29/9/08

Η ΝΕΑ ΜΕΣΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΤΟΥ Β. ΙΟΝΙΟΥ

Η Μέση Ανατολή ταράζεται ξανά από μεγάλες συγκρούσεις με φόντο το παλαιστινιακό πρόβλημα. Η ενημέρωση σχετικά με τα τεκταινόμενα στην περιοχή είναι αρκετά λεπτομερής, όπως και οι σχετικές αναλύσεις στα μέσα ενημέρωσης. Μήπως, όμως, μέσα στον ορυμαγδό του μεσανατολικού δράματος μας διαφεύγουν κάποιες εξαιρετικής σημασίας εξελίξεις που αφορούν τον τόπο μας;
Μία από τις σημαντικότερες παρενέργειες της νέας σύρραξης είναι η αλματώδης άνοδος των τιμών των πετρελαιοειδών. Οι πλέον απαισιόδοξες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για σταθεροποίηση των τιμών στα 100 δολάρια το βαρέλι στους προσεχείς μήνες, ενώ ακόμη και η εγκαινίαση του αγωγού Μπακού-Τσεϋχάν δεν φαίνεται ικανή να αναστρέψει την κατάσταση.
Παρ’ όλα αυτά, ίσως οι εξελίξεις, ακόμη κι αυτή η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, να σταθούν ευεργετικές για την Κέρκυρα στο προσεχές μέλλον.
Είναι γνωστό, πλέον, ότι στη συμβολή του Ιονίου με την Αδριατική, στο τρίγωνο που ορίζεται από το Οτράντο, τα Διαπόντια νησιά και την Αυλώνα, υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου. Μέχρι στιγμής, δραστηριοποιούνται στην περιοχή μεγάλες πολυεθνικές όπως η Agip, η Chevron και η Hamilton, οι οποίες πραγματοποιούν υποθαλάσσιες έρευνες στις ιταλικές και αλβανικές θαλάσσιες ζώνες εκμετάλλευσης.
Τις τελευταίες ημέρες φαίνεται πως επιχειρεί να δραστηριοποιηθεί και ο ρωσικός κολοσσός, η γνωστή από το φυσικό αέριο Gazprom. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η ρωσική εταιρία έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για την αγορά του πρώην Κλαμπ Μεντιτερανέ στη Δασιά. Βέβαια, η θέση της εταιρείας είναι ότι επιθυμεί να οικοδομήσει μια ξενοδοχειακή μονάδα και μία σειρά από βίλες, στις οποίες θα φιλοξενούνται υψηλοί προσκαλεσμένοι από τη Ρωσία, αλλά θα ήταν μάλλον χρήσιμο να κρατήσουμε κάποιες επιφυλάξεις, καθώς η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν έχει αναπτύξει παρόμοιες δραστηριότητες, μέχρι στιγμής, αλλού.
Το ρωσικό ενδιαφέρον για την περιοχή της Κέρκυρας, άλλωστε, είναι δεδομένο και παλαιότατο: αρκεί να θυμίσουμε ότι στα 1799 ο ρώσος ναύαρχος Ουσακώφ εγκαθίδρυσε προτεκτοράτο στα Επτάνησα. Ύστερα από 203 χρόνια (2002), μια από τις σημαντικότερες μονάδες του ρωσικού στόλου έφερε την εικόνα του αγιοποιημένου εν τω μεταξύ ναυάρχου στο νησί μας, εγκαινιάζοντας μια σειρά από τακτικές επισκέψεις των ρωσικών πολεμικών. Εκτός αυτού, κατά τον περασμένο Μάιο, ο ρωσικός και ο ιταλικός στόλος διεξήγαγαν κοινή αεροναυτική άσκηση στο βόρειο Ιόνιο και την Αδριατική.
Τα παραπάνω στοιχεία οδηγούν στην εκτίμηση ότι έπονται σημαντικές εξελίξεις στην περιοχή της Κέρκυρας, όσον αφορά στα πετρελαϊκά κοιτάσματα, αφού η άνοδος της τιμής του πετρελαίου καθιστά την εκμετάλλευσή τους συμφέρουσα και, ως εκ τούτου αναπόφευκτη. Απαραίτητη, βέβαια, προϋπόθεση, αποτελεί η χάραξη των ορίων της ελληνικής και της αλβανικής ζώνης εκμετάλλευσης στα ΒΑ της Κέρκυρας, η οποία εκκρεμεί εδώ και πολλές δεκαετίες.
Κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την προοπτική εξόρυξης πετρελαίου λίγα μίλια βόρεια της Κέρκυρας με επιπολαιότητα. Μία τέτοια εξέλιξη εμπεριέχει τον κίνδυνο περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, η οποία, εκτός από τις επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των κατοίκων του νησιού, μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα στην τουριστική βιομηχανία.
Παρ’ όλα αυτά, οι όποιοι κίνδυνοι μπορεί να αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά, και η Κέρκυρα να απολαύσει τα ωφελήματα του φθηνού καυσίμου στην περιοχή της. Τα ωφελήματα αυτά μπορεί να είναι εισροή χρήματος στον τόπο, ανάπτυξη βιομηχανικών μονάδων μικρής και μεσαίας κλίμακας, ενώ σημαντική, σε κάθε περίπτωση, θα είναι η αύξηση του ειδικού βάρους του νησιού μας τόσο στην εθνική στρατηγική, όσο και στη διεθνή σκηνή.

Το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα σήμερα" τον Ιούλιο του 2006

19/9/08

ΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΟΙ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΚΕΡΚΥΡΑ (1387 - 1797)

___________

Πρόλογος

Αν και η κυρίαρχη κοινωνική ομάδα στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, και κυρίως υπεύθυνη για τη «μεγάλη» Ιστορία, ήταν η τάξη των αριστοκρατών, η ιστορία της εξέλιξης των πόλεων, αλλά και της επαφής τους με τους κατοίκους της υπαίθρου έχει να κάνει κυρίως με τους αστούς. Μπορεί οι αριστοκράτες να κρατούσαν στα χέρια τους εν πολλοίς την επαφή, πολιτική και πολιτιστική, του Λεβάντε με τη βενετική μητρόπολη, όμως η διάχυση των παραπάνω στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα οφειλόταν στους δραστήριους και αεικίνητους αστούς.
Η σύνδεση, άλλωστε, της μεσαίας με την ανώτερη τάξη, κάλυψε το κενό επικοινωνίας μεταξύ κορυφής και βάσης της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της εποχής, η οποία είχε ταξικά εφαλτήρια. Δεν είναι τυχαίο ότι η ουσιαστική και έντονη επαφή των χωρικών της Κέρκυρας (και, κατά πολλούς η αλλοίωση της αρχαίας και βυζαντινής κουλτούρας τους) επήλθε όταν οι αστοί άρχισαν να κυριαρχούν στα πράγματα του νησιού.
Η παρούσα εργασία, βέβαια, δεν έχει ως αντικείμενο τις πολιτιστικές πτυχές της επαφής αστών και χωρικών, ούτε στοχεύει στην πλήρη κάλυψη των επαφών τους. Εστιάζει απλώς στην αντιπαραβολή των δύο τάξεων και την εξέταση των προφανών οικονομικών σχέσεων μεταξύ τους, επιχειρώντας μία πρώτη προσέγγιση μιας σχέσης μίσους και αγάπης, με απαρχές που χάνονται στον ύστερο μεσαίωνα, αν όχι πιο πίσω, και λήγει (;) στο κοινωνικό χωνευτήρι των τελών του 20ου αιώνα, οπότε η αστικοποίηση αφορά πλέον και τους κατοίκους της κερκυραϊκής υπαίθρου.
Πέραν της βιβλιογραφικής έρευνας (και χρησιμοποιώντας την ως συνδετικό υλικό), επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις των «κεφαλαιούχων» αστών με τους καλλιεργητές της γης της κερκυραϊκής υπαίθρου μέσω των τεκμηρίων που ανασύραμε από τα Α. Ν. Κ., αξιοποιώντας νοταριακές πράξεις ενδεικτικές των συναλλαγών τους.


Εισαγωγή

Η ιστορική αναδρομή φαντάζει συχνά ως η εύκολη λύση για την εισαγωγή μιας εργασίας. Όταν όμως η εργασία αφορά σε ιστορικά φαινόμενα, των οποίων η απαρχές είναι απαραίτητο να εντοπιστούν, ή έστω να προσεγγιστούν, η αναδρομή στην ιστορία ενός τόπου γίνεται απαραίτητη.
Προσπαθώντας, λοιπόν, να προσεγγίσουμε τις απαρχές των κοινωνικών δομών της νήσου της Κέρκυρας κατά τους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας, βρισκόμαστε μπροστά στο ζήτημα του γαιοκτητικού καθεστώτος με βάση το οποίο οργανώθηκαν οι κοινωνικές τάξεις. Το ζήτημα που προκύπτει σχετικά είναι αυτό της εκκίνησης της ιστορικής μας αναδρομής: ο Α. Ιδρωμένος[1] (όπως και άλλοι, μεταγενέστεροι ιστορικοί), θεωρεί πως κάποιας μορφής τιμαριωτική οργάνωση προϋπήρχε της Ανδεγαυικής κατάκτησης, αναφερόμενος κυρίως σε επιστολή του Καρόλου του Ανδεγαυού (Charles d’ Anjoux), ο οποίος κατά το 1277 είχε ζητήσει από τον διοικητή της Κέρκυρας να του αποστείλει κατάλογο των τιμαρίων του νησιού και να του γνωστοποιήσει ποια από αυτά ανάγονται «στους αρχαιότατους χρόνους», δηλ. κατά τον συγγραφέα στους βυζαντινούς. Η αναφορά αυτή εντάσσεται στη συζήτηση σχετικά με το αν οι βυζαντινές πρόνοιες[2] συνιστούν τιμάρια ή όχι[3]. Ανεξάρτητα, πάντως από το αν οι πρόνοιες είχαν τιμαριωτικό χαρακτήρα, γεγονός είναι πως ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους ένα από τα συστατικά στοιχεία της οργάνωσης των επαρχιών ήταν ο καταμερισμός μέρους της υπαίθρου σε στρατιωτικού χαρακτήρα γεωγραφικές και πληθυσμιακές ενότητες υπό έναν κύριο – πολεμιστή.
Κρατώντας αυτή τη διαπίστωση ως χαρακτηριστικό της απώτερης ιστορίας της κοινωνικής και διοικητικής οργάνωσης της νήσου, και με γνώμονα την εστίαση της εργασίας στην περίοδο μετά τη μόνιμη εγκατάσταση δυτικών κυριάρχων στην περιοχή, θα χρησιμοποιήσουμε ως ορόσημο το έτος 1204, με τις γνωστές επιπτώσεις που είχαν τα γεγονότα αυτής της χρονιάς στη μετέπειτα πορεία του ελληνισμού εν γένει και της Κέρκυρας συγκεκριμένα[4].
Με την partitio terrarum imperii Romaniae, η νήσος της Κέρκυρας εντάχθηκε στο μερίδιο του ανεπίσημου πρωταγωνιστή της Δ΄ Σταυροφορίας, ο οποίος συνέβαλε τα μάλλα στη διάλυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: τη Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Εξ αιτίας της σθεναρής αντίστασης των Κερκυραίων, οι Βενετοί δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη νήσο παρά το 1206. Αλλά και μετά την κατάκτηση, ως συνέπεια της δημογραφικής και στρατιωτικής ανωριμότητας του ναυτικού κράτους, αλλά και της ανάγκης να καταλάβει ταυτόχρονα άλλες, ευρύτερες περιοχές (π.χ. την Κρήτη), η Βενετική δημοκρατία δεν κατόρθωσε να επιβάλει άμεση κυριαρχία της επί της νήσου, παρά την παραχώρησε σε δέκα τιμαριούχους, κρατώντας την ψιλή κυριότητα. Για τη διοίκηση ή μάλλον το καθεστώς που διήπε την Κέρκυρα, οι Βενετοί χρησιμοποίησαν τις λεγόμενες «Ασσίζες της Ρωμανίας», τον διαμορφωμένο, δηλαδή για τις ελληνικές χώρες φεουδαλικού κώδικα που είχε βασιστεί σε αυτόν της Ιερουσαλήμ μετά την κατάληψη της Παλαιστίνης από τους Σταυροφόρους.
Η πρώτη αυτή βενετοκρατία για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω διήρκεσε μόνο μέχρι το 1214, οπότε την Κέρκυρα κατέλαβε ο Δεσπότης της Ηπείρου, Μιχαήλ Α΄ Άγγελος. Αν και για την περίοδο της κυριαρχίας των Δεσποτών της Ηπείρου τα πράγματα δεν είναι σαφή[5], οι νέοι, βυζαντινής προέλευσης, ηγεμόνες, φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν αρκετές φεουδαλικές πρακτικές για τη διοίκηση της νήσου[6], παραχωρώντας, ταυτόχρονα, σημαντικά προνόμια και ατέλειες στους κατοίκους της. Ούτε, όμως και αυτό το καθεστώς κράτησε για πολύ. Στο πλαίσιο της γενικής πολιτικής ρευστότητας της εποχής και της αγωνιώδους προσπάθειας των βυζαντινών κρατιδίων να επιβιώσουν, στα 1259 ο Μιχαήλ Β΄ παραχώρησε την Κέρκυρα στον Μανφρέδο, βασιλιά της Σικελίας. Έπειτα από συγκρούσεις και αλλαγές στην εξουσία στη Νότιο Ιταλία, κύριος της ευρύτερης περιοχής, και της Κέρκυρας, γίνεται ο Κάρολος του οίκου των Anjoux (1267)[7].
Οι Ανδεγαυοί ηγεμόνες, ως Γάλλοι, επέβαλαν στην Κέρκυρα το αυστηρό φεουδαλικό καθεστώς που ίσχυε στη μητρόπολή τους, με την εξαίρεση κάποιων ειδικών περιπτώσεων που ο Δεσπότης της Ηπείρου είχε ζητήσει να διατηρηθούν ως είχαν. Ως πιστοί Καθολικοί και σύμμαχοι του Πάπα, κατήργησαν την ορθόδοξη Μητρόπολη και εγκαθίδρυσαν Λατινική Αρχιεπισκοπή. Ταυτόχρονα, διαίρεσαν τη νήσο σε τέσσερα βαϊλίκια (επαρχίες): του Γύρου, του Όρους, της Μέσης και της Λευκίμης, ενώ ο ανώτατος διοικητής ήταν ένας Καπιτάνος, ο οποίος αναφερόταν απ’ ευθείας στον βασιλέα. Τα υπάρχοντα τιμάρια αφαιρέθηκαν από τους προηγούμενους κατόχους τους και αποδόθηκαν σε νέους, Ιταλούς και Προβηγκιανούς, ενώ απονεμήθηκαν και πολλά νέα[8].
Η περίοδος της Ανδεγαυικής κυριαρχίας ήταν γεμάτη ταραχές και πόλεμο, αφού η γενικότερη πολιτική κατάσταση στη Ν. Ιταλία και τα Βαλκάνια εξακολουθούσε να είναι ρευστή. Δυναστικές έριδες, πόλεμοι μεταξύ Ανδεγαυών, Σικελών, Ναβαραίων και Δεσποτών της Ηπείρου, καθώς και επιδρομές κουρσάρων και μισθοφορικών στρατών, ταλάνισαν την περιοχή και ταλαιπώρησαν το νησί με προοδευτικά αυξανόμενη ένταση. Η δύσκολη αυτή κατάσταση, πάντως, οδήγησε τους αριστοκράτες και τους κατοίκους εν γένει της Κέρκυρας (του μπόργου[9] και της υπαίθρου) στο να αποκτήσουν μια ιδιαίτερη αίσθηση της πατρίδας και του κοινού συμφέροντος. Ως εκ τούτου, στα 1386, οι Κερκυραίοι (Ιταλοί, Γάλλοι και Έλληνες) αριστοκράτες, Λατίνοι, Εβραίοι και Έλληνες αστοί και οι κάτοικοι της υπαίθρου[10], αποφασίζουν από κοινού να θέσουν τη νήσο υπό την προστασία της Βενετίας.
Το Χρυσόβουλο (Bolla d’ oro) του 1387 που τελικά όρισε το νέο καθεστώς της Κέρκυρας υπό τη Βενετική κυριαρχία, αποτελεί ένα σημαντικότατο ορόσημο, αφού καθιέρωσε τους κανόνες λειτουργίας της κερκυραϊκής πολιτείας, καθώς και της εξέλιξη της τοπικής κοινωνίας από τούδε και μέχρι το 1797, αν όχι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Με το Χρυσόβουλο αυτό, η Βενετική Δημοκρατία κατόρθωσε να ικανοποιήσει τόσο τους ντόπιους αριστοκράτες, των οποίων ο ρόλος στην πράξη υποταγής είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, όσο και τις δικές της επιδιώξεις ως κράτος εμπορικό και συγκεντρωτικό. Βασικά σημεία της συνθήκης ήταν το δικαίωμα των Κερκυραίων να αποστέλλουν πρεσβείες στη Βενετία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων και των προνομίων των Κερκυραίων, η διατήρηση του Συμβουλίου των Πολιτών (Consilium Communitatis Corphiensis)[11], η σύσταση κρατικών δικαστηρίων με συμμετοχή των Κερκυραίων, καθώς και ανάληψη της ευθύνης επιβολής των ποινών από τον Βενετό κυβερνήτη του νησιού, αντί από τους τιμαριούχους, όπως ίσχυε μέχρι τότε.
Με βάση τα παραπάνω, η Κέρκυρα, αν και υπό την άμεση βενετική κυριαρχία, διατήρησε κάποιας μορφής ιδιαίτερης διοίκησης και απέκτησε επικοινωνία με τον πρωτοποριακό για την εποχή χώρο της Β. Ιταλίας, επωφελούμενη από τις εκεί πολιτιστικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις.


Γαιοκτησία και Κοινωνία

Όπως προαναφέραμε στην Εισαγωγή, το γαιοκτητικό σύστημα της Κέρκυρας έχει ποικίλες καταβολές και ιδιαιτερότητες. Αποτελεί στην ουσία ένα κρεολικό καθεστώς που εμπλέκει την αρχαιοελληνική και τη ρωμαιοβυζαντινή παράδοση, παντρεμένη με το φεουδαλικό καθεστώς των Ασσίζων της Ρωμανίας· και όλα αυτά με επιστέγασμα τη βενετική διοικητική πρακτική όπως αυτή συνδυάστηκε με τα παραπάνω με το Χρυσόβουλο του 1387.
Παρά ταύτα, το οργανόγραμμα του γαιοκτητικού συστήματος είχε πυραμιδική δομή, όπως και αυτό της κοινωνικής οργάνωσης που θα εξετάσουμε παρακάτω. Στην κορυφή τοποθετούνται οι δημόσιες γαίες[12], έπειτα τα απ’ ευθείας τιμάρια (ιδιωτικά και εκκλησιαστικά) και οι δημόσιες βαρωνείες[13], και τέλος, οι εκτός τιμαριωτικού συστήματος γαίες των ιδιωτών[14].



Τα τιμάρια διαιρούνταν σε απ' ευθείας φέουδα (Feudi diretti e Legali) και τις δημόσιες βαρωνείες. Το καθεστώς των απ’ ευθείας φέουδων οριζόταν από το θεσμικό πλαίσιο του Ναυπλίου (Statuti di Napoli di Romania), το οποίο καταρτίστηκε από τον ερανισμό των παλαιότερων φεουδαλικών εθίμων που ίσχυαν στις ελληνικές περιοχές και τις Ασσίζες της Ρωμανίας[15].
Δομικό στοιχείο του καθεστώτος των απ’ ευθείας τιμαρίων ήταν η ψιλή κυριότητα του βενετικού Δημοσίου επ’ αυτών, αφού, σύμφωνα με το φεουδαλικό τυπικό, τα φέουδα απορρέουν από την ανώτατη αρχή του κράτους, η οποία τα έχει παραχωρήσει στους δικαιούχους έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας ή και χρηματικής ή υλικής προσόδου. Ως εκ τούτου, οι Κερκυραίοι δικαιούχοι των απ’ ευθείας φέουδων, ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν οι ίδιοι στρατιωτική υπηρεσία προς τη Βενετία, ή και να εξοπλίζουν στρατεύματα και πολεμικά σκάφη με δικά τους έξοδα. Ακόμη, ήταν υπόχρεοι μίας, τυπικής έστω, προσόδου προς τη βενετική Διοίκηση, ανεξάρτητα από την πραγματική αξία και το είδος της.
Ως απόρροια των παραπάνω, τα απ' ευθείας φέουδα ήταν αναπαλλοτρίωτα. Οι κάτοχοί τους δεν είχαν δικαίωμα να εκποιήσουν το σύνολο ή μέρος από αυτά, χωρίς την προηγούμενη και υπό προϋποθέσεις άδεια της βενετικής Διοίκησης της νήσου. Η σημαντικότερη προϋπόθεση ήταν να αναπληρώσουν τις εκποιούμενες εκτάσεις με άλλες, αντίστοιχου εμβαδού και ανάλογης ποιότητας.
Σημαντική για την ιστορία των απ’ ευθείας φέουδων και της πορείας των κατόχων τους στο πέρασμα του χρόνου ήταν η αρχή των πρωτοτοκίων που διήπε την κληρονομική διαδοχή σε αυτά. Πέραν του α΄ βαθμού συγγένειας, δικαιούχος κληρονομίας του φέουδου ήταν ο πρωτότοκος άρρενας της αμέσως επόμενης γενιάς του εκλιπόντος τιμαριούχου, ανεξάρτητα από τον βαθμό της μεταξύ τους συγγένειας. Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε προϋποθέσεις κοινωνικής κινητικότητας για τα υπόλοιπα αρσενικά μέλη της οικογένειας, τα οποία έπρεπε να βρουν άλλους τρόπους προσπορισμού των αναγκαίων για τη διατήρηση των οικείων τους συνθηκών ζωής και την αναβάθμιση του κοινωνικού τους status. Δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε πως το παραπάνω τυπικό ουσιαστικά υποβοήθησε την αύξηση της δύναμης της μεσαίας τάξης, μέχρι την τελική επικράτησή της κατά τον 19ο αιώνα, αφού με τη δημογραφική ανάπτυξη και τη γενεαλογική εξάπλωση των οικογενειών της ανώτερης τάξης, αυξήθηκαν τα άτομα με αριστοκρατικές καταβολές που δεν είχαν πλέον μερίδιο στην εξουσία, και, αποζητώντας το, συντάχθηκαν με τους αστούς, ενισχύοντάς τους.
Ο μη αποκλεισμός, ακόμη, των γυναικών από τα κληρονομικά δικαιώματα επί των απ’ ευθείας φέουδων, συνέβαλλε στην κοινωνική κινητικότητα, αφού, ειδικά στους τελευταίους χρόνους της βενετοκρατίας, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις γάμων γυναικών κληρονόμων φέουδων με οικονομικά ισχυρούς αστούς, οι οποίοι αναβάθμιζαν με τον τρόπο αυτόν το κοινωνικό τους status.
Σε περίπτωση, τέλος, απουσίας απογόνων, η πλήρης κυριότητα του φέουδου επέστρεφε στο Δημόσιο, το οποίο το παραχωρούσε σε νέο ιδιοκτήτη, συνήθως σε μέλος της μεσαίας τάξης που πληρούσε τα κριτήρια ανόδου στην τάξη των αριστοκρατών. Η αρχέγονη, όμως, ανάγκη των τελευταίων δικαιούχων «να μη χαθεί το όνομα», οδηγούσε πολλούς στην υιοθεσία ατόμων που μπορούσαν να εγγραφούν στην ανώτερη τάξη, άρα και να κληρονομήσουν το φέουδο.
Στην κατηγορία των άμεσων φέουδων υπάγονταν και τα λεγόμενα εισηγμένα φέουδα, τα οποία συνίστατο σε μεγάλες ιδιωτικές εκτάσεις, τις οποίες ο ιδιοκτήτης τους επιθυμούσε να εγγράψει ως φέουδα, σε αναζήτηση κάποιου τίτλου. Προϋποθέσεις για την εγγραφή ως φέουδου μιας τέτοιας έκτασης, ήταν αφενός η αξία των γαιών να ανέρχεται σε τουλάχιστον 4000 δουκάτα, και αφετέρου ο υποψήφιος τιμαριούχος να καταβάλει στο Δημόσιο ταμείο εισφορά ύψους 500 δουκάτων, ποσά που διπλασιάζονταν στην περίπτωση που ο τελευταίος δεν ανήκε στην τάξη των αριστοκρατών.


Οι δημόσιες βαρωνείες

Στο πλαίσιο της τιμαριωτικής οργάνωσης της Κέρκυρας εντάσσονται και οι δημόσιες βαρωνείες, δηλαδή εκείνες οι φεουδαλικού χαρακτήρα γαιοπρόσοδοι (ως επί το πλείστον)[16] που παρείχε το δημόσιο σε δικαιούχους, τους βαρώνους, ή εμπαρούνους όπως απαντούν στα έγγραφα της εποχής. Ως προς τα άμεσα φέουδα διέφεραν στα εξής: α) οι δικαιούχοι μπορούσε να μην ανήκουν στην ανώτερη τάξη των αριστοκρατών, β) οι δικαιούχοι έφεραν μεν τίτλο[17], αλλά δεν είχαν πλήρη φεουδαρχικά δικαιώματα επί του φέουδου και των υποτελών του[18].
Ως εκ τούτου, οι δικαιούχοι των δημόσιων βαρωνειών, δεν είχαν τις δικαστικές και τις άλλες εξουσίες των φεουδαρχών της προηγούμενης κατηγορίας. Θα λέγαμε πως οι λειτουργίες της κούρτης[19] τους εξαντλούνταν στην καταμέτρηση των σε είδος αποδόσεων των εξαρτημένων από αυτούς καλλιεργητών.
Αν και η θέση των βαρώνων αυτού του είδους στο κοινωνικό σύστημα της εποχής ήταν προφανώς αναβαθμισμένη, αυτοί δεν έπαυαν να βρίσκονται στο περιθώριο της ανώτερης τάξης. Αυτό συνέβαινε γιατί η κατοχή μίας τέτοιας βαρωνείας δεν έδινε αυτόχρημα στον δικαιούχο της το δικαίωμα συμμετοχής στο Συμβούλιο της πόλης, ούτε της εγγραφής στη Χρυσόβιβλο (Libro d’ oro) της νήσου.


Τα εκκλησιαστικά τιμάρια

Η προσχώρηση της Κέρκυρας στη Βενετική Δημοκρατία δεν επέφερε ιδιαίτερες αλλαγές στα της εκκλησιαστικής περιουσίας ζητήματα. Όσον αφορά στα εκκλησιαστικά πράγματα και τα γαιοκτήματα των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών εκκλησιών και μονών, το καθεστώς είχε κατά βάση διαμορφωθεί επί της ανδεγαυικής κυριαρχίας.
Όπως προαναφέραμε, ο Κάρολος ο Ανδεγαυός, ως πιστός Καθολικός και σύμμαχος του Πάπα, κατέλυσε την Ορθόδοξη Μητρόπολη και εγκαθίδρυσε στη θέση της μία Λατινική Αρχιεπισκοπή, θεσπίζοντας συγχρόνως τη μεταφορά μεγάλου μέρους της περιουσίας της. Ταυτοχρόνως, απέσπασε Ορθόδοξες εκκλησίες από τους προηγούμενους κατόχους τους και τις απέδωσε, συμπεριλαμβανομένης της έγγειας περιουσίας τους, στους Λατίνους.
Η κατάσταση αυτή εισήγαγε στη νήσο, πέρα από το μέχρι τότε γνωστό καθεστώς των εκκλησιαστικών κτημάτων, και αυτό των εκκλησιαστικών (της Καθολικής εκκλησίας) τιμαρίων[20].


Σχέση γαιοκτησίας και κοινωνικής οργάνωσης με την διοικητική οργάνωση της Κέρκυρας

Σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση της λειτουργίας των τάξεων στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, αλλά και των «πολιτικών» εκδηλώσεων των μελών τους, αποτελεί το κατεστημένο διοικητικό σύστημα της νήσου, και πιο συγκεκριμένα, οι κανόνες που διήπαν τη διαμόρφωση και την απάρτιση του Συμβουλίου της Κοινότητας της Κέρκυρας.
Το Συμβούλιο της Κοινότητας (Communitá) της Κέρκυρας[21], ο σημαντικότερος θεσμός της εγχώριας διοίκησης, ο οποίος είχε την αρμοδιότητα του διορισμού ενός αριθμού τοπικών αξιωματούχων, αποτελούταν αρχικά, και κατά το καθεστώς των ρωμαιο-βυζαντινών άστεων, από πενήντα έως εξήντα Κερκυραίοι, ευγενείς (zentilhomeni) και απλοί πολίτες (popolari). Η κατάχρηση, όμως, των όρων περί της συγκρότησης του Συμβουλίου δημιούργησε προβλήματα, καθώς, καθ’ ομολογίαν των Κερκυραίων στην Πρεσβεία του 1440[22], εκλέγονταν σε αυτό άτομα ξένης καταγωγής και αμφιβόλου αξίας. Στην πρεσβεία αυτή, όμως, ίσως με υποκίνηση των cittadini, ζητείται από τους Κερκυραίους, να είναι ο Βάιλος εκείνος που θα αποφασίζει για τη συγκρότηση του Συμβουλίου, του οποίου ο αριθμός των μελών θα οριζόταν σε εξήντα με εβδομήντα «από τους καλύτερους και χρησιμότερους»[23], με τη συμβουλή «παλαιών Κερκυραίων».
Στηριζόμενοι στο αίτημα αυτό, το οποίο είχε γίνει αποδεκτό από τη Βενετική Σύγκλητο, οι cittadini κατάφεραν να πετύχουν πλέον τη συγκρότηση του Συμβουλίου από εκατόν πενήντα άτομα, προερχόμενα από την τάξη τους, μέσω μιας σειράς πρεσβειών του 15ου και 16ου αιώνων. Ταυτόχρονα, πέτυχαν τη θέσπιση πολύ αυστηρότερων όρων για την απόκτηση της cittadinanza (ιδιότητα και προνόμιο του πολίτη), με αποτέλεσμα να αποκλείονται από αυτήν όσοι εξασκούσαν «βάναυση» τέχνη[24], καθώς και άτομα προερχόμενα από τον «άξεστο και φύρδην μίγδην όχλο». Με τους όρους αυτούς, ουσιαστικά, οι μόνοι που μπορούσαν να ενταχθούν στο συμβούλιο και να αποκτήσουν την cittadinanza, ήταν οι εισοδηματίες, στοιχείο σημαντικό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, για την κατανόηση των πρακτικών που ακολούθησαν οι αστοί προσπαθώντας να ανέλθουν κοινωνικά.
Είναι βέβαιο πως οι αποκλειόμενοι από τη cittadinanza αστοί θα είχαν προβεί σε δυναμικές κινητοποιήσεις με σκοπό την ανατροπή της διαμορφούμενης κατάστασης, αν κατά την εποχή εκείνη δεν είχαν πληγεί τόσο βαριά από τις Οθωμανικές επιθέσεις (1537 – 1571), και αν δεν είχαν την ανάγκη των cittadini για την προστασία της ζωής και της περιουσίας τους. Όταν άρχισαν να ανανήπτουν, πάντως, στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα, δεν προχώρησαν σε οργανωμένες κινήσεις, αλλά σε μαζικές αιτήσεις για την ένταξη στο σώμα των cittadini. Οι τελευταίοι, μάλιστα, στην πρεσβεία του 1610, χαρακτήρισαν το φαινόμενο ως «επικίνδυνη συνωμοσία»[25], στοιχείο ενδεικτικό της αντιπαλότητας των δύο τάξεων.


Οι αστοί

Στο πλαίσιο της μεσαιωνικής, φεουδαλικής αντίληψης περί κοινωνίας, ήταν κοινά αναγνωρίσιμες τρεις τάξεις: 1) οι ευγενείς-αριστοκράτες (πολεμιστές – υπερασπιστές της κοινωνίας), 2) οι κληρικοί (πνευματικοί εργάτες – μεσολαβητές της κοινωνίας με τον Θεό) και 3) η Τρίτη τάξη που εργαζόταν για τη συντήρηση των δύο άλλων τάξεων. Το ιδιαίτερο γνώρισμα της Βενετικής Δημοκρατίας σε σχέση με την παραπάνω αντίληψη ήταν πως ο συγκεντρωτισμός τους κράτους και ο εμπορικός του προσανατολισμός δεν άφησε κανένα περιθώριο στην τάξη των κληρικών να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία, κάτι που συνέβη σε όλη την Ρωμαιοκαθολική Ευρώπη.
Ως απόλυτα κυρίαρχη, λοιπόν, τάξη για τους Βενετούς ήταν αυτή των αριστοκρατών, οι οποίοι, όμως, χωρίς ποτέ να απεμπολήσουν το στρατιωτικό περιεχόμενο του ρόλου τους, ενεδύθησαν και άλλων, διοικητικής φύσεως, καθηκόντων, εξισώνοντας λίγο ως πολύ την αξία τους με τις ανδραγαθίες στο πεδίο της μάχης. Η πραγματικότητα αυτή, καθώς και η ενασχόληση πολλών μελών της βενετικής αριστοκρατίας με το εμπόριο, εμπόδισε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη συγκρότηση μιας συμπαγούς αστικής τάξης που θα μπορούσε να αποτελείται από κρατικούς υπαλλήλους (όπως στη Γαλλία) ή εμπόρους και τεχνίτες (όπως στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες).
Ανάλογη πορεία ακολούθησαν τα πράγματα και στην Κέρκυρα, όπου οι αστοί, εκτός του ότι αντιμετώπισαν την ξαφνική υποβάθμιση του ρόλου τους στο πλαίσιο της Κοινότητας (βλ. παραπάνω σχετικά με τη μεταβολή της σύνθεσης του Συμβουλίου), υπέστησαν διαδοχικές οικονομικές και δημογραφικές αφαιμάξεις με τις πολυάριθμες στρατιωτικές επιχειρήσεις και δηώσεις από τους Οθωμανούς και κάθε είδους επιδρομέων κατά τον 15ο, αλλά κυρίως κατά τον 16ο αιώνα. Για όσο καιρό οι αστοί εξαρτούνταν από τους cittadini (κατοίκους της τειχισμένης πόλης – σημ. Παλαιό Φρούριο) αριστοκράτες για την ασφάλειά τους, ήταν ευάλωτοι στις διαθέσεις των τελευταίων. Από τη στιγμή, όμως, που πέτυχαν την αναγνώριση της ανάγκης προστασίας του εμπορείου (μπόργκου) της Κέρκυρας και μετά την τείχισή του (τέλη του 16ου αιώνα), η ανάπτυξη της τάξης τους ήταν προδιαγεγραμμένη και βέβαιη.
Από αυτό το χρονικό σημείο κι έπειτα, και στο πλαίσιο της νέας τροπής του εμπορικού ανταγωνισμού στην Ευρώπη[26], οι αστοί αρχίζουν να διατυπώνουν με έμφαση τα αιτήματά τους με προεξέχον αυτό της αναγνώρισης της τάξης τους και του δικαιώματος απ’ ευθείας αναφοράς τους προς τις Αρχές της Μητρόπολης, ενώ κατά περιόδους ενισχύονται από αστικούς πληθυσμούς προσφύγων από τις πρώην βενετικές κτήσεις στην Ανατολή ή πρόσφυγες που αναπτύσσουν «αστικές» δραστηριότητες μετά την εγκατάστασή τους στην Κέρκυρα. Από τον 17ο, αλλά κυρίως τον 18ο αιώνα φαίνεται να προσεταιρίζονται αρκετά επιτυχημένα τους χωρικούς, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική τους ανεπάρκεια, και, ίσως, χρησιμοποιώντας τους για την αποδυνάμωση της τάξης των αριστοκρατών – αν και κάτι τέτοιο δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί-, κάποια εμπλοκή των αστών στις εξεγέρσεις των χωρικών υποφώσκει[27].
Όπως αναφέραμε παραπάνω, σημαντικό μέρος της προσπάθειας των αστών για την αναβάθμιση της θέσης τους αναλώθηκε στην επιδίωξη πολλών από αυτούς να ενταχθούν στην τάξη των cittadini, κατά τον 17ο αιώνα. Η κατάσταση φαίνεται πως εκτονώθηκε για ένα διάστημα στα μέσα του αιώνα, με την αποδοχή πολλών αστών στο Συμβούλιο με την καταβολή χρηματικών ποσών, λόγω της ανάγκης του Ταμείου εξ αιτίας του Κρητικού πολέμου. Με αφετηρία, όμως, τις αυθαιρεσίες των cittadini και την επιβολή δυσβάσταχτων οικονομικών επιβαρύνσεων από το Βενετικό Δημόσιο έναντι των popolari, η κατάσταση άρχισε να οξύνεται ξανά, με μια μερίδα αστών να συγκροτούν ένα συμπαγές σύνολο, το οποίο διατύπωνε σαφή και ριζοσπαστικά για τα δεδομένα του Βενετικού κράτους αιτήματα.
Η όξυνση εντάθηκε κατά τον 18ο αιώνα, όταν πλέον πολλοί αστοί είχαν αποκτήσει ιδιαίτερα σημαντική οικονομική επιφάνεια (με ταυτόχρονη έκπτωση εκείνης πολλών, αντίστοιχα, cittadini), ή/και μόρφωση έπειτα από σπουδές, κυρίως στην Ιταλία, και είχαν έρθει σε επαφή με τις ιδέες του Διαφωτισμού. Κύρια επιδίωξή τους ήταν τώρα όχι η ένταξή τους στην αριστοκρατία, αλλά η αναγνώριση της τάξης τους και το δικαίωμα της ανεξάρτητης εκπροσώπησής τους.
Τα αιτήματα αυτά υπέβαλαν στον Έκτακτο Προβλεπτή της Ανατολής, Nicolò Erizzo[28], ο οποίος είχε σταλεί από τη Βενετία στα 1786 για την αντιμετώπιση του προβλήματος και κάποιες απαραίτητες αλλαγές στην τοπική διοίκηση των νησιών και των ηπειρωτικών κτήσεων. Ο Erizzo εισήγαγε μία σειρά από μέτρα, με τα οποία μειωνόταν ο αριθμός των μελών του Συμβουλίου από εκατόν πενήντα σε εξήντα, με την ταυτόχρονη είσοδο σε αυτό δώδεκα οικογενειών αστών (civili), απέρριψε, όμως, τα παραπάνω αιτήματα των αστών, κατόπιν υπομνήματος που υπέβαλαν σε αυτόν οι cittadini.
Η εξέλιξη αυτή, δεν ικανοποίησε τους αστούς, οι οποίοι είχαν πλέον πλήρη συνείδηση της κοινωνικής τους υπεροχής έναντι των υπολοίπων popolari και των χωρικών, καθώς και της οικονομικής και, ίσως πνευματικής, έναντι των cittadini. Δεν γνωρίζουμε πως θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, αν δεν καταλυόταν η Βενετική Δημοκρατία στα 1797, θεωρούμε, όμως, βέβαιο, πως η απαραίτητη για την εκτόνωση της κατάστασης σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη.


Οι δραστηριότητες των αστών

Η Ιστορία έχει αποδείξει πως οι λόγοι που οδήγησαν πληθυσμούς της υπαίθρου να μετοικήσουν στις πόλεις και να διαμορφώσουν τον αστικό πληθυσμό στην Ευρώπη του ύστερου μεσαίωνα, σηματοδότησαν και την εξέλιξη των αστικών αυτών οικισμών στη συνέχεια[29]. Τα προνόμια που απολάμβαναν οι πόλεις ήδη από την ύστερη αρχαιότητα στις υπό ρωμαϊκό έλεγχο περιοχές και στη συνέχεια στο Βυζάντιο, προσέλκυσαν μετά τον 7ο – 8ο αιώνα τα πιο ανήσυχα πνεύματα της υπαίθρου, δηλαδή ανθρώπους που αποζητούσαν οικονομική, κοινωνική και πνευματική εξέλιξη που η ύπαιθρος με τις φεουδαλικές, ή τέλος πάντων αγροτικές τις δομές, δεν μπορούσε να καλύψει, ή κάποιους που απλά[30] αισθάνονταν την ανάγκη να αποδεσμευτούν από τους αυστηρούς δεσμούς εξάρτησης που διήπαν την ευρωπαϊκή ύπαιθρο.
Ως εκ τούτου, συνυπολογιζόμενης της απουσίας καλλιεργήσιμων γαιών στο περιβάλλον της πόλης, οι επαγγελματικές δραστηριότητες των αστικών πληθυσμών δεν μπορούσε παρά να είναι ευρηματικές και πρωτότυπες για τα δεδομένα της εποχής, προσανατολισμένες στους τομείς των τεχνών και του εμπορίου. Στις πόλεις υπήρχαν ανέκαθεν, βέβαια, τεχνίτες και έμποροι, όμως οι νέοι κάτοικοι των πόλεων έπρεπε να βρουν νέες τεχνικές και νέα εμπορεύσιμα προϊόντα προκειμένου να εξασφαλίσουν όσα ζητούσαν από την εγκατάστασή τους στον αστικό χώρο. Στην κατεύθυνση αυτή βοήθησε εξ άλλου και η γενικότερη οικονομική ανάπτυξη του ύστερου μεσαίωνα, καθώς και το "άνοιγμα" νέων εμπορικών διαύλων με την Ανατολή.
Η συντεχνιακή, εξάλλου οργάνωση των επαγγελματιών[31], καθώς και (όσον αφορά στην Κέρκυρα) της δραστηριότητας των εκκλησιαστικών αδελφοτήτων[32], βοήθησαν στην ομογενοποίηση των στόχων και των ενεργειών των επαγγελματιών της πόλης, εφοδιάζοντάς τους με εργαλεία για την επίτευξη και ευόδωσή τους.
Η ουσιαστική, πάντως, ανάπτυξη της νέας τάξης ξεκίνησε από τη στιγμή που οι επαγγελματικές ενασχολήσεις των αστών άρχισαν να αποφέρουν πλεόνασμα[33], το οποίο οι αστοί ζητούσαν να επενδύσουν σε πεδία πρόσφορα για τη μεγέθυνσή του, με στόχο τη μετατροπή τους σε εισοδηματίες, στοιχείο που τους έδινε τη δυνατότητα να εισέλθουν στην τάξη των cittadini[34]. Από τη στιγμή που οι εκκλησιαστικοί και κρατικοί νόμοι απαγόρευαν κάθε είδους δανειοδοτικής δραστηριότητας με τόκο στους χριστιανούς[35], οι αστοί προσανατολίστηκαν στη χρηματοδότηση εμπορικών συντροφιών, επιχειρήσεων λαθρεμπορίας, την αγορά γαιών, καθώς και στην ενασχόλησή τους με μια δραστηριότητα που συνδύαζε τις δανειακές συναλλαγές και την εμπορική εκμετάλλευση αγροτικών προϊόντων: το περίφημο στην Κέρκυρα της εποχής προστύχιον[36].
Το προστύχιον ήταν ένας έμμεσος τρόπος δανεισμού με τόκο, καλυπτόμενος, όμως, υπό τον μανδύα της προαγοράς αγροτικών προϊόντων. Η λογική της συναλλαγής αυτής ήταν απλή: ο γεωργός, ο οποίος είχε ανάγκη ρευστού (συνήθως λόγω κακής σοδειάς) για να θρέψει την οικογένειά του ή για άλλους λόγους, εισέπραττε ένα ποσό από τον δανειστή του, δεσμευόμενος να του αποδώσει προϊόντα πολλαπλάσιας αξίας με την επόμενη σοδειά. Ειδικά πριν από την ίδρυση του δημόσιου ενεχυροδανειστηρίου, η μόνη πηγή δανειακού κεφαλαίου, εκτός, φυσικά των Εβραίων, ήταν είτε οι cittadini γαιοκτήμονες, είτε οι αστοί. Καθώς, όπως προαναφέραμε, ο δανεισμός με τόκο απαγορευόταν για τους χριστιανούς, η συναλλαγή είχε τη μορφή της προαγοράς της επόμενης σοδειάς, συνήθως ελαιολάδου ή κρασιού, του γεωργού, σε τιμή πολύ χαμηλότερη αυτής της αγοράς. Με τον τρόπο αυτόν ο γεωργός εξασφάλιζε τα χρήματα που χρειαζόταν, αποδίδοντας, όμως, προϊόντα αξίας πολύ μεγαλύτερης του ποσού που είχε λάβει. Συχνά, πάντως, ο πιστωτής ανέβαλλε την είσπραξη των οφειλομένων για τη στιγμή που η αξία τους ήταν αυξημένη, πολλαπλασιάζοντας τη ζημία του οφειλέτη. Όταν, δε, λόγω ασοδείας, ο γεωργός δεν διέθετε την οφειλόμενη ποσότητα προϊόντος, ήταν αναγκασμένος να την προμηθευτεί από την αγορά σε εξωφρενικές τιμές.
Το πρόβλημα στην περίπτωση του προστυχίου ήταν ότι κατά την εποχή που ο γεωργός έπρεπε να αποδώσει στον δανειστή του τα οφειλόμενα προϊόντα, βρισκόταν πάλι σε δυσχερή οικονομική θέση, αδυνατώντας συχνά να εξασφαλίσει τα αναγκαία για την οικογένειά του, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί εκ νέου να καταφύγει στο προστύχιον. Τελικά, ο οφειλέτης κατέληγε σε πλήρη αδυναμία εξυπηρέτησης του δανείου, με αποτέλεσμα την κατάσχεση περιουσιακών του στοιχείων από τον πιστωτή. Με τον τρόπο αυτόν περιέρχονταν στα χέρια των πιστωτών, πέραν των όποιον κινητών αγαθών, οικήματα και γαίες, τα οποία επινοικίαζαν συχνά στον πρώην οφειλέτη, αυξάνοντας έτσι τα έσοδά τους και ισχυροποιούμενοι ως εισοδηματίες.
Αν και με την ίδρυση του δημόσιου ενεχυροδανειστηρίου τον 17ο αιώνα, η κατάσταση φάνηκε να βελτιώνεται, τα πράγματα άρχισαν να ξαναπαίρνουν την προηγούμενη τροπή, λόγω των άσχημων συγκυριών, αλλά και της αδυναμίας του Ενεχυροδανειστηρίου να καλύψει τις ανάγκες των χωρικών, κυρίως λόγω κακής διαχείρισης και των προβλημάτων που επέφερε ο Κρητικός Πόλεμος[37].




Οι χωρικοί

Αν στην περίπτωση των αστών και των cittadini παρατηρείται, ανεξαρτήτως ρυθμού, κάποια εξέλιξη, τα πράγματα για τους χωρικούς δεν άλλαξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της βενετοκρατίας, ακόμη και ύστερα από αυτήν. Οι κάτοικοι της υπαίθρου, υποτελείς στην πλειοψηφία τους των αριστοκρατών και αστών γαιοκτημόνων, χρεωμένοι μονίμως σε τοκογλύφους υπό την ανοχή του κράτους, χρειάστηκε να περιμένουν έως τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε άρχισαν να δρομολογούνται διαδικασίες για τη βελτίωση της θέσης τους. Όμως, κι αυτές οι διαδικασίες, εκτός του ότι χρειάστηκαν πολλούς αγώνες και χρόνο για να αποφέρουν καρπούς[38], δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ[39].
Η κατάσταση των χωρικών των τιμαρίων (villani) είναι γενικά γνωστή από τη βιβλιογραφία[40]: ήταν πλήρεις υποχρεώσεων έναντι των κυρίων τους και του κράτους, με ελάχιστα δικαιώματα, τα οποία μάλιστα καταστρατηγούνταν συνεχώς[41]. Ανάλογης, αν και όχι ίσης εκμετάλλευσης τύχαιναν και οι εκτός τιμαρίων χωρικοί, στοιχείο που διαγράφεται από την περιορισμένη, σχετικά, συμμετοχή τους στις εξεγέρσεις του 1652 και 1748[42]. Και των δύο, πάντως, κατηγοριών χωρικών βασικό πρόβλημα αποτελούσε το προστύχιον, για τους λόγους που περιγράψαμε παραπάνω. Εκείνο που άλλαζε ήταν η προέλευση των πιστωτών τους: ενώ στις περιοχές του νησιού που ήταν συγκεντρωμένα τα τιμάρια η πλειοψηφία των πιστωτών φαίνεται να προέρχεται από την τάξη των cittadini, στις υπόλοιπες κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους πιστωτές από την τάξη των αστών.
Οι δύο αυτές κατηγορίες πιστωτών δεν διαφέρουν μεταξύ τους, όσον αφορά στην αντιμετώπιση των χρεωστών, ακολουθούν, όμως αποκλίνουσες πρακτικές όσον αφορά στην αξιοποίηση του κέρδους που αποκομίζουν. Ενώ οι cittadini φαίνεται να το καταναλώνουν, οι αστοί το επενδύουν επωφελούμενοι διπλά[43].
Βέβαια, οι χωρικοί δεν δανείζονταν μόνο από cittadini και αστούς, αλλά και από ευκατάστατους χωρικούς. Η διαφορά σε αυτού του είδους τις συναλλαγές έγκειται στο ότι η μορφή των δανείων δεν αφορούσε σε προστύχιον, αλλά σε κανονική προαγορά γεωργικών προϊόντων, ή σε δάνεια με βλησίδι, δηλαδή ενέχυρο. Ο λόγος της απουσίας, γενικά, του προστυχίου στις μεταξύ χωρικών δανειακές συναλλαγές δεν είναι εύκολο να διευκρινιστεί, όμως, φαίνεται πως έπαιζε κάποιον ρόλο η κοινή καταγωγή, καθώς και η αποθάρρυνση τέτοιων συναλλαγών για τους μη έχοντες επιρροή στην τοπική διοίκηση.
Κάποια βελτίωση στην όλη κατάσταση φαίνεται πως επήλθε μετά την εξέγερση του 1748, όταν οι inquisitori [44] με προκήρυξή τους στις 28 Μαρτίου εισήγαγαν εννέα διατάξεις για την κατοχύρωση του χρεώστη σε συναλλαγές προστυχίου, με σημαντικότερη αυτήν της απαγόρευση κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Έπειτα, όμως, από αντιδράσεις των cittadini και των εμπόρων, η εφαρμογή της προκήρυξης ανεβλήθη, και τελικά ακυρώθηκε. Οι Κερκυραίοι χωρικοί αναγκάστηκαν να ζήσουν υπό την εκμετάλλευση των ισχυροτέρων τους μέχρι το τέλος της βενετοκρατίας, ενώ τα πράγματα γι’ αυτούς επιδεινώθηκαν απί Αγγλικής Προστασίας, όταν εισήχθη ο νόμος περί προσωποκράτησης.


Πηγές

αφκδ΄ (1524) ημέρα κβ΄ (22) Φεβρουαρίου μηνός…………………………………
Τῃ αὐτῇ ἠμέρα εἰς το χ(ωρίον) τῶν Καλαφατιώνων, Στέφα(νος) ο Κουρέλης παρόν ὀμολόγησε ότι χρεωστή πρ(ος) τον παρό(ντα) μι(σέρ) Μάρκον τον Ρότζι(κον)/ κρασί κόκ(ινο) με(τρα) πέ(ντε) ὀποίον το επληρώθη εἰς το πα(ρόν) ενώ(πιον) ημῶν πρ(ος) άσπρα δέ(κα)/ το κά(θε) μέ(τρο), ὀποίον λέγει ὅτι τα λαμβάν(ει) διά ὅνομα τοῦ ἀδερφού αὐτ(οῦ) Ἰω(άννη) ὀποίον κρασί/ υπόσχεται ο ρη(θής) Στέφα(νος) να το ἀφέρη και δώ(ση) τοῦ εἰρημένου μι(σέρ) Μάρκου εἰς τῆν οι(κίαν) αὐτοῦ κρασί/ καθαρόν την ἐρχομένην εσω(δείαν) του τρί(γου ἐκ τὰ ἀμπέ(λια)αυτ(οῦ) ὀπ(οία) πληρω(νουν) σολδ(ιάτικο) τοῦ μι(σέρ)/ Ἰακώβου τοῦ Κακούρη. ο δε πα(πα) κ(υρ) Ζαχαρ(ίας) Πηλός συμβαί(νει) ἐγγυη(της) καὶ πληρω(της) διά τὸ ρη(θέν)/ κρα(σί). και ούτως ὀμολόγεισαν. Μάρτυρες Κυρ Φράγγος Αυλωνίτης και Ιωάννης Κάντηλας.
ΓΑΚ-ΑΝΚ, Συμβολαιογραφικά, Τόμος Σ. 147, σελ. 39v

Στην Πράξη αυτή του 1524 συναντάμε ένα κλασικό συμβόλαιο προστυχίου. Ο πιστωτής Μάρκος Ρότζικος, αστός, προαγοράζει πέντε μέτρα κόκκινο κρασί από τον Στέφανο Κουρέλη στην εξαιρετικά χαμηλή τιμή των δέκα άσπρων το κάθε μέτρο (=πενήντα άσπρα). Ο Στέφανος, βέβαια, επωφελείται της ευκαιρίας να δηλώσει πως το δάνειο συνάπτεται «διά ὅνομα τοῦ ἀδερφού αὐτ(οῦ) Ἰω(άννη)», χωρίς να πληρώσει ξεχωριστή πράξη γι’ αυτό. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί, ακόμη η υποχρέωση του χρεώστη να μεταφέρει το οφειλόμενο κρασί στο σπίτι του πιστωτή του όταν έρθει ο καιρός της πληρωμής, καθώς και ότι ο πιστωτής έχει διαλέξει ακόμη και από ποιον αμπελώνα θα προέρχεται το οφειλόμενο προϊόν (ἐκ τὰ ἀμπέ(λια)αυτ(οῦ) ὀπ(οία) πληρω(νουν) σολδ(ιάτικο) τοῦ μι(σέρ) Ἰακώβου τοῦ Κακούρη). Η τελευταία αυτή αναφορά είναι ενδεικτική της δύσκολης θέσης στην οποία θα περιερχόταν ο Στέφανος Κουρέλης όταν κατά την εποχή του τρύγου, εκτός από την πληρωμή του δανείου θα έπρεπε να αποδώσει και το σολδιάτικο στον ιδιοκτήτη του αμπελώνα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι εγγυητής του δανείου, και «πληρωτής» σε περίπτωση αδυναμίας του χρεώστη, εμφανίζεται ο ιερέας Ζαχαρίας Πηλός, ο οποίος μάλιστα, στην επόμενη πράξη του καταστίχου, εμφανίζεται να δανείζεται και αυτός από τον Μάρκο Ρότζικο ίσο ποσό με τους ίδιους όρους. Το τελευταίο αυτό στοιχείο μαρτυρά ότι ο τελευταίος ασχολούταν μάλλον «επαγγελματικά» με τη σύναψη τέτοιων δανείων, και πιθανόν να είχε «συνεργαστεί» και στο παρελθόν με τον συγκεκριμένο ιερέα.

Σε αυτού του είδους τις συναλλαγές δεν επιδίδονταν μόνο άντρες, αλλά και γυναίκες μέλη της τάξης των αστών:

26/2/1559
κυρ Σταμάτης Φαγογένης υιός του Γιανούτζου από χωρίο του Κοθωνικίου κάτοικος εις το υποστατικό του Σουβλάκη παρών σωματικώς ελαβε από την παρούσα κυράτζα Μαρούλα Μαργελένα διά λάδι ξέστες τρεις προς άσπρα 25 την κάθε ξέστα και υπόσχεται να της το δώση την ερχομένην εσοδειάν του ελαίου άνευ τινός εναντιότητος και ενοχλήσεως εις θεσμόν των παντίων αυτής αγαθών. Ομοίως έλαβε και ο παρών Μάνος Πασχάλης του ποτέ Ιωάννου από χωρίο του Κοθωνικίου εξάδελφος αυτού ένα τζεκίνι διά τις τρεις ξέστες από την άνωθεν κυράτζα Μαρούλα και υπόσχεται να το δώσει την ερχομένην εσοδειάν εις το οποίον χρέος να είναι ομού και ινσόλδουμ.
Κατενώπιον κυρ Αντωνίου Κινήγη και κυρ Θεοδώρου Μαρκούλη.
ΓΑΚ-ΑΝΚ, Συμβολαιογραφικά, Τόμος Π. 40, σελ. 56v.

Τα στοιχεία της παραπάνω πράξης που προσελκύουν την προσοχή μας είναι αφενός ότι ο πρώτος από τους χρεώστες είναι υποτελής του γαιοκτήμονα Σουβλάκη, και, αφετέρου ότι αναγνωρίζεται εμμέσως το γεγονός ότι οι όροι του δανείου δεν είναι ακριβώς σύννομοι, αφού υπάρχει η ρήτρα «άνευ τινός εναντιότητος και ενοχλήσεως εις θεσμόν των παντίων αυτής αγαθών». Όσον αφορά στο πρώτο, δεν είναι εύκολο να δώσουμε απαντήσεις σχετικά με το γιατί ο Σταμάτης Φαγογένης δεν δανείστηκε από τον κύριό του, ούτε για την προέλευση του οφειλόμενου προϊόντος. Όσον αφορά στο δεύτερο, γνωρίζουμε πως η βενετική διοίκηση δεν έβλεπε με καλό μάτι τη σύναψη τέτοιων δανείων, αφού δυσχέραιναν την κατάσταση των χωρικών, θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη του νησιού, όπως στις περιπτώσεις των εξεγέρσεων του 1652 και του 1748. Για τον λόγο αυτό προσπαθούσαν να θέσουν κάποιους κανόνες στη σύναψη των δανείων, αντιμετωπίζοντας συχνά τις αντιδράσεις των cittadini και αστών πιστωτών[45].


Συμπεράσματα

Δεν είναι εύκολο μέσα από μια εργασία τόσο μικρού εύρους να ερευνηθούν όλες οι πτυχές της παράλληλης διαδρομής αστών και χωρικών σε όλη την περίοδο της βενετοκρατίας. Κατέστη πάντως δυνατό να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, αν και αυτό έγινε κυρίως από τη σκοπιά των αστών.
Ενώ αρχικά οι αστοί στήριζαν το εισόδημά τους στις αγορές που προέβαιναν κυρίως οι cittadini γαιοκτήμονες, άρχισαν σταδιακά να συναλλάσσονται όλο και περισσότερο με τους κατοίκους της υπαίθρου, είτε λόγω του εκχρηματισμού της κερκυραϊκής οικονομίας, είτε μέσω των δικών τους επενδύσεων εκτός των τειχών.
Η άνοδος του πνευματικού και οικονομικού επιπέδου των αστών, οδήγησε στη όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση κάποιου αριθμού χωρικών από αυτούς. Όπως, έχουμε δείξει σε άλλη εργασία[46], δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που οι χωρικοί, αντιμετωπίζοντας αντιδικίες με cittadini προσέφευγαν σε νομομαθείς αστούς για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Από την άλλη, πολλοί ήταν οι αστοί που επένδυαν τα κέρδη από τις εργασίες τους σε γη στην ύπαιθρο, την οποία επινοικίαζαν σε χωρικούς, ή προέβαιναν σε δανειακές συναλλαγές με τους τελευταίους. Στις περιπτώσεις αυτές οι σχέσεις αστών και χωρικών δεν μπορούσαν παρά να είναι σχέσεις αντιπαλότητας. Παρά ταύτα, η ιστοριογραφία δεν μας έχει παρουσιάσει καμία περίπτωση γενικευμένης σύγκρουσης μεταξύ των δύο αυτών τάξεων.
Σε κάθε περίπτωση, οι σχέσεις με τις οποίες συνδέονταν αστοί και χωρικοί στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, φαίνεται να είναι απόρροια της προσπάθειας των πρώτων για κοινωνική ανέλιξη, είτε ατομική, είτε συλλογική. Για τον λόγο αυτό, και οι πρακτικές που ακολούθησαν είχαν δύο κατευθύνσεις. Ατομικά: πολλοί αστοί προσπαθούσαν να επιτύχουν την εισαγωγή τους στο Συμβούλιο της Κοινότητας της Κέρκυρας, αναβαθμίζοντας το κοινωνικό και οικονομικό τους status και εξελισσόμενοι σε εισοδηματίες. Συλλογικά: σταδιακά οι αστοί άρχισαν να μην ενδιαφέρονται τόσο για την εισαγωγή τους στην τάξη των cittadini, αλλά για την αναγνώριση της τάξης τους και την κατοχύρωση του δικαιώματός τους της εκπροσώπησης.
Οι κοινωνικές ζυμώσεις που περιγράψαμε δεν κατόρθωσαν να εκτονωθούν, λόγω εξωγενών παραγόντων, όπως η πολλαπλή εναλλαγή των κυριάρχων από το τέλος του 18ου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνων, με αποτέλεσμα ο απόηχος των προβλημάτων που αυτές συνεπαγόταν να είναι διακριτός μέχρι σήμερα.


Βιβλιογραφία

Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες της βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος-18οςαι.), Γ.Α.Κ.-Αρχεία Νομού Κερκύρας, Αθήνα, 2002.
Ιδρωμένος Ανδρέας, Συνοπτική ιστορία της Κερκύρας, Τυπογραφείο Α. Λάντζα, Κέρκυρα, 1930.
Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980.
Καρύδης Σπύρος, Ορθόδοξες αδελφότητες και συναδελφικοί ναοί στην Κέρκυρα (15ος-19ος αι.), Σταμούλης, 2004.
Λούντζης Ερμάνος, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, 1969: τίτλος πρωτοτύπου Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήνα, 1856.
Μοσχονάς Ν.Μ., Οργάνωση του πληθυσμού στις Βενετικές κτήσεις της Ανατολής, Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Διεθνές Συμπόσιο, επιμ. Χρύσα Μαλτέζου, Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας (Βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού), αρ. 19, Βενετία 1998.
§ Τσίτσας Αθανάσιος Χ., Λίβελλοι των Κερκυραίων αστών κατά την τελευταία φάση της διαμάχης τους με τους ευγενείς (1786-1792), Δελτίον της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας, αρ.16 (1979), σ. 88-150.
§ Χυτήρης Γεράσιμος, Το Αγροτικό πρόβλημα της Κέρκυρας την επομένη της ενώσεως και οι αναφορές του Άγγλου Προξένου, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα, 1981.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία


C.N Sathas., Documents inédits relatifs à l’histoire de la Grèce au Moyen âge, τ. ΙΙΙ
Carlo Cippola, Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική επανάσταση Κοινωνία και οικονομία 1000-1700 μ.Χ
Henry Pirenne, Οι πόλεις του Μεσαίωνα δοκίµιο οικονοµικής και κοινωνικής ιστορίας, µετάφραση Παντελής Μούτουλας ; εισαγωγή Ν. Ε. Καραπιδάκης. - Αθήνα : Βιβλιόραµα,2003.
Marc Bloch, Η φεουδαλική κοινωνία, εκδόσεις Κάλβος, 1987.
Norwich JJ, A History of Venice, Vintage Books, Νέα Υόρκη, 1989.
o Αλβάνας Φρειδερίκος, Περί των εν Κερκύρα τίτλων ευγενείας και περί των τιμαρίων, Κέρκυρα, 1894.
Ασωνίτης Σπύρος Ν., Ανδηγαυική Κέρκυρα (13ος – 14ος αι.), Εκδόσεις Απόστροφος, Κέρκυρα 1999.
Ηλιοπούλου- Ντούρου Μαρία, Η ανδεγαυική κυριαρχία στη Ρωμανία επί Καρόλου Α΄(1266 – 1285), Αθήνα 1987
Καραπιδάκης Νίκος Ε., Ιστορία της μεσαιωνικής Δύσης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1996
Μάρμορας Ανδρέας, Historia di Corfu


Αρχειακές πηγές

Ø Γ.Α.Κ. – Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, Τόμος Π. 40, σελ. 56v.
Ø Γ.Α.Κ. – Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, Τόμος Σ. 147, σελ. 39v.



Σημειώσεις


[1] Ιδρωμένος Α., Συνοπτική ιστορία της Κερκύρας, Τυπογραφείο Α. Λάντζα, Κέρκυρα, 1930, σ. 55.
[2] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις πρόνοιες και τον θεσμό της παροικίας στο Βυζάντιο βλ. Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980.
[3] Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Ε. Λούντζης (Λούντζης Ε., Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, 1969: τίτλος πρωτοτύπου Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήνα, 1856, σ. 23) θεωρούν τον φεουδαλισμό ως σύστημα εισηγμένο στον ελληνικό χώρο από τους δυτικούς κυρίαρχους μετά το 1204.
[4] Από την ευρύτατη πολιτική ιστοριογραφία της Κέρκυρας κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ξεχωρίζουν τα έργα των Ερ. Λούντζη, Α. Ιδρωμένου και, στα ιταλικά, των Α. Μάρμορα και Α. Μουστοξύδη (βλ. Βιβλιογραφία).
[5] Διασώζονται μόνο λίγα χρυσόβουλα, και μάλιστα μέρος αυτών σε λατινική μετάφραση.
[6] Χαρακτηριστικά είναι τα προνόμια και η σύσταση των «Ιερών ταγμάτων των ελευθεριωτών ιερέων», καθώς και η αναφορά σε χρυσόβουλα (σε μετάφραση από τη λατινική) όρων όπως «αγιόδουλοι» και «εγγεγραμμένοι» πάροικοι.
[7] Σχετικά με την Ανδεγαυική κυριαρχία στην Κέρκυρα βλ. Μαρία Ηλιοπούλου- Ντούρου, Η ανδεγαυική κυριαρχία στη Ρωμανία επί Καρόλου Α΄(1266 – 1285), Αθήνα 1987, καθώς και Σ. Ν. Ασωνίτης, Ανδηγαυική Κέρκυρα (13ος – 14ος αι.), Εκδόσεις Απόστροφος, Κέρκυρα 1999.
[8] Σχετικά με την απόδοση των τιμαρίων βλ. Αλβάνα Φ., Περί των εν Κερκύρα τίτλων ευγενείας και περί των τιμαρίων, Κέρκυρα, 1894.
[9] Το μπόργο ή εμπόρειο ή εξωπόλιον ήταν ο αστικός οικισμός έξω από τα τείχη της τότε πόλης (σημ. Παλαιό Φρούριο). Το μπόργο είχε όλα τα χαρακτηριστικά των urbes mercatorum, των faubourges και των portus που απαντούν κατά την ίδια περίοδο στην Ευρώπη, και κάλυπτε μέρος της σημερινής Σπιανάδας και του Καμπιέλου. Οι κάτοικοί του απολάμβαναν ατελειών και φορολογικών απαλλαγών, ενώ κατά το ρωμαϊκό και βυζαντινό έθος (;) εκπροσωπούνταν στο συμβούλιο της πόλης. Για περισσότερα σχετικά με την ανάπτυξη των μεταμεσαιωνικών πόλεων (urbes mercatorum, faubourges, portus), βλ. Henry Pirenne, Οι πόλεις του Μεσαίωνα,και Carlo Cippola, Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική επανάσταση.
[10] Οι χωρικοί, βέβαια, δεν φαίνονται να συνυπογράφουν με ξεχωριστή αναφορά την πράξη απόδοσης όρκου υποταγής στη Βενετική Δημοκρατία, όμως η απουσία οποιασδήποτε αντιδράσεως εκ μέρους των, όπως και η συμπερίληψη οικισμών της υπαίθρου στο Εξωπόλιον (ο Α. Μουστοξύδης στο Delle Cosse Corcyrensis,σ. 414 αναφέρει πως τουλάχιστον κατά την εποχή της κυριαρχίας των ταραντίνων ηγεμόνων, η περιοχή του εξωπολίου εκτεινόντα μέχρι τα χωριά Καλαφατιώνες και Βαρυπατάδες στην περιοχή της Μέσης), συνηγορούν για την αποδοχή του όρκου υποταγής από μέρους τους. Η αντίσταση που προεβλήθη στο Φρούριο της πόλης και στην Κασσιόπη, έχει να κάνει αποκλειστικά με τακτικά στρατεύματα της φατρίας του Λαδισλάβου, ενός από τους δελφίνους του Νεαπολίτικου θρόνου. Για περισσότερα σχετικά με τα γεγονότα αυτά βλ. Ε. Λούντζη, Η Ενετοκρατία… ό.π.
[11] Σχετικά με την αρχική σύσταση και τις αλλαγές στον τρόπο εκλογής των μελών του Συμβουλίου βλ. παρακάτω στο σχετικό με τη διοίκηση κεφάλαιο.
[12] Στη συνομοταξία αυτή μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τις γαίες των jus publico (δημοσίων) εκκλησιών. Βλ. σχετικά Σπ. Καρύδη, Ορθόδοξες αδελφότητες και συναδελφικοί ναοί στην Κέρκυρα (15ος-19ος αι.), Σταμούλης, 2004.
[13] Χρησιμοποιούμε τον όρο δημόσιες βαρωνείες για να ξεχωρίσουμε τις γαιοπροσόδους αυτές από τα απ’ ευθείας τιμάρια ή φέουδα. Ο Ν.Μ. Μοσχονάς στο Οργάνωση του πληθυσμού στις Βενετικές κτήσεις της Ανατολής, Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής, Διεθνές Συμπόσιο, επιμ. Χρύσα Μαλτέζου, Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας (Βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού), αρ. 19, Βενετία 1998, σ.489, τα αναφέρει ως «παραφεουδαλική γαιοκτησία». Τους τύπους των τιμαριωτικών υποδιαιρέσεων αναλύουμε στα αμέσως παρακάτω υποκεφάλαια.
[14] Στο περίπλοκο, για τον σύγχρονο άνθρωπο, γαιοκτητικό σύστημα της εποχής υπάρχει ένα επιπλέον σημείο ιδιαιτερότητας. Η επιδοτούμενη από το Βενετικό Δημόσιο και εξαιρετικών διαστάσεων ελαιοκαλλιέργεια, καθώς και οι περί εμφυτεύσεων κανονισμοί, οδήγησαν στο να λογίζονται ως ξεχωριστές αξίες τα ελαιόδεντρα από τη γη στην οποία ήταν φυτεμένα. Έτσι, π.χ. απαντούμε περιπτώσεις όπου το αγροτεμάχιο είναι εξαρτημένο, ενώ το ελαιόδεντρο είναι ελεύθερο, και το αντίστροφο.
[15] Βέβαια, στην περίπτωση της Κέρκυρας, η Bolla d’oro του 1386 υπερίσχυε των Ασσιζών και του πλαισίου του Ναυπλίου, κατά της επιχειρηματολογία, τουλάχιστον των Κερκυραίων. Το παραπάνω φαίνεται από την Πρεσβεία του 1565 (βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες της βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος-18οςαι.), Γ.Α.Κ.-Αρχεία Νομού Κερκύρας, Αθήνα, 2002, σ. 58-9).
[16] Όπως είναι γνωστό, τα φέουδα δεν αφορούσαν μόνο τις γαιοπροσόδους μιας αγροτικής περιφέρειας, αλλά μπορούσε να είναι και δικαιώματα κάρπωσης εισπραττομένων φόρων, εσόδων από αλυκές ή ορυχεία κ.α.
[17] Μπορεί η Βενετική Δημοκρατία να απέχει από το χαρακτηριστεί ως φεουδαλικό κράτος, όμως σε όλη σχεδόν την ιστορική της πορεία, η βενετική ανώτερη τάξη φρόντιζε να διαχωρίζεται από τις υπόλοιπες, θέτοντας σε κάθε πεδίο και ευκαιρία τη διάκριση μεταξύ της «καθαρής» ευγένειας και των αριστοκρατών που ήταν, λόγω πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, υποχρεωμένη να αναγνωρίζει, ιδίως στις κτήσεις της στον Λεβάντε.
[18] Το χαρακτηριστικό αυτό έχει να κάνει κυρίως με τον τρόπο ενσωμάτωσης των νήσων του Ιονίου στο βενετικό κράτος, δηλ. τη λίγο έως πολύ εθελούσια προσχώρηση. Όπως, χαρακτηριστικά, αναφέρει ο Ε. Λούντζης (Η Ενετοκρατία… ό.π., σ. 267), το βενετικό Δημόσιο αναγνώρισε πως δεν μπορούσε να παραχωρήσει ως άμεσα φέουδα εκτάσεις επί των οποίων δεν είχε το ίδιο την κυριότητα, αλλά μόνο «… τα ανήκοντα εις την εξουσίαν αυτής... », δηλ. τους φόρους και τις άλλες προσόδους που δικαιούταν.
[19] Η κούρτη (από το παλαιογαλλικό cort, το οποίο με σειρά του προέρχεται από το λατινικό cohors) των αρχοντικών των τιμαριούχων ήταν η κύρια αυλή του υποστατικού, στην οποία πραγματοποιούνταν οι επίσημες επαφές μεταξύ του άρχοντα του τιμαρίου και των υποτελών του. Στο χώρο αυτό οι άρχοντες δίκαζαν τους υποτελείς, και μετρούσαν ή ζύγιζαν τις αποδόσεις υποτελείας των τελευταίων, σε αντίθεση προς τον φόρο (βυζ. προέλευσης όρος από το λατ. forum) του χωριού, δηλ. την κεντρική πλατεία, όπου πραγματοποιούνταν οι κοινοτικές συνελεύσεις και ίσως η συγκέντρωση των αποδόσεων που κατά περίπτωση όφειλαν οι κάτοικοί του στο Δημόσιο.
[20] Στο σημείο αυτό, βέβαια, τίθεται το ζήτημα των «αγιόδουλων», που, όπως αναφέραμε παραπάνω (υποσημ. 6, σ. 5) απαντά σε χρυσόβουλο του Μιχαήλ Α΄ Αγγέλου (βλ. Ιδρωμένος Α., Συνοπτική ιστορία της Κερκύρας, ό.π., σ 89.
[21] Βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, όπ., σ. 37 κ.ε.
[22] Για την Πρεσβεία του 1440 βλ. C.N. Sathas, Documents inédits relatifs à l’histoire de la Grèce au Moyen âge, τ. ΙΙΙ, σ. 466.
[23] Ή πλουσιότερους: η διατύπωση στο πρωτότυπο είναι “persone de le mior e più utele", με την τελευταία λέξη να σημαίνει ταυτόχρονα «χρησιμότεροι» και «πλουσιότεροι»· βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, ό.π., σ. 38, υποσ. 8.
[24] Εξαίρεσης τύχαιναν οι φαρμακοποιοί.
[25] βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, ό.π., σ. 41.
[26] Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο παρατηρείται μετατόπιση του ευρωπαϊκού οικονομικού κέντρου βάρους από τη Β. Ιταλία προς τις Κάτω Χώρες, με ταυτόχρονη την υπεροχή του βορειοευρωπαϊκού εμπορίου έναντι του βορειοιταλικού - τα φλαμανδικά προϊόντα εκτοπίζουν τα βενετικά ακόμη και από τις αγορές της Ιταλίας. Το ισοζύγιο πληρωμών της Βενετικής Δημοκρατίας πλήττεται και το καθεστώς σταδιακά εξασθενεί, συνυπολογιζομένων και των εδαφικών απωλειών στον Λεβάντε. Για περισσότερα σχετικά με το βενετικό εμπόριο βλ. Norwich JJ, A History of Venice, Vintage Books, Νέα Υόρκη, 1989.
[27] Αυτό αποτελεί δική μας εκτίμηση, αφού στην προκήρυξή τους οι εξεγερθέντες του βαϊλάτου του Γύρου στρέφονται αποκλειστικά κατά των τιμαριούχων. Είναι δύσκολο, πάντως να πιστέψει κανείς πως οι χωρικοί αυτοί δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα και με αστούς πιστωτές, ενώ φαίνεται περίεργη η «σιωπή» των τελευταίων καθ’ όλη τη διάρκεια των προσπαθειών των cittadini να προστατέψουν τα δικαιώματα των πιστωτών στο διάστημα της δραστηριότητας των inquisitori. Βλ. σχετικά Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, σ. 82-8.
[28] βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, ό.π., σ. 47-8, καθώς και Τσίτσας Α. Χ., Λίβελλοι των Κερκυραίων αστών κατά την τελευταία φάση της διαμάχης τους με τους ευγενείς (1786-1792), Δελτίον της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας, αρ.16 (1979), σ. 88-150.
[29] Για περισσότερα σχετικά με το καθεστώς των πόλεων και της υπαίθρου από την ύστερη αρχαιότητα και κατά τον μεσαίωνα βλ. Καραπιδάκης Ν. Ε., Ιστορία της μεσαιωνικής Δύσης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1996, καθώς και Bloch M., Η φεουδαλική κοινωνία, εκδόσεις Κάλβος, 1987.
[30] Αν και η έκφραση «απλά» αποτελεί μάλλον …απλούστευση εδώ, καθώς η αμφισβήτηση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών της υπαίθρου δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση για τον μεσαιωνικό άνθρωπο. Η κουλτούρα της Ευρώπης του Μεσαίωνα, στηριζόταν εν πολλοίς στην «ιερότητα» της δομής της κοινωνίας και του ρόλου των τάξεων. Από τη στιγμή που στο μεσαιωνικό σύστημα αξιών οι κάτοικοι των πόλεων δεν είχαν αναγνωρισμένο ρόλο, το να αποφασίσει κάποιος να εγκατασταθεί σε αυτές αποτελούσε, προφανώς, εξεζητημένη υπέρβαση.
[31] Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να διαχωρίσουμε τους επαγγελματίες και εμπόρους από τους υπολοίπους κατοίκους των πόλεων, καθώς οι πρώτοι είναι βασικά αυτοί που αποτέλεσαν στη συνέχεια την τάξη των αστών, ενώ οι τελευταίοι αποτελούσαν απλώς το popolo, τον «χύδην λαό» κατά τις πηγές της εποχής.
[32] Σχετικά με τις δομές και τη λειτουργία των εκκλησιαστικών αδελφοτήτων, ως φορέων συντεχνιακής οργάνωσης και αντιπροσωπευτικών οργανισμών στην Κέρκυρα, βλ. Καρύδης Σπ., Ορθόδοξες αδελφότητες..., ό.π.
[33] Όσον αφορά στην Κέρκυρα, η ουσιαστική εκκίνηση αυτής της εξέλιξης θα πρέπει μάλλον να τοποθετηθεί στα τέλη του 16ου αιώνα, αφού μόνο τότε οι κάτοικοι της πόλης, έχοντας εξασφαλισμένα τα βασικά αγαθά (κατοικία, επαγγελματικό χώρο) μετά την τείχιση του εξωπολίου, μπορούσαν να αναζητήσουν νέες πηγές πλουτισμού, έξω από τα τείχη. Ακόμη, δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε την πιθανή υποσυνείδητη εξέλιξη της ιδιοσυγκρασίας τους, αφού, μετά την τείχιση του εξωπολίου ήταν τεχνικά και αυτοί cittadini, δηλαδή άτομα κάποιας οικονομικής επιφάνειας, των οποίων η ζωή και η περιουσία ήταν προστατευμένες (άλλωστε οι cittadini κόμπαζαν για τον «αστικό» τρόπο ζωής τους), οπότε ήταν αρκετά λογικό να προσανατολιστούν σε πρακτικές ανάλογες των νομοκατεστημένων cittadini, δηλ. την απόκτηση γαιών στην ύπαιθρο και την εξάρτηση ενός αριθμού χωρικών από αυτούς.
[34] Βλ. παραπάνω σχετικά με τους όρους εισαγωγής στο Συμβούλιο της Κοινότητας της Κέρκυρας.
[35] Οι μόνοι που είχαν, στην Ευρώπη γενικά, το δικαίωμα παροχής δανείων με τόκο ήταν οι Εβραίοι, πράγμα που απετέλεσε και τον κύριο λόγο αντιπάθειας των Ευρωπαίων απέναντί τους.
[36] Στη σύναψη δανειακών συναλλαγών με τη μορφή του προστυχίου επιδίδονταν, βέβαια, και οι cittadini, στην παρούσα εργασία, όμως θα μας απασχολήσει μόνο από την πλευρά των αστών.
[37] Αναφέρεται στην Πρεσβεία του 1680. Βλ. σχετικά Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, σ. 612.
[38] Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, οι μικροκαλλιεργητές πάκτωναν γαίες των πάλαι ποτέ αριστοκρατών με όρους σχεδόν ίδιους με αυτούς που ίσχυαν για τους προγόνους τους πέντε αιώνες πριν.
[39] Στα αιτήματα των Κερκυραίων χωρικών, όπως τουλάχιστον είχαν διατυπωθεί από τον Π. Κωνσταντά και άλλους πολιτικούς τους εκπροσώπους στα τέλη του 19ου αι., περιλαμβανόταν π.χ. ο αναδασμός, ο οποίος εκτός του ότι θα άμβλυνε τις όποιες αδικίες, θα έκανε και τους κλήρους περισσότερο αξιοποιήσιμους. Η υλοποίησή του αναβαλλόταν συνέχεια, ώσπου, με την εμφάνιση του τουρισμού στο νησί, το ενδιαφέρον για την καλλιέργεια της γης μειώθηκε, και το θέμα θάφτηκε οριστικά. Για τις προσπάθειες που έγιναν για την επίλυση του αγροτικού προβλήματος της Κέρκυρας μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, βλ. Χυτήρης Γεράσιμος, Το Αγροτικό πρόβλημα της Κέρκυρας την επομένη της ενώσεως και οι αναφορές του Άγγλου Προξένου, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα, 1981.
[40] Βλ. Λούντζης Ερμάνος, Η βενετοκρατία…, ό.π. και Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…ό.π., σ. 69-71, 75-8.
[41] Βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, σ. 71-5.
[42] Βλ. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, σ. 78-83, 569-594.
[43] Χαρακτηριστική είναι η κλίση των cittadini στα πολυτελή ενδύματα, στην αγορά των οποίων αφιέρωναν τεράστια ποσά. Με τον τρόπο αυτό, τα εισοδήματά τους κατέληγαν τελικά στα χρηματοκιβώτια των Κερκυραίων και Βενετών εμπόρων, όπως και των βιοτεχνών της Βενετίας. Βλ. σχετικά Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Πρεσβείες…, σ. 119-122.
[44] Βλ. υποσημ. 42.
[45] Βλ. παραπάνω στα σχετικά κεφάλαια.
[46] Ανδρέας Γραμμένος, εργασία "Οι θεσμοί της αυτοδιοίκησης της υπαίθρου στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, η περίπτωση της Πρακτωρείας της Μέσης", στο πλαίσο του μαθήματος "Εισαγωγή στην Ιστορία του Λατινοκρατούμενου Ελληνισμού", διδ. Αλέξης Μάλλιαρης, Τμήμα Ιστορίας Ιονίου Πανεπιστημίου, Εαρινό εξάμηνο 2005.

_______________

Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο στο πλαίσιο του μαθήματος "Δυτικές Κυριαρχίες στον Ελλαδικό Χώρο" του Λέκτορα του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, κ. Αλέξη Μάλλιαρη.

16/9/08

ΣΓΟΥΡΑΔΕΣ ΜΕΣΗΣ: Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΕΝΟΣ ΧΩΡΙΟΥ


«Μια φορά κι έναν καιρό» στην Κέρκυρα υπήρχε ένα χωριό με το όνομα Σγουράδες. Δεν αναφερόμαστε στις Σγουράδες του Όρους, αλλά σε έναν άλλο, άγνωστο οικισμό, στην περιοχή της Μέσης.
Οι περισσότεροι αγνοούν την ύπαρξη αυτού του χωριού. Ακόμη και σημαντικοί ερευνητές της τοπικής ιστορίας, μέχρι πρόσφατα, όταν απαντούσαν το όνομα «Σγουράδες», θεωρούσαν ότι πρόκειται για το χωριό της βόρειας Κέρκυρας και καταχωρούσαν αναλόγως όσα στοιχεία εύρισκαν, θολώνοντας περισσότερο το τοπίο.
Ο αείμνηστος Χαρίλαος Κόλλας, για παράδειγμα, στο έργο του «Η νήσος των Κορυφών τον 16ο αιώνα»[1], έχει καταχωρήσει μια αναφορά από τον νοτάριο Εμ. Τοξιώτη, στην εκκλησία του Αγ. Ιωάννη του Καλυβίτη, στις Σγουράδες του Όρους. Η περιγραφή του Τοξιώτη, όμως, είναι σαφής: «από τινα παλαιοκλήσ(ιν) ονομαζόμενο ο Αγιος Ιωάννης ο Καλιβίτης, διακείμενο εις το χωρίον των Σγουράδων ειται της Καμάρας…»[2]. Η τελευταία φράση σημαίνει ότι ο οικισμός των Σγουράδων ανήκε διοικητικά στην Καμάρα, όπως το Κοθωνίκι ανήκει στους Καλαφατιώνες, η Καστανιά ανήκει στον Βιρό, το Πέραμα στο Γαστούρι κ.ο.κ.
Οι Σγουράδες της Μέσης, λοιπόν, βρίσκονταν κάπου ανάμεσα στα χωριά της Καμάρας και των Καστελλάνων Μέσης. Η ακριβής τοποθεσία του χωριού είναι δύσκολο πλέον να προσδιοριστεί, αν και έχει επιζήσει το τοπωνύμιο «Γουράδες» για μια αγροτική περιοχή της Καμάρας και κάποια ασαφή χαλάσματα.
Η πρώτη γνωστή αναφορά στο χωριό αυτό είναι η παραπάνω πράξη του Εμ. Τοξιώτη, το 1512. Είναι, όμως, βέβαιο ότι το χωριό προϋπήρχε αφού διέθετε μάλιστα και εκκλησία.
Αυτό που παραμένει άγνωστο είναι το πότε οι Σγουράδες καταστράφηκαν ή εγκατελήφθησαν και γιατί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το χωριό αυτό δεν ερημώθηκε με την επιδρομή του Μπαρμπαρόσσα που δήωσε την περιοχή το 1537, αφού συνεχίζει να απαντά σε νοταριακές πράξεις μέχρι και το τέλος του 16ου αιώνα:

ΝΟΤΑΡΙΑΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΓΟΥΡΑΔΕΣ (16ος αι.)

1552, ημέρα 27η του Μαρτίου μηνός… χωράφιον …εν τη περιοχή χωρίου των Σγουράδων… πλησίον αμπελίου του Αλεξάνδρου Πικρίδη…
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Γ 55. σ. 94r

16/5/1556
τη αυτή ημέραν… Δημήτριος Κούρης από χωρίον Σγουράδων… πλησίον αμπέλων και χωραφίων του κυρ Κωνσταντή Αγούστη…
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Β 176

1578, ημέρα 28 Φλεβαρίου… οις το οσποίτιον του κυρ Γεοργίου Ποικρίδοι εκ χωρίον τον Σγουράδον…
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Π 15, σ. 44r

1590, 11 μηνός Ιανουαρίου, έσωθεν οικίας κυρ Κώστα Βλάχου εις το χωρίον των Σγουράδων…

…τη αυτή ημέρα εις το χωρίον των Σγουράδων, Καλοϊωάννης Ασωνίτης… ομολόγησε και είπε…
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Π15, σ. 216v- 217r

Έπειτα, κάπου στον 17ου αιώνα, οι Σγουράδες παύουν να υπάρχουν. Τι συνέβη; Αποφάσισαν οι κάτοικοί τους απλώς να εγκαταλείψουν το χωριό τους; Τι απέγιναν αυτοί; Ή μήπως χτύπησε τον οικισμό κάποια μεγάλη καταστροφή;
Δυστυχώς δεν έχουμε κανένα στοιχείο για την τύχη του χωριού αυτού. Ξέρουμε μόνο ότι εξαφανίστηκε από τον χάρτη και τη μνήμη των ανθρώπων.
Δεν μπορούμε παρά να εικάσουμε ότι το χωριό καταστράφηκε, αφού χάθηκε ακόμη και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη[3]. Τα υπόλοιπα χαλάσματα μεταφέρθηκαν τριγύρω και χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση άλλων κτηρίων. Πιο πιθανή αιτία της καταστροφής φαίνεται να είναι η κατάρρευση ενός μέρους του βράχου του βουνού των Αγίων Δέκα, που στέκεται πάνω από την περιοχή των Σγουράδων.
Άγνωστη είναι και η τύχη των κατοίκων του. Αν το χωριό καταστράφηκε, πόσοι από αυτούς επέζησαν; Που πήγαν μετά; Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για την μετεγκατάσταση των κατοίκων των Σγουράδων της Μέσης. Επιπλέον, η ύπαρξη συνωνύμων οικογενειών (Σγούρος, Πικρίδης, Αυγούστης, Ασωνίτης, Βλάχος) στα γύρω χωριά δημιουργεί πολλές δυσκολίες στο να εντοπίσουμε τα ίχνη τους.

Αποτελεί όνειδος για τον τόπο μας το γεγονός ότι, τέσσερις αιώνες μετά τη μυστηριώδη «εξαφάνιση» των Σγουράδων, ελληνικά χωριά εξακολουθούν να σβήνουν από το χάρτη. Οφείλουμε, αν μη τι άλλο, να μη τα σβήσουμε και από τη μνήμη μας…
[1] Χαρ. Κόλλας, Η νήσος των Κορυφών τον 16ο αιώνα από μαρτυρίες του Ιστορικού Αρχείου Κερκύρας, τόμος Α΄, Κέρκυρα 1994, σσ. 40-41.
[2] Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Φ 11, σ. 224v.
[3] Η οποία δεν πρέπει να συνδέεται με την ομώνυμη εκκλησία στο γειτονικό χωριό των Κουραμάδων που είχε ήδη χτιστεί τον 16ο αιώνα.

ΒΑΔΙΖΕΙ Η ΚΕΡΚΥΡΑ ΠΡΟΣ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΛΕΓΧΟΥ;


Ένα από τα πεδία του Γεωπολιτικού Στοχασμού που σχετίζονται με την εφαρμογή της Ισχύος, είναι αυτό του Πολιτισμού. Κατά πολλούς γεωπολιτικούς, η εφαρμογή Ισχύος στο συγκεκριμένο πεδίο παράγει τα σημαντικότερα και διαρκέστερα αποτελέσματα, ανοίγοντας «κερκόπορτες» που επιτρέπουν τη διαρκέστερη και ουσιαστικότερη παρουσία ενός γεωπολιτικού δρώντα σε έναν χώρο. Ως εκ τούτου, επιτρέπει την ενεργοποίηση πολιτικών και στα υπόλοιπα πεδία: της Πληροφορίας, της Πολιτικής, της Οικονομίας και της «Άμυνας».

Κατά τα τελευταία χρόνια στην Κέρκυρα παρατηρεί κανείς την εφαρμογή πολιτικών διείσδυσης από ισχυρούς διεθνείς δρώντες, με προεξάρχοντες τη Ρωσία και την Ιταλία. Και στις δύο περιπτώσεις η πολιτική διείσδυσης έχει φαινομενικά αθώα πολιτιστικά εφαλτήρια, η τυπολογία και το υπόβαθρο των οποίων, όμως, κρούει συναγερμό για όσους μπορούν να παρακολουθήσουν τον χαώδη χώρο της διεθνούς γεωπολιτικής.

Η αρχή έγινε με τη Ρωσία, η οποία, όταν κατόρθωσε να εξέλθει από το χάος του πολιτικοοικονομικού της μετασχηματισμού, ξεκίνησε μία πορεία επέκτασης της διεθνούς της ισχύος, αξιοποιώντας το προκομμουνιστικό της παρελθόν και τους άξονες της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής της εποχής εκείνης. Το ρωσικό ενδιαφέρον για την Κέρκυρα ξεκινά ήδη από τον 18ο αιώνα και κορυφώνεται στις αρχές του 19ου, συντηρούμενο παρ’ όλα αυτά έως τις αρχές του 20ου. Η κατάληψη των Επτανήσων και η εγκαθίδρυση του προτεκτοράτου της Ιονίου Πολιτείας από τον Ναύαρχο Ουζακώφ δεν ξεχάστηκε από τους Ρώσους. Είδαμε στις μέρες μας πώς το νέο ρωσικό καθεστώς εκμεταλλεύτηκε τον αγιοποιημένο ναύαρχο, φέρνοντας στο νησί μας την εικόνα του και εγείροντας προτομές και πλακέτες, ώστε να νομιμοποιηθεί η παρουσία του ρωσικού στόλου στην περιοχή υπό την κάλυψη απόδοσης τιμών στον «άγιο».

Στο ίδιο πλαίσιο φαίνεται πως κινείται και η πρόσφατη πρωτοβουλία των Ιταλών σχετικά με την έγερση μνημείου «ελληνοϊταλικής» φιλίας. Από μόνο του το γεγονός δεν θα σήμαινε τίποτα, αλλά η τυπολογία της πρωτοβουλίας έχει πολλά μεμπτά σημεία:

1. Το γλυπτό κατασκευάστηκε από τον Σύλλογο Παλαιμάχων, Επιζώντων και Απογόνων της Μεραρχίας Acqui, η οποία αποτελούσε την ιταλική κατοχική δύναμη στην Κέρκυρα.

2. Το γλυπτό μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα με πλοίο του Ιταλικού Πολεμικού Ναυτικού.

3. Στην τελετή αποκαλυπτηρίων του μνημείου παρέστη ο Ιταλός στρατιωτικός Διοικητής της περιφέρειας της Acqui, ο οποίος, μάλιστα είχε στο μεταξύ αποστείλει στο ελληνικό ΓΕΕΘΑ αίτημα για την παρουσία ελληνικού στρατιωτικού αγήματος που θα απέδιδε τιμές στο μνημείο!

Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι η Ιστορία δεν αναδεικνύει απλώς μία πληθώρα λόγων για τους οποίους οι Κερκυραίοι δικαιολογούνται να έχουν μια αρνητική στάση έναντι των πρώην κατακτητών τους. Η κατάκτηση, οι στερήσεις, οι διώξεις, οι θανατώσεις και κυρίως η ηθική αυτουργία του εγκλήματος των βομβαρδισμών του Σεπτέμβρη του ’43, αρκούν για να στοιχειοθετήσουν την απόρριψη από την πλευρά των Κερκυραίων του μνημείου της ιταλικής μεραρχίας. Η Ιστορία, όμως, μας προσφέρει και γνώση για το περιβάλλον αυτής της ιταλικής πρωτοβουλίας, ίσως δε και για τις απώτερες επιδιώξεις της.
Από τη στιγμή της γέννεσής της ως ενιαίο κράτος τη δεκαετία του 1860, η Ιταλία είχε εντάξει επίσημα στο γεωστρατηγικό της δόγμα την παραδοχή ότι η Κέρκυρα και οι Παξοί αποτελούν ιταλικό έδαφος. Ανεξάρτητα από τα έωλα επιχειρήματα που στήριζαν αυτή τη διεκδίκηση, η Ιταλία τη στήριξε με πάθος σε πολλά επίπεδα μέχρι το 1947. Στο πλαίσιο αυτό, δεν αρκέστηκε σε οικονομική, πολιτική και πολιτιστική διείσδυση στην Κέρκυρα, αλλά χρησιμοποίησε ή επιχείρησε να χρησιμοποιήσει και στρατιωτικά μέσα σε τέσσερεις περιπτώσεις: κατά τα αντιεβραϊκά επεισόδια στις αρχές του 1890, κατά την κατοχή της Κέρκυρας από την Αντάντ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την απρόκλητη ολιγοήμερη κατάληψη της νήσου τον Σεπτέμβρη του 1923 και τέλος, κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Ως εκ τούτου, είναι απλώς ανεπίτρεπτο να επιτρέπουμε τόσο εύκολα την επανενεργοποίηση της ιταλικής προπαγάνδας (δικαίωση ενός «αμαρτωλού» παρελθόντος – «νομιμοποίηση» στρατιωτικής παρουσίας στο νησί), ίσως και της επεκτατικής πολιτικής της γειτονικής χώρας προς όφελος κάποιας εφήμερης βελτίωσης της τουριστικής κίνησης. Κι αν κάποιος θεωρεί ότι όροι και περιεχόμενα όπως «σφαίρα επιρροής», «επεκτατική πολιτική» και «πόλεμος» ανήκουν στο παρελθόν για τον ανεπτυγμένο κόσμο, αρκεί να θυμίζουμε ότι εισβολές και ανατροπές του εδαφικού status quo πραγματοποιούνται και στην εποχή μας, ακόμη και στην καρδιά της Ευρώπης. Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει τις εξελίξεις στις επόμενες δεκαετίες, ειδικά υπό το πρίσμα της αβεβαιότητας στην οικονομία, την ενέργεια και την παραγωγή τροφίμων.


Ανδρέας Γραμμένος

5/9/08

ΚΟΝΤΟΣΤΑΒΛΟΙ: ΟΙ «ΣΕΡΙΦΗΔΕΣ» ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ


Κατά τον Μεσαίωνα και τους αιώνες που ακολούθησαν μέχρι την εμφάνιση του στιβαρού κράτους τον 19ο αιώνα, η κρατική μηχανή αδυνατούσε να ελέγξει κεντρικά την ύπαιθρο. Τον ρόλο αυτό είχαν αναλάβει, στην περίπτωση της βενετικής Ανατολής, οι Κοντόσταβλοι (ιταλικά contestabile), οι οποίοι ήταν οι διοικητές των πολιτοφυλάκων (cernidi) και τηρητές της έννομης τάξης στις περιφέρειές τους.
Δυστυχώς η ιστορική έρευνα δεν μας επιτρέπει να αποφανθούμε για τα πλήρη καθήκοντα αυτών των τοπικών αξιωματούχων, ούτε για τον τρόπο ανάδειξής τους. Αυτό που προκύπτει με βεβαιότητα από την ανάλυση των πηγών είναι ότι δεν υπήρχε ένας Κοντόσταβλος ανά Πρακτωρία (διοικητικό διαμέρισμα, υποδιαίρεση του ΒαΙλάτου), όπως υποστήριξε ο Ε. Λούντζης[1], αλλά κάθε χωριό είχε τον δικό του Κοντόσταβλο.
Αν και δεν υπάρχουν αρκετές αναφορές σχετικά με τα στρατιωτικά καθήκοντα των Κοντόσταβλων, το Ιστορικό Αρχείο Κερκύρας διαθέτει αρκετά έγγραφα αναφορικά με την αστυνομική τους δράση. Οι Κοντόσταβλοι είχαν την ευθύνη τήρησης του νόμου στις περιφέρειές τους, σε διοικητικές, αστικές και ποινικές υποθέσεις. Ακόμη, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που επέβαλαν τις αποφάσεις των Γερόντων, όσες τουλάχιστον ήταν δεσμευτικές για τους πληθυσμούς των χωριών.
Ως εκ τούτου, επενέβαιναν αυτεπάγγελτα σε περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων, από κλοπές και εμπρησμούς, μέχρι οικογενειακή βία και κάθε είδους βανδαλισμούς. Όσον αφορά στο αστικό δίκαιο της εποχής, οι Κοντόσταβλοι συνέτασσαν και διαβίβαζαν στη Διοίκηση και τα δικαστήρια μηνυτήριες αναφορές κατόπιν αιτήσεως των πολιτών. Μια τέτοια περίπτωση εντοπίζουμε στο παρακάτω νοταριακό έγγραφο.

ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΜΗΝΥΣΕΩΣ ΣΤΟΥΣ ΚΟΥΡΑΜΑΔΕΣ (17ος αι.)

1668, ημέρα 12 τουΙουλίου μηνός, η παρούσα κυράτζα Θεοδούλα, γυνή του ποτέ Νικολού Λαγγαδίτη από χωρίο Κουραμάδων, είχε καρελάρη[2] τον κυρ Δήμο Λαγγαδίτη στην Καγγελαρία του Εκλαμπροτάτου Ρεγγεμέντου[3], καιρόν απερασμένον ως καθώς η αυτή καρέλα περιέχει, γινάμενη από τον Κοντόσταυλο Τζάννη Πουλιέζο. Διά τούτο η άνωθεν κυράτζα Θεοδούλα ρεμοβέρεται[4] από την αυτή καρέλα από παντός τρόπου όπου να ήθελε καρτερή τον αυτόν Δήμο, παρακαλώντας και την δικαιοσύνην να μη προτζεδέρη[5] πλέον κόντρα του αυτού Λαγκαδίτη και τα εξής. Μάρτυρες κυρ Λινός Σαμοΐλης και Γιώργος Αλαμάνος.
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Γ 101, σ. 66

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η κυράτζα Θεοδούλα είχε με κάποιον τρόπο αδικηθεί από έναν άνδρα του χωριού. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις μεταξύ ανδρών έχουμε δει ότι συνήθως πραγματοποιούταν διακανονισμός με πρωτοβουλία των εμπλεκομένων ή των Γερόντων. Στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο διακανονισμός δεν ήταν επιθυμητός αρχικά, αλλά πραγματοποιήθηκε κατόπιν της μηνύσεως της Θεοδούλας και της παρέμβασης του Κονστόσταβλου.
Πράγματι, οι Κοντόσταβλοι δεν ήταν απλώς οι αντιπρόσωποι της εξουσίας που επέβαλλαν των Νόμο, αλλά συχνά λειτουργούσαν ως υπερασπιστές των αδυνάτων που δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν το δίκιο τους μέσω του εθιμικού δικαίου ή δεν το τολμούσαν.
_________

[1] Ερ. Λούντζης, Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Καραβίας- Αναστατικές Εκδόσεις.
[2] Καρέλα – καρελάρω: μήνυση, μηνύω.
[3] Ρεγγεμέντο: Διοίκηση.
[4] Ρεμοβέρομαι: αποσύρρομαι.
[5] Προσεδέρω: κινώ διαδικασίες.

2/9/08

Η ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΤΟ 1537. ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ

Στο πλαίσιο της επισταμένης έρευνας που διεξάγουμε στο Ιστορικό Αρχείο Κερκύρας για τη συλλογή ιστορικών στοιχείων, σχετικά με την τοπική ιστορία του χωριού των Καλαφατιώνων, που πρόκειται να εκδοθεί στο κοντινό μέλλον με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου, εντοπίσαμε μερικά έγγραφα διαφόρων νοταρίων του 16ου αιώνα, στα οποία γίνεται νύξη για τη μεγάλη συμφορά που βρήκε τότε τον τόπο μας. Τα στοιχεία αυτά αφορούν στη βάρβαρη επιδρομή των Τούρκων κατά τον Αύγουστο του 1537, και τις επιπτώσεις που είχε αυτή στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης και στους Καλαφατιώνες ειδικότερα.
Πρόκειται για μια αιματηρή και δραματική περιπέτεια που έζησαν οι άμεσοι πρόγονοί μας, η οποία στους περισσότερους είναι ελάχιστα ή και καθόλου γνωστή. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Πολιτιστικός φορέας του χωριού, στο πλαίσιο του εορτασμού της 25ης Μαρτίου, της επετείου του εθνοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων, θεώρησε σκόπιμο να μας καλέσει να δημοσιοποιήσουμε όσα στοιχεία ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια των ερευνών μας σχετικά με την εν λόγω περίοδο.
Για να γίνουν, όμως, πιο κατανοητά αυτά που θα αναφέρουμε στη συνέχεια, θεωρήσαμε σκόπιμο να ανατρέξουμε στην υπάρχουσα βιβλιογραφία όσο αυτό είναι απαραίτητο για τη σκιαγράφηση των συνθηκών που οδήγησαν στα δραματικά γεγονότα στα οποία θα αναφερθούμε. Πρόκειται για το έργο «Αποδημίες», του Κερκυραίου Νίκανδρου Νούκιου, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της επιδρομής, και περιγράφει τα όσα έζησε με ιδιαίτερη γλαφυρότητα. Το έργο, βέβαια, είναι γραμμένο στην αρχαία αττική διάλεκτο που χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή οι λόγιοι, και η οποία είναι αρκετά δυσνόητη για τον σύγχρονο Έλληνα. Για τον λόγο αυτόν, θα χρησιμοποιήσουμε τη μετάφραση του αείμνηστου συντοπίτη μας Γεράσιμου Χυτήρη, ο οποίος απέδωσε την αφήγηση του Νούκιου στη δημοτική, τη σχολίασε και την εμπλούτισε με επιπλέον ιστορικά στοιχεία.
«Έχει τι δεινόν ισχύος θράσσος». Με τα λόγια αυτά ξεκινά τον πρόλογό του ο Γεράσιμος Χυτήρης, και συνεχίζει: «Μια συμμαχία του σταυρού με το μισοφέγγαρο κατά του σταυρού στον 16ο αιώνα, κατέληξε σε βάρος αθώων ελληνικών πληθυσμών. Η συμμαχία κλείστηκε ανάμεσα στον Φραγκίσκο Α΄ της Γαλλίας και τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν Β΄ τον Μεγαλοπρεπή, και στρεφόταν κατά του Καρόλου Ε΄ βασιλιά της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ισπανίας και από τα 1529 Αυτοκράτορα του Ρωμαϊκού κράτους. Τα Εφτάνησα βρίσκονταν τότε κάτω από τη βενετσιάνικη κυριαρχία. Έφτανε για τον Σουλτάνο η υποψία πως τα βενετσιάνικα καράβια βοηθούσανε τον στόλο του Καρόλου για να κινηθεί σε πολεμική προπαρασκευή, υπολογίζοντας και τη Βενετία σαν πολέμια.
Έτσι, ξεκίνησε την Άνοιξη του 1537 από την Κωνσταντινούπολη με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, πέρασε την Θράκη, διέσχισε την Μακεδονία, μπήκε στην Αλβανία και στρατοπέδευσε στην Αυλώνα. Τον ίδιο καιρό, ο πολεμικός στόλος, 400 καράβια εξοπλισμένα με 3000 κανόνια, έβγαινε από τον Ελλήσποντο. Τον συνόδευαν τα βοηθητικά, φορτωμένα πολεμοφόδια, πολεμικές μηχανές της εποχής εκείνης, ζωοτροφές και στρατό συμπληρωματικές δυνάμεις από 25000 πεζούς, καβαλάρηδες και γενίτσαρους. Στόλαρχος, ο γαμπρός του Σουλτάνου, Λουφτή Πασάς, με υπαρχηγό τον τρομερό κουρσάρο Χαϊρεντίν τον Κοκκινογένη (Μπαρμπαρόσα).



Ο Σουλτάνος, ύστερα από σύσκεψη με τους αρχηγούς των δυνάμεών του, Λουφτή Πασά, Χαϊρεντίν και Γιανουσή Μπέη, τον Αύγουστο στην Αυλώνα, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βενετίας. Αμέσως οι πεζοί άφησαν την Αυλώνα, πέρασαν από το Αργυρόκαστρο και ήρθαν και στρατοπέδευσαν στα ηπειρωτικά παράλια, αντίκρυ στην Κέρκυρα. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα με ένα μέρος του στόλου το πρωί της 27ης Αυγούστου, έφτασε με τρία κάτεργα και αγκυροβόλησε στη βορινή άκρη του λιμανιού της Κέρκυρας. Στις 28 ήρθε και ο υπόλοιπος στόλος και πήρε θέση από το λιμάνι ως τα παράλια του Ύψου. Βγήκαν αποσπάσματα που καλύψανε την παράλια ζώνη και φτάσανε ως το προάστιο του Ποταμού.
Στις 29 Αυγούστου αποβιβάστηκαν 25 ακόμη χιλιάδες φανατικοί Γενίτσαροι, Σπαχήδες και Γιαγκάκοι ανατολίτες. Λεηλατήσανε το εμπορικοτεχνικό ξωπόλι, σκοτώσανε όσους βρήκαν μπρος τους, βάλανε φωτιά που για τρία μερόνυχτα θρεφόταν από την ξυλεία των οικοδομών και ξεφόρτωσαν τριάντα κανόνια.
Καλύτερα, όμως, στο σημείο αυτό να αφήσουμε τον ίδιο τον Νούκιο να μας αφηγηθεί τα πράγματα όπως τα έζησε. Επειδή, όμως ο χρόνος μας είναι αρκετά περιορισμένος και δεν μας επιτρέπει την ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου, θα περιοριστούμε στα πλέον χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Γράφει, λοιπόν ο Νούκιος:
«Ο Χαϊρεντίνης με τις δικές του γαλέρες, αφού αρμένισε ως την πολιτεία, ξεμπαρκάρησε κοντά σ’ αυτήν τον στρατό που είχε μέσα κι από την αντικρυνή Ήπειρο έφερνε κι άλλους. Αφού πέρασε αρκετούς, κυρίεψε τον κατοικημένον τόπο, όξω από την πολιτεία του κάστρου, που συνηθίζουμε να τον λέμε εμπορείο. Αν κι ήτανε μεγάλο και με πολλά σπίτια, όμως απόμενε ατείχιστο. Γι αυτό και δεν ήτανε σε θέση ν' αντισταθούνε στο παραμικρό οι κάτοικοί του.
Αυτοί που βρισκότανε στην πολιτεία και στα φρούρια κι οχυρά, κλείσανε τις καστρόπορτες και τις μπασιές και περιμένανε την πολιορκία. Εκείνοι πάλι, που απομένανε απόξω, τρέξανε για την πολιτεία του κάστρου, μα εκεί, αυτοί που είχανε οριστεί στη φρουρά, τους εμποδίζανε να μπούνε μέσα. Κι όπως δεν είχανε που να πάνε, τρέξανε σ’ έναν ψηλό κάβο, στ’ ανατολικά της πολιτείας, που τον τριγυρίζει η θάλασσα με βάθος μεγάλο κι είναι ασφαλισμένος με ξεκομμένα βράχια, όσο και με το τείχος, που τον χωρίζει από την πολιτεία και τον ονοματίζουνε του Ισιδώρου.
Βρήκανε πιο σωστό να μένουνε όξω στο ξέφωτο, σ’ έναν τόπο ξερό, γεμάτο σκληρές πέτρες, παρά να παραδοθούνε στους βαρβάρους. Άλλοι τους μπαίνανε στα πλεούμενα, που βρισκότανε δεμένα στο λιμάνι και στο μαντράκι, κάμποσοι, πάλι κρυβότανε σ’ άλλες γωνιές, άλλοι από δω και άλλοι από κει, άλλος έτρεχε αλλού, να κυνηγιούνται απόξω από τους βάρβαρους, που τους ήταν οχτροί κι αντίπαλοι, κι από κείνους που βρίσκονταν μέσα στην πολιτεία, και τους πιστεύανε για φίλους, ν’ αποδιώχνονται για να μην αγγίξουν ούτε τα τείχη».
Ο Νούκιος, φορτισμένος από μεγάλη πίκρα και συγκίνηση, συνεχίζει αναφωνώντας:
«Ω, πώς να μη φέρω τη θύμησή μου στη συμφορά, που σ’ έυρηκε, πατρίδα μου χωρίς να δακρύζω; Μα, πώς πάλι, να σε ξεχάσω και να μη γράψω αυτά που είδα με τα μάτια μου; Μακάρι να μην τα είχα δει, γιατί δεν θα ‘χα εντυπωσιαστεί τόσο, αν τα είχα μάθει από άλλον».



Παρακάτω συνεχίζει:«Φάνηκε, που λέτε, καλό στον Σουλεϊμάνη ν’ αφανίσει το νησί με φωτιά και σίδερο, και την πολιτεία, αν ήταν μπορετό, να την υποτάξει. Για τούτο, οι βάρβαροι σκορπίστηκαν στο ξωπόλι κι αφανίσανε τα σπίτια. Αφού τα ξεγυμνώνανε, τους βάνανε φωτιά, κι όσους ανθρώπους πιάνανε, τους παίρνανε σκλάβους και πολλούς τους ξεκάνανε.
Οι άλλοι του στρατού, αφού ξεμπαρκάρανε, όπως είπαμε, αρχίσανε από τον τόπο που ήτανε γύρω από το ξωπόλι κι ανοιχτήκανε και σκορπίσανε σ' όλο το νησί κι όσους βρίσκανε μπροστά τους, τους φερνότανε με τον πιο ανελέητο τρόπο. Σκοτώνανε, σκλαβώνανε, κουρσεύανε, γδύνανε, βάνανε φωτιά, τσακίζανε, κακομεταχειριζότανε, ωσά να ‘τανε μεθυσμένοι, κοπέλες και παντρεμένες, χωρίς ν’ απαφήνουνε τα παιδάκια και τα παλικαρόπουλα, σφάζανε γέρους και γριές χωρίς συμπόνια, βρωμίζανε εκκλησιές και ξωκλήσια».
Αφού στη συνέχεια αφηγείται και άλλα δεινά που υπέμειναν οι Κερκυραίοι, τα οποία πλήθυναν με την λύση της πολιορκίας και το φευγιό των Τούρκων, καταλήγει:
«Αυτή ήτανε η περίσταση που εύρηκε την πολιτεία των Κερκυραίων στα χρόνια μας. Για τούτο, μου φαίνεται, πως έπεσε θεομηνία στο νησί, ή κάποιος δαίμονας την αβάσκανε για την καλοπέραση που είχανε, τότες, οι πολίτες ή όπως λένε οι δικοί μας, θύμωσε ο θεός από τις τόσες αμαρτίες και έδωκε την τιμωρία από χέρι ανόσιο, απάνου στους αμαρτωλούς για να τους βάλει γνώση».
Ο Νούκιος διεκτραγωδεί και ζωγραφίζει με τα μελανότερα χρώματα τα γεγονότα που ο ίδιος είδε, έζησε κι έπαθε μέσα στην πόλη της Κέρκυρας. Μας δίνει, όμως, έστω και με μια γενική περιγραφή και όσα συνέβησαν στα χωριά, όταν γράφει «… κι ανοιχτήκανε και σκορπίσανε σ’ όλο το νησί κι όσους βρίσκανε μπροστά τους, τους φερνότανε με τον πιο ανελέητο τρόπο. Σκοτώνανε, σκλαβώνανε, κουρσεύανε, γδύνανε, βάνανε φωτιά, τσακίζανε, κακομεταχειριζότανε, …βρωμίζανε εκκλησιές και ξωκλήσια».
Με αφετηρία αυτή την περιγραφή από τον αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων, θα προσεγγίσουμε στη συνέχεια τα όσα συνέβησαν στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης και στο χωριό των Καλαφατιώνων, ανατρέχοντας στις αποσπασματικές, δυστυχώς πληροφορίες που ανασύραμε από έγγραφα της εποχής, όσον αφορά τους αιχμαλώτους, τους σκλάβους, τους εμπρησμούς και τους σκοτωμένους στην περιοχή μας. Συγκεντρωτικά στοιχεία, δυστυχώς δεν έχουμε, αυτά όμως που θα αναφέρουμε στη συνέχεια, μας δίνουν κάποια αντίληψη του τι συνέβη τότε, όπως και για το μέγεθος της καταστροφής.
Ας αρχίσουμε από το πιο μακρινό χωριό της περιοχής, αυτό του Σταυρού: Εκεί, καθώς φαίνεται, οι Τούρκοι σκότωσαν τον Κώστα τον Κυλαδινό και πήραν σκλάβους όλη του την οικογένεια. Διαβάζουμε σχετικά από μια συμβιβαστική πράξη της 16ης Νοεμβρίου του 1542: «κυρ Πέτρος ο Κυλαδινός .... από χωρίο του Σταυρού ομολόγησε ότι επειδή ως εκείνος όπου ευρίσκεται εγγητώτερα από πατέρα στα πράγματα της Νολάτας θυγατρός του ποτέ Κώστα Κυλαδινού ως εξαδέλφης αυτού, οποία επάρθη σκλάβα με όλη την φαμίλια αυτής…»
Άλλη μαρτυρία, για τους Κυνοπιάστες, αυτή τη φορά, μας αποκαλύπτει ότι πήραν σαν σκλάβους τα δύο παιδιά του Πρωτοπαπά Αντωνίου Σκόρτζη, ο οποίος στη διαθήκη του αναφέρει τα εξής: «… ομοίως, αν έλθη ο υιος μου ο Καλόγερος να έχει το αμπέλι στην Τζαρουλιά .... και τον ποτέ καιρόαν έλθη η θυγατέρα μου η Μάρω να έχει το μερτικό της από τους αδελφούς της ... ».
Στις 30 Νοεμβρίου 1553 στους Άγιους Δέκα, ο Θωμάς Μανόπουλος, λεγόμενος Πούλης, θέλησε να κάνει μια πράξη υιοθεσίας. Ο νοτάριος αναφέρει την αιτία: «…επειδή την φαμήλιαν αυτού εις τον καιρόν του Ασεδίου, ελθόντων Αγαρηνών του ηπήραν οι Τούρκοι την γυναίκα του και τα παιδιά του και έμεινε χωρίς φαμήλια…».
Σε μια συμβολαιογραφική πράξη στην Καμάρα, με ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1559 αναφέρεται πως ο Αντώνιος Μπαρούτζης έμεινε κληρονόμος της μητέρας του Καλής Μπαρούτζενας και του θείου του Βασίλη Σάδου, τους οποίους πήραν σκλάβους οι Τούρκοι, όπως και τα παιδιά του θείου του.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1545, ο Στέλιος Κοντός από το Γαστούρι, ζητά να του επιστραφεί η προίκα της αδελφής του, Μάρως, από τον αδελφό του γαμπρού του, Καλοϊωάννη Λαμπίρη απόο τους Βαρυπατάδες, επειδή τη Μάρω και τον άνδρα της Φίλιππο είχαν πάρει οι Τούρκοι σκλάβους, και μάλλον είχε πεθάνει στη σκλαβιά.
Στον Κάτω Γαρούνα, από μια νοταρική πράξη με ημερομηνία 10 Απριλλίου 1548, παίρνουμε την πληροφορία ότι το εκεί γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, το έκαψαν και κατέστρεψαν εντελώς οι Τούρκοι. Με τη συμβολαιογραφική πράξη που αναφέραμε, οι κτήτορες θέλησαν να το παραχωρήσουν σε μια νέα μοναχή, ώστε να επανασυσταθεί η μονή. Διαβάζουμε ένα μικρό απόσπασμα: «…οι παραπάνω εκτητόροι της μονής του Αγίου Αθανασίου εις τον Κάτω Γαρούνα… ομολόγησαν ότι επειδή η άνωθεν μονή ευρίσκεται ηφανισμένη επειδή την είχαν χαλάση οι ασεβείς Τούρκοι, οποία μονή είναι παντάπασι ηφανισμένη. Όστις μοναστήριο από εκ πάλαι υπήρχε να κατοικούν μοναχές γυναίκες…» Εδώ φαίνεται ότι οι μοναχές που ήταν μέσα στη μονή σκοτώθηκαν ή αρπάχτηκαν για σκλάβες.
Η Πούλω, γυνή του ποτέ Αυγουστή Κουνά από τους Καστελάνους Μέσης, στη διαθήκη της, η οποία συντάχτηκε την 1η Δεκεμβρίου 1578, αναφέρει: «…ήφερα και εκ τη σκλαβιά όπου ευρισκόμουν και εδιακόνουν και έμασα από τους Χριστιανούς δουκάτα 4 και άσπρα αργυρά 150, οποία τα έδωσα του ανήρ μου ποτέ Αυγουστή…»
Από τους Συναράδες πήραν σκλάβα την Κατέρω, παπαδιά του Πρωτοπαπά Μέσης, τον ένα της γιο, Αντώνη, και τη γυναίκα του Τζουάννα. Η παπαδιά μπόρεσε και γύρισε το 1550, όπως φαίνεται σε νοταρική πράξη με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου του έτους αυτού, και στην οποία αναφέρεται το εξής: «…επειδή η παρούσα Κατέρω Πρεσβυτέρα του παπα ΚαλοΪωάννη Γραμμένου είχε ένα αμπέλι στο χωριό των Καστελάνων στα Φωστηριάτικα προικόο αυτής και επλήρωνε τεταρτία του κυρ Φράγκου του Πλουτίνου και εστόντας αυτή εις τη σκλαβιά ο ρηθής κυρ Φράγκος το επήρεν και το επούλησεν…» Ο γιος της παπαδιάς, όμως, ο Αντώνης και η γυναίκα του, Τζουάνα, δεν ξαναγύρισαν, αλλά, όπως φαίνεται σε μια άλλη νοταρική πράξη του 1555, πέθαναν στη σκλαβιά, και τα αδέλφια της Τζουάννας ζητούσαν από τα αδέλφια του Αντώνη πίσω την προίκα της νεκρής αδελφής τους.
Για τους Συναράδες έχουμε μια ακόμη μαρτυρία. Σε νοταρική πράξη με ημερομηνία 2 Ιουνίου 1547, αναφέρονται τα εξής: «…ο ΚαλοΪωάννης Μπουρδουμπής και κυρ Μάτιος Κακιωμένος από χωρίον Συναράδων, εσυμφώνησαν μετά του μοναχού Μαλαχία από χωρίου Καστελάνων, επειδή η γυνή του άνωθεν κυρ Ιωάννου, Θεοδώρα, και το παιδίον του άνωθεν κυρ Μάτιου, ονόματι Στάθης, ευρίσκονται σκλάβοι και έστηλαν γραφήν πως είναι εις της Ανατολής τα μέρη, υπόσχεται ο παρών μοναχός να υπάγη καθολικά εις τον τόπον να τους φέρη εδώ…. Και να του δώσουν δουκάτα 20…».
Στους Βαρυπατάδες, από νοταρική πράξη της 1ης Ιουνίου 1547, φαίνεται ότι οι Τούρκοι πήραν σκλάβους την οικογένεια του ιερομονάχου Μελετίου Καρατζά, ο οποίος υποχρεώθηκε να δώσει το σπίτι του, ώστε να πάει και να τους εξαγοράσει. Όταν τελικά γύρισε πίσω, δεν είχε σπίτι να βάλει την οικογένειά του, οπότε υποχρεώθηκε να δώσει τα αμπέλια του στον πιστωτή του για να πάρει πίσω το σπίτι.
Από τους Κουραμάδες πήραν σκλάβο τον Νικόλαο Βέργη, ο οποίος, όπως φαίνεται από πράξη της 13ης Μαρτίου 1563, πουλήθηκε στη Χίο, και εξαγοράστηκε από το εκεί μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Τζαγέν. Με τη διαθήκη του, στις 14 Σεπτεμβρίου 1539, ο Νικόλαος Βέργης άφησε τα υπάρχοντά του στο μοναστήρι.
Από τους Κουραμάδες πήραν ακόμη σκλάβους τα αδέλφια Θεοχάρη, Σταμάτη και Δημήτρη Λαγκαδίτηδες, όπως φαίνεται από πράξη του έγινε στις 27 Ιουλίου 1539, στην οποία ο Λοΐζος Βαρβαρής ζητούσε από τους κληρονόμους τους την εξόφληση δανείου που τους είχε δώσει.
Για να κλείσουμε με τις μαρτυρίες από τα γύρω χωριά, για τα οποία αναφέραμε δειγματοληπτικά κάποιες περιπτώσεις, θα παραθέσουμε μια μαρτυρία, ίσως την πιο εντυπωσιακή, η οποία αφορά το χωριό του Αγίου Προκοπίου, γνωστού παλαιότερα ως Ψωραροί. Θα παραθέσουμε ένα μέρος μιας νοταρικής πράξης με ημερομηνία 19 Μαΐου 1541, στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«…η κυράτζα Λιανόρα θυγατέρα του ποτέ Γιάννη του Φιτζιάλου, … ομολόγησε ότι επειδή όταν ήρθε η αρμάτα η Τούρκικη ήχε υπάγη σκλάβα και αυτή και ο ανήρ αυτής κυρ Τζάνης Μάμαλος, οποίος επουλήθη. Και επουλήθη και αυτή εις την Ανδριανούπολη. Και επειδή ευρέθη ο παρών Ιωάννης Τζούμας εκ την Στερεάν εκ του Τζαμαντά και εξαγόρασεν αυτήν εκ χειρός των Αγαρινών, η οποία Λιανόρα ως λέγει, δια τούτο ευλογήθη άνδρα τον άνωθεν Ιωάννην, εκεί εις την Στερεάν. Την σήμερον εξ αναζητήσεως αυτής, ελθών εις την παρούσαν πόλην ανεζήτησε του παρόντος κυρ Τζάνη, πρώτου ανδρός αυτής την προίκαν αυτής ονόματι κυρ Τζάνη Μάμαλου, οποίος είνε εκ τους Ψωραραίους, οποίον είχαν πάρει και αυτόν αιχμάλωτον….».
Τελευταίες αφήσαμε τις αναφορές που αφορούν στους Καλαφατιώνες, μια και για το χωριό αυτό εδώ έχουμε συλλέξει πληρέστερες πληροφορίες για τα δεινά που υπέστησαν οι φιλήσυχοι κάτοικοί του εκείνη την εποχή. Γιατί και οι Καλαφατιωνίτες επλήγησαν βάναυσα από τους Τούρκους επιδρομείς, που έχυσαν το αίμα τους, έκαψαν τα σπίτια τους και πήραν πολλούς από αυτούς αιχμαλώτους και τους πούλησαν σαν ζωντανά στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Τραγικό πρόσωπο σ’ αυτό το χωριό, ο ιερέας και κτήτορας του Αγίου Ηλιού, ο παπα Αρσένιος Μακρής, ο οποίος, επειδή όπως φαίνεται σκοτώθηκε η παπαδιά του, έγινε μοναχός με το όνομα Άνθιμος. Ο παπα Άνθιμος έμεινε έρημος σαν την καλαμιά στον κάμπο μετά το πέρασμα των Τούρκων από τους Καλαφατιώνες, αφού, εκτός του ότι σκότωσαν την παπαδιά, οι Οθωμανοί πήραν μαζί τους φεύγοντας τους γιούς του Γιάννη με τη γυναίκα του Κατερίνα, τον Στυλιανό, και την κόρη του Ειρήνη. Από την καταστροφή και την αιχμαλωσία, εκτός από τον ίδιο, γλύτωσε μόνο η εγγονούλα του η Έλενα.
Σε μια νοταρική πράξη που έκανε στις 31 Μαΐου 1539, δυο χρόνια μετά την καταστροφή, η ιερομόναχος πλέον παπα Άνθιμος, παραχωρεί τα υπάρχοντά του στον συγχωριανό του κυρ Γεώργιο Τζαγκάρη, επειδή τον βοήθησε και του συμπαραστάθηκε στις δοκιμασίες του. Μεταξύ άλλων, στην πράξη αναφέρονται και τα εξής: «…ώστε ού θέλει και ο αυτός μοναχός αχάριστος φανήναι τοιούτω τρόπω ότι όλα του τα αγαθά εαυτού αφίνει εις πάσαν εξουσίαν του αυτού Γεωργίου μετά της αυτής συμφωνίας, ότι είμεν και έλθωσιν οι υιοί αυτού Στυλιανός και Ιωάννης (εκ την σκλαβιάν)… να λαμβάνωσιν τα ήμισα πράγματα εξ όλα όπιστεν ….. και το παιδίον το εγγόνιον αυτού, την Έλενα, την αναθέτει εις την ψυχήν του αυτού Γεωργίου να την έχει εις την οικίαν του…»
Τον Αύγουστο του 1544, ο γιος του ο Γιάννης είχε επιστρέψει, καθώς φαίνεται από μια διαθήκη που έκανε τότε ο παπα Άνθιμος: «…Αφίνει διά την ψυχήν του του υιού του Ιωάννη, το τέταρτον πάντων των αγαθών αυτού χάριν κληρονομίας…». Ύστερα από έναν μήνα, τον Σεπτέμβρη του 1544, δηλαδή, ο παπα Άνθιμος φαίνεται έτοιμος να ταξιδέψει προς αναζήτηση των άλλων δύο παιδιών του, του Στυλιανού και της Ειρήνης, οι οποίοι ήταν ακόμη στη σκλαβιά. Οπωσδήποτε χρειάστηκε χρήματα για αυτό το εγχείρημα, τα οποία του έδωσε μάλλον ο γαιοκτήμονας του χωριού Γκίνης Τζαγκαρόλος, αφού σε πράξη της 20ης Σεπταμβρίου, ο παπα Άνθιμος του αφήνει όλα του τα αγαθά, τα οποία «…αν μεν στραφεί εις τα ίδια να τα επαναλάβει, ει δε αποθάνει εις την ξενίαν να μένωσιν του κυρ Γγίνη Τζαγκαρόλη….». Απ’ ότι μπορούμε να συμπεράνουμε, ο παπα Άνθιμος, τελικά είτε δεν κατάφερε να βρει τα παιδιά του, είτε δεν μπόρεσε να τα εξαγοράσει.
Το 1553 είχε χάσει την ελπίδα ότι θα τα ξανάβλεπε και βαπτίζει ένα παιδί του ΚαλοΚυριάκη Πηλού, δίνοντάς του το όνομα του χαμένου του γιου, Στυλιανού. Στη διαθήκη που έκανε στις 11 Μαρτίου 1553, αναφέρει: «…Έτι…αφήνει και το μερτικό των δύο παιδιών αυτού όπου ευρίσκονται εις την σκλαβειά, ονόματι Στυλιανός και Ειρήνη, προς τον αναδεκτόν αυτού Στελιανό Πηλό…», αλλά «…εξεκαθαρίζει και τούτο, ότι αν ευδοκήση ο πανάγαθος Θεός και έρθει κανένα εκ τα παιδιά αυτού όπου ευρίσκονται εις την σκλαβειάν, να έχει το μερτικόν του ήγουν το αδελφομοίρι του…».
Το δράμα των Μακρήδων δεν περιορίζεται στην οικογένεια του παπα Άνθιμου. Οι Τούρκοι φαίνεται πως σκότωσαν τον πατέρα του παπα ΚαλοΪωάννη Μακρή, μαζί με τον αδελφό του Νικόλαο, και πήραν τον άλον του αδελφό, Αντώνη, μαζί και τη γυναίκα του Ευφροσύνη, καθώς και όλα τους τα παιδιά.
Αυτά σκιαγραφούνται στις ακόλουθες πράξεις:
Στην πρώτη, με ημερομηνία 10 Μαΐου 1546, αναφέρεται: «…η κυρά Κυάρα, θυγατέρα του ποτέ παπα ΚαλοΪωάννη Μακρή διά μέρος αυτής και ΚαλοΪωάννη Μακρή, υιο του ποτέ Νικολάου Μακρή…. Ημύρασαν τα πράγματα του θείου αυτών κυρ Αντωνίου Μακρή, οποίος ευρίσκεται σκλάβος…».
Στην άλλη πράξη, με ημερομηνία 14 Αυγούστου 1553, διαβάζουμε: «…οι πρωτοξάδελφοι της Ευφροσύνης Κουρέλενας, σύμβιας του Αντωνίου Μακρή, ποιούν κουμέσιον αυτών τον κυρ Μάτιον τον Δελάρτα, να …. Αναζητήσει την προίκα της άνωθεν Ευφροσύνης…. Επειδή την επείραν οι Τούρκοι αιχμάλωτη και αυτήν και τον άνδρα αυτής και τους παίδας αυτής, ως λέγουν…».
Το 1538, ο Ανδρέας Μισθός από χωρίο Καλαφατιώνων, σε εξουσιοδότησή του, «…ομολόγησε ότι επειδή βούλεται να μισεύση από την παρούσα χώρα (προφανώς για να αναζητήσει τα παιδιά του), …επίοισε… νόμιμον αυτού επίτροπον την γυναίκα του την Κιούρω, να κατοικεί εις το οσπίτιον του και να έχει όλο το αδελφομοίρι του… και αν ήθελε του τύχει θάνατος να τα έχει διά την ψυχήν του… και να δώσει και υπανδρεύσει μια ορφανή από τα χωράφια του… και αν ήθελε κάμει παιδί όπου είναι εγκαστρωμένη, να είναι εκείνο κληρονόμος…»
Το 1545, ο κυρ Κώστας Πηλός, εκ χωρίου Καλαφατιώνων, νέος και γερός ακόμη, κάνει την διαθήκη του, γιατί, όπως αναφέρεται στη σχετική πράξη: «… βούλεται ημισεύση εκ της παρούσης πόλεως και απέλθη εις την Καλίπολιν εις αναζήτησιν της Θεοδώρας, συμβίας αυτού, οποία επάρθη αιχμάλωτη τον καιρόν του εμπρησμού της παρούσης πόλεως…». Ευτυχώς, μετά από έναν χρόνο περίπου, ο Κώστας Πηλός ξαναγύρισε, φέρνοντας μαζί του και τη γυναίκα του τη Θεοδώρα, η οποία ήταν κόρη του Γεωργίου Μισιτού, καθώς φαίνεται από μία πράξη του 1546, με την οποία η Θεοδώρα επανακτά ένα αμπέλι που κρατούσε ο ξάδελφός της Ντζάνης Μισιτός «από τον καιρό του ασεδίου».
Μετά την επιδρομή, προέκυψε και άλλη βάσανος για τους ανθρώπους του χωριού, όπως και όλης της υπαίθρου του νησιού. Οι περισσότεροι είχαν δανειστεί χρήματα με τη μορφή της προαγοράς κρασιού. Πρόκειται για το λεγόμενο «προστύχι» που λειτουργούσε ως εξής. Κάποιος αγρότης που είχε ανάγκη δανεικών, πωλούσε προκαταβολικά, τον Γενάρη, φερ’ ειπείν, το κρασί που θα έκανε τον Σεπτέμβρη, σε πολύ χαμηλή τιμή. Έτσι, κατά τον τρύγο, ξεπλήρωνε το χρέος του με κρασί, το οποίο πρέπει να σημειωθεί πως ήταν ο κυριότερος πόρος εισοδήματος την εποχή εκείνη. Ποιος, όμως, έκανε κρασί μετά την συμφορά που τους βρήκε ακριβώς πάνω στην εποχή του τρύγου;
Όταν πέρασαν λίγοι μήνες, οι δανειστές τους απαίτησαν τα χρέη από τους ίδιους, ή από τους πληγωμένους και εξαντλημένους συγγενείς αυτών που είχαν σκοτωθεί ή παρθεί σκλάβοι. Ας αναλογιστούμε το δράμα αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι έπρεπε να συνέλθουν από τη συμφορά, να μαζέψουν χρήματα μήπως και εξαγοράσουν κάποιον συγγενή τους που πήραν οι Τούρκοι, και ταυτόχρονα να αποπληρώσουν χρέη με ιδιαίτερα ειδεχθείς όρους.
Ενάμισι χρόνο μετά την επιδρομή, η 15χρονη Μαρία Διγενή από τους Καλαφατιώνες, προφανώς η μόνη που είχε απομείνει από την οικογένεια, ορφανή και έρημη, κλήθηκε να πληρώσει τα χρέη του πατέρα της Νικολάου Διγενή, και μην έχοντας τι να δώσει: «…πωλεί προς αυτόν (δηλαδή τον δανειστή του πατέρα της, Γεώργιο Τζαγκάρη) το οσπίτιόν της το προικίον της ό έχει εις το ειρημένο χωρίο…».
Στις 21 Απριλίου του 1538, ο Ιωάννης Λαγκαδίτης, κλήθηκε να πληρώσει στον Εβραίο Μεναέμ Ρεμπί, το χρέος που είχε συνάψει έναντι κρασιού ο πατέρας του Γεώργιος, τον οποίον, όπως αναφέρεται σε μια πράξη πήραν οι Τούρκοι σκλάβο. Σε άλλη πράξη αναφέρεται ότι πέθανε στη σκλαβειά.
Ακόμη, μόλις τον Φλεβάρη του 1538, ο ίδιος Εβραίος, ο Μεναέμ Ρεμπί, ζήτησε από τον Θεόδωρο Κοφυρά να του αποδώσει τον επόμενο τρύγο το κρασί που είχε προπληρώσει εν είδη δανείου στον πατέρα του Γεώργιο, τον οποίον είχαν πάρει επίσης σκλάβο οι Τούρκοι. Όπως φαίνεται σε άλλη πράξη, ο Θεόδωρος ξενιτεύτηκε σε αναζήτηση του πατέρα του, που στο μεταξύ είχε πεθάνει στη σκλαβειά, αλλά και της αδελφής του, Φράγκως, που ήταν επίσης αιχμάλωτη, και της οποίας τον άνδρα, Ζαχαρία Καμίλη, είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι το 1537. Τελικά ο Θεόδωρος κατάφερε να βρει την αδελφή του και την έφερε πίσω στο χωριό.
Επιστρέφοντας, όμως, ανακάλυψε ότι ένα οικόπεδό του μέσα στο χωριό, είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Ιωάννη Κάντηλα, τον οποίο επειδή έλειπε από το νησί εκπροσωπούσε ο αδελφός του Αρσένιος. Ο Αρσένιος ισχυρίστηκε ότι το οικόπεδο το είχε αγοράσει ο αδελφός του από τον πατέρα του Θεόδωρου, αλλά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σχετικό έγγραφο: «… επειδή ήλθασιν οι Αγαρινοί και έκαυσαν και οικίες και γραφές, δεν έχει να του το αποδείξει…».
Μ’ αυτή και μόνο την φράση αποκαλύπτεται μια άλλη διάσταση του δράματος αυτού του χωριού, που, πέρα από τους σκοτωμούς και τις αιχμαλωσίες, υπέστη και τον εμπρησμό των σπιτιών των κατοίκων του. Έτσι, βλέπουμε και μια άλλη περίπτωση αμφισβητήσεως αγοραπωλησίας ενός αμπελιού στους Καλαφατιώνες από τον Ιωάννη Μισιτό προς τον Μιχαήλ Κάρκα. Και οι δύο συμβαλλόμενοι, φαίνεται πως χάθηκαν μαζί με τις οικογένειές τους κατά την επιδρομή, με αποτέλεσμα οι κληρονόμοι τους να έρθουν σε διαμάχη, επειδή, όπως κατά λέξη αναφέρεται στη σχετική πράξη: «…το ινστρουμέντο της πράξεως εκάυθη εν τω καιρώ του περιορισμού των Τούρκων και η τιμή του ειρημένου υποστατικού δεν ευρίσκεται εις το είναι…».
Εδώ έρχεται στη μνήμη μας ένα στρατιωτικό εμβατήριο που ακούγεται στις παρελάσεις:
«Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν
Σαν τον Λίβα που καίει τα σπαρτά
Με κανόνια τις πόλεις χαλάσαν
Μας άναψαν φωτιές στα χωριά».
Κυρίες και κύριοι
Για την περιοχή μας και το χωριό αυτό εδώ δεν βρέθηκε κάποιος συντοπίτης Νούκιος να αφήσει κάποια γραφή που να ιστορεί τα συνταρακτικά αυτά γεγονότα της άδικης, βάρβαρης και καταστροφικής επιδρομής των Τούρκων του Μπαρμπαρόσα, ή ακόμη και αν κάποιος έγραψε κάτι, μετά από τόσους αιώνες πού να υπάρχει;
Όπως προαναφέραμε, μπορέσαμε και συλλέξαμε αυτά τα σκόρπια ψήγματα ιστορίας, μέσα από τους νοταρικούς κώδικες στο Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας, το οποίο μας δίνει τις λίγες αλλά πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία του τόπου μας, και εν προκειμένω τον απόηχο των συνταρακτικών γεγονότων που περιγράψαμε, 470 χρόνια από όταν συνέβησαν. Βέβαια, υπάρχουν, όσο υπάρχουν ακόμη, και οι παραδόσεις, οι οποίες, ανάλογα με το ειδικό βάρος των γεγονότων με το οποίο σχετίζονται, έχουν και την ανάλογη χρονική εμβέλεια.
Όσον αφορά στην επιδρομή του 1537, επιβιώνουν ακόμη κάποιες παραδόσεις, όπως αυτή που είναι γνωστή στα χωριά Κουραμάδες, Καστελάνοι και Συναράδες. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή την οποία αναφέρει και ο Γεράσιμος Χυτήρης, στην περιοχή ανάμεσα στα τρία αυτά χωριά, στη θέση «Κόκαλα» γνωστή και ως «Μαυροθεριά» ή «Μαύρη Θωριά», είχε γίνει μια απεγνωσμένη συμπλοκή των κατοίκων των τριών χωριών με τα τουρκικά στρατεύματα. Οι ντόπιοι δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τους καλύτερα εξοπλισμένους επιδρομείς, και τη μάχη ακολούθησε μεγάλη σφαγή που ερήμωσε την περιοχή. Όσοι γλύτωσαν λούφαξαν σε τρύπες και λόγκους για μέρες, μέχρι να ξεθαρρέψουν και ξαναβγούν. Στο διάστημα αυτό, πάντα σύμφωνα με την παράδοση, τα αγρίμια και τα όρνια είχαν ξεσχίσει τις σάρκες των νεκρών της μάχης, και τα κόκαλά τους απέμεναν γυμνά και σκορπισμένα.
Και για τους Καλαφατιώνες υπάρχει μια παράδοση, την οποία ακούσαμε τυχαία, όταν είχαμε επισκεφτεί το χωριό για να πάρουμε φωτογραφίες των εκκλησιών για την έκδοση της τοπικής ιστορίας, και τη στιγμή που φωτογραφίζαμε το καμπαναριό του Αγίου Ιωάννου στου Μπουρδαλά, ο Σπύρος Πηλός μας ανέφερε την παράδοση που είχε ακούσει από τη νόνα του, δηλαδή ότι τις καμπάνες τ’ Αη Γιαννιού τις είχαν κατεβάσει οι Τούρκοι για να τις κάνουν πέταλα για τα’ άλογά τους. Για να είμαι ειλικρινής δεν πείστηκα από αυτήν την αφήγηση, γιατί γνώριζα πως οι Τούρκοι είχαν διαπράξει τότε πολύ σοβαρότερα εγκλήματα. Πως είναι δυνατόν μια τόσο, φαινομενικά, ασήμαντη λεπτομέρεια να επιβιώσει στο χρόνο, ενώ άλλα πράγματα να έχουν ξεχαστεί; Παρ’ όλα αυτά είχα την περιέργεια να δω αν η ιστορία που άκουσα ευσταθούσε. Μετά από επισταμένη έρευνα στο Αρχείο, ήρθε μπροστά μου μια νοταρική πράξη, η οποία όντως επαληθεύει την παράδοση. Διαβάζω αποσπάσματα:
«1554 18 Απριλίου… ο αναγεγραμμένος ιερομόναχος κύριος Άνθιμος (Μακρής) ως οικοκύρης της άνωθεν μονής του Προφήτου Ηλιού… είχε ποιήσει ινστρουμέντο με τον μαστρο Στέφανο Ρωμανόν… διά τον αμπελώνα του στον Γκύλο και στην υποστασίαν να πληρώνη το παν όλω άσπρα 25 (τον χρόνο) στην άνωθεν μονή… πλέον να μην πληρώνει τίποτε… με τοιούτον τρόπω και συμφωνία ότι ο ρηθής μαστρο Στέφος να χρεωστεί να φέρει και δώσει εις την άνωθεν μονή του Αγίου Ηλιού μία καμπάνα έως δουκάτωνν 6. να στείλει και φέρει εκ την Βενετίαν… επειδή οι άθεοι Αγαρινοί ασύλησαν και αφάνησαν και την καμπάνα της αυτής μονής… και οι άνθρωποι μη υπακούοντας εις τον τελεσμένον κερόν… δηλαδή όρθρο, εσπερινό μακρόν γένωνται και ουδέν απολαμβάνουν τα προς ψυχικήν οφέλειαν του τε εσπερινού και της Θείας Λειτουργίας…».
Εξυπακούεται ότι αφού οι Τούρκοι πήραν την καμπάνα του Άη Λιά, το ίδιο θα συνέβη και με την καμπάνα του Άη Γιάννη, της οποίας ο απόηχος από το τελευταίο κτύπημα, ξεχασμένος για περισσότερο από 450 χρόνια, ξανακούγεται σήμερα, όπως και το δράμα των κατοίκων αυτού του χωριού, που ακούγεται για πρώτη φορά σήμερα.
Εκτός από τις μαρτυρίες που εκθέσαμε μέχρι αυτό το σημείο, οφείλουμε, ως γνώστες πλέον που είμαστε των κατοίκων του χωριού της εποχής εκείνης, να αναφέρουμε τις παλαιές εκείνες οικογένειες των Καλαφατιώνων, που κατοικούσαν, άγνωστο για πόσα χρόνια, ίσως και αιώνες στο χωριό, και των οποίων τα ίχνη έσβησαν ξαφνικά ή σταδιακά, μετά την επιδρομή. Πρόκειται για τις οικογένειες Σήφη, Ανιώτη, Διγενή, Κουρέλη, Λιοτριβιάρη, Στάικου, Καμίλη, Κάρκα, όπως και οι οικογένειες Δρακοντάρη, Λαγάτορα και Σουρβίτζα από το Κοθωνίκι.
Και αν οι έντεκα οικογένειες που χάθηκαν από τους Καλαφατιώνες και το Κοθωνίκι ακούγονται πολλές, ας αναλογιστούμε πως, σύμφωνα με τον Νούκιο, οι Κερκυραίοι που συνελήφθησαν ως σκλάβοι από τους Τούρκους έφταναν τους 12.000, ενώ οι αναφορές του Συμβουλίου του νησιού τους ανεβάζουν σε 20.000, ενώ άλλες 20.000 φέρεται πως ήταν οι νεκροί και οι αγνοούμενοι. Οι νεκροί και οι αιχμάλωτοι Καλαφατιωνίτες και Κοθωνικιάτες αποτελούν το τραγικό μερίδιο του χωριού στη γενοκτονία του έτους 1537.
Για 17 χρόνια μετά την επιδρομή, καμπάνα δεν ακούστηκε στο χωριό. Για 17 χρόνια, οι εναπομείναντες κάτοικοί του, συμμετείχαν στο βουβό πένθος των καμπαναριών τους.
Μπορεί οι Τούρκοι να έφυγαν, αλλά ο φόβος μήπως ξανάρθουν και πάρουν ξανά σκλάβους, έμεινε στους κατοίκους του νησιού για αιώνες, αφού, άλλωστε οι επιδρομές και οι πειρατικές επιθέσεις δεν σταμάτησαν παρά στο τέλος του 18ου αιώνα. Οι περισσότεροι πρόγονοί μας στις διαθήκες τους έθεταν όρους να μην έχουν το δικαίωμα οι κληρονόμοι τους να πουλήσουν τίποτε από την κτηματική τους περιουσία, για να πηγαίνει από γενιά σε γενιά. Μόνη εξαίρεση που έθεταν, ήταν η περίπτωση που πιανόταν κάποιος από αυτούς σκλάβος: μόνο τότε είχαν το δικαίωμα να πουλήσουν, ώστε να βρεθούν χρήματα για την εξαγορά του.
Ακόμα και στο τέλος του 18ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1780, ο Πρωτοπαπάς Κέρκυρας, Εμμανουήλ Χαλικιόπουλος, έδωσε γραπτώς σ’όλους τους εφημερίους την εντολή: «… να ήθελον εις πάσαν Κυριακήν και άλλας εορτασίμους ημέρας, ζητούν ελεημοσύνην διά την εξαγοράν των ταλαιπώρων σκλάβων, ευρισκομένων εις χείρας των μισοχρίστων Αγαρηνών, βάνοντας ο καθ’έκαστος εφημέριος εις τόπον αρμόδιον και φαινόμενον, έναν κουτίον, ήτε σκάτουλα, με αυτήν την επιγραφή: [διά την εξαγοράν των Σκλάβων].
Μπορεί οι Τούρκοι να έφυγαν, όμως έδωσε ο Θεός και οι εναπομείναντες κάτοικοι, με όλες τις πληγές και τα αποκαΐδια που τους άφησαν, γρήγορα ορθοπόδησαν, στάθηκαν, εργάστηκαν και μόχθησαν στα ματωμένα χώματά τους, και μαζί με τους νεοφερμένους εποίκους δραστηριοποιήθηκαν, οικοδόμησαν και ζωντάνεψαν ξανά το χωριό τους. Έτσι, άκμασε η κοινότητά τους, η οποία στο διάβα των αιώνων, και παρ’ όλες τις κατά καιρούς δοκιμασίες, κρατήθηκε ενωμένη και ζωντανή, με μια αξιοζήλευτη ομοιογένεια και πληθυσμιακή σταθερότητα μέχρι σήμερα, και που εύχομαι να παραμείνει έτσι εις αιώνας.
Ακόμα, εύχομαι για την προκοπή και την ευημερία των κατοίκων του χωριού και της γύρω περιοχής, για την προκοπή και δραστηριοποίηση σε κάθε καλό έργο, με την στήριξη και την αγάπη σας, του Πολιτιστικού Συλλόγου, του οποίου τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, απ’ όσο γνωρίζω, και έχω υποχρέωση να αναφέρω, κινούνται ανιδιοτελώς, με πνεύμα αγάπης και προσφοράς για το χωριό και τους χωριανούς τους και με πολύ σεβασμό προς τις παραδόσεις και την ιστορία του τόπου.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την υπομονή σας να ακούσετε την ομιλία αυτή και να με συγχωρέσετε αν σας κούρασα.
Εύχομαι, δε σε όλους τους παρευρισκομένους καλό βράδυ.



_____________



Γραμμένος Κωνσταντίνος 26/3/2006
Στην εκδήλωση του Πολιτιστικού Συλλόγου Καλαφατιώνων
Για την επέτειο της 25ης Μαρτίου

ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΑΙ Η ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΑΚΤΗ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟΥ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ.