18/10/09

Έγκλημα και συγχώρεση στην Κέρκυρα (16ος-17ος αι.)




Ο γνωστός νομικός του Διαφωτισμού, Τσεζάρε Μπεκαρία, θεωρούσε ότι οι σκληρές ποινές με τις οποίες τιμωρούνταν τα αδικήματα, δεν λειτουργούσαν αποτρεπτικά. Παρόλα αυτά, σε πρωτογενείς πηγές που αφορούν στην Κέρκυρα των Νεότερων Χρόνων, βρίσκουμε περιπτώσεις που η σκληρότητα των ποινών ενεργοποιούσε τα ανθρωπιστικά αισθήματα των ανθρώπων.
Σε προηγούμενες ευκαιρίες έχουμε αναφερθεί στο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης στην Κέρκυρα κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας. Έχουμε δει ποια αδικήματα διώκονταν αυτεπάγγελτα, και με πόση αυστηρότητα η Πολιτεία τιμωρούσε τους ενόχους. Έχουμε, επίσης, δει τις συνθήκες που επικρατούσαν στις φυλακές της περιόδου, ή στα κάτεργα που πολλοί κατάδικοι πέθαιναν λόγω ασθενειών, κακών συνθηκών υγιεινής και φτωχής διατροφής.
Από την άλλη πλευρά έχουμε αναφερθεί στις περιπτώσεις που οι Κερκυραίοι κατέληγαν σε συμβιβασμό, προκειμένου να μην βρεθεί κάποιος από αυτούς στις συνθήκες που περιγράψαμε. Μέχρι πού, όμως, έφτανε η διάθεση των Κερκυραίων να συμβιβάζουν τις διαφορές τους ώστε να μην καταλήγει ο συμπολίτης τους στα χέρια των τιμωρών της δικαιοσύνης;
Μέσα από τα νοταριακά έγγραφα που εντοπίζουμε στο Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας φαίνεται ότι τα όρια των περιπτώσεων για τις οποίες οι Κερκυραίοι προτιμούσαν τον συμβιβασμό ήταν ευρύτατα, σε σημείο, μάλιστα, να προκαλείται η απορία του σύγχρονου ανθρώπου. Ο Θουκιδίδης – και άλλοι άνθρωποι της σκέψης μετά από αυτόν – θεωρούσε ότι η ανθρώπινη παθολογία παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Αυτός ο συλλογισμός ίσως ισχύει, αλλά μία πιο εμβριθής μελέτη των πραγμάτων αποκαλύπτει ότι η ηθική δεν είναι σταθερή, αλλά αναδιαμορφώνεται από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή.
Στο πλαίσιο αυτό κατατάσσουμε και την τάση των ανθρώπων των Νεότερων Χρόνων να συμβιβάζονται ακόμη και σε περιπτώσεις ανθρωποκτονίας! Χωρίς να μπορούμε να διατυπώσουμε με απόλυτη βεβαιότητα τους λόγους που οδηγούσαν σε μία τέτοια εξέλιξη, θεωρούμε ότι τρεις ήταν οι κυριότεροι λόγοι: α) η χριστιανική ηθική που προάγει την αρετή της συγχώρεσης, β) το συλλογικό αίσθημα των τότε κοινωνιών που ενισχυόταν από τους ευρύτατους συγγενικούς δεσμούς, και γ) τα ανθρωπιστικά αισθήματα των ανθρώπων που ενισχύονταν από τη σκληρότητα στην απονομή της δικαιοσύνης.
Αν εμείς, οι σημερινοί άνθρωποι, δυσκολευόμαστε να δεχτούμε τη χριστιανική ηθική ή τα ανθρωπιστικά αισθήματα ως λόγους για τους οποίος μπορούσε κανείς να συγχωρήσει τον φόνο ενός αγαπημένου του προσώπου, αρκεί να διαβάσουμε το παρακάτω κείμενο:

Συγχώρεση φόνου (Σκριπερό, 17ος αι.)

1690 ημέρα 19 του Δικεμβρίου μηνός, εις την οικίαν εμού νοταρίου εις χωρίω Σκριπερού. Την σήμερον ενεφανήσθησαν εις τας εμού πράξεις νοταρίου οι παρόντες κυρ Αθανάσις και κυρ Μανθέος Σφενότηδες, αδελφοί, υΐ του ποτέ Στήλου, ως αυτοί λένε, από την Στερεάν, από χορίω Βισιανές[1], οι οπίη αδελφοί, ανάμεσα τις άλα που αναζητούν, αναζήτησαν διά τον θάνατον του ποτέ Δήμου, αδελφού τους, όπου προλαβόν ήχε φονευθί από τον απόντα Σπύρο Σαλιβάνω του Τζάνη, από το άνωθεν χορίω Σκριπερώ. Και ώς έμαθαν και εβεβαιόθηκαν η άνωθεν αδελφοί πως ο άνωθεν φόνος του ποτέ αδελφού τους δεν εγύνη με εργασίαν θεληματικήν, μόνω εκ συνεργίας διαβολικής της ώρας, και δια να μη λαθόσουν[2] την ψυχήν του άνωθεν ποτέ Δήμου, αδελφού τους, μόνω να τον συγχωρέση και αυτουνού ο ελεήμον Θεός τα πτέσματά του, δια τούτο η άνωθεν αδελφοί .... εξ ιδίας αυτών προερέσεως και θελήσεως μάλον δε ενθυμούμενοι την φωνήν Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος[3], όπου λέγη: «κε μη στήσις αυτίς την αμαρτίαν ταύτην»[4]. Όθεν, διά δυνάμεως της παρούσης νοταρικής και δημοσίας γραφής με κάθε λόγον εις καλίτερον τρόπον όπου να ημπορούν, ρεμοβέρονται[5] από την ρελατζιόν[6] και ίδυσι[7] όπου εδώθη εις το Φώρον του Υψιλοτάτου Αφεντός Γγενεράλ[8] Αναβαγίρη, όσον και εις το Φώρον του Εκλαμπροτάτου Ρεγγεμέντου[9]....
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Α 169, φ. 15, σ. 21r

Οι δύο Ηπειρώτες αδελφοί του φονευθέντος Δήμου Σφενότη, χωρίς καμία αποζημίωση, οικειοθελώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συμβολαιογράφος, όχι μόνο συγχωρούν τον φονέα του αδελφού τους, αλλά ζητούν και από την Πολιτεία να παύσει η δίωξη εναντίον του. Ενδεχομένως, βέβαια, ο φόνος να συνέβη κατά τη διάρκεια διαπληκτισμού και πάλης μεταξύ των δύο ανδρών.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, εντύπωση προκαλεί η επίκληση της χριστιανικής ηθικής και, κυρίως, το παράδειγμα του Αγίου Στεφάνου. Το συγκεκριμένο περιστατικό δεν είναι το μοναδικό, καθώς υπάρχουν πολλοί ανάλογοι συμβιβασμοί μεταξύ Κερκυραίων σε περιπτώσεις σωματικής βλάβης και φόνου.





__________________


Σημειώσεις



[1] Σημερινή Βησσιάνη Πωγωνίου.
[2] Λαθόσουν: ίσως πρόκειται για λάθος του νοταρίου, αντί «λαβώσουν».
[3] Στο Σκριπερό υπάρχει αρχαιότατος ναός του Αγίου Στεφάνου, κτισμένος το αργότερο στις αρχές του 15ου αιώνα.
[4] Πράξεις των Αποστόλων, ζ΄, 60.
[5] Ρεμοβέρομαι: υπαναχωρώ, παραιτούμαι.
[6] Ρελατζιόν: μηνυτήρια αναφορά.
[7] Είδηση: ένταλμα.
[8] Φόρο του Γκενεράλ: δικαστήριο του Γενικού Προβλεπτή.
[9] Φόρο του Ρεγγεμέντου: δικαστήριο του Βαΐλου.



Εικόνα: το μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου

(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

7/10/09

Μύδροι κατά Κερκυραίων (16ος αι.)



Η διαφορετική ιστορική διαδρομή της Κέρκυρας σε σχέση με τον κύριο κορμό των ελληνικών περιοχών έχει οδηγήσει κατά καιρούς στην έκφραση εξεζητημένων κριτικών απέναντι στους Κερκυραίους. Αυτή η αντιμετώπιση αφορά κυρίως την πολιτιστική διαφοροποίηση της κερκυραϊκής κοινωνίας και έχει ρίζες πολύ παλιές, αφού ξεκινά ήδη από τον 16ο αιώνα. Τότε βεβαίως, το κρίσιμο ζήτημα φαίνεται ότι ήταν η θρησκεία.
Μπορεί η Κέρκυρα να απέφυγε ουσιαστικά την ξενική κατοχή έπειτα από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, όμως η Ιστορία φαίνεται ότι ήθελε το νησί οπωσδήποτε να περάσει σε Δυτικούς κυρίαρχους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1260 (ενώ η Κωνσταντινούπολη είχα ανακαταληφθεί από τα βυζαντινά στρατεύματα), ο Δεσπότης της Ηπείρου, Μιχαήλ Β΄, παρέδωσε την Κέρκυρα στο βασίλειο της Κάτω Ιταλίας. Από το σημείο αυτό κι έπειτα, το νησί ακολούθησε τη δική του πορεία, μία πορεία στο μεταίχμιο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, με τις τύχες του να επηρεάζονται πιο πολύ από τις διαθέσεις των Δυτικών κυρίων του.
Οι Ανδεγαυοί ηγεμόνες που κυβέρνησαν την Κέρκυρα από το 1267 μέχρι το 1386 υπήρξαν ένθερμοι σύμμαχοι και υποστηρικτές του παπικού κράτους. Αυτό είχε ως συνέπεια να επιχειρήσουν να επιβάλλουν τον Καθολικισμό ως κυρίαρχο δόγμα στους Κερκυραίους. Μετά το Σχίσμα του 1054 οι σχέσεις μεταξύ των δύο δογμάτων είχαν εξελιχθεί από φραστικές επιθέσεις και κινήσεις εντυπωσιασμού σε ανοικτή ένοπλη σύρραξη, με την Δ΄ Σταυροφορία.
Έτσι, ο Κάρολος ο Ανδεγαυός κατέλυσε τον ορθόδοξο επισκοπικό θρόνο και εγκατέστησε στο νησί καθολικό αρχιεπίσκοπο. Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, η εξέλιξη αυτή δεν είχε απλώς τυπικό χαρακτήρα, αλλά οδήγησε σε μία σειρά σοβαρών πρακτικών προβλημάτων, καθώς επηρέασε όχι μόνο το γόητρο της ορθόδοξης εκκλησίας, αλλά και τη διεξαγωγή θρησκευτικών δικαιοπραξιών. Οι επόμενοι κυρίαρχοι, οι Βενετοί, δεν έτρεφαν μεν τα καλύτερα αισθήματα για τον Πάπα, από την άλλη όμως, ως Καθολικοί στο θρήσκευμα, σε μία Καθολική Ευρώπη, δεν μπορούσαν (και δεν ήθελαν) να ριψοκινδυνέψουν τη θέση τους με το να ανατρέψουν τη νέα θρησκευτική κατάσταση στην Κέρκυρα.
Οι Κερκυραίοι εν τω μεταξύ ήταν υποχρεωμένοι να δεχτούν την κατάσταση ως αναπόφευκτη, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσουν τα όποια δικαιώματα τους είχαν απομείνει, έχοντας επικεφαλής τους Μεγάλους Πρωτοπαπάδες. Οι Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες, αν και σύμφωνα με το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο αξίωμα, αντιμετωπίστηκαν από τους Βενετούς ως οιονεί επίσκοποι, και ως ηγέτες του δόγματος με πολιτειακή αναγνώριση. Ως εκ τούτου, οι Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες (και το Ιερό Τάγμα των 32 ιερέων από το οποίο αναδεικνύονταν) συμμετείχαν στις επίσημες δημόσιες τελετές, μαζί με τους Λατίνους Αρχιεπισκόπους.
Αυτή η κατάσταση φαινόταν περίεργη στους υπόλοιπους Έλληνες, και ιδιαίτερα στους μοναχούς του Αγίου Όρους, οι οποίοι είχαν αναπτύξει μία ένθερμη πολεμική εναντίον του Καθολικού Δόγματος, και είχαν αγωνιστεί εναντίον της Ένωσης των Εκκλησιών, υφιστάμενοι πολλές καταστροφές και θανάτους.
Αυτή η «προϊστορία» τους έκανε να απευθύνουν συχνά σκληρούς λόγους εναντίον των Κερκυραίων που ανέχονταν την υπεροχή των Ρωμαιοκαθολικών στον τόπο τους. Σε ένα χειρόγραφο από τη μονή Βατοπεδίου, με τίτλο «Τα σφάλματα και αιτιάματα των Κερκυραίων, ήγουν Κορυφιατών, δι’ α αυτούς αποστρεφόμεθα», το οποίο ο ερευνητής Σπύρος Λάμπρου που το εξέδωσε το 1882, τοποθετεί στα μέσα του 16ου αιώνα, διαβάζουμε τα έναν μακρύ κατάλογο (11 σημείων) των παρεκκλίσεων των Κερκυραίων από «την ορθή πίστη». Στο τέλος ο συντάκτης αυτού του κειμένου προβάλλει και το γεγονός μιας ανεξήγητης πυρκαγιάς κατά την οποία κάηκε ένα αφιέρωμα Κερκυραίων και Ελλήνων της Εσπερίας στη Μονή Βατοπεδίου. Το κείμενο καταλήγει με την ανακοίνωση «αφορισμού άλυτου» κατά οποιουδήποτε «απελθήν εις λατινικόν τόπον χάριν ζητείας».
Αν και η Κέρκυρα λογίζονταν ως «λατινικός τόπος», οι μοναχοί του Βατοπεδίου δε δίστασαν να αποστείλουν λίγα χρόνια αργότερα μία επιτροπή προκειμένου να αποσπάσει από τους Κερκυραίους καλλιεργητές τα δοσίματα των Βατοπεδινών κτημάτων στο νησί…

(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

3/10/09

Οι Κερκυραίοι και οι Βενετοί: οι Βάιλοι




Η Κέρκυρα για περισσότερο από τέσσερεις αιώνες έζησε υπό την κυριαρχία της Βενετίας. Οι σχέσεις μεταξύ Κερκυραίων και Βενετών διαμορφώνονταν κυρίως από την αλληλεπίδραση των Βενετών αξιωματούχων και του πληθυσμού του νησιού.
Οι περισσότεροι αναφέρονται στους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας με τον όρο «Βενετοκρατία», ο οποίος συχνά δημιουργεί τη λανθασμένη εντύπωση της κατοχής της Κέρκυρας από τη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, και γι’ αυτόν τον λόγο συνοδεύεται συχνά από τους όρους «βενετική κατάκτηση» και «αποικία» (ο δεύτερος όρος απαντά κυρίως στην ξένη βιβλιογραφία). Η λανθασμένη εντύπωση της κατοχής προέρχεται από τη γενικότερη εμπειρία του ελληνικού κόσμου κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, αφού οι ξενοκρατούμενες ελληνικές περιοχές είχαν περιέλθει σε διάφορες επικράτειες (κυρίως στη Βενετική και την Οθωμανική) κατόπιν κατάκτησης.
Η Κέρκυρα, πάντως, δεν ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις. Στα τέλη του 14ου αιώνα, η Κέρκυρα ανήκε τυπικά στο Βασίλειο της Κάτω Ιταλίας, το οποίο, όμως είχε αποσυντεθεί ουσιαστικά, λόγω εμφυλίων πολέμων. Για το νησί μας έριζαν τότε διάφοροι επίδοξοι κύριοι, όπως Φράγκοι και Γερμανοί πολέμαρχοι, οι Γενουάτες και οι Βενετοί. Ταυτόχρονα, δίχως συγκροτημένη και σταθερή διοίκηση, οι Κερκυραίοι υπέφεραν από διαρκείς επιθέσεις πειρατών και κουρσάρων.
Το 1386, συνήλθε η Συνέλευση της νήσου, η οποία, (παρά το τυπικά ισχύον φεουδαλικό σύστημα) απαρτιζόταν από εκπροσώπους όλων των τάξεων, και αποφάσισε να παραχωρήσει οικειοθελώς την κυριαρχία του νησιού στη Βενετία, η οποία ήταν η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να προστατεύσει τον τόπο. Οι Βενετοί, βέβαια, υποδέχθηκαν περιχαρείς την πρόταση των Κερκυραίων, και ταυτόχρονα αποδέχθηκαν και τους όρους τους. Οι όροι αυτοί αφορούσαν τον σεβασμό παλιών προνομίων και της περιουσίας του πληθυσμού, καθώς και των ηθών και εθίμων. Παρόλα αυτά, η Κέρκυρα διατήρησε την επικράτειά της, στην οποία με τον καιρό προστέθηκαν και άλλες κτήσεις όπως το Βουθρωτό και η Πάργα. Το ότι η Κέρκυρα λογιζόταν ως ιδιαίτερος πολιτικός σχηματισμός, φαίνεται και από το γεγονός ότι το Συμβούλιο της Κέρκυρας διαχειριζόταν μία σειρά διοικητικών αξιωμάτων, αλλά και τα στρατιωτικά αξιώματα των διοικητών των εντοπίων γαλερών, του Αγγελοκάστρου και της Πάργας.
Το καθεστώς της Κέρκυρας δεν μπορεί να εννοηθεί με τα σημερινά δεδομένα: θα ήταν πολύ περίπλοκο να πούμε ότι το καθεστώς ήταν κάτι λιγότερο από αυτονομία και κάτι περισσότερο από υποτέλεια. Η σχέση της Κέρκυρας με την κυρίαρχο Βενετία μπορεί να εννοηθεί μόνο υπό το πρίσμα των μεσαιωνικών αντιλήψεων περί κυριαρχίας και υποτέλειας.
Από αυτή την κάπως εκτεταμένη εισαγωγή, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι οι Κερκυραίοι δεν αντιμετώπιζαν τους Βενετούς ως κατακτητές, ούτε οι Βενετοί τους Κερκυραίους ως κατακτημένους.
Την ανώτατη διοικητική εξουσία στην Κέρκυρα διαχειριζόταν ο Βάιλος, ένας πολιτικός αξιωματούχος ο οποίος είχε διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Γενικά οι Βάιλοι δεν κυβερνούσαν αυταρχικά. Άλλωστε η «εθνική» και θρησκευτική μισαλλοδοξία ήταν έννοιες ξένες προς τη βενετική νοοτροπία. Οι κυβερνώντες είχαν πρωτίστως κατά νου την ευημερία του κράτους και αποδέχονταν γενικά ότι η ευημερία του κράτους επηρεάζεται από την ευημερία των υπηκόων του. Παρόλα αυτά, υπήρχαν και περιπτώσεις Βαΐλων, οι οποίοι ήγειραν αντιδράσεις από τους Κερκυραίους, οι οποίοι προσέφευγαν στο Δουκικό Συμβούλιο της Βενετίας προκειμένου να δικαιωθούν.
Από την άλλη, υπήρξαν Βάιλοι, οι οποίοι πέτυχαν την αναγνώριση των Κερκυραίων, ή ακόμη και την αγάπη τους. Στο παρακάτω έγγραφο βλέπουμε πώς χαιρετίζει τον αποβιώσαντα Βάιλο ένας Κερκυραίος νοτάριος:

«Νεκρολογία» του Βαΐλου Zuan da Daca Pesaro από Κερκυραίο Νοτάριο (16ος αι.)

1547, ημέρα ιθ΄(19η), ώρα 10η, απέθανε ο ευλογημένος Μπάιλος Κορφών, Μισέρ Τζουάν Δακαπέζαρος σήμερον, και όλλη η χώρα και περίχωρα της χώρας κλέουσι τον θάνατο αυτού, διά την πωλήν αγαθοσύνην ενέδειξε εις πάντας ημάς. Πράος, γλυκύς, ηδύς, φιλάνθρωπος, ελεήμον και δίκαιος, όν ο Θεός μακαριστόν ποιήσοιον.
Επει ού γαρ πωτοίον άνδρα ιδείν Βαϊούλιον η Κέρκυρα ούτε θεάσητε.
Πλήν ούκ απέθανε, αλλ’ εν ζοεί.
Διότι μή λέγειν τις θνήσκει ποτέ τόν αγαθόν άνδρα.
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Μ 182 (β΄ μέρος), σ. 183v

Δυστυχώς η υπάρχουσα βιβλιογραφία δεν μας παρέχει πληροφορίες για τον Βάιλο, Zuan da Daca Pesaro, εκτός από ότι διορίστηκε Βάιλος Κορυφών στις 27 Ιουνίου 1546, έφτασε στην Κέρκυρα στις 23 Νοεμβρίου του ίδιου έτους και η θητεία του έπρεπε κανονικά να λήξει το 1548[1]. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόλαβε να διοικήσει παρά λίγους μήνες. Πριν αρχίσουμε να υποθέτουμε ότι ο νοτάριος Αντώνιος Μεταξάς είχε ωφεληθεί προσωπικά από τον εκλιπόντα Βάιλο, πρέπει να σημειώσουμε ότι η περίοδος που ο Zuan da Daca Pesaro υπηρέτησε ήταν ιδιαίτερη κρίσιμη για την Κέρκυρα. Μόλις μία δεκαετία είχε παρέλθει από την επιδρομή του Μπαρμπαρόσα το 1537 και οι πληγές δεν είχαν ακόμη κλείσει. Οι Κερκυραίοι ακόμη έκλαιγαν του νεκρούς τους, αναζητούσαν τους αιχμαλωτισμένους συγγενείς τους και προσπαθούσαν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους, να αποκαταστήσουν τις κατεστραμμένες περιουσίες τους...


_______________________

Σημειώσεις


[1] Παγκράτης Γεράσιμος, Οι εκθέσεις των Βενετών Βαΐλων και Προνοητών της Κέρκυρας (16ος αιώνας), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2008, σ. 456.


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΑΙ Η ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΑΚΤΗ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟΥ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ.