Κατόπιν της ανταπόκρισης του άρθρου της προηγούμενης εβδομάδας, θεωρήθηκε σωστό να συνεχιστεί το θέμα της περιουσίας των μονών του Αγίου Όρους στην Κέρκυρα κατά τους περασμένους αιώνες. Και αυτό γιατί η Μονή Βατοπεδίου δεν ήταν η μόνη που διέθετε ακίνητα στο νησί μας.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στο γόητρο που απολάμβαναν τα αθωνικά μοναστήρια στην Κέρκυρα, όπως και σε όλες τις ορθόδοξες περιοχές. Από την εποχή του Πέτρου του Αθωνίτη (8ος αι.), ο οποίος κατά την παράδοση ήταν ο πρώτος ασκητής του Αγίου Όρους, η αθωνική πολιτεία αναδείχθηκε σε κέντρο της Ορθοδοξίας, έναν τόπο πνευματικό, ο οποίος προσέλκυε πολλούς πατέρες από ολόκληρη την ανατολική Χριστιανοσύνη. Για τον λόγο αυτό προικίστηκε πλουσιοπάροχα από τους Βυζαντινούς, Σέρβους και Βουλγάρους εστεμμένους, το παράδειγμα των οποίων ακολούθησαν και οι λαοί τους.
Το Άγιο Όρος, απέκτησε μεγάλη φήμη μετά την εγκαθίδρυση των μονών και των σκητών, η στάση των οποίων πολύ εκτιμήθηκε κατά την περίοδο μετά την 4η Σταυροφορία και την ανάδειξη των Καθολικών σε κυρίαρχη δύναμη στην Βαλκανική. Κατά πολλούς η άκαμπτη στάση των μοναχών του Άθωνα ήταν ο βασικός παράγοντας διατήρησης του ορθοδόξου δόγματος από τους Έλληνες, που με βάση την πίστη τους διέσωσαν και την ιδιαίτερη πολιτισμική τους ταυτότητα κατά τα δύσκολα χρόνια της Φραγκοκρατίας.
Τα παραπάνω απετέλεσαν και τους κυριότερους λόγους για τους οποίους οι Κερκυραίοι, ακόμη και μετά την προσχώρησή τους στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, συνέχισαν να εκτιμούν τις Αγιορείτικες μονές και συχνά να αφιερώνουν μέρος τις περιουσίας τους σε αυτές. Ακόμη κι αν την εποχή εκείνη η «εθνική συνείδηση» ήταν πολύ διαφορετική από το πώς την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, ήταν γενικά αντιληπτό ότι η ενίσχυση της δράσης της Ανατολικής Εκκλησίας και των μοναστικών ιδρυμάτων αποτελούσε στην πραγματικότητα πράξη «εθνικού» προσδιορισμού.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο άρθρο της περασμένης εβδομάδας, οι βιοποριστικές και οικονομικές ανάγκες των μονών ήταν αυξημένες, ειδικά για τις περιόδους που ο πληθυσμός του Άθωνα αριθμούσε μερικές χιλιάδες μοναχών[1]. Κι αν συχνά θεωρούμε ότι οι χιλιάδες στρεμμάτων γης και τα άλλα ακίνητα που ανήκαν στα μοναστήρια ήταν ικανά, όχι μόνο να εξασφαλίσουν τα προς το ζην των μοναχών, αλλά να τους παρέχουν και κάποιες πολυτέλειες, πρέπει να αναλογιστούμε ότι στις εποχές εκείνες που ταράζονταν από καταστροφές και πολέμους και που οι αποστάσεις λειτουργούσαν απαγορευτικά για τον έλεγχο της απομακρυσμένης περιουσίας, αυτές οι ιδιοκτησίες λίγα μόνο προσέφεραν στους μοναχούς.
Ως προς το παραπάνω, υπάρχουν αρκετά τεκμήρια, μερικά από τα οποία βρίσκονται και στο Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας. Ένα από αυτά, των μέσων του 16ου αιώνα, είναι αποκαλυπτικό σχετικά με τις αποδόσεις των ακινήτων της Μονής της Μεγίστης Λαύρας στην Κέρκυρα.
Ορισμός επιτρόπου για τη διαχείριση της περιουσίας της Μεγίστης Λαύρας στην Κέρκυρα (16ος αι.)
† αφμζ΄ (1547), ημέρα ι΄ (10η) του Μαΐου μηνός....
Επειδή οι παρόντες Τιμιότατοι Πατέρες κυρ Θεοφάνης Ιερομόναχος και Πνευματικός Πατήρ και Πρωτοσύγγελος εκ της Σεβασμίας και Βασιλικής μονής του Αγίου Αθανασίου εκ της Αγίας Λαύρας[2], μετά και του μοναχού κυρ Διονυσίου, ως απεσταλμένοι παρά του Οσιοτάτου και Τιμίου κυρίου Κυπριανού Ιερομονάχου και Καθηγουμένου της άνωθεν μονής εις το ειδούν διά τα όσα ψυχικά αφιέρωσαν από καιρού εις καιρόν οι Χριστιανοί εις την άνωθεν μονήν. Και ελθόντων αυτών ερεύνησαν, και από όσα διαλαμβάνει το κατάστιχον αυτών εύρον αυτά αναλωμένα από καρόν και μόνον κόπους κενούς και αργείας έχουσι, και τίποτις δεν απολαμβάνουν διά το άνωθεν μοναστήριο, και δεν ημπορούν να σταθούν εις τας έξοδες και θέλουν να αποδημήσουν εκ την παρούσαν πόλιν, να απέλθουν εις την άνωθεν μονήν.
Και επειδή ο παρών Τιμιότατος κυρ Άνθιμος μοναχός ο Μουρέλος ευρίσκεται αδελφός εις την άνωθεν μονήν και επίτροπος του μοναστηρίου του Βατοπαιδίου, διά του παρόντος γράμματος[3] ποιούν κομέσιον[4] και επίτροπον ως το ίδιον σώμα αυτών του άνωθεν κυρ Άνθιμου μοναχού, εις όσα ψυχικά έχει η άνωθεν μονή, τόσο από οσπίτια όσο και παν έτερο πράγμα της αυτής μονής. Να επικρατεί αυτά πάντα εις χείρας αυτού, συνάζει και λαμβάνει αυτά, τόσο από νοίκια, ψυχικά και παν έτερο, ως το ίδιο σώμα του άνωθεν Τιμιοτάτου Καθηγουμένου αυτών, και πάσα δικαιώματα της αυτής μονής από κάθε τρόπου και στράταν, με τοιούτον τρόπον, ότι να οφείλη ο ειρημένος κυρ Άνθιμος να κρατεί εγγράφως από ήτι θέλει σκουδάρει[5] και λάβει. Και εις πάσαν καιρόν όπου ήθελαν έλθουν εκ τους πατέρες της άνωθεν μονής, να τους δείχνει λογαριασμόν των εσόδων και εξόδων εγγράφως. Αμήν και κάμει χρείαν να ημπορεί να παρασταθεί και εν κρίση[6] εις το αναζητή και γυρεύει πάσα δικαιολογήματα της άνωθεν μονής. Διά δε μειζωτέραν πίστωση και ασφάλεια εγεγώνι η παρούσα επιτροπική γραφή του έχει το ισχυρόν και βέβαιο.
Μάρτυρες κυρ Σταμάτιος Κορωναίος και κυρ Νικόλαος Μουζάκης παρακεκλημένοι.
ΑΝΚ, Συμβ., Τόμος Γ 54, σ. 602r
Ο 16ος αιώνας ήταν δύσκολος για τις μεγάλες μονές του Αγίου Όρους. Σύμφωνα με την αρχή του βυζαντινού «αλληλεγγύου» που είχε διατηρηθεί, οι πλουσιότερες μονές έπρεπε να πληρώνουν τους φόρους και των φτωχότερων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι μονές της Μεγίστης Λαύρας, του Βατοπεδίου και των Ιβήρων να επωμιστούν το σύνολο σχεδόν των φόρων που επέβαλλαν οι Οθωμανοί, οι οποίοι μάλιστα αυξάνονταν συνεχώς. Το γεγονός αυτό και η γενικότερη κατάσταση της περιοχής, οδήγησε τη Μεγίστη Λαύρα σε μεγάλη παρακμή. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, το 1583 «ηγουμενεύοντος του οσίου εν ιερομονάχοις κυρ Μητροφάνους, ήλθεν η Λαύρα εις εσχάτην πτωχείαν, ώστε καταπεσείν το πλείστον μέρος των κελλίων και ουδείς εστιν ανοίξαι τους οφθαλμούς αυτού ιδείν την συμφοράν».
Αυτός ήταν και ο λόγος που οι μοναχοί Θεοφάνης και Διονύσιος ήλθαν στην Κέρκυρα για να αναζητήσουν τα περιουσιακά στοιχεία της Μονής. Δεν κατόρθωσαν να συλλέξουν τίποτα όμως, καθώς η περιουσία της Λαύρας είχε από καιρό καταπατηθεί. Έτσι, εξέδωσαν πληρεξούσιο στον π. Άνθιμο Μουρέλο, στον οποίο αναφερθήκαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Οπωσδήποτε, ο π. Άθνιμος, ως ντόπιος και γόνος σημαντικής οικογένειας, είχε περισσότερες πιθανότητες να εξασφαλίσει όσα ανήκαν στο μοναστήρι. Παραμένει, ωστόσο, άγνωστο αν τα κατάφερε στην αποστολή που του ανέθεσαν οι Αγιορείτες αδελφοί του.
__________________
Σημειώσεις
[1] Στα τέλη του 16ου αιώνα αναφέρονται περίπου 6.000 μοναχοί (βλ. ∆ωροθέου μοναχού, Το Αγιο Όρος : Μύηση στην ιστορία του και τη ζωή του, τόµ. Β΄, Τέρτιος, σ. 117, σηµ. 6).
[2] Η Μονή της Μεγίστης Λαύρας ιδρύθηκε το 963 από τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, κατόπιν αποφάσεως του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος προικοδότησε το μοναστήρι με μέρος των λαφύρων που απέσπασε κατά την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες.
[3] Γράμμα: πράξη.
[4] Κο(υ)μέσιος: αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος.
[5] Σκουδάρω: υπερασπίζομαι, διαφεντεύω.
[6] Κρίση: δίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου