27/6/09

Τα ...θορυβώδη έθιμα του Πάσχα στην Κέρκυρα




Το Πάσχα αποτελεί την ύψιστη εορτή της Ορθοδοξίας. Δεν είναι μία απλή θρησκευτική επέτειος, καθώς κατά τη χριστιανική θεολογία σηματοδοτεί τον διαρκή θρίαμβο της Ζωής επί του Θανάτου, την επιβολή του αναστηθέντος Χριστού επί του Άδου, την υπόσχεση της αθανασίας του ανθρώπινου γένους.
Σε ολόκληρη την ανατολική Χριστιανοσύνη, η Ανάσταση εορτάζεται με λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια. Το «Χριστός Ανέστη» χαιρετάται από τους πιστούς με ένταση, τόσο κατά τη διάρκεια της αναστάσιμης λειτουργίας, όσο και κατά τις ακολουθίες που πραγματοποιούνται τις επόμενες ημέρες. Η ελευθερία ο αυθορμητισμός που χαρακτηρίζουν τις εκδηλώσεις των Ορθοδόξων, ακόμη και η υπερβολή που παρατηρείται ενίοτε, αποτελούν ενδείξεις της σημασίας και της λαμπρότητας της εορτής.
Ένα από τα αναστάσιμα έθιμα που επιβιώνουν για αιώνες και μάλιστα με εξαιρετική συνέπεια, είναι η χρήση πυροτεχνημάτων και κροτίδων. Αν και η πυρίτιδα στην Ευρώπη πρωτοχρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς, οι Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν αρκετά σύντομα την απόδοση της εκρηκτικής ύλης σε εντυπωσιακές συσκευές παραγωγής κρότου και λάμψης, εντάσσοντάς τες στις εορταστικές τους εκδηλώσεις.
Στην Κέρκυρα η χρήση βεγγαλικών και άλλων ανάλογων συσκευών καθιερώθηκε κατά τον 18ο αιώνα[1]. Η νέα «μόδα» ξεκίνησε βέβαια από την πόλη, όπου χρησιμοποιούνταν βεγγαλικά κατά τις τελετές της άφιξης του νέου Προβλεπτή ή κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών, όπως της λιτανείας της Αγίας Δωρεάς των Καθολικών[2]. Γρήγορα, όμως, ακολούθησαν και οι Ορθόδοξοι του νησιού, ακόμη και οι κάτοικοι της υπαίθρου.
Αν και η χρήση πυροβόλων όπλων παρέμενε ιδιαίτερα διαδεδομένη, οι αυτοσχέδιες συσκευές, όπως τα «μάσκουλα» ήταν επίσης δημοφιλείς, ιδιαίτερα όπου υπήρχε έλλειψη πυροβόλων, ή στις τάξεις των ανηλίκων. Τα «μάσκουλα» ήταν μεταλλικοί σωλήνες, οι οποίοι γομώνονταν με εκρηκτική ύλη (συνήθως αυτό σήμαινε απλώς μαύρη πυρίτιδα), η οποία όταν πυροδοτούταν προκαλούσε ισχυρό κρότο και εξέπεμπε καπνό.
Όσο, όμως, και αν διασκέδαζαν οι πρόγονοί μας με αυτές τις συσκευές, δεν έλειπαν και τα ατυχήματα, τα οποία -όπως δυστυχώς συμβαίνει ακόμη και σήμερα σε ανάλογες περιπτώσεις- προκαλούταν από την αστάθεια των χειροποίητων «μάσκουλων» και την έλλειψη προσοχής όσων τα χειρίζονταν. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που η γιορτινές ημέρες του Πάσχα σκιάζονταν από τον τραυματισμό, ή ακόμη και τον θάνατο κάποιου πανηγυριώτη.
Μία τέτοια τραγική περίπτωση εντοπίσαμε στις Ληξιαρχικές Πράξεις Εκκλησιών του Ιστορικού Αρχείου της Κέρκυρας:

Θάνατος από βεγγαλικά στο Καβαλούρι (18ος αι.)

1777, Μαΐου 26.
Απότιχε της παρούσης ζοής ο Δίμος Προβατάς του ποτέ Αθανάσι, ο οπίος ελαβόθι από ένα μάσκουλο ιστο περιάβλιον του Αγίου Νικολάου ις το παρόν χορίον την ιμέρα όπου επιγέναμε ιστίν Λιτή[3] ιστούς Καρουσάδες την Νέαν Δευτέρα κατά την σηνίθιαν, και εκύ εσμπεράρανε[4] τα μάσκουλα και έσκασε ένα μάσκουλο και μία ασκλίθρα τον επέτυχε ιστο χέρι το δεξιόν και του ετρίπισε την απαλάμι από μία πάντα έος στην άλιν. Όμος τον επίρανε ιστι χόρα και έζισε ιμέρας σαράντα σοστές και απέθανε. Ήτουν χρονόν 25.
Νικόλαος ιερεύς ο Σπύγκος εφιμέριος Υπεραγίας Θεοτόκου τον Εσοδίον χορίου καβαλούρι
ΑΝΚ, Πράξεις Εκκλησιών, Τόμος 93, Βιβλίο 1ο

Είναι προφανές από το παραπάνω κείμενο ότι ο τραυματισμός του νεαρού Δήμου προήλθε από απροσεξία δική του ή εκείνου που πυροδότησε τα «μάσκουλα». Το τραύμα που περιγράφει ο παπα-Σπίγγος είναι σοβαρό, αλλά δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι ήταν δυνατό να επιφέρει τον θάνατο ενός εικοσιπεντάχρονου νέου. Η απουσία γιατρού σε κοντινή απόσταση, όμως και η έλλειψη αντιβιοτικών την εποχή εκείνη, ήταν ικανοί παράγοντες ώστε ακόμη και ένα φαινομενικά ακίνδυνο τραύμα να κοστίσει τη ζωή του τραυματία.
______________________

Σημειώσεις


[1] Νικηφόρου Αλίκη, Δημόσιες Τελετές στην Κέρκυρα κατά την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, Θεμέλιο, σ. 138.
[2] Όπ., σ. 75.
[3] Λιτή: Λιτανεία.
[4] Σμπεράρω: πυροδοτώ


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

Κερκυραίοι θεραπευτές ...στην Ήπειρο




Στο παρελθόν έχουμε αναφερθεί στην υγειονομική περίθαλψη και την ιατρική στην Κέρκυρα κατά την εποχή της Βενετοκρατίας. Είχαμε εξετάσει το (περιορισμένο) σύστημα υγείας, καθώς και τις συνήθεις ιατρικές και παραϊατρικές πρακτικές που εφαρμόζονταν στον πληθυσμό του νησιού. Το συμπέρασμα στο οποίο είχαμε καταλήξει ήταν ότι γενικά στις ανώτερες οικονομικές και κοινωνικές τάξεις παρείχαν τις υπηρεσίες τους οι πτυχιούχοι ιατροί, ενώ ο υπόλοιπος λαός απευθυνόταν κυρίως στους πρακτικούς θεραπευτές.
Οι πρακτικοί θεραπευτές, κάτοχοι μίας παράδοσης με ρίζες ακόμη και στην αρχαιότητα, εφήρμοζαν θεραπευτικές πρακτικές οι οποίες είχαν συνήθως ως βάση τις ιδιότητες κάποιων βοτάνων ή άλλων φυσικών στοιχείων. Σκευάσματα, ελιξίρια και αλοιφές από εκχυλίσματα φυτών, μέχρι και... η κυψελίδα του ανθρώπινου αυτιού, χρησιμοποιούνταν για να αντιμετωπιστούν κάθε είδους ασθένειες, από απλούς ερεθισμούς του δέρματος, μέχρι και η πάθηση του προστάτη!
Από την Αναγέννηση κι έπειτα, όμως, η παραδοσιακές θεραπευτικές μέθοδοι ήρθαν σε επαφή με την επιστήμη της Ιατρικής, τόσο επειδή «ξεθάφτηκαν» αρχαία ιατρικά συγγράμματα που είχαν ξεχαστεί κατά τον Μεσαίωνα, όσο και γιατί, χάρη στην τυπογραφία, αυτά τα συγγράμματα έγιναν προσβάσιμα από πολύ περισσότερους ανθρώπους σε σχέση με το παρελθόν. Τα ιατρικά συγγράμματα και οι τυπωμένες θεραπευτικές μέθοδοι αποτελούσαν ένα σημαντικό μέρος των έντυπων βιβλίων που εκδόθηκαν μετά την επινόηση του Γουτεμβέργιου.
Βεβαίως, τα βιβλία αυτά κυκλοφορούσαν κυρίως στην Ευρώπη και ήταν γραμμένα (αρχικά τουλάχιστον) στα λατινικά, οπότε δεν ήταν άμεσα προσβάσιμα από τους Έλληνες εκείνους που δεν κατείχαν τη γλώσσα αυτή. Για τον λόγο αυτό άργησαν να χρησιμοποιηθούν στην κυρίως Ελλάδα.
Αντίθετα, στην Κέρκυρα, και στις άλλες περιοχές που βρίσκονταν υπό τη βενετική κυριαρχία υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα συγγράμματα αυτά. αυτοί μπορούσε να είναι γηγενείς Έλληνες ή Λεβαντίνοι ιταλικής καταγωγής. Αυτοί μπορούσαν να αποκτήσουν μία γνώση που ήταν όχι μόνο πολύτιμη, αλλά και εξαιρετικά επικερδής, αφού οι υπηρεσίες τους, ξεχωριστές από εκείνες των απλών πρακτικών θεραπευτών, μπορούσαν να αμειφθούν καλύτερα, ειδικά στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου δεν θα αντιμετώπιζαν σοβαρό ανταγωνισμό.
Το παρακάτω νοταριακό έγγραφο από το Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας μας αποκαλύπτει μία περίπτωση σύστασης «συντροφίας»[1] πρακτικών θεραπευτών από την Κέρκυρα:

Συμφωνητικό σύστασης «συντροφίας» πρακτικών θεραπευτών από την Κέρκυρα (16ος αι.)

6/3/1542
Την άνωθεν, Μαΐστρο Τζουανμάριος Γεράλδης και Μαΐστρο Ανδρέας Μουσούρης, συνεφώνησαν να υπάγωσι εις την Στεραιάν[2] χάριν ιατρεύσεως, και να βάλη τα ιατρικά ο Μάστρο Ανδρέας αμισθί, και ούτοι τους κόπους και τέχνην αυτών και όπερ ο Θεός αποστείλη, επιστρεφόμενοι εδώ να μοιράσωσιν εφημισίας και αδελφικώς.
Μάρτυρες Ταβιάνος Καρτάνος και κυρ Νικόλαος Βατάτζης.
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Μ 182, σ. 71r

Είναι προφανές ότι ο Μαστρο Ανδρέας Μουσούρης ήταν μάλλον φαρμακοποιός, γι’ αυτό φέρει τον τίτλο του «Μαΐστρο» και θα εφοδιάσει τη συντροφία με «ιατρικά». Φαίνεται, όμως, ότι ο ιταλικής καταγωγής συνέταιρός τους, ο Τζουανμάριος Γεράλδης, κατείχε μία γνώση άγνωστη στον μαστρο-Ανδρέα, και γι’ αυτό τα κέρδη από το ταξίδι στην Ήπειρο θα μοιράζονταν στη μέση. Βεβαίως, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ποια ήταν αυτή η γνώση που κατείχε ο Τζουανμάριος, όμως η καταγωγή του μας οδηγεί στην υπόθεση ότι γνώριζε τον τρόπο παρασκευής κάποιου φαρμάκου ή σκευάσματος, είτε από τη μαθητεία του σε κάποιον πρακτικό θεραπευτή της Ιταλίας, είτε επειδή τη διάβασε σε κάποιο από τα καινούρια βιβλία που κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη.
Ένα είναι βέβαιο: υπήρχαν εποχές που οι Κερκυραίοι πήγαιναν στην Ήπειρο, όχι για να γιατρευτούν, αλλά για να γιατρέψουν!


__________________________

Σημειώσεις


[1] Συντροφία: εταιρεία, συνεταιρισμός.
[2] Στεραιά: για τους Κερκυραίους και τους Βενετούς της εποχής, η απέναντι ηπειρωτική ακτή, η Ήπειρος.


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

22/6/09

Το πρόβλημα των νόθων στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα.


Ένα ζήτημα της ιστορίας της Κέρκυρα που έχει ελάχιστα απασχολήσει τη βιβλιογραφία μέχρι σήμερα, είναι το πρόβλημα των νόθων παιδιών και της αντιμετώπισής του κατά τους αιώνες της Βενετοκρατίας.
Ίσως να φαίνεται απίθανο σε μία εποχή που το θρησκευτικό συναίσθημα ήταν τόσο έντονο και οι κοινωνικές πεποιθήσεις περί ηθικής ήταν τόσο αυστηρές, να υπάρχουν τόσα νόθα παιδιά, ώστε η πολιτεία να πρέπει να λάβει μέτρα. Πράγματι, αναφερόμαστε σε μία εποχή που οι προγαμιαίες σχέσεις δεν ήταν αποδεκτές, αλλά, απεναντίας, καταδικαστέες, και που ο κοινωνικός και κρατικός έλεγχος ήταν ιδιαιτέρως αυστηρός.
Παρά ταύτα, νόθα παιδιά υπήρχαν αρκετά, και η αυστηρή ηθική της εποχής ανάγκαζε πολλούς γονείς να τα εγκαταλείπουν στους δρόμους της πόλης ή των προαστίων, με αποτέλεσμα πολλά να βρίσκουν φρικτό θάνατο, κατασπαρασσόμενα από άγρια ζώα. Το τελευταίο αυτό στοιχείο δεν αποτελεί υπερβολή, αλλά αναφέρεται στην πρόταση των Συνδίκων της Κέρκυρας προς το Συμβούλιο της Κοινότητας, προκειμένου να εγκριθεί η ίδρυση βρεφοκομείου[1].
Τα νόθα έκθετα παιδιά εντοπίζονταν κυρίως στην πόλη της Κέρκυρας και προέρχονταν τόσο από τους αριστοκράτες, όσο και από το πόπολο της πόλης. Βέβαια, οι αριστοκράτες γενικά συνήθιζαν να υποστηρίζουν τις μητέρες των νόθων παιδιών τους, ακόμη και να τα αναγνωρίζουν, επιχειρώντας πολλές φορές να τα εισάγουν και στο Συμβούλιο της Κοινότητας ως νόμιμους διαδόχους τους. Το πρόβλημα των νόθων παιδιών των αριστοκρατών είχε την ίδια προέλευση που είχε και για την ίδια τη Βενετία. Συνήθως, μόνο ένας άνδρας από μία αριστοκρατική οικογένεια παντρευόταν, ώστε η περιουσία να μη διασπάται σε πολλά μικρά μέρη. Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδιζε τους υπολοίπους να αναζητούν συντρόφους.
Το μεγαλύτερο μέρος των έκθετων παιδιών, πάντως προερχόταν από τις τάξεις του πόπολου. Ως κύριος λόγος της ύπαρξής τους δεν θεωρείται τόσο η έκπτωση των ηθών, αλλά η πρακτική της εποχής να στεγάζονται μισθοφόροι στρατιώτες στα σπίτια του πόπολου. Οι στρατιώτες αυτοί, επαγγελματίες του πολέμου, σκληροτράχηλοι και εθισμένοι στην αρπαγή, ουκ ολίγες φορές εκμεταλλεύονταν τη φιλοξενία των Κερκυραίων. Ανεξάρτητα από τον τρόπο σύλληψης του νόθου παιδιού, η ντροπή της οικογένειας και της ίδιας της μητέρας ήταν μεγάλη και η κοινωνική κατακραυγή βέβαιη.
Παρά ταύτα, υπάρχουν και μαρτυρίες για την εσκεμμένη έκθεση παιδιών στο βρεφοκομείο, μετά την ίδρυσή του, βέβαια. Η αμοιβή που έδινε το ίδρυμα στις τροφούς των έκθετων παιδιών, φαίνεται πως δελέαζε πολλές φτωχές γυναίκες, οι οποίες είχαν επινοήσει ένα τέχνασμα: άφηναν το παιδί τους έκθετο στο βρεφοκομείο, και αμέσως μετά παρουσιάζονταν ως τροφοί, προκειμένου να θηλάσουν το παιδί και να εισπράξουν παράλληλα την αμοιβή. Αν αναλογιστούμε ότι οι διαδικασίες υιοθεσίας τότε ήταν απλές έως ανύπαρκτες και ότι οι ιθύνοντες του Βρεφοκομείου αισθάνονταν μάλλον ανακούφιση όταν κάποιος πολίτης ζητούσε να υιοθετήσει κάποιο έκθετο, είναι προφανές ότι οι γονείς δεν ήταν δύσκολο να επαναφέρουν το παιδί τους στην οικογένεια όταν έληγε η περίοδος του θηλασμού, άρα και η αμοιβή της τροφού.
Όσα παιδιά δεν ενέπιπταν στην παραπάνω κατηγορία, ζούσαν για μερικά χρόνια μόνο στο Βρεφοκομείο. Στην ηλικία των οκτώ ετών περίπου, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε, τα αγόρια αναλάμβανε ο Γενικός Προβλεπτής, ο οποίος ως στρατιωτικός διοικητής τα αξιοποιούσε στο στράτευμα, ενώ τα κορίτσια ανατίθεντο σε «φιλεύσπλαχνα πρόσωπα», που καλούνταν να τα αναθρέψουν και να τα «αποκαταστήσουν».
Το Βρεφοκομείο, παρά τη σημαντική υπηρεσία που επιτελούσε προς όφελος της Κέρκυρας, φαίνεται πως δεν είχε σταθερή πηγή εσόδων ώστε να καλύπτει τα λειτουργικά του έξοδα. Η ίδρυσή του πραγματοποιήθηκε με τις εισφορές μελών του Συμβουλίου της Κοινότητας, ενώ τα πάγια έξοδά του καλύπτονταν επίσης από χορηγίες, τόσο του Συμβουλίου, όσο και απλών ανθρώπων. Άλλωστε, σύμφωνα με τον νόμο, κάθε νοτάριος που συνέτασσε μία διαθήκη, ήταν υποχρεωμένος να ρωτά τον πελάτη του αν επιθυμούσε να αφήσει κάτι και στο Βρεφοκομείο:

Διαθήκη με αναφορά το Βρεφοκομείο (17ος αιώνας)

Εν ονόματι του Χριστού αμήν, 1693 ημέρα 10 του Ιουνίου μηνός.... η παρούσα κυράτζα Νάστω, γυνή του ποτέ Κωνσταντή Λουκάνη... ενώ ηυρίσκεται αστενημένη και άρωστη και κοιτόμενη εν τη κλίνη αυτής... Ερωτηθείς από εμένα τον υπογεγραμμένον Νοτάριον εάν θέλη να αφίση τίποτις εις τα Αφεντικά Σπιτάλια[2], ήγουν εις τα μπασταρδίνια, και αυτή αποκριθείς είπε όχι, θέλω ότι η παρούσα μου διαθήκη....
Υπό μαρτυρίας ...
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Λ 2

Είναι πολλές οι διαθήκες στις οποίες ο Νοτάριος απευθύνει το ίδιο ερώτημα προς τον διαθέτη. Σε όσες έχουμε υπόψιν, πάντως, από περιοχές της υπαίθρου, κανείς δεν άφησε κάποιο κληροδότημα, μικρό ή μεγάλο. Γιατί, όμως; Ήταν οι Κερκυραίοι ανάλγητοι ή δεν τους αφορούσε το ζήτημα; Δεν είναι εύκολο να δοθεί μία απάντηση σε αυτό το ερώτημα, είναι βέβαιο, όμως, ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε τον άνθρωπο του 17ου ή του 18ου αιώνα με τα δικά μας δεδομένα. Εκείνες τις εποχές, όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενες ευκαιρίες, δεν υπήρχε κράτος Πρόνοιας (με ελάχιστες εξαιρέσεις), αλλά οι πολίτες αντιμετώπιζαν διάφορα ζητήματα με ιδιωτικές πρωτοβουλίες, συστήνοντας μηχανισμούς και ιδρύματα. Ως εκ τούτου, είναι προφανές ότι οι Κερκυραίοι χωρικοί δεν μπορούσαν να δουν ως δικό τους πρόβλημα ένα πρόβλημα της πόλης, άρα ούτε και να συμμετάσχουν στη λύση του.

_________________
Σημειώσεις

[1] Βλ. Νίκος Καραπιδάκης, Civis Fidelis l'avenement et l'affirmation de la citoyennete corfiote (XVIeme-XVIIeme siecles), Peter Lang, 1992, σ. 195, και Έλλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου, Πρεσβείες της βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος-18οςαι.), Γ.Α.Κ.-Αρχεία Νομού Κερκύρας, Αθήνα, 2002, σ. 116 και 171.
[2] Αφεντικά Σπιτάλια: δημόσια νοσοκομεία – ιδρύματα.

(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ἡ Κέρκυρα Σήμερα"

21/6/09

Οι θησαυροί της Κέρκυρας




Οι λαϊκοί θρύλοι, αλλά και οι τοπικές παραδόσεις βρίθουν από ιστορίες σύμφωνα με τις οποίες διάσπαρτοι στην Κέρκυρα υπάρχουν αμύθητοι θησαυροί. Και βέβαια, όπου υπάρχουν τέτοιου είδους ιστορίες, υπάρχουν πάντα άνθρωποι που συγκινούνται από αυτές και, αισθανόμενοι έλξη από την περιπέτεια και τα προσδόκιμα πλούτη, δοκιμάζουν την τύχη τους αναζητώντας αυτούς τους θησαυρούς.
Το πλούσιο παρελθόν της Κέρκυρας, οι χαμένες πλούσιες πόλεις της μυθολογίας και της αρχαιότητας, οι πολεμικές περιπέτειές της και γενικά η Ιστορία της, αποτελούν ένα περιβάλλον ευνοϊκό, όχι μόνο για την εμφάνιση θρύλων και παραδόσεων σχετικά με θησαυρούς, αλλά και για την ύπαρξή τους. Επί χιλιετίες οι άνθρωποι του νησιού και όχι μόνο αναζητούν τη μυθική πόλη του Αλκινόου που με περισσή μεγαλοπρέπεια περιγράφουν ο Όμηρος, αλλά και τα Αργοναυτικά έπη. Η ιστορική αρχαία Χερσούπολη (γνωστή από τον Μεσαίωνα ως Παλαιόπολη) που ξαφνικά κατστράφηκε από τους Γότθους του Τωτίλα το 550 μ.Χ. αποτελούσε πάντα ένα μυστήριο: που πήγαν οι θησαυροί και τα έργα τέχνης της; Ακόμη, κατά τη ρωμαϊκή εποχή και μέχρι και τον 16ο αιώνα, δεν ήταν λίγες οι αρχοντικές κατοικίες που, διάσπαρτες στην ύπαιθρο του νησιού καταστράφηκαν από πειρατικές επιδρομές και πολεμικές επιχειρήσεις και των οποίων τα μυστικά και τα πλούτη χάθηκαν κάτω από τα ερείπιά τους.
Πέραν όλων αυτών, βέβαια, υπάρχει και ο θρύλος της προίκας της Αγίας Κερκύρας. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση της Κέρκυρας, ο πατέρας της, «βασιλιάς» Κερκυλλίνος, μετανοιωμένος για το μαρτύριο της μοναχοκόρης του, Κερκύρας, έθαψε μαζί με το λείψανό της και την προίκα της, η οποία ήταν αντάξια μίας βασιλοπούλας. Αργότερα οι Χριστιανοί του νησιού οικοδόμησαν επάνω στον τάφο της αγίας έναν ναό, τον οποίο πολλοί ιστορικοί του παρελθόντος ταύτιζαν με τη γνωστή Βασιλική της Παλαιόπολης. Η ταύτιση αυτή υπάρχει και στη λαϊκή παράδοση, σύμφωνα με την οποία, κάτω από την αρχαία Βασιλική υπάρχουν κατακόμβες ή σπήλαιο, στο οποίο βρίκονται τόσο ο τάφος της Αγίας Κερκύρας, όσο και αμύθητοι θησαυροί[i].
Λίγες περιπτώσεις ανακάλυψης θησαυρών έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ενώ άλλες κυκλοφορούν ως φήμες. Οι περισσότερες από αυτές, βέβαια, έχουν να κάνουν με την ανακάλυψη σεντουκιών με ρεάλια και άλλα παλιά νομίσματα αξίας στη θάλασσα ή σε παραθαλάσσιες περιοχές. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι από νωρίς οι Κερκυραίοι προχωρούσαν και σε ανασκαφές προκειμένου να ανακαλύψουν κάποιον θησαυρό.
Μία τέτοια περίπτωση εντοπίσαμε σε ένα συμφωνητικό του 1542 από το Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας:

Συμφωνητικό για την αναζήτηση θησαυρού (16ος αι.)


Επειδή και του Αγίου Πνεύματος συνεργούντος βούλονται οι παρόντες, δηλαδή ο Ευγενής Μισέρ Τζουάν Αλοΐζος Έριτζος και κυρ Νικόλαος Μπόνας και κυρ Θεόδωρος Δεκάδιος, να δοκιμάσωσι να ανοίξωσι τίνα τόπον γης, ελπίζουσι να εύρωσι θησαυρόν, ο δε τόπος εστί του ειρημένου Νικολάου εις τα μέρη της Παλαιοπόλεως, ο δε ειρημένος Δεκάδιος έχει ελπίδα και θέλει να δείξη τον τόπον και του άνωθεν Αλοΐζου, δέχονται διά σύντροφον και βοηθόν διά άλλης χρείας εις τρόπον τοιώδε όποταν θέλη ευρεθή καλόν καλιώτερον, ευγένοντας πρώτον το δικαίωμα της Αυθεντίας και Ρεγγιμέντου, να ημοιράσωσι το υποληφθέν εις τρία μέρη αδελφικώς…
Μάρτυρες κυρ Νικόλαος Βατάτζης και κυρ Κουμής Σκούλης
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Μ 182, σ. 133r

Δυστυχώς, το παραπάνω συμφωνητικό δεν μας πληροφορεί για τη φύση του θησαυρού, ενώ στις πράξεις του νοταρίου που ακολουθούν δεν υπάρχει καμία που να αφορά την εύρεση και διανομή του θησαυρού, οπότε δεν είναι βέβαιο ότι πραγματικά βρέθηκε. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι υπήρχε νομοθεσία αντίστοιχη της σημερινής, η οποία διήπε την έυρεση θησαυρών στο υπέδαφος: η Πολιτεία λάμβανε μερίδιο, ενώ πιθανόν χορηγούσε και άδεια ανασκαφής, αν υποθέσουμε ότι αυτή ήταν η «άλλη χρεία» για την οποία ο αριστοκράτης και ιταλικής καταγωγής Τζουάν Αλοΐζος Έριτζος ήταν απαραίτητος ως σύντροφος.
Σχετικά με τη φύση του θησαυρού μπορούμε μόνο να διατυπώσουμε υποθέσεις: μπορεί να επρόκειτο για αρχαία ευρήματα, καθώς βρισκόταν στην Παλαιόπολη, ή για θησαυρό που θάφτηκε κατά την επιδρομή των Οθωμανών λίγα χρόνια νωρίτερα (1537), ο ιδιοκτήτης του οποίου είχε χαθεί κατά την επιδρομή.


_____________________

Σημειώσεις


[i] Εμπνευσμένος από τον θρύλο αυτόν, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης συνέγραψε «Το βιο της κυράς Κερκύρας».


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα)

16/6/09

The feudal system and the agrarian problem of Corfu – Part 1




Since Corfu came under the rule of western sovereigns, the feudal system was introduced, although with some variations.
First the Anjou dynasty, sovereigns of Sicily and S. Italy, introduced the French model of feudalism, with the exceptions of a series of aspects conjectured by the treaty with the Despotate of Epirus. They were followed by the Venetians who nevertheless were pledged by the Chrysobull of 1387, by which Corfu acceded to the Republic.
In any case, until the 15th century when a situation was established, we notice the effect of the formation of large possessions of land. Those possessions are sorted to three main categories: the “immediate” feuds, the “public” baronies and the lands of the Roman Catholic Archbishopric. The main difference in the character of these possessions was who had sovereignty over the inhabitants, mostly peasants of the feud. In the case of the “immediate” feuds the full authority belonged to the feudarch, while, in the other two categories it belonged to the state.
The fact that the above possessions were not cohesive, but on the contrary they were scattered along the island, and also the fact that their owners were annexing more and more lands, also scattered, led to the effect of the fragmentation of the cultivable lands of Corfu.
Irrespectively, though, of who was their sovereign, the peasants of Corfu were living under hard conditions. Those who were serfs under the authority of a lord had very small earnings, but also the free farmers, who cultivated their own or rented lands, had to face the rents, the capitations of the olive-presses and the payments to the lenders to whom they regularly turned when the harvest was small.
There was also another group of peasants, who either had not inherited land by their parents, or they had lost their land in some way. Those unfortunate people had to subordinate to a lord willingly, in order to survive from starvation.
In the text below we can see such a case:

Bond contract from Corfu (16th c.) (translation)

1674, 12th of August. In the court (the courtyard of the mansion) of the present Honest Senior Alexandros Kartanos (Quartano), [son] of the late Honest Marinos, in his mansion at Cothoniki, [agreed with Mr Konstantis Soukeras [son] of the late Mr Stathis, and he hired to him all his fields he possesses in the above region.... also and the garden, with all the trees inside it. Also and the olive trees at ... He also give him and the hut in order to stay inside with his family, with no burden (rent), and he also give him the old hut, if he, Soukeras, in any time should have the means to repair it, to live in it with no burden... With the bond of Mr Soukeras to bring two loads of firewood per week at the holidays to the house of Honest Kartanos in the town, from the lumber of the same Kartanos....
Before the witnesses Mr Zafiris Potamitis and Mr Giorgakis Kampisas.
Α.P.C., Notaries, V Γ 76, p. 333v

In the above text we can note the use of the term “rent” referring to the lands the Sinior Kartanos gave to Mr Soukeras, but the absence of any reference to a relevant sum, as well as the terms of the concession of the huts to Mr Soukeras, imply that we have to deal with a “παροικική σύμβαση”, a bond contract between a lord and his serf, the terms of which do not differ much from those of the byzantine ones.
Under the status of παροικία (serfdom), the receiver of the land had the right to live in the possessions of his lord, with no right to leave it. The difference with the “immediate” feuds was that the lord had no legal judicatory authority over his serf.


(the above article was written by Andreas Grammenos and was published at the newspaper "Η Κέρκυρα Σήμερα)

10/6/09

ΤΑ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ ΛΟΥΤΡΟΥΒΙΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΙΩΝΩΝ.




Η ιστορία της Κέρκυρας και των κατοίκων της κατά τους τελευταίους πέντε αιώνες είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελιά και το λάδι. Ακόμη και σήμερα, μετά την επικράτηση της νέας «μονοκαλλιέργειας» του τουρισμού, οι Κερκυραίοι της υπαίθρου δεν μπορούν να διανοηθούν τη ζωή τους χωρίς την ελιά.
Πυρήνας της σχέσης του ανθρώπου με το λάδι στάθηκε κατά το παρελθόν το ελαιοτριβείο, το «λουτρουβιό», όπως απαντά στο τοπικό ιδίωμα. Λέμε «κατά το παρελθόν» γιατί οι σύγχρονες μηχανοποιημένες ελαιουργίες δεν μπορούν να συγκριθούν με το παλιό λουτρουβιό, ούτε στον αριθμό, ούτε στο ρόλο τους στην κοινωνία της υπαίθρου.
Πράγματι, ο αριθμός και η διασπορά των παλιών λουτρουβιών στην κερκυραϊκή ύπαιθρο εντυπωσιάζει τον ερευνητή, κάτι που έχει γίνει σαφές με τη διεξαγόμενη από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο προσπάθεια καταγραφής τους στο πλαίσιο του προγράμματος «Πυθαγόρας». Ακόμη και σήμερα, έπειτα από δεκαετίες εγκατάλειψης και ερήμωσης, τα παλιά ελαιοτριβεία –σε καλή ή ερειπωμένη κατάσταση – ανέρχονται σε πολλές δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, και στέκουν σιωπηλοί μάρτυρες ενός ιδιαίτερα δραστήριου παρελθόντος.
Τα περισσότερα λουτρουβιά ανήκαν στους ευπορότερους του νησιού. Παρ’ όλα αυτά, η συνήθης πρακτική της υπενοικίασης έδινε σε πολλούς Κερκυραίους με επιχειρηματικό πνεύμα τη δυνατότητα να αποκτήσουν κάποτε το δικό τους λουτρουβιό.
Το στοιχείο αυτό θα αποδέσμευε σε μεγάλο βαθμό την παραγωγή από τη (συνήθως) εισπρακτική τακτική των γαιοκτημόνων, αν, φυσικά, έλειπαν οι περιορισμοί στο εμπόριο του ελαιολάδου από πλευράς της Βενετίας. Και τούτο γιατί οι Βενετοί είχαν εξασφαλίσει τη μονοπώληση του κερκυραϊκού ελαιολάδου, έχοντας από νωρίς θεσπίσει την περιβόητη «γραμμή της θάλασσας».
Ακόμη, όμως, και αν το εμπόριο του ελαιολάδου ήταν ουσιαστικά απαγορευμένο για τους Κερκυραίους, τα κέρδη από την εκμετάλλευση ενός λουτρουβιού ήταν τέτοιου μεγέθους, που οι ενοικιαστές των εγκαταστάσεων αυτών κατέβαλλαν σημαντικά ποσά ως «πάκτο».
Μια τέτοια σύμβαση ενοικίασης λουτρουβιού συναντούμε στο παρακάτω έγγραφο.

ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΚΤΩΜΑΤΟΣ ΛΟΥΤΡΟΥΒΙΟΥ (17ος αι.)

Εν Χριστού ονόματι αμήν. αχνα΄(1651), ημέρα κζ΄(27) του Φεβρουαρίου μηνός εις το σπίτι του παπα κυρ Αποστόλη Βέργη εις το χωρίο των Κουραμάδων. Οι παρόντες κυρ Κουμής Βέργης και κυρ Γιωργάκης Βέργης, πάρμπας[1] και ανηψιός, συνεφώνησαν μετά του παρόντος κυρ Αρσένη Πιλού του ποτέ Γιώργου από χωρίον Καλαφατιώνων και επάκτωσαν προς αυτόν το μισό ελαιοτριβείο, το μερτικό τους, φουρνίδο[2] κατά τη συνήθειαν, όπου οι άνωθεν Βέργηδες έχουν εις το χωρίον των Κουραμάδων. Και διά πάκτος του αυτού ελαιοτριβείου διά την ερχαμένη εσοδείαν, εσυναρεστήθησαν εν μέσω αυτών διά δουκάτα 20 προς λίτρες 6 το ένα. Τα οποία δουκάτα τα έλαβαν οι άνωθεν Βέργηδες ενώπιον ημών από τον άνωθεν Πιλό σε τόσα σκούδα[3] ασημένια και σολδόνια[4], και μένουν πληρωμένοι και ευχαριστημένοι διά το αυτό πάκτος. Εκκαθάρισαν ανίσως και χαλάση από τα αργένια[5] κανένα εις την δούλεψη του αυτού ελαιοτριβείου, έξω από σφυρίδες και φτιάρια, να τα ματακάνη καινούρια ο άνωθεν Πιλός από λόγου του και τελειώνοντας η δούλεψη του ελαιοτριβείου να το παραδίδη όσπερ το έλαβε και τώρα ο αυτός Πιλός, διαυθεντίζοντάς τον εκ πάσης εναντιότητος. Και ούτως εσυνεφώνησαν ενώπιον μαρτύρων του κυρ Νικολό Κοσκινά και κυρ Ιωάννη Λουκάνη.
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Γ 99, σ. 54

Πρώτα από όλα, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε το ιδιαίτερα υψηλό ενοίκιο που πλήρωσε ο πακτωνάρης Αρσένης Πηλός, και μάλιστα τοις μετρητοίς. Το στοιχείο αυτό δείχνει το μέγεθος των κερδών μιας τέτοιας βιοτεχνικής μονάδας.
Ένα ακόμη σχετικό στοιχείο είναι το ότι ο Α. Πηλός νοικιάζει λουτρουβιό εκτός του τόπου διαμονής του. Αναζητώντας το κέρδος, πολλοί Κερκυραίοι δούλευαν ή νοίκιαζαν λουτρουβιά ακόμη και σε μεγαλύτερες αποστάσεις.


____________________


Σημειώσεις


[1] Πάρμπας: «μπάρμπας», θείος.
[2] Φουρνίδο: πλήρως εξοπλισμένο.
[3] Σκούδα: νομίσματα της εποχής.
[4] Σολδόνια: νομίσματα της εποχής.
[5] Αργένια: εργαλεία, «μηχανήματα».


(Το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα", 7-12-2006, σ.6)

Η εκμετάλλευση των κερκυραϊκών ελαιοτριβείων



Στο προηγούμενο άρθρο αναφέραμε ότι οι γαιοκτήμονες που είχαν στην κατοχή τους λουτρουβιά παραχωρούσαν συνήθως την εκμετάλλευσή τους σε τρίτους, εισπράττοντας ενοίκιο σε χρήμα ή σε είδος, κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που μίσθωναν και την έγγεια περιουσία τους.
Η πρακτική αυτή που ακολουθούσε η τοπική αριστοκρατία ήταν διαδεδομένη σε όλη τη φεουδαλική Ευρώπη, εκτός της Βρετανίας, όπου η «χαμηλή» αριστοκρατία ήλεγχε από κοντά και, πολλές φορές, συμμετείχε στην παραγωγική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, οικοδομήθηκε η απόσταση της εμπορικής και βιομηχανικής ανάπτυξης μεταξύ της ηπειρωτικής Ευρώπης και της Αλβιόνας από τον 18ο αιώνα και μετά.
Οι Κερκυραίοι γαιοκτήμονες, όπως και οι ομόλογοί τους στην Ευρώπη, αρκούνταν σε ένα πάγιο και, εν πολλοίς, σταθερό εισόδημα από τη γη και τις βιοτεχνικές τους μονάδες, αδιαφορώντας, ουσιαστικά, για τη μεγιστοποίηση της απόδοσης της περιουσίας τους.
Φυσικά, λάμβαναν κάποια μέτρα για την προστασία των συμφερόντων τους, προσλαμβάνοντας εκτιμητές και επιστάτες. Παρ’ όλα αυτά, όπως μαρτυρούν παλαιότεροι και νεότεροι μελετητές της κερκυραϊκής οικονομίας, η μέθοδος αυτή δεν απέδιδε πάντα.
Όπως, χαρακτηριστικά αναφέρει ο Εμ. Θεοτόκης στις αρχές του 19ου αιώνα, ένα κομμάτι γης που καλλιεργούταν από τον ιδιοκτήτη του απέδιδε κέρδος περίπου 15%. Αν το καλλιεργούσαν εργάτες υπό την επίβλεψη του ιδιοκτήτη απέδιδε 6-7%. Αν, τέλος, η επίβλεψη γίνεται από υπενοικιαστή ή επιστάτη, η απόδοση έπεφτε στο 3%[1].
Αυτή η απόσταση μεταξύ των καλλιεργητών και των ιδιοκτητών της γης, και ιδιαίτερα των ελαιώνων, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την κακή κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει η ελαιοκαλλιέργεια στο νησί μας. Άλλωστε, αυτού του είδους οι σχέσεις διατηρήθηκαν σχεδόν ανέπαφες μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Ο Κερκυραίος χωρικός καλλιεργούσε ελαιόδεντρα που δεν του ανήκαν και, ως εκ τούτου, δεν είχε δικαίωμα να επεμβαίνει σε αυτά. Οι ιδιοκτήτες, από την άλλη, δεν ενδιαφέρονταν για την κατάστασή τους, εφόσον φυσικά λάμβαναν κανονικά το πάκτος.
Έτσι, οι ελιές αφέθηκαν στην τύχη τους, κάθε μέριμνα για την ποιότητα του ελαιολάδου εγκαταλήφθηκε και, τελικά, ο κερκυραϊκός ελαιώνας βρέθηκε σε οικτρή κατάσταση, όπως και οι μέθοδοι της συγκομιδής και της παραγωγής του λαδιού. Σημειωτέον: με τα παραπάνω δεν αναφερόμαστε μόνο στο σήμερα, καθώς αυτά ήταν τα συμπεράσματα του Γάλλου αξιωματικού Τροφοδοσίας, Decorse, στις αρχές του 20ου αιώνα[2].

ΜΙΣΘΩΤΗΡΙΟ ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΛΑΙΟΔΕΝΔΡΩΝ (18ος αι.)

Εν Χριστού ονόματι, αμήν. 1713, ημέρα 17 του Μαΐου μηνός, εις το ανώγειον του παρόντος Εκλαμπροτάτου Š Φιλήμερου Καλικιόπουλου εις το χωρίο των Κουραμάδων, ο άνωθεν Εκλαμπρότατος εσυνεφώνησε μετά τους παρόντες Κάπο[3] Αναστάση Πουλιέζον του ποτέ Ιωάννη, κυρ Αναστάση Λουκάνη του ποτέ Κωσταντή, κυρ Αναστάση Χυτήρη του ποτέ Σπύρου, όλοι εκ το παρόν χωρίον, και πακτώνει προς αυτούς, ομού και ινσόλδουμ[4], διά αυτήν την παρούσαν εσοδία του λαδιού, το ελαιοτριβείο το κάτου, λεγάμενο στα Λιθάρια, με υποσχέσεις του άνωθεν Εκλαμπροτάτου, να τους το κονσενιάρει[5] φουρνίδο[6] όποτε ήθελε τους κάμει χρεία από πάσης λογής όπου κάνει χρεία εις το αυτό λιτρουβιό κατά την συνήθειαν. Και δια πάκτος αυτών ευχαριστήθησαν εν μέσω τους ήτι δηλαδή ελαιόλαδο καθαρό ξέστες[7] 54 και ξερόλιοστα μόδια 20…… με υπόσχεσιν του άνωθεν Εκλαμπροτάτου να τους δώση και από όλο το εισόδημά του όπου έχει εδώ εις το παρόν χωρίον το ήμισο, βάνοντας έναν μπερίτον η άνωθεν ισόλδου και άλλον έναν ο άνωθεν Š Καλικιόπουλος να τες εξετιμώνουν, και τούτο απόδιαβα του Ταξιάρχου Μιχαήλ, όπου εισίν στις 8 του Νοεμβρίου, και όσες αλεσιές ήθελαν εξετιμωθούν, να εισίν υποσχόμενοι οι αυτοί ινσόλδου να του δώσουν λάδι ως άνωθεν ξέστες τέσσερεις (4) την κάθε αλεσιά… μαζεύοντας τον καρπόν των ελαιών καλά και πιστά, δίχως να τις κόπτουν, μήτε να τις τζακίζουν, αλλεως να πίπτουν εις πάσα ντάνα και ιντερέσα[8]… και ούτως ευχαριστήθησαν…
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Χ 33, Φ. 8, σ. 29
________________________
Σημειώσεις

[1] Εμ. Θεοτόκης, Η Κέρκυρα στις λεπτομέρειές της, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα, 2004, σ. 46.
[2] Δ. Καπάδοχου, Ο αγροτικός πλούτος της Κέρκυρας, Ο.ΚΕ.Σ.Α., Αθήνα, 2000, σ. 31-34.
[3] Κάπος: εδώ, κοινοτάρχης.
[4] Ομού και ινσόλδουμ: «ομού και αλληλεγγύως», συλλογικά υπόχρεοι.
[5] Κονσενιάρω: παραδίδω.
[6] Φουρνίδο: πλήρως εξοπλισμένο.
[7] Ξέστα: μέτρο υγρών = 16 κιλά λάδι.
[8] Ντάνα και ιντερέσα: κατά λέξη, «βλάβη και τόκος» = πρόστιμο και προσαύξηση.
(Το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

5/6/09

Η είσπραξη των φόρων στην Κέρκυρα επί Βενετών



Τα σύγχρονα κράτη έχουν οικοδομήσει ευρύτατες υποδομές και υπηρεσίες, οι οποίες στηρίζονται στην ύπαρξη ενός στιβαρού φορολογικού συστήματος και ισχυρών συστημάτων συλλογής των φόρων. Για να δημιουργηθεί, όμως, αυτό το εντυπωσιακό οικοδόμημα, χρειάστηκαν πάρα πολλά χρόνια και σημαντικές τεχνολογικές ανακαλύψεις. Τι γινόταν, όμως, τα παλαιότερα χρόνια, όταν οι κρατικές γραφειοκρατίες και υποδομές βρίσκονταν σε σχετικά υποτυπώδες επίπεδο;
Συχνά η συζήτηση για την Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, δηλαδή των Ελλήνων μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, περιστρέφεται γύρω από τα φορολογικά συστήματα που τους επιβλήθηκαν από τους νέους κυρίαρχους. Για το κύριο μέρος του εθνικού κορμού, που βρέθηκε υπό την κυριαρχία των Οθωμανών, προβάλλονται οι βαρείς άμεσοι φόροι, όπως ο κεφαλικός φόρος και το χαράτσι[i], καθώς και οι πάμπολλες έκτακτες εισφορές που απαιτούσε η κεντρική κυβέρνηση ή οι τοπικοί αξιωματούχοι.
Στα Επτάνησα, αντίθετα, όπως και στις υπόλοιπες περιοχές που περιήλθαν στην κυριαρχία της Βενετίας, οι άμεσοι φόροι ήταν σχεδόν άγνωστοι, τουλάχιστον αρχικά[ii]. Οι κύριες πρόσοδοι του κράτους προέρχονταν από τα έσοδα κρατικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως τα ιχθυοτροφεία και οι αλυκές, την καταβολή τιμήματος για την κατάληψη κάποιου δημόσιου αξιώματος, τα πρόστιμα που επιβάλλονταν από τα δικαστήρια, και από τους έμμεσους φόρους. Οι φόροι αυτοί καταβάλλονταν είτε στα τελωνεία (Δογάνες), είτε επί της κατανάλωσης ορισμένων αγαθών, σπανιότερα δε, επί της παραγωγής αγαθών.
Αν και από τα παραπάνω προκύπτει ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ του Οθωμανικού και του Βενετικού φορολογικού συστήματος, θα δούμε ότι υπήρχε και μία μεγάλη ομοιότητα. Σε όλη την Ευρώπη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τον Μεσαίωνα ήδη, το κράτος δεν εισέπραττε απευθείας τους φόρους, αλλά τους «ενοικίαζε» σε ιδιώτες. Στη βενετοκρατούμενη και οθωμανοκρατούμενη Ελλάδα η πρακτική αυτή συνεχίστηκε. Τα κράτη της εποχής δεν είχαν τόσο ανεπτυγμένη γραφειοκρατία - ούτε κι ίδια η Βενετία που μας εντυπωσιάζει για την οργάνωσή της και τον κεντρικό έλεγχο – ώστε να ελέγχουν τους υπηκόους τους και να εισπράττουν τον φόρο που αναλογούσε στον καθένα.
Το κράτος, λοιπόν, έβρισκε πολύ πιο βολικό να «ενοικιάζει» τους φόρους σε εύπορους ιδιώτες, ώστε να εισπράττει άμεσα, ή έστω σε σύντομο χρονικό διάστημα, τα έσοδα που προσδοκούσε από τη φορολογία. Το πρόβλημα, όμως, ήταν όπως και στην περίπτωση της χρήσης της γης (τιμάρια), ότι οι εύποροι ιδιώτες που ανελάμβαναν την είσπραξη των φόρων, έπρεπε να εξασφαλίσουν κέρδος. Αν αναλογιστούμε ότι οι ενοικιαστές των φόρων συνήθως τους «υπενοικίαζαν» σε τρίτους, οι οποίοι, έπρεπε επίσης να αποκομίσουν κέρδος, μπορούμε να αντιληφθούμε σε ποια επίπεδα μπορούσε να φτάσει η φορολόγηση των φτωχών υπηκόων.
Στην παρακάτω σύμβαση που εντοπίσαμε στο Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας βλέπουμε μία περίπτωση ενοικίασης και υπενοικίασης φόρων:

Σύμβαση «υπενοικίασης» φόρων στην Κέρκυρα (16ος αι.)

17/10/1539
† Μισέρ Νικόλαος Δελάρτας επάκτωσε[iii] ως πακτωνάρης της Κάμαρας[iv] του παρόντος κυρ Νικολάου Βούλγαρη τας βούλας των ταβερνών της Πρακτωρίας Λευχίμμου εις την Ποινίτζα[v], όλλον τον χρόνον από την αη (1η) του Σεπτεμβρίου του απερασμένου, διά υπέρπυρα[vi] 30, πληρώνοντας εις 3 πάγες πάσα μήνες 4 μίαν πάγαν.
Μάρτυρες κυρ Γεώργιος Παυλιάνος και κυρ Στάθης Τζίντζιρας
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Μ 180, σ. 339v

Ο Μισέρ Δελάρτας, γνωστός για τις οικονομικές του δραστηριότητες στην Κέρκυρα την εποχή εκείνη, ενοικίασε τον φόρο «της βούλας των ταβερνών» και με την παραπάνω πράξη τον υπενοικίασε στον Νικόλαο Βούλγαρη. Πρόκειται για έναν έμμεσο φόρο που επιβαλλόταν στην πώληση κρασιού από τις ταβέρνες και τα εργαστήρια. Τα βαρέλια του κρασιού σφραγίζονταν από τον φοροεισπράκτορα και προκειμένου να αποσφραγιστούν και να πωληθεί το κρασί, ο ταβερνιάρης έπρεπε να πληρώσει τον φόρο που του αναλογούσε.
Από την παραπάνω ανάλυση και τη σύμβαση που παρατίθεται, φαίνεται η διαδικασία οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης κάποιων ατόμων και οικογενειών. Οι περισσότεροι ιδιώτες που ασχολούνταν με την ενοικίαση και την είσπραξη φόρων τελικά βελτίωναν την οικονομική τους κατάσταση και τελικά κατόρθωναν να εισέλθουν στις τάξεις της αριστοκρατίας.

__________________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[i] Οι δύο αυτοί φόροι δεν ταυτίζονται.
[ii] Άμεσοι φόροι επιβάλλονταν ως έκτακτες εισφορές με τη μορφή της δεκάτης σε περιπτώσεις πολέμων κ.α. Παρόλα αυτά, ήδη από τον 17ο αιώνα, η Βενετία προσπαθούσε να επιβάλει τακτικούς άμεσους φόρους στις κτήσεις της, προκαλώντας την αντίδραση των Κερκυραίων που επικαλούνταν τη Συνθήκη Προσχώρησης του 1387.
[iii] Πακτώνω: ενοικιάζω.
[iv] Κάμαρα: εδώ το Ταμείο της Κέρκυρας. Τα Επτάνησα είχαν χωριστεί δημοσιονομικά από τους Βενετούς σε τέσσερις Camere, της Κέρκυρας, της Κεφαλλονιάς, της Ζακύνθου και των Κυθήρων.
[v] Ποινίτζα: οι Μπενίτσες.
[vi] Υπέρπυρα: νομίσματα της εποχής

ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΑΙ Η ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΑΚΤΗ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟΥ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ.