στέφανο Κουρέλη στην εξαιρετικά χαμηλή τιμή των δέκα άσπρων το κάθε μέτρο (=πενήντα άσπρα). Ο Στέφανος, βέβαια, επωφελείται της ευκαιρίας να δηλώσει πως το δάνειο συνάπτεται «διά ὅνομα τοῦ ἀδερφού αὐτ(οῦ) Ἰω(άννη)», χωρίς να πληρώσει ξεχωριστή πράξη γι’ αυτό. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί, ακόμη η υποχρέωση του χρεώστη να μεταφέρει το οφειλόμενο κρασί στο σπίτι του πιστωτή του όταν έρθει ο καιρός της πληρωμής, καθώς και ότι ο πιστωτής έχει διαλέξει ακόμη και από ποιον αμπελώνα θα προέρχεται το οφειλόμενο προϊόν (ἐκ τὰ ἀμπέ(λια)αυτ(οῦ) ὀπ(οία) πληρω(νουν) σολδ(ιάτικο) τοῦ μι(σέρ) Ἰακώβου τοῦ Κακούρη). Η τελευταία αυτή αναφορά είναι ενδεικτική της δύσκολης θέσης στην οποία θα περιερχόταν ο Στέφανος Κουρέλης όταν κατά την εποχή του τρύγου, εκτός από την πληρωμή του δανείου θα έπρεπε να αποδώσει και το σολδιάτικο στον ιδιοκτήτη του αμπελώνα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι εγγυητής του δανείου, και «πληρωτής» σε περίπτωση αδυναμίας του χρεώστη, εμφανίζεται ο ιερέας Ζαχαρίας Πηλός, ο οποίος μάλιστα, στην επόμενη πράξη του καταστίχου, εμφανίζεται να δανείζεται και αυτός από τον Μάρκο Ρότζικο ίσο ποσό με τους ίδιους όρους. Το τελευταίο αυτό στοιχείο μαρτυρά ότι ο τελευταίος ασχολούταν μάλλον «επαγγελματικά» με τη σύναψη τέτοιων δανείων, και πιθανόν να είχε «συνεργαστεί» και στο παρελθόν με τον συγκεκριμένο ιερέα.

Σε αυτού του είδους τις συναλλαγές δεν επιδίδονταν μόνο άντρες, αλλά και γυναίκες μέλη της τάξης των αστών:

26/2/1559
κυρ Σταμάτης Φαγογένης υιός του Γιανούτζου από χωρίο του Κοθωνικίου κάτοικος εις το υποστατικό του Σουβλάκη παρών σωματικώς ελαβε από την παρούσα κυράτζα Μαρούλα Μαργελένα διά λάδι ξέστες τρεις προς άσπρα 25 την κάθε ξέστα και υπόσχεται να της το δώση την ερχομένην εσοδειάν του ελαίου άνευ τινός εναντιότητος και ενοχλήσεως εις θεσμόν των παντίων αυτής αγαθών. Ομοίως έλαβε και ο παρών Μάνος Πασχάλης του ποτέ Ιωάννου από χωρίο του Κοθωνικίου εξάδελφος αυτού ένα τζεκίνι διά τις τρεις ξέστες από την άνωθεν κυράτζα Μαρούλα και υπόσχεται να το δώσει την ερχομένην εσοδειάν εις το οποίον χρέος να είναι ομού και ινσόλδουμ.
Κατενώπιον κυρ Αντωνίου Κινήγη και κυρ Θεοδώρου Μαρκούλη.
ΓΑΚ-ΑΝΚ, Συμβολαιογραφικά, Τόμος Π. 40, σελ. 56v.

Τα στοιχεία της παραπάνω πράξης που προσελκύουν την προσοχή μας είναι αφενός ότι ο πρώτος από τους χρεώστες είναι υποτελής του γαιοκτήμονα Σουβλάκη, και, αφετέρου ότι αναγνωρίζεται εμμέσως το γεγονός ότι οι όροι του δανείου δεν είναι ακριβώς σύννομοι, αφού υπάρχει η ρήτρα «άνευ τινός εναντιότητος και ενοχλήσεως εις θεσμόν των παντίων αυτής αγαθών». Όσον αφορά στο πρώτο, δεν είναι εύκολο να δώσουμε απαντήσεις σχετικά με το γιατί ο Σταμάτης Φαγογένης δεν δανείστηκε από τον κύριό του, ούτε για την προέλευση του οφειλόμενου προϊόντος. Όσον αφορά στο δεύτερο, γνωρίζουμε πως η βενετική διοίκηση δεν έβλεπε με καλό μάτι τη σύναψη τέτοιων δανείων, αφού δυσχέραιναν την κατάσταση των χωρικών, θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη του νησιού, όπως στις περιπτώσεις των εξεγέρσεων του 1652 και του 1748. Για τον λόγο αυτό προσπαθούσαν να θέσουν κάποιους κανόνες στη σύναψη των δανείων, αντιμετωπίζοντας συχνά τις αντιδράσεις των cittadini και αστών πιστωτών[45].


Συμπεράσματα

Δεν είναι εύκολο μέσα από μια εργασία τόσο μικρού εύρους να ερευνηθούν όλες οι πτυχές της παράλληλης διαδρομής αστών και χωρικών σε όλη την περίοδο της βενετοκρατίας. Κατέστη πάντως δυνατό να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, αν και αυτό έγινε κυρίως από τη σκοπιά των αστών.
Ενώ αρχικά οι αστοί στήριζαν το εισόδημά τους στις αγορές που προέβαιναν κυρίως οι cittadini γαιοκτήμονες, άρχισαν σταδιακά να συναλλάσσονται όλο και περισσότερο με τους κατοίκους της υπαίθρου, είτε λόγω του εκχρηματισμού της κερκυραϊκής οικονομίας, είτε μέσω των δικών τους επενδύσεων εκτός των τειχών.
Η άνοδος του πνευματικού και οικονομικού επιπέδου των αστών, οδήγησε στη όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση κάποιου αριθμού χωρικών από αυτούς. Όπως, έχουμε δείξει σε άλλη εργασία[46], δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που οι χωρικοί, αντιμετωπίζοντας αντιδικίες με cittadini προσέφευγαν σε νομομαθείς αστούς για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Από την άλλη, πολλοί ήταν οι αστοί που επένδυαν τα κέρδη από τις εργασίες τους σε γη στην ύπαιθρο, την οποία επινοικίαζαν σε χωρικούς, ή προέβαιναν σε δανειακές συναλλαγές με τους τελευταίους. Στις περιπτώσεις αυτές οι σχέσεις αστών και χωρικών δεν μπορούσαν παρά να είναι σχέσεις αντιπαλότητας. Παρά ταύτα, η ιστοριογραφία δεν μας έχει παρουσιάσει καμία περίπτωση γενικευμένης σύγκρουσης μεταξύ των δύο αυτών τάξεων.
Σε κάθε περίπτωση, οι σχέσεις με τις οποίες συνδέονταν αστοί και χωρικοί στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, φαίνεται να είναι απόρροια της προσπάθειας των πρώτων για κοινωνική ανέλιξη, είτε ατομική, είτε συλλογική. Για τον λόγο αυτό, και οι πρακτικές που ακολούθησαν είχαν δύο κατευθύνσεις. Ατομικά: πολλοί αστοί προσπαθούσαν να επιτύχουν την εισαγωγή τους στο Συμβούλιο της Κοινότητας της Κέρκυρας, αναβαθμίζοντας το κοινωνικό και οικονομικό τους status και εξελισσόμενοι σε εισοδηματίες. Συλλογικά: σταδιακά οι αστοί άρχισαν να μην ενδιαφέρονται τόσο για την εισαγωγή τους στην τάξη των cittadini, αλλά για την αναγνώριση της τάξης τους και την κατοχύρωση του δικαιώματός τους της εκπροσώπησης.
Οι κοινωνικές ζυμώσεις που περιγράψαμε δεν κατόρθωσαν να εκτονωθούν, λόγω εξωγενών παραγόντων, όπως η πολλαπλή εναλλαγή των κυριάρχων από το τέλος του 18ου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνων, με αποτέλεσμα ο απόηχος των προβλημάτων που αυτές συνεπαγόταν να είναι διακριτός μέχρι σήμερα.


Βιβλιογραφία

Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες της βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος-18οςαι.), Γ.Α.Κ.-Αρχεία Νομού Κερκύρας, Αθήνα, 2002.
Ιδρωμένος Ανδρέας, Συνοπτική ιστορία της Κερκύρας, Τυπογραφείο Α. Λάντζα, Κέρκυρα, 1930.
Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980.
Καρύδης Σπύρος, Ορθόδοξες αδελφότητες και συναδελφικοί ναοί στην Κέρκυρα (15ος-19ος αι.), Σταμούλης, 2004.
Λούντζης Ερμάνος, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, 1969: τίτλος πρωτοτύπου Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήνα, 1856.
Μοσχονάς Ν.Μ., Οργάνωση του πληθυσμού στις Βενετικές κτήσεις της Ανατολής, Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Διεθνές Συμπόσιο, επιμ. Χρύσα Μαλτέζου, Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας (Βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού), αρ. 19, Βενετία 1998.
§ Τσίτσας Αθανάσιος Χ., Λίβελλοι των Κερκυραίων αστών κατά την τελευταία φάση της διαμάχης τους με τους ευγενείς (1786-1792), Δελτίον της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας, αρ.16 (1979), σ. 88-150.
§ Χυτήρης Γεράσιμος, Το Αγροτικό πρόβλημα της Κέρκυρας την επομένη της ενώσεως και οι αναφορές του Άγγλου Προξένου, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα, 1981.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία


C.N Sathas., Documents inédits relatifs à l’histoire de la Grèce au Moyen âge, τ. ΙΙΙ
Carlo Cippola, Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική επανάσταση Κοινωνία και οικονομία 1000-1700 μ.Χ
Henry Pirenne, Οι πόλεις του Μεσαίωνα δοκίµιο οικονοµικής και κοινωνικής ιστορίας, µετάφραση Παντελής Μούτουλας ; εισαγωγή Ν. Ε. Καραπιδάκης. - Αθήνα : Βιβλιόραµα,2003.
Marc Bloch, Η φεουδαλική κοινωνία, εκδόσεις Κάλβος, 1987.
Norwich JJ, A History of Venice, Vintage Books, Νέα Υόρκη, 1989.
o Αλβάνας Φρειδερίκος, Περί των εν Κερκύρα τίτλων ευγενείας και περί των τιμαρίων, Κέρκυρα, 1894.
Ασωνίτης Σπύρος Ν., Ανδηγαυική Κέρκυρα (13ος – 14ος αι.), Εκδόσεις Απόστροφος, Κέρκυρα 1999.
Ηλιοπούλου- Ντούρου Μαρία, Η ανδεγαυική κυριαρχία στη Ρωμανία επί Καρόλου Α΄(1266 – 1285), Αθήνα 1987
Καραπιδάκης Νίκος Ε., Ιστορία της μεσαιωνικής Δύσης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1996
Μάρμορας Ανδρέας, Historia di Corfu


Αρχειακές πηγές

Ø Γ.Α.Κ. – Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, Τόμος Π. 40, σελ. 56v.
Ø Γ.Α.Κ. – Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, Τόμος Σ. 147, σελ. 39v.



Σημειώσεις


[1] Ιδρωμένος Α., Συνοπτική ιστορία της Κερκύρας, Τυπογραφείο Α. Λάντζα, Κέρκυρα, 1930, σ. 55.
[2] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις πρόνοιες και τον θεσμό της παροικίας στο Βυζάντιο βλ. Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980.
[3] Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Ε. Λούντζης (Λούντζης Ε., Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, 1969: τίτλος πρωτοτύπου Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήνα, 1856, σ. 23) θεωρούν τον φεουδαλισμό ως σύστημα εισηγμένο στον ελληνικό χώρο από τους δυτικούς κυρίαρχους μετά το 1204.
[4] Από την ευρύτατη πολιτική ιστοριογραφία της Κέρκυρας κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ξεχωρίζουν τα έργα των Ερ. Λούντζη, Α. Ιδρωμένου και, στα ιταλικά, των Α. Μάρμορα και Α. Μουστοξύδη (βλ. Βιβλιογραφία).
[5] Διασώζονται μόνο λίγα χρυσόβουλα, και μάλιστα μέρος αυτών σε λατινική μετάφραση.
[6] Χαρακτηριστικά είναι τα προνόμια και η σύσταση των «Ιερών ταγμάτων των ελευθεριωτών ιερέων», καθώς και η αναφορά σε χρυσόβουλα (σε μετάφραση από τη λατινική) όρων όπως «αγιόδουλοι» και «εγγεγραμμένοι» πάροικοι.
[7] Σχετικά με την Ανδεγαυική κυριαρχία στην Κέρκυρα βλ. Μαρία Ηλιοπούλου- Ντούρου, Η ανδεγαυική κυριαρχία στη Ρωμανία επί Καρόλου Α΄(1266 – 1285), Αθήνα 1987, καθώς και Σ. Ν. Ασωνίτης, Ανδηγαυική Κέρκυρα (13ος – 14ος αι.), Εκδόσεις Απόστροφος, Κέρκυρα 1999.
[8] Σχετικά με την απόδοση των τιμαρίων βλ. Αλβάνα Φ., Περί των εν Κερκύρα τίτλων ευγενείας και περί των τιμαρίων, Κέρκυρα, 1894.
[9] Το μπόργο ή εμπόρειο ή εξωπόλιον ήταν ο αστικός οικισμός έξω από τα τείχη της τότε πόλης (σημ. Παλαιό Φρούριο). Το μπόργο είχε όλα τα χαρακτηριστικά των urbes mercatorum, των faubourges και των portus που απαντούν κατά την ίδια περίοδο στην Ευρώπη, και κάλυπτε μέρος της σημερινής Σπιανάδας και του Καμπιέλου. Οι κάτοικοί του απολάμβαναν ατελειών και φορολογικών απαλλαγών, ενώ κατά το ρωμαϊκό και βυζαντινό έθος (;) εκπροσωπούνταν στο συμβούλιο της πόλης. Για περισσότερα σχετικά με την ανάπτυξη των μεταμεσαιωνικών πόλεων (urbes mercatorum, faubourges, portus), βλ. Henry Pirenne, Οι πόλεις του Μεσαίωνα,και Carlo Cippola, Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική επανάσταση.
[10] Οι χωρικοί, βέβαια, δεν φαίνονται να συνυπογράφουν με ξεχωριστή αναφορά την πράξη απόδοσης όρκου υποταγής στη Βενετική Δημοκρατία, όμως η απουσία οποιασδήποτε αντιδράσεως εκ μέρους των, όπως και η συμπερίληψη οικισμών της υπαίθρου στο Εξωπόλιον (ο Α. Μουστοξύδης στο Delle Cosse Corcyrensis,σ. 414 αναφέρει πως τουλάχιστον κατά την εποχή της κυριαρχίας των ταραντίνων ηγεμόνων, η περιοχή του εξωπολίου εκτεινόντα μέχρι τα χωριά Καλαφατιώνες και Βαρυπατάδες στην περιοχή της Μέσης), συνηγορούν για την αποδοχή του όρκου υποταγής από μέρους τους. Η αντίσταση που προεβλήθη στο Φρούριο της πόλης και στην Κασσιόπη, έχει να κάνει αποκλειστικά με τακτικά στρατεύματα της φατρίας του Λαδισλάβου, ενός από τους δελφίνους του Νεαπολίτικου θρόνου. Για περισσότερα σχετικά με τα γεγονότα αυτά βλ. Ε. Λούντζη, Η Ενετοκρατία… ό.π.
[11] Σχετικά με την αρχική σύσταση και τις αλλαγές στον τρόπο εκλογής των μελών του Συμβουλίου βλ. παρακάτω στο σχετικό με τη διοίκηση κεφάλαιο.
[12] Στη συνομοταξία αυτή μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τις γαίες των jus publico (δημοσίων) εκκλησιών. Βλ. σχετικά Σπ. Καρύδη, Ορθόδοξες αδελφότητες και συναδελφικοί ναοί στην Κέρκυρα (15ος-19ος αι.), Σταμούλης, 2004.
[13] Χρησιμοποιούμε τον όρο δημόσιες βαρωνείες για να ξεχωρίσουμε τις γαιοπροσόδους αυτές από τα απ’ ευθείας τιμάρια ή φέουδα. Ο Ν.Μ. Μοσχονάς στο Οργάνωση του πληθυσμού στις Βενετικές κτήσεις της Ανατολής, Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Διεθνές Συμπόσιο, επιμ. Χρύσα Μαλτέζου, Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας (Βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού), αρ. 19, Βενετία 1998, σ.489, τα αναφέρει ως «παραφεουδαλική γαιοκτησία». Τους τύπους των τιμαριωτικών υποδιαιρέσεων αναλύουμε στα αμέσως παρακάτω υποκεφάλαια.
[14] Στο περίπλοκο, για τον σύγχρονο άνθρωπο, γαιοκτητικό σύστημα της εποχής υπάρχει ένα επιπλέον σημείο ιδιαιτερότητας. Η επιδοτούμενη από το Βενετικό Δημόσιο και εξαιρετικών διαστάσεων ελαιοκαλλιέργεια, καθώς και οι περί εμφυτεύσεων κανονισμοί, οδήγησαν στο να λογίζονται ως ξεχωριστές αξίες τα ελαιόδεντρα από τη γη στην οποία ήταν φυτεμένα. Έτσι, π.χ. απαντούμε περιπτώσεις όπου το αγροτεμάχιο είναι εξαρτημένο, ενώ το ελαιόδεντρο είναι ελεύθερο, και το αντίστροφο.
[15] Βέβαια, στην περίπτωση της Κέρκυρας, η Bolla d’oro του 1386 υπερίσχυε των Ασσιζών και του πλαισίου του Ναυπλίου, κατά της επιχειρηματολογία, τουλάχιστον των Κερκυραίων. Το παραπάνω φαίνεται από την Πρεσβεία του 1565 (βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες της βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος-18οςαι.), Γ.Α.Κ.-Αρχεία Νομού Κερκύρας, Αθήνα, 2002, σ. 58-9).
[16] Όπως είναι γνωστό, τα φέουδα δεν αφορούσαν μόνο τις γαιοπροσόδους μιας αγροτικής περιφέρειας, αλλά μπορούσε να είναι και δικαιώματα κάρπωσης εισπραττομένων φόρων, εσόδων από αλυκές ή ορυχεία κ.α.
[17] Μπορεί η Βενετική Δημοκρατία να απέχει από το χαρακτηριστεί ως φεουδαλικό κράτος, όμως σε όλη σχεδόν την ιστορική της πορεία, η βενετική ανώτερη τάξη φρόντιζε να διαχωρίζεται από τις υπόλοιπες, θέτοντας σε κάθε πεδίο και ευκαιρία τη διάκριση μεταξύ της «καθαρής» ευγένειας και των αριστοκρατών που ήταν, λόγω πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, υποχρεωμένη να αναγνωρίζει, ιδίως στις κτήσεις της στον Λεβάντε.
[18] Το χαρακτηριστικό αυτό έχει να κάνει κυρίως με τον τρόπο ενσωμάτωσης των νήσων του Ιονίου στο βενετικό κράτος, δηλ. τη λίγο έως πολύ εθελούσια προσχώρηση. Όπως, χαρακτηριστικά, αναφέρει ο Ε. Λούντζης (Η Ενετοκρατία… ό.π., σ. 267), το βενετικό Δημόσιο αναγνώρισε πως δεν μπορούσε να παραχωρήσει ως άμεσα φέουδα εκτάσεις επί των οποίων δεν είχε το ίδιο την κυριότητα, αλλά μόνο «… τα ανήκοντα εις την εξουσίαν αυτής... », δηλ. τους φόρους και τις άλλες προσόδους που δικαιούταν.
[19] Η κούρτη (από το παλαιογαλλικό cort, το οποίο με σειρά του προέρχεται από το λατινικό cohors) των αρχοντικών των τιμαριούχων ήταν η κύρια αυλή του υποστατικού, στην οποία πραγματοποιούνταν οι επίσημες επαφές μεταξύ του άρχοντα του τιμαρίου και των υποτελών του. Στο χώρο αυτό οι άρχοντες δίκαζαν τους υποτελείς, και μετρούσαν ή ζύγιζαν τις αποδόσεις υποτελείας των τελευταίων, σε αντίθεση προς τον φόρο (βυζ. προέλευσης όρος από το λατ. forum) του χωριού, δηλ. την κεντρική πλατεία, όπου πραγματοποιούνταν οι κοινοτικές συνελεύσεις και ίσως η συγκέντρωση των αποδόσεων που κατά περίπτωση όφειλαν οι κάτοικοί του στο Δημόσιο.
[20] Στο σημείο αυτό, βέβαια, τίθεται το ζήτημα των «αγιόδουλων», που, όπως αναφέραμε παραπάνω (υποσημ. 6, σ. 5) απαντά σε χρυσόβουλο του Μιχαήλ Α΄ Αγγέλου (βλ. Ιδρωμένος Α., Συνοπτική ιστορία της Κερκύρας, ό.π., σ 89.
[21] Βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, όπ., σ. 37 κ.ε.
[22] Για την Πρεσβεία του 1440 βλ. C.N. Sathas, Documents inédits relatifs à l’histoire de la Grèce au Moyen âge, τ. ΙΙΙ, σ. 466.
[23] Ή πλουσιότερους: η διατύπωση στο πρωτότυπο είναι “persone de le mior e più utele", με την τελευταία λέξη να σημαίνει ταυτόχρονα «χρησιμότεροι» και «πλουσιότεροι»· βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, ό.π., σ. 38, υποσ. 8.
[24] Εξαίρεσης τύχαιναν οι φαρμακοποιοί.
[25] βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, ό.π., σ. 41.
[26] Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο παρατηρείται μετατόπιση του ευρωπαϊκού οικονομικού κέντρου βάρους από τη Β. Ιταλία προς τις Κάτω Χώρες, με ταυτόχρονη την υπεροχή του βορειοευρωπαϊκού εμπορίου έναντι του βορειοιταλικού - τα φλαμανδικά προϊόντα εκτοπίζουν τα βενετικά ακόμη και από τις αγορές της Ιταλίας. Το ισοζύγιο πληρωμών της Βενετικής Δημοκρατίας πλήττεται και το καθεστώς σταδιακά εξασθενεί, συνυπολογιζομένων και των εδαφικών απωλειών στον Λεβάντε. Για περισσότερα σχετικά με το βενετικό εμπόριο βλ. Norwich JJ, A History of Venice, Vintage Books, Νέα Υόρκη, 1989.
[27] Αυτό αποτελεί δική μας εκτίμηση, αφού στην προκήρυξή τους οι εξεγερθέντες του βαϊλάτου του Γύρου στρέφονται αποκλειστικά κατά των τιμαριούχων. Είναι δύσκολο, πάντως να πιστέψει κανείς πως οι χωρικοί αυτοί δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα και με αστούς πιστωτές, ενώ φαίνεται περίεργη η «σιωπή» των τελευταίων καθ’ όλη τη διάρκεια των προσπαθειών των cittadini να προστατέψουν τα δικαιώματα των πιστωτών στο διάστημα της δραστηριότητας των inquisitori. Βλ. σχετικά Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, σ. 82-8.
[28] βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, ό.π., σ. 47-8, καθώς και Τσίτσας Α. Χ., Λίβελλοι των Κερκυραίων αστών κατά την τελευταία φάση της διαμάχης τους με τους ευγενείς (1786-1792), Δελτίον της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας, αρ.16 (1979), σ. 88-150.
[29] Για περισσότερα σχετικά με το καθεστώς των πόλεων και της υπαίθρου από την ύστερη αρχαιότητα και κατά τον μεσαίωνα βλ. Καραπιδάκης Ν. Ε., Ιστορία της μεσαιωνικής Δύσης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1996, καθώς και Bloch M., Η φεουδαλική κοινωνία, εκδόσεις Κάλβος, 1987.
[30] Αν και η έκφραση «απλά» αποτελεί μάλλον …απλούστευση εδώ, καθώς η αμφισβήτηση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών της υπαίθρου δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση για τον μεσαιωνικό άνθρωπο. Η κουλτούρα της Ευρώπης του Μεσαίωνα, στηριζόταν εν πολλοίς στην «ιερότητα» της δομής της κοινωνίας και του ρόλου των τάξεων. Από τη στιγμή που στο μεσαιωνικό σύστημα αξιών οι κάτοικοι των πόλεων δεν είχαν αναγνωρισμένο ρόλο, το να αποφασίσει κάποιος να εγκατασταθεί σε αυτές αποτελούσε, προφανώς, εξεζητημένη υπέρβαση.
[31] Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να διαχωρίσουμε τους επαγγελματίες και εμπόρους από τους υπολοίπους κατοίκους των πόλεων, καθώς οι πρώτοι είναι βασικά αυτοί που αποτέλεσαν στη συνέχεια την τάξη των αστών, ενώ οι τελευταίοι αποτελούσαν απλώς το popolo, τον «χύδην λαό» κατά τις πηγές της εποχής.
[32] Σχετικά με τις δομές και τη λειτουργία των εκκλησιαστικών αδελφοτήτων, ως φορέων συντεχνιακής οργάνωσης και αντιπροσωπευτικών οργανισμών στην Κέρκυρα, βλ. Καρύδης Σπ., Ορθόδοξες αδελφότητες..., ό.π.
[33] Όσον αφορά στην Κέρκυρα, η ουσιαστική εκκίνηση αυτής της εξέλιξης θα πρέπει μάλλον να τοποθετηθεί στα τέλη του 16ου αιώνα, αφού μόνο τότε οι κάτοικοι της πόλης, έχοντας εξασφαλισμένα τα βασικά αγαθά (κατοικία, επαγγελματικό χώρο) μετά την τείχιση του εξωπολίου, μπορούσαν να αναζητήσουν νέες πηγές πλουτισμού, έξω από τα τείχη. Ακόμη, δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε την πιθανή υποσυνείδητη εξέλιξη της ιδιοσυγκρασίας τους, αφού, μετά την τείχιση του εξωπολίου ήταν τεχνικά και αυτοί cittadini, δηλαδή άτομα κάποιας οικονομικής επιφάνειας, των οποίων η ζωή και η περιουσία ήταν προστατευμένες (άλλωστε οι cittadini κόμπαζαν για τον «αστικό» τρόπο ζωής τους), οπότε ήταν αρκετά λογικό να προσανατολιστούν σε πρακτικές ανάλογες των νομοκατεστημένων cittadini, δηλ. την απόκτηση γαιών στην ύπαιθρο και την εξάρτηση ενός αριθμού χωρικών από αυτούς.
[34] Βλ. παραπάνω σχετικά με τους όρους εισαγωγής στο Συμβούλιο της Κοινότητας της Κέρκυρας.
[35] Οι μόνοι που είχαν, στην Ευρώπη γενικά, το δικαίωμα παροχής δανείων με τόκο ήταν οι Εβραίοι, πράγμα που απετέλεσε και τον κύριο λόγο αντιπάθειας των Ευρωπαίων απέναντί τους.
[36] Στη σύναψη δανειακών συναλλαγών με τη μορφή του προστυχίου επιδίδονταν, βέβαια, και οι cittadini, στην παρούσα εργασία, όμως θα μας απασχολήσει μόνο από την πλευρά των αστών.
[37] Αναφέρεται στην Πρεσβεία του 1680. Βλ. σχετικά Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, σ. 612.
[38] Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, οι μικροκαλλιεργητές πάκτωναν γαίες των πάλαι ποτέ αριστοκρατών με όρους σχεδόν ίδιους με αυτούς που ίσχυαν για τους προγόνους τους πέντε αιώνες πριν.
[39] Στα αιτήματα των Κερκυραίων χωρικών, όπως τουλάχιστον είχαν διατυπωθεί από τον Π. Κωνσταντά και άλλους πολιτικούς τους εκπροσώπους στα τέλη του 19ου αι., περιλαμβανόταν π.χ. ο αναδασμός, ο οποίος εκτός του ότι θα άμβλυνε τις όποιες αδικίες, θα έκανε και τους κλήρους περισσότερο αξιοποιήσιμους. Η υλοποίησή του αναβαλλόταν συνέχεια, ώσπου, με την εμφάνιση του τουρισμού στο νησί, το ενδιαφέρον για την καλλιέργεια της γης μειώθηκε, και το θέμα θάφτηκε οριστικά. Για τις προσπάθειες που έγιναν για την επίλυση του αγροτικού προβλήματος της Κέρκυρας μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, βλ. Χυτήρης Γεράσιμος, Το Αγροτικό πρόβλημα της Κέρκυρας την επομένη της ενώσεως και οι αναφορές του Άγγλου Προξένου, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα, 1981.
[40] Βλ. Λούντζης Ερμάνος, Η βενετοκρατία…, ό.π. και Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…ό.π., σ. 69-71, 75-8.
[41] Βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, σ. 71-5.
[42] Βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, σ. 78-83, 569-594.
[43] Χαρακτηριστική είναι η κλίση των cittadini στα πολυτελή ενδύματα, στην αγορά των οποίων αφιέρωναν τεράστια ποσά. Με τον τρόπο αυτό, τα εισοδήματά τους κατέληγαν τελικά στα χρηματοκιβώτια των Κερκυραίων και Βενετών εμπόρων, όπως και των βιοτεχνών της Βενετίας. Βλ. σχετικά Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, σ. 119-122.
[44] Βλ. υποσημ. 42.
[45] Βλ. παραπάνω στα σχετικά κεφάλαια.
[46] Ανδρέας Γραμμένος, εργασία "Οι θεσμοί της αυτοδιοίκησης της υπαίθρου στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, η περίπτωση της Πρακτωρείας της Μέσης", στο πλαίσο του μαθήματος "Εισαγωγή στην Ιστορία του Λατινοκρατούμενου Ελληνισμού", διδ. Αλέξης Μάλλιαρης, Τμήμα Ιστορίας Ιονίου Πανεπιστημίου, Εαρινό εξάμηνο 2005.

_______________

Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο στο πλαίσιο του μαθήματος "Δυτικές Κυριαρχίες στον Ελλαδικό Χώρο" του Λέκτορα του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, κ. Αλέξη Μάλλιαρη.

ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΑΙ Η ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΑΚΤΗ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟΥ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ.