Σε όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, η Κέρκυρα και τα υπόλοιπα Επτάνησα εξαρτούνταν για την τροφοδοσία τους σε σιτηρά από τις εισαγωγές που γίνονταν από τις απέναντι ακτές και ιδιαίτερα από την Πελοπόννησο. Ο 19ος αιώνας δεν έφερε αυτάρκεια σιτηρών στα νησιά, αλλά, λόγω διαφόρων πολιτικών συνθηκών (εγκαθίδρυση Βρετανικής Προστασίας, Ελληνική Επανάσταση), μία γεωγραφική μετατόπιση στις εισαγωγές.
Οι πολιτικές συνθήκες στις αρχές του 19ου αιώνα οδήγησαν τα Επτάνησα στο να εισάγουν τα εξόχως απαραίτητα σιτηρά κυρίως από τις ρωσικές ακτές του Εύξεινου Πόντου. Η σύνδεση της Ιονίου Πολιτείας με τη Ρωσία και η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης που ερήμωσε σχεδόν την Πελοπόννησο, ήταν οι κυριότεροι παράγοντες που οδήγησαν τους Επτανησίους στα νερά της Μαύρης Θάλασσας σε αναζήτηση δημητριακών. Η εκρηκτική ανάπτυξη της διεθνούς ναυτιλίας καθ’ όλον τον 19ο αιώνα συνέτεινε στη λύση αυτή.
Μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα σιτηρά της Ρωσίας έρεαν σε μεγάλες ποσότητες στα επτανησιακά λιμάνια υπό το κρατικό μονοπώλιο, δημιουργώντας μία αίσθηση αφθονίας και ευημερίας που τα νησιά δεν είχαν ποτέ ζήσει κατά τη διάρκεια της Βενετικής κυριαρχίας. Παρά ταύτα, υπήρξαν δύο τουλάχιστον περιπτώσεις κατά τις οποίες η ροή των σιτηρών διεκόπη, με αποτέλεσμα οι Επτανήσιοι να αντιμετωπίσουν οξύ το φάσμα της πείνας.
Η τελευταία ήταν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Τούρκοι, σύμμαχοι των Κεντρικών Δυνάμεων, έκλεισαν τα Στενά, απαγορεύοντας τη ναυσιπλοΐα από και προς τις ρωσικές ακτές. Η Κέρκυρα που τότε βρισκόταν υπό την κατοχή των δυνάμεων της Αντάντ, υπέφερε πολύ από την έλλειψη τροφίμων, ακόμη δε και αυτών των απολύτως απαραίτητων σιτηρών.
Η πρώτη φορά πάντως (και πολιτικά πιο σημαντική) που οι εισαγωγές ρωσικών δημητριακών διεκόπησαν, ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1850, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1854-56). Τότε, οι δυτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, με προεξάρχουσες τη Βρετανία και τη Γαλλία, στην προσπάθειά τους να προστατέψουν την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχαν κηρύξει τον πόλεμο στη Ρωσία και είχαν μεταφέρει τις πολεμικές επιχειρήσεις στη χερσόνησο της Κριμαίας.
Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, τα Επτάνησα, εντελώς ξαφνικά, αντιμετώπισαν τον λιμό. Μισό αιώνα περίπου από τη θριαμβευτική εγκαθίδρυση του βρετανικού προτεκτοράτου που υποσχόταν ευημερία και πρόοδο στα νησιά, η πείνα ήρθε να προστεθεί στα πολλά προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί από την αμφιλεγόμενη βρετανική διοίκηση. Άλλωστε, στον τομέα της γεωργικής οικονομίας, η βρετανική διοίκηση είχε αποτύχει να προστατέψει την εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου και σταφίδας που είχε πληγεί από ασθένειες.
Ιδιαίτερα την πρώτη χρονιά του πολέμου, η κατάσταση ήταν πραγματικά τραγική, υποχρεώνοντας ακόμη και τους «μακρινούς» Αμερικανούς να σχολιάσουν το ζήτημα μέσω των Τάιμς της Νέας Υόρκης:
Λιμός στις Ιονίους Νήσους (μετάφραση)
...Το ξέσπασμα του Ανατολικού (Κριμαϊκού) Πολέμου έχει εντείνει τα δεινά των κατοίκων (των Ιονίων Νήσων), οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν πλέον να εφοδιάζονται με σιτηρά από την Οδησσό και άλλους ρωσικούς λιμένες, καθώς και ότι η συγκέντρωση στρατευμάτων στην Ευρωπαϊκή Τουρκία έχει καταστήσει σχεδόν αδύνατη την προμήθεια αραβοσίτου ή άλλου είδους τρόφιμα από αυτήν την περιοχή. Το Ιονικό Προτεκτοράτο, το οποίο ανήκει στη Βρετανία από το 1815, εκτείνεται σε περισσότερες από επτά νήσους, με περίπου 220.000 κατοίκους και αποτελεί ένα είδος Δημοκρατίας υπό αριστοκρατική Αρχή... Πρωτεύουσα είναι η Κέρκυρα, μία βρετανική στρατιωτική βάση, ενώ περίπου 4.000 βρετανοί στρατιώτες φρουρούν τις νήσους.... Σύμφωνα με δηλώσεις, ένας αριθμός των κατοίκων... είναι πιθανό να αποβιώσει από τον λιμό... και ο κόσμος θα αναρωτηθεί πώς ένα έθνος που αγέρωχα αυτοπροβάλλεται για τη δύναμη, την αξιοπρέπεια, τη φιλανθρωπία του και τόσα άλλα, μπορεί να επιτρέπει οι υπήκοοί του να βυθίζονται σε τέτοια έσχατη ένδεια ώστε να προβαίνουν σε εκκλήσεις προς την αγαθοεργία ξένων για την υποστήριξη που δίκαια περιμένουν από τους αποκαλούμενους προστάτες τους. Τα δεινά αυτών των φτωχών νησιωτών αποτελούν όνειδος για τη Μεγάλη Βρετανία.... Θα ήταν καλύτερο να σπεύσουν στις ηπειρωτικές περιοχές και να ενωθούν με τους Έλληνες επαναστάτες, πολεμώντας κατά των Τούρκων και των Δυτικών Δυνάμεων. Ο πόλεμος παρέχει πολύ ευνοϊκότερες ευκαιρίες από τον λιμό.
New York Times, 9 Ιουνίου 1854
Ο αμερικανός δημοσιογράφος χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα ψέγοντας τη βρετανική Διοίκηση των Επτανήσων, αναπαράγοντας τα επιχειρήματα πολλών νησιωτών. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά τα πράγματα, όμως, όταν η Προστασία έφερε το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την κατάσταση; Ο Κριμαϊκός Πόλεμος ήταν οπωσδήποτε μία αρνητική συγκυρία, αλλά οι Βρετανοί και η Ιονική Κυβέρνηση όφειλαν να έχουν θωρακίσει το κράτος με μηχανισμούς ικανούς να ελαχιστοποιήσουν τις παρενέργειες τέτοιων κρίσεων.
Αντί αυτού, η προμήθεια των σιτηρών για δεκαετίες αποτελούσε κρατικό μονοπώλιο, οδηγώντας τους εντόπιους εμπόρους σε διακοπή των εργασιών τους. Τις παραμονές του πολέμου, εντελώς άκαιρα, αποφασίστηκε η άρση του μονοπωλίου και η ανάθεση των προμηθειών σε σιτηρά στους ιδιώτες. Αυτοί όμως δεν μπορούσαν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να αναπτύξουν εμπορικά δίκτυα με τις σιτοπαραγωγικές περιοχές, πόσο μάλλον με εναλλακτικούς προμηθευτές.
Ως εκ τούτου, δεν ήταν αδικαιολόγητη η όξυνση των πνευμάτων κατά της Βρετανικής Προστασίας και η τάση για ανυπακοή. Ο λιμός του 1854 ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδο των Ριζοσπαστών και τη δυναμικότερη διεκδίκηση της Ένωσης με την Ελλάδα από τους Επτανησίους.