Παρόμοιες καταστροφές σε ανθρώπινο δυναμικό και τον οικιστικό ιστό υπέστησαν σε μεγαλύτερη, μάλιστα, κλίμακα εκατοντάδες ευρωπαϊκές πόλεις, με χαρακτηριστικότερη όλων τη Λειψία. Στη Γερμανία, όμως, η πολιτική των δύο μεταπολεμικών γερμανικών κρατών, το παιγνίδι πλειοδοσίας των Αμερικανών και των Σοβιετικών και η αθρόα προσέλευση μεταναστών, στάθηκαν παράγοντες ικανοί να εξασφαλίσουν την ανοικοδόμηση και την εκ νέου ανάπτυξη των σχεδόν πλήρως κατεστραμμένων πόλεων.
Στην περίπτωση της Κέρκυρας αυτό δε συνέβη για ποικίλους λόγους. Κάποιοι από αυτούς είναι προφανείς, ενώ κάποιοι άλλοι είναι καλά κρυμμένοι στα κιτάπια της Ιστορίας και της Πολιτικής. Κι ενώ συχνά γίνεται λόγος για τις καταστροφές του ’40 και τις απώλειες και τις περιπέτειες των Κερκυραίων, δεν έχουμε σταθεί ακόμη ικανοί, ως κοινωνία, να αποκωδικοποιήσουμε την πρόσφατη ιστορία μας, με αποτέλεσμα να στερούμαστε τα εργαλεία εκείνα που θα μας εξασφάλιζαν τις βάσεις για την ανάπτυξη του τόπου μας και την οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος για εμάς και τις επερχόμενες γενιές.
Τον Οκτώβριο του 1940 η Ιταλία επιτέθηκε στην Ελλάδα. Το κύριο μέτωπο σχηματίστηκε στους ορεινούς όγκους της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, όπου οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να αποκρούσουν και ύστερα να απωθήσουν τον υπέρτερο εχθρό, τουλάχιστον μέχρι την επέμβαση των Γερμανών στο πλευρό των συμμάχων τους.
Αυτό που σπάνια συζητούμε, και πάντα σε περιορισμένη έκταση, είναι οι αντικειμενικοί σκοποί της Ιταλίας. Είναι σαφές, βέβαια, ότι οι Ιταλοί δεν μας επιτέθηκαν γιατί ήταν απλώς «κακοί», ούτε γιατί ήθελαν να μας κατακτήσουν. Τέτοιου είδους προσεγγίσεις αποτελούν απλώς αναπαραγωγές της προπαγάνδας του πολέμου, η οποία ήταν βέβαια θεμιτή στο πλαίσιο της εποχής εκείνης, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί βάση για την ουσιαστική προσέγγιση των γεγονότων.
Από τη στιγμή της γένεσής της ως ενιαία χώρα, η Ιταλία έθεσε στον εαυτό της (δόγμα Cavour) το μεγαλεπήβολο στόχο να καταστεί μία Μεγάλη Δύναμη στη Μεσόγειο, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Την παγκόσμια εδραίωσή της επιχείρησε να πετύχει μέσω της οικοδόμησης μίας αποικιακής αυτοκρατορίας με την κατάκτηση της (ιταλικής) Σομαλίας (19ος αι.), της Λιβύης και των Δωδεκανήσων (1911) και της Αιθιοπίας (1935). Στη Μεσόγειο, σύμφωνα με το Δόγμα Cavour, η Ιταλία όφειλε να εξασφαλίσει τον έλεγχο του «ζωτικού της χώρου», δηλαδή της Αδριατικής. Ως εκ τούτου, οι επεκτατική της πολιτική στράφηκε προς τη Δαλματία και την Αλβανία, ενώ, κατά το ίδιο δόγμα, η Κέρκυρα και οι Παξοί λογίζονταν ως ιταλικά εδάφη. Για τη Δαλματία (αρχικά κτήση των Αυστριακών, μετέπειτα υπό τη «σκέπη» της Γιουγκοσλαβίας) δεν θα αναφερθώ εδώ, ενώ θεωρώ πως η ιταλική διείσδυση και η τελική ενσωμάτωση της Αλβανίας στο ιταλικό βασίλειο είναι αρκετά γνωστά.
Σε ό,τι αφορά στην Κέρκυρα (και τους Παξούς), η Ιταλία από την εποχή, ήδη, της Συνθήκης του Λονδίνου το 1864, έθεσε θέμα διεκδικήσεων, θεωρώντας ότι η Ένωση των νησιών με την Ελλάδα ήταν άδικη για αυτήν. Επιθυμώντας, λοιπόν, να ανατρέψει το καθεστώς, επένδυσε χρήματα και δυνάμεις. Ίδρυσε την Ιταλική Σχολή και χρησιμοποίησε την Καθολική Εκκλησία για την επαύξηση της επιρροής της στους Κερκυραίους, ενώ ενθάρρυνε την μετοίκηση Ιταλών υπηκόων στην Κέρκυρα και τη δημιουργία μίας στιβαρής κοινότητας Ιταλοκερκυραίων που θα υποστήριζε την πολιτική της.
Η Ελλάδα τότε βρισκόταν ουσιαστικά ακόμη σε καθεστώς προτεκτοράτου και η εξωτερική πολιτική της υπαγορευόταν σε μεγάλο βαθμό από τη Βρετανία. Η Βρετανία στο μεταξύ, υπολόγιζε την Ιταλία ως μία δύναμη που μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ των συμφερόντων της, μία χώρα ισχυρή, η οποία μπορούσε να ανακόψει τις γερμανικές (Αυστρία – Γερμανία) δυνάμεις και τη Ρωσία στην πορεία τους προς Νότον. Ταυτόχρονα, η Ιταλία αποτελούσε ένα σημαντικό αντίβαρο στην εξάπλωση της Γαλλίας στη Μεσόγειο. Άλλωστε, η υπόθαλψη των ιταλικών βλέψεων στην Κέρκυρα και το σημαντικότατο από στρατηγικής άποψης Στενό της Κέρκυρας, εξασφάλιζε για τους Βρετανούς το ότι καμία χώρα δεν θα αποκτούσε πλήρη και ασφαλή έλεγχο και των δύο πλευρών του Στενού. Η σημασία που απέδιδαν οι Βρετανοί στον θαλάσσιο αυτό δίαυλο φαίνεται και από το λεγόμενο «Επεισόδιο της Κέρκυρας» το 1946, στο οποίο θα αναφερθούμε σε άλλη ευκαιρία.
Κατά τα Εβραϊκά της Κέρκυρας (1891), οι ταραχές και οι επιθέσεις κατά της Εβραϊκής κοινότητας, πολλά μέλη της οποίας προέρχονταν από την Απουλία και μιλούσαν μία ιταλική διάλεκτο, έγιναν αφορμή για να ζητήσει η Ιταλία την κατάληψη του νησιού από τα στρατεύματά της με σκοπό την επιβολή της τάξης, αφού η Ελλάδα ήταν ανίκανη να το πράξει. Οποίο θράσος, ειδικά από τη στιγμή που (σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής) αυτοί που υποκινούσαν τις επιθέσεις κατά των Εβραίων ήταν μέλη της κοινότητας των Ιταλοκερκυραίων!
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1915) ιταλικά στρατεύματα, μαζί με γαλλικά, κατέλαβαν την Κέρκυρα (η Ελλάδα ήταν τότε ουδέτερη), προκειμένου να εξασφαλίσουν την κυριαρχία της Αντάντ στην Αδριατική, να στήσουν μία βάση για τις επιχειρήσεις στη Βόρεια Ήπειρο που αποσκοπούσαν στο άνοιγμα Βαλκανικού Μετώπου, και να περισώσουν τον σερβικό στρατό που είχε διαφύγει από τα Αυστροουγγρικά στρατεύματα μέσω Αλβανίας. Οι Ιταλοί, όμως, δεν αρκέστηκαν να αποστείλουν απλώς όσα στρατεύματα ήταν αρκετά για τη διατήρηση της βάσης της Κέρκυρας. Η Ιταλία έστειλε στην Κέρκυρα ισχυρότατες δυνάμεις, ακόμη και ολόκληρα σώματα πυροβολικού και ιππικού. Ακόμη και όταν οι Γάλλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται, ιταλοί στρατιώτες συνέχισαν να αποβιβάζονται στο νησί, φορώντας πολιτικά! Κατά την παραμονή τους στην Κέρκυρα, οι Ιταλοί ενέτειναν την προπαγάνδα τους, ενώ έφτασαν σε σημείο να τυπώνουν χάρτες της «Μεγάλης Ιταλίας» που θα προέκυπτε μετά τον πόλεμο, στους οποίους περιλαμβανόταν και η Κέρκυρα, ενώ δεν δίστασαν να εκδώσουν και δικό τους γραμματόσημο (δείγμα εθνικής κυριαρχίας).
Αυτό έγινε σαφές το 1923. Το νεοπαγές καθεστώς του Μουσολίνι, ακολουθώντας το πάγιο ιταλικό δόγμα επέκτασης, «έστησε» τη δολοφονία ενός Ιταλού Στρατηγού (του Τελλίνι, ο οποίος ήταν αντιφασίστας) που συμμετείχε στην επιτροπή χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων. Με αφορμή το γεγονός αυτό, ο ιταλικός στόλος βομβάρδισε την Κέρκυρα και στρατιωτικά τμήματα κατέλαβαν το νησί τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Η Ελλάδα, βέβαια, μόλις είχε εξέλθει της Μικρασιατικής Καταστροφής, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να προβάλλει ιδιαίτερη αντίδραση. Παρά ταύτα, είναι περίεργο το γεγονός ότι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις δεν κινήθηκαν προς τα δυτικά, ενώ στις εκκλήσεις των τοπικών αρχόντων προς την κυβέρνηση για αποστολή οδηγιών, δεν δόθηκε καμία απάντηση. Η Κέρκυρα αφέθηκε στο έλεος των Ιταλών! Η αποχώρηση των στρατευμάτων του Μουσολίνι πραγματοποιήθηκε μόνο μετά την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων και την ταπείνωση της Ελλάδας που απεδέχθη όλους του ιταλικούς όρους («αποζημίωση», απόδοση τιμών στη σορό του Τελλίνι και την ιταλική σημαία σε ελληνικό έδαφος). Ουσιαστικά, με την έκβαση αυτού του επεισοδίου, η Ελλάδα αποδεχόταν την ύπαρξη ζητήματος κυριαρχίας επί της Κέρκυρας.
Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, η Κέρκυρα ήταν από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που υπέστησαν τους βομβαρδισμούς της ιταλικής πολεμικής αεροπορίας, ήδη από το πρωί της 1ης Νοεμβρίου. Τα θύματα ήταν πολλά και οι καταστροφές μεγάλες, ιδίως στις γειτονιές του Καμπιέλου, των Αγίων Πατέρων και της Εβραϊκής συνοικίας. Οι Ιταλοί έδειξαν το μεγαλείο τους βομβαρδίζοντας αμάχους σε μία πόλη που είχε κηρυχθεί ανοχύρωτη κατά τους διεθνείς νόμους του πολέμου. Υπάρχουν μερικοί που μιλούν για την «αστοχία» ή την «ανθρωπιά» πολλών ιταλών πιλότων, οι οποίοι, αντί να ρίξουν τις βόμβες τους στην πόλη, τις άδειαζαν στη θάλασσα, στο λιμάνι και αλλού. Είναι, όμως προφανές, ότι αυτό επρόκειτο για σχεδιασμένη ιταλική ενέργεια με δύο στόχους: αφενός, έπρεπε να επιδειχθεί η ισχύς της Ιταλίας στους ντόπιους και, αφετέρου, έπρεπε να αποφευχθούν μεγαλύτερες καταστροφές των υποδομών και του πληθυσμού, αφού η Ιταλία επιθυμούσε να προσαρτήσει το νησί.
Στη συνέχεια, μετά την ελληνική συνθηκολόγηση, οι Ιταλοί, αντίθετα με το ό,τι έπραξαν οι ίδιοι και οι Γερμανοί κατακτητές στην υπόλοιπη Ελλάδα, απέσπασαν τα Ιόνια Νησιά από την (κατεχόμενη) ελληνική επικράτεια και δημιούργησαν ένα κράτος-μαριονέτα υπό τον έλεγχό τους. Έτσι, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα υπήρχε ελληνική κυβέρνηση με δικές τις υπηρεσίες και αστυνομία, στα Επτάνησα είχαν εγκαθιδρυθεί υπηρεσίες στελεχωμένες από Ιταλούς δίνοντας μία επίφαση ανεξάρτητης κρατικής οντότητας. Το παράξενο είναι ότι ενώ στην περίπτωση της απόπειρας των Βουλγάρων να προσαρτήσουν τη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία οι Έλληνες βγήκαν στους δρόμους διαδηλώνοντας με αυτοθυσία την αντίθεσή τους σε μία τέτοια εξέλιξη (την οποία και απέτρεψαν), στην περίπτωση των Ιονίων Νήσων δεν υπήρξε παρόμοια αντίδραση. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι, εκτός των όποιων προκαταλήψεων απέναντι των Επτανησίων, υπήρξε και παρέμβαση από τη βρετανική πλευρά, η οποία, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, ακολούθησε μία παράδοξη φιλοϊταλική στάση, όπου δεν βλάπτονταν άμεσα τα δικά της συμφέροντα. Στο πλαίσιο αυτό, κατά την περίφημη ναυμαχία του Ταινάρου (1941) στην οποία συνέτριψαν τον Ιταλικό Στόλο, δεν επέτρεψαν τη συμμετοχή του Ελληνικού Στόλου, ενώ, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην ιταλική χερσόνησο (1943-44), δεν επέτρεψαν στις ελληνικές δυνάμεις που συμμετείχαν να υψώσουν την ελληνική σημαία σε ιταλικό έδαφος.
Όσον αφορά στη στάση των ιταλικών δυνάμεων κατοχής μετά την ιταλική συνθηκολόγηση το 1943, την οποία πολλοί αποδίδουν στην «αποφασιστοποίηση» των ιταλικών στρατευμάτων, πρέπι να τονιστούν τα εξής: οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής ουσιαστικά δεν εκδήλωσαν ενεργή άμυνα έναντι των Γερμανών, εκτός από την περίπτωση της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς. Η στάση αυτή είναι προφανές ότι δεν οφείλεται απλώς στη θέση της νέας ιταλικής κυβέρνησης του Μπαντόλιο για αλλαγή πλευράς στον πόλεμο, αλλά στην επιδίωξη παγιοποίησης ενός καθεστώτος που ενδεχομένως να επέτρεπε με τη λήξη του πολέμου τη διεκδίκηση των Ιονίων Νήσων από την Ιταλία, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι αυτή θα περιλαμβανόταν τελικά στους Συμμάχους. Ως γνωστόν, αυτή η επιδίωξη δεν ευοδώθηκε, αλλά, αντίθετα, θάφτηκε μαζί με χιλιάδες Ιταλούς και Επτανήσιους νεκρούς που προέκυψαν από τη λυσσαλέα γερμανική αντίδραση. Ο βομβαρδισμός και η πυρπόληση της Κέρκυρας τον Σεπτέμβρη του 1943 οφείλεται απολύτως στον ιταλικό ιμπεριαλισμό και τη «ρωμαϊκή» μεγαλομανία.
Τέλος, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην τελική συνθήκη ειρήνης των Παρισίων του 1947, ενώ υπάρχει ειδική ρήτρα (άρθρο 14) για τους όρους μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η ελληνική κυβέρνηση παρέλειψε να περιλάβει μία αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας από πλευράς Ιταλίας, ή έστω μία δήλωση από την πλευρά των Ιταλών ότι αποκηρύττουν κάθε προηγούμενη διεκδίκηση κατά της Ελλάδας.
Ως συμπέρασμα των παραπάνω θα λέγαμε ότι η συμπεριφορά των εκ δυσμών γειτόνων μας έναντι της Ελλάδας συνολικά και της Κέρκυρας ειδικά, υπήρξε για έναν περίπου αιώνα αρπακτική και ύπουλη. Τα αποτελέσματα αυτής της στάσης ειδικά η Κέρκυρα τα πλήρωσε με τον πιο σκληρό τρόπο. Το κλίμα αστάθειας που καλλιέργησε η Ιταλία στην περιοχή λειτούργησε ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη της νήσου, ενώ οι τεράστιες καταστροφές κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τις οποίες είναι πλήρως υπεύθυνη η Ιταλία, καταδίκασαν την Κέρκυρα στην υποβάθμιση και την αποβιομηχανοποίηση, με παρενέργειες ορατές ακόμη και σήμερα, σε οικονομικό, πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο.
Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι τα αίτια κάποιων φαινομένων πρέπει να προσδιορίζονται και οι ευθύνες πρέπει να αποδίδονται. Η μνήμη πρέπει να τροφοδοτείται από τα διδάγματα της Ιστορίας, όχι προς διαιώνιση της μισαλλοδοξίας, αλλά με σκοπό την αποφυγή περιπετειών που συνήθως έχουν ρίζες στο ιστορικό παρελθόν. Συνεπώς, αφού η Ιστορία μας παρέχει τόσο ηχηρά διδάγματα, είναι τουλάχιστον αφελές να τα αγνοούμε, όπως στην περίπτωση της ανέγερσης του μνημείου της κατοχικής μεραρχίας Acqui. Γιατί στο πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής και των γεωπολιτικών ισορροπιών, η αφέλεια είναι αναπόδραστα επιζήμια, αν όχι καταστροφική.
Ανδρέας Γραμμένος
(Για περισσότερες και εκτενείς λεπτομέρειες σχετικά με τα παραπάνω, βλ.
- Μπότσης Μιλτιάδης, Γεωπολιτική Αδριατικής-Ιονίου: Η περίπτωση της Κέρκυρας, Παπαζήσης.
- Κατσαρός Σπύρος, Ιστορία της Κέρκυρας, Mellon.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών.
- Αθανάσαινας Γεώργιος, Κέρκυρα Σεπτέμβρης 1943, Μακεδονικές Εκδόσεις.