Η γεωγραφική θέση της Κέρκυρας και η ιδιότητά της ως μία από τις απώτατες χριστιανικές περιοχές προς την Ανατολή, οδήγησαν στην ανάδειξη του νησιού μας ως ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά και ταξιδιωτικά κέντρα που εξυπηρετούσαν τους Ευρωπαίους που επιθυμούσαν να μετακινηθούν προς τις Βαλκανικές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων και την παράλληλη σχεδόν προσχώρηση της Κέρκυρας στη Βενετική Δημοκρατία, οι ταξιδιώτες και οι έμποροι που όδευαν προς την Ήπειρο, αλλά και τα μεγάλα κέντρα της Θεσσαλονίκης, της Αδριανούπολης και της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποιούσαν ως βάση τους την πόλη των Κορυφών. Στην Κέρκυρα οι ταξιδιώτες μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες για το ταξίδι τους προμήθειες, αλλά και να εκμεταλλευτούν τις χρηματοπιστωτικές (σχετικά υποτυπώδεις στην αρχή, αρκετά ανεπτυγμένες αργότερα), τις λιμενικές και τις άλλες απαραίτητες υποδομές του νησιού.
Εκτός, βέβαια, από όσους όδευαν ανατολικά με πλοίο, ακολουθώντας τα πυκνά θαλάσσια δρομολόγια της εποχής, δεν ήταν λίγοι και αυτοί που ακολουθούσαν τις χερσαίες διαδρομές. Τις τελευταίες τις προτιμούσαν κυρίως όσοι δεν μετέφεραν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και αποσκευών, καθώς η δυνατότητες μεταφοράς με κάρα και υποζύγια ήταν περιορισμένες σε σχάση με τα πλοία.
Για την εποχή που εξετάζουμε, δηλαδή από τον 15ο έως και τον 19ο αιώνα, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι χεραίες διαδρομές ήταν αρκετά επικίνδυνες, καθώς η ληστεία ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη αφού το ανάγλυφο της περιοχής αποτελούσε ένα ιδανικό πεδίο δράσης σε κάθε είδους ενόπλους, από απλούς ληστές, μέχρι άτακτα στρατεύματα και τους γνωστούς μας Κλέφτες. Βεβαίως, όπως έχουμε αναφέρει σε πολλά άρθρα στο παρελθόν, η δράση των πειρατών καθιστούσε και τα θαλάσσια δρομολόγια εξίσου επικίνδυνα.
Η κατάσταση αυτή, εξάλλου, ήταν που ώθησε του Οθωμανούς στην οργάνωση ενός δικτύου ασφαλείας των χερσίων δρόμων της Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Το δίκτυο αυτό περιλάμβανε τα Αρματολικά σώματα, καθώς και τις φρουρές των Δερβενιών, δηλαδή των στενωπών των ορεινών κυρίως οδών.
Παρόλα αυτά, το μήκος των οδών και το ανάγλυφο του εδάφους άφηναν μεγάλες εκτάσεις ουσιαστικά αφύλακτες. Ως εκ τούτου, όποιος επιθυμούσε να ταξιδέψει στα Βαλκάνια, έπρεπε να εξασφαλίσει προσωπική φρουρά για την ασφάλειά του. Στην Κέρκυρα φαίνεται ότι υπήρχαν άνθρωποι, ακόμη και “συντροφίες” (εταιρείες) που ανελάμβαναν τέτοιες αποστολές. Ως σωματοφύλακες ταξιδιωτών και εμπόρων εργάζονταν Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας και Αλβανοί ένοπλοι, οι οποίοι, εκτός από τις ικανότητές τους στον χειρισμό των όπλων, διέθεταν και προσωπικές ή συγγενικές σχέσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς, ακόμη και με όσους ασχολούνταν με τη ληστεία. Αυτές οι σχέσεις είχαν μεγαλύτερη βαρύτητα από τα όπλα στην ασφάλεια των ταξιδιωτών.
Στο παρακάτω έγγραφο από το Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας περιγράφεται μία σύμβαση μεταξύ ενός Ιταλού ταξιδιώτη και ενός Αρβανίτη σωματοφύλακα:
Σύμβαση μεταξύ ταξιδιώτη και σωματοφύλακα (Κέρκυρα 16ος αι.)
αφξθ΄(1569), ημέρα θ΄(9η) του Φευβρουαρίου μηνός. Μισέρ Λεονάρδος Καρατζούλος από την Ανάπολη, κάτοικος εις το Τουζέντα από τον Κάβο, εγγύς το Τάραντο, παρών συμφώνησε με τον παρώντα Γιώνη Φροσάνα Αλβανίτη, ίνα συνοδεύψη αυτόν διά ξηράς έως την Κωνσταντινούπολη όπου μέλλει ο άνωθεν Μισέρ Λεονάρδος υπάγη και να επιστρέψη μετ’ αυτού εδώ εις τους Κορυφούς, και διά αμοιβή του άνωθεν Γγιώνη συνεφώνησαν διά τζεκίνια 20, ήγουν δουκάτα 30 Κορυφών....
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Π 40, σ. 694r
Ο Μισέρ Λεονάρδος από τη Νάπολη, σταθμεύοντας στην Κέρκυρα πριν συνεχίσει το ταξίδι του προς την Κωνσταντινούπολη, προσέλαβε τον Γκιώνη Φροσάνα ως σωματοφύλακα. Η αμοιβή που συμφωνήθηκε αντιστοιχεί περίπου στην αμοιβή ενός στρατιώτη εν καιρώ πολέμου κατά την ίδια περίοδο.
(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα " Η Κέρκυρα Σήμερα")