27/12/09

Οι Πρωτοπαπάδες και οι Λατίνοι Αρχιεπίσκοποι (16ος αι.)




Είδαμε την προηγούμενη εβδομάδα πώς οι φιλοδοξίες κάποιων Καθολικών Αρχιεπισκόπων, αλλά και η γενικότερες τάσεις της Καθολικής Εκκλησίας κατά τα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια και κατά τη Μεταρρύθμιση, δημιουργούσαν ζητήματα στη λειτουργία, ή ακόμη και την υπόσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Κέρκυρα. Σήμερα θα ολοκληρώσουμε αυτό το θέμα, αξιοποιώντας ένα ακόμη μέρος του σχετικού εγγράφου που εντοπίσαμε στο Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας.
Όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο άρθρο, στα μέσα του 16ου αιώνα ο Καθολικός Αρχιεπίσκοπος διά του Βικαρίου του είχε διεκδικήσει την αποκλειστικότητα στην απονομή της δικαιοσύνης σε θέματα εκκλησιαστικού δικαίου, ακόμη και για υποθέσεις που αφορούσαν τους Ορθοδόξους. Το Τάγμα των 32 ιερέων που διοικούσε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κέρκυρας με επικεφαλής τον Μέγα Πρωτοπαπά, είχε αποστείλει τον ιερέα Αλοΐσιο Ραρτούρο, μία εξέχουσα εκκλησιαστική (και όχι μόνο) προσωπικότητα στη Ρώμη, ώστε να ζητήσει από την Αγία Έδρα τον σεβασμό των δικαιωμάτων των ορθοδόξων στην Κέρκυρα.
Τα αποτελέσματα της συνάντησης στο Βατικανό ήταν θετικά, όπως και της ακρόασης από το Δουκικό Συμβούλιο στη Βενετία. Παρόλα αυτά, ο Βικάριος της Καθολικής Αρχιεπισκοπής απαίτησε και δεύτερη κρίση στη Βενετία, στην οποία και πάλι προσήλθε ο ιερέας Αλοΐσιος Ραρτούρος. Και η κρίση αυτή αναγνώρισε τα δικαιώματα των Ορθοδόξων.
Όλη αυτή η διαδικασία, καθώς και το σχετικό έγγραφο προσφέρονται για την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων για τα εκκλησιαστικά πράγματα της Κέρκυρας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.
Αφενός παρατηρούμε μία διαρκή πίεση από την πλευρά της Αρχιεπισκοπής, η οποία στόχευε σαφώς στην αποδυνάμωση του Μέγα Πρωτοπαπά που λειτουργούσε ως οιωνεί επίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρότι οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες του είχαν κολοβωθεί από την εποχή των Ανδεγαυών. Είναι βέβαιο ότι οι διεκδικήσεις αυτές ήταν σύμφωνες με την ερμηνεία της Συνόδου της Φλωρεντίας από την Καθολική Εκκλησία και είχε ως απώτερο σκοπό την πλήρη υπαγωγή όλου του χριστιανικού πληθυσμού στην Αρχιεπισκοπή.
Αφετέρου, παρατηρούμε τη δυσκολία με την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κέρκυρας αντιμετώπισε τη συγκεκριμένη κρίση. Βλέπουμε ότι το Τάγμα των 32 απετέλεσε τον μόνο συνομιλητή, τόσο του Βατικανού, όσο και της Βενετικής εξουσίας. Δεν αναφέρονται παρεμβάσεις ούτε πολιτικών φορέων και προσώπων της Κέρκυρας, ούτε θρησκευτικών αξιωματούχων της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκτός του νησιού.
Επίσης, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε το γεγονός ότι το Τάγμα των 32 αδυνατούσε ακόμη και να καλύψει τα έξοδα των μετακινήσεων του ιερέα Αλοΐσιου Ραρτούρου στη Ρώμη και τη Βενετία. Από το γεγονός αυτό φαίνεται τόσο η δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κέρκυρας μετά την αφαίρεση του μεγαλύτερου μέρους της περιουσίας της από τους Ανδεγαυούς, όσο και ότι η όποια περιουσία είχε συγκεντρωθεί από τότε, ήταν μάλλον πενιχρή.
Οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών, αλλά και των ποιμνίων τους πέρασαν από αρκετές κρίσεις και ταραχές. Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο κρίσιμη από τον 19ο αιώνα μέχρι τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς η θρησκευτικότητα χρησιμοποιήθηκε για την εξυπηρέτηση πολιτικών στόχων, κυρίως από την πλευρά της Ιταλίας. Ο λόγος, πάντως που μελετούμε τα γεγονότα του παρελθόντος, δεν στοχεύει ούτε σε χαρακτηρισμούς, ούτε στη συντήρηση μισαλλοδοξίας μεταξύ των δύο δογμάτων. Το παράδειγμα της Κέρκυρας, άλλωστε, τουλάχιστον κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δείχνει πώς μία κοινωνία μπορεί να ενσωματώσει διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις με σεβασμό του ενός από τον άλλο και αρμονική συνύπαρξη.


Αφνα΄(1551), ημέρα γ΄(3η) Οκτωβρίου
(συνέχεια από το προηγούμενο)...συνέβη και άλλη κρίσις περί της αυτής εξουσίας μετά του Βικαρίου εις το Εκλαμπρότατον Ρεγγιμέντον όθεν μοχθήσας και εξοδιάσας πολλά ο αυτός κυρ Αλέξιος κερδίσας, ο Βικάριος ανεκαλέσατο δεύτερον εις την Βενετίαν τον αυτόν Πρωτοπαπάν... κυρ Αλέξιον απελθείν εις την Βενετίαν περί της αυτής κρίσεως. Προσελθών ο αυτός Πρωτοπαπάς και Σακελίων μετά παρακλήσεως πολλής ικέτευσαν αυτόν απελθείν εις την Βενετίαν…υποσχόμενοι… το αυτό εσώδημα διά χρόνους τρείς, οποίον πάκτος εξοδιάσθη εις την κρίσην αυτήν και άλλον πλέον και πλέον άνευ τοις κόποις και μόχθοις τοις περισοίς του αυτού παπα κυρ Αλεξίου και κινδύνοις ους υπέμεινε πολλάκις υπέρ του αυτού τάγματος και συνεχώς… υπερμαχείν υπέρ πάντων των αδελφών…
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Μ 185, σ. 172r


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα", 16-12-2009, σ. 3 )

Οι Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες και ο Πάπας (16ος αιώνας)




Έχουμε πολλές φορές αναφερθεί στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών που συνυπήρχαν (και συνυπάρχουν) στο νησί μας από τον 13ο αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό έχουμε αναφερθεί στα προβλήματα και τις προστριβές των δύο δογμάτων, λόγω της συνεχούς πίεσης των Καθολικών Αρχιεπισκόπων προς τους Ορθοδόξους Πρωτοπαπάδες μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα. Σήμερα, επανερχόμαστε στο ζήτημα αυτό, λόγω της ανεύρεσης ενός πολύ ενδιαφέροντος εγγράφου από το ΙΑΚ.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η κ. Έλλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου[i], η Κέρκυρα αποτελούσε μία ιδιόμορφη περίπτωση «με αρχηγούς δύο δογμάτων όχι ισόβαθμους, αλλά που το ποίμνιο του υποβαθμισμένου αρχηγού των ορθοδόξων (του πρωτοπαπά) ήταν ασυγκρίτως μεγαλύτερο από εκείνο του λατινεπισκόπου». Και μόνο αυτή η κατάσταση αρκούσε ώστε να τροφοδοτούνται εντάσεις. Όμως υπήρχε και ένας άλλος λόγος.
Κατά κανόνα τον οποίο επέβαλαν στον Πάπα οι Βενετοί, ο Λατινεπίσκοπος Κερκύρας έπρεπε να προέρχεται από αριστοκρατική βενετική οικογένεια. Παρόλα αυτά, οι αριστοκράτες Βενετοί προκαθήμενοι φαίνεται ότι δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα την τοποθέτησή τους στο νησί μας. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έσπευδαν να εγκατασταθούν στην Κέρκυρα, αλλά διοικούσαν την Εκκλησία τους μέσω ενός βικαρίου («πληρεξουσίου») και οι ίδιοι διέμεναν στη Βενετία. Ως εκ τούτου δεν ήταν εύκολο γι’ αυτούς να αντιληφθούν την κατάσταση στο νησί, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες έρχονταν σε αντίθεση τόσο με την πολιτική της Βενετίας, όσο και με το κοινό αίσθημα του τόπου.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι οι όποιες εντάσεις μεταξύ των δύο δογμάτων αφορούσαν κυρίως τις Εκκλησίες ως διοικητικούς μηχανισμούς. Οι πιστοί των δύο δογμάτων σπάνια συγκρούονταν την εποχή εκείνη για θρησκευτικούς λόγους. Ως πιο σημαντική περίπτωση μπορούμε ίσως να ξεχωρίσουμε τα γεγονότα που ακολούθησαν την αλλαγή του ημερολογίου. Τότε οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι του νησιού γιόρταζαν σε διαφορετικές ημερομηνίες το Πάσχα, με αποτέλεσμα κάποιοι Καθολικοί να πειράζουν τους Ορθοδόξους κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα τρώγοντας επιδεικτικά κρέας, με αποτέλεσμα να σημειωθούν συγκρούσεις, οι οποίες πάντως δεν έλαβαν συνολικό χαρακτήρα.
Γενικά πάντως, οι Πάπες δεν φαίνεται να είχαν ψηλά στον προγραμματισμό της πολιτικής τους την περεταίρω υποβάθμιση της κατάστασης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Κέρκυρα. Παρόλα αυτά, υπήρχαν περίοδοι που αυτό συνέβαινε. Η πρώτη ήταν εκείνη που ακολούθησε τη Σύνοδο της Φλωρεντίας-Φερράρας, και η δεύτερη εκείνη της Αντιμεταρρύθμισης που ακολούθησε τη Σύνοδο του Τρέντο.
Στη δεύτερη περίπτωση και παρά την αντίθετη στάση της Βενετίας που κράτησε θετική για την Ορθόδοξη Εκκλησία στάση, ο Λατινεπίσκοπος και ο βικάριός του επέμεναν στο να δικάζονται τα ζητήματα θρησκευτικού δικαίου που αφορούσαν τους Ορθοδόξους από την Καθολική Εκκλησία και όχι από τον Μεγάλο Πρωτοπαπά.
Στο έγγραφο που εντοπίσαμε στο Ιστορικό αρχείο της Κέρκυρας, περιγράφονται οι προσπάθειες που κατέβαλε ο τότε Μεγάλος Πρωτοπαπάς Κερκύρας, Αλοΐσιος Ραρτούρος για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των Ορθοδόξων. Σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος.

Ταξίδι του Μεγάλου Πρωτοπαπά στη Ρώμη (16ος αι.)

Αφνα΄(1551), ημέρα γ΄(3η) Οκτωβρίου
Επειδή ο αιδεσιμότατος Πρωτοπαπάς πόλεως και νήσου κύριος Αλοΐζος ο Ραρτούρος και ο ποτέ κυρ Σακελίων[ii] παπα κυρ Γεώργιος ο Φλώρος, ως πρώτοι του Αγίου Ιερού Ταγματος των λβ΄(32) Ιερέων, διά μέρους αυτών και των λοιπών αδελφών του αυτού τάγματος υπέσχοντο δούναι του παπα κυρ Αλεξίου του Ραρτούρου το εσώδιμα όπερ έχουσιν εις την Στρογγυλήν Επισκοπιανών διά χρόνους δέκα, καθώς καθώς εγράφουσι ... φαίνεται αφλα΄(1531) μηνί Οκτωβρίω ως εκείνη φαίνεται πλατυτέρως, όπως ο ρηθείς παπα κυρ Αλέξιος οφείλει απελθείν εις την Ρώμην, κριθήναι μετά του Μητροπολίτου[iii] έμπροσθεν του Πάπα, και άλλων κριτηρίων, ίνα ο Πρωτοπαπάς έσται κριτής πασών των εκκλησιαστικών υποθέσεων της παρούσης νήσου μετά ιδίου εξόδου αυτού και κόπου και μόχθου εις την Ρώμην και εις την Αυθεντίαν[iv]. Διό πληρώσασι οι ρηθείς ιερείς την υπόσχεσιν ή υπέσχετο καλώς και αληθώς, εν Ρώμη και Βενετία μετά εξόδου αυτού. Και λαβών ο ρηθείς Πρωτοπαπάς την άπασαν εξουσίαν του κρίναι πάσας τας εκκλησιαστικάς υποθέσεις της πολεως και νήσου εις τους αφμβ΄(1542).....


_______________________

Σημειώσεις


[i] Ε. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου, Πρεσβείες της βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος-18ος αι.), ΓΑΚ-ΑΝΚ, 2002, σ. 88.
[ii] Σακελίων: εκκλησιαστικό αξίωμα.
[iii] Μητροπολίτης: εδώ εν. ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος.
[iv] Αυθεντία: εδώ εν. η Βενετία.


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

18/10/09

Έγκλημα και συγχώρεση στην Κέρκυρα (16ος-17ος αι.)




Ο γνωστός νομικός του Διαφωτισμού, Τσεζάρε Μπεκαρία, θεωρούσε ότι οι σκληρές ποινές με τις οποίες τιμωρούνταν τα αδικήματα, δεν λειτουργούσαν αποτρεπτικά. Παρόλα αυτά, σε πρωτογενείς πηγές που αφορούν στην Κέρκυρα των Νεότερων Χρόνων, βρίσκουμε περιπτώσεις που η σκληρότητα των ποινών ενεργοποιούσε τα ανθρωπιστικά αισθήματα των ανθρώπων.
Σε προηγούμενες ευκαιρίες έχουμε αναφερθεί στο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης στην Κέρκυρα κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας. Έχουμε δει ποια αδικήματα διώκονταν αυτεπάγγελτα, και με πόση αυστηρότητα η Πολιτεία τιμωρούσε τους ενόχους. Έχουμε, επίσης, δει τις συνθήκες που επικρατούσαν στις φυλακές της περιόδου, ή στα κάτεργα που πολλοί κατάδικοι πέθαιναν λόγω ασθενειών, κακών συνθηκών υγιεινής και φτωχής διατροφής.
Από την άλλη πλευρά έχουμε αναφερθεί στις περιπτώσεις που οι Κερκυραίοι κατέληγαν σε συμβιβασμό, προκειμένου να μην βρεθεί κάποιος από αυτούς στις συνθήκες που περιγράψαμε. Μέχρι πού, όμως, έφτανε η διάθεση των Κερκυραίων να συμβιβάζουν τις διαφορές τους ώστε να μην καταλήγει ο συμπολίτης τους στα χέρια των τιμωρών της δικαιοσύνης;
Μέσα από τα νοταριακά έγγραφα που εντοπίζουμε στο Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας φαίνεται ότι τα όρια των περιπτώσεων για τις οποίες οι Κερκυραίοι προτιμούσαν τον συμβιβασμό ήταν ευρύτατα, σε σημείο, μάλιστα, να προκαλείται η απορία του σύγχρονου ανθρώπου. Ο Θουκιδίδης – και άλλοι άνθρωποι της σκέψης μετά από αυτόν – θεωρούσε ότι η ανθρώπινη παθολογία παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Αυτός ο συλλογισμός ίσως ισχύει, αλλά μία πιο εμβριθής μελέτη των πραγμάτων αποκαλύπτει ότι η ηθική δεν είναι σταθερή, αλλά αναδιαμορφώνεται από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή.
Στο πλαίσιο αυτό κατατάσσουμε και την τάση των ανθρώπων των Νεότερων Χρόνων να συμβιβάζονται ακόμη και σε περιπτώσεις ανθρωποκτονίας! Χωρίς να μπορούμε να διατυπώσουμε με απόλυτη βεβαιότητα τους λόγους που οδηγούσαν σε μία τέτοια εξέλιξη, θεωρούμε ότι τρεις ήταν οι κυριότεροι λόγοι: α) η χριστιανική ηθική που προάγει την αρετή της συγχώρεσης, β) το συλλογικό αίσθημα των τότε κοινωνιών που ενισχυόταν από τους ευρύτατους συγγενικούς δεσμούς, και γ) τα ανθρωπιστικά αισθήματα των ανθρώπων που ενισχύονταν από τη σκληρότητα στην απονομή της δικαιοσύνης.
Αν εμείς, οι σημερινοί άνθρωποι, δυσκολευόμαστε να δεχτούμε τη χριστιανική ηθική ή τα ανθρωπιστικά αισθήματα ως λόγους για τους οποίος μπορούσε κανείς να συγχωρήσει τον φόνο ενός αγαπημένου του προσώπου, αρκεί να διαβάσουμε το παρακάτω κείμενο:

Συγχώρεση φόνου (Σκριπερό, 17ος αι.)

1690 ημέρα 19 του Δικεμβρίου μηνός, εις την οικίαν εμού νοταρίου εις χωρίω Σκριπερού. Την σήμερον ενεφανήσθησαν εις τας εμού πράξεις νοταρίου οι παρόντες κυρ Αθανάσις και κυρ Μανθέος Σφενότηδες, αδελφοί, υΐ του ποτέ Στήλου, ως αυτοί λένε, από την Στερεάν, από χορίω Βισιανές[1], οι οπίη αδελφοί, ανάμεσα τις άλα που αναζητούν, αναζήτησαν διά τον θάνατον του ποτέ Δήμου, αδελφού τους, όπου προλαβόν ήχε φονευθί από τον απόντα Σπύρο Σαλιβάνω του Τζάνη, από το άνωθεν χορίω Σκριπερώ. Και ώς έμαθαν και εβεβαιόθηκαν η άνωθεν αδελφοί πως ο άνωθεν φόνος του ποτέ αδελφού τους δεν εγύνη με εργασίαν θεληματικήν, μόνω εκ συνεργίας διαβολικής της ώρας, και δια να μη λαθόσουν[2] την ψυχήν του άνωθεν ποτέ Δήμου, αδελφού τους, μόνω να τον συγχωρέση και αυτουνού ο ελεήμον Θεός τα πτέσματά του, δια τούτο η άνωθεν αδελφοί .... εξ ιδίας αυτών προερέσεως και θελήσεως μάλον δε ενθυμούμενοι την φωνήν Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος[3], όπου λέγη: «κε μη στήσις αυτίς την αμαρτίαν ταύτην»[4]. Όθεν, διά δυνάμεως της παρούσης νοταρικής και δημοσίας γραφής με κάθε λόγον εις καλίτερον τρόπον όπου να ημπορούν, ρεμοβέρονται[5] από την ρελατζιόν[6] και ίδυσι[7] όπου εδώθη εις το Φώρον του Υψιλοτάτου Αφεντός Γγενεράλ[8] Αναβαγίρη, όσον και εις το Φώρον του Εκλαμπροτάτου Ρεγγεμέντου[9]....
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Α 169, φ. 15, σ. 21r

Οι δύο Ηπειρώτες αδελφοί του φονευθέντος Δήμου Σφενότη, χωρίς καμία αποζημίωση, οικειοθελώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συμβολαιογράφος, όχι μόνο συγχωρούν τον φονέα του αδελφού τους, αλλά ζητούν και από την Πολιτεία να παύσει η δίωξη εναντίον του. Ενδεχομένως, βέβαια, ο φόνος να συνέβη κατά τη διάρκεια διαπληκτισμού και πάλης μεταξύ των δύο ανδρών.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, εντύπωση προκαλεί η επίκληση της χριστιανικής ηθικής και, κυρίως, το παράδειγμα του Αγίου Στεφάνου. Το συγκεκριμένο περιστατικό δεν είναι το μοναδικό, καθώς υπάρχουν πολλοί ανάλογοι συμβιβασμοί μεταξύ Κερκυραίων σε περιπτώσεις σωματικής βλάβης και φόνου.





__________________


Σημειώσεις



[1] Σημερινή Βησσιάνη Πωγωνίου.
[2] Λαθόσουν: ίσως πρόκειται για λάθος του νοταρίου, αντί «λαβώσουν».
[3] Στο Σκριπερό υπάρχει αρχαιότατος ναός του Αγίου Στεφάνου, κτισμένος το αργότερο στις αρχές του 15ου αιώνα.
[4] Πράξεις των Αποστόλων, ζ΄, 60.
[5] Ρεμοβέρομαι: υπαναχωρώ, παραιτούμαι.
[6] Ρελατζιόν: μηνυτήρια αναφορά.
[7] Είδηση: ένταλμα.
[8] Φόρο του Γκενεράλ: δικαστήριο του Γενικού Προβλεπτή.
[9] Φόρο του Ρεγγεμέντου: δικαστήριο του Βαΐλου.



Εικόνα: το μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου

(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

7/10/09

Μύδροι κατά Κερκυραίων (16ος αι.)



Η διαφορετική ιστορική διαδρομή της Κέρκυρας σε σχέση με τον κύριο κορμό των ελληνικών περιοχών έχει οδηγήσει κατά καιρούς στην έκφραση εξεζητημένων κριτικών απέναντι στους Κερκυραίους. Αυτή η αντιμετώπιση αφορά κυρίως την πολιτιστική διαφοροποίηση της κερκυραϊκής κοινωνίας και έχει ρίζες πολύ παλιές, αφού ξεκινά ήδη από τον 16ο αιώνα. Τότε βεβαίως, το κρίσιμο ζήτημα φαίνεται ότι ήταν η θρησκεία.
Μπορεί η Κέρκυρα να απέφυγε ουσιαστικά την ξενική κατοχή έπειτα από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, όμως η Ιστορία φαίνεται ότι ήθελε το νησί οπωσδήποτε να περάσει σε Δυτικούς κυρίαρχους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1260 (ενώ η Κωνσταντινούπολη είχα ανακαταληφθεί από τα βυζαντινά στρατεύματα), ο Δεσπότης της Ηπείρου, Μιχαήλ Β΄, παρέδωσε την Κέρκυρα στο βασίλειο της Κάτω Ιταλίας. Από το σημείο αυτό κι έπειτα, το νησί ακολούθησε τη δική του πορεία, μία πορεία στο μεταίχμιο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, με τις τύχες του να επηρεάζονται πιο πολύ από τις διαθέσεις των Δυτικών κυρίων του.
Οι Ανδεγαυοί ηγεμόνες που κυβέρνησαν την Κέρκυρα από το 1267 μέχρι το 1386 υπήρξαν ένθερμοι σύμμαχοι και υποστηρικτές του παπικού κράτους. Αυτό είχε ως συνέπεια να επιχειρήσουν να επιβάλλουν τον Καθολικισμό ως κυρίαρχο δόγμα στους Κερκυραίους. Μετά το Σχίσμα του 1054 οι σχέσεις μεταξύ των δύο δογμάτων είχαν εξελιχθεί από φραστικές επιθέσεις και κινήσεις εντυπωσιασμού σε ανοικτή ένοπλη σύρραξη, με την Δ΄ Σταυροφορία.
Έτσι, ο Κάρολος ο Ανδεγαυός κατέλυσε τον ορθόδοξο επισκοπικό θρόνο και εγκατέστησε στο νησί καθολικό αρχιεπίσκοπο. Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, η εξέλιξη αυτή δεν είχε απλώς τυπικό χαρακτήρα, αλλά οδήγησε σε μία σειρά σοβαρών πρακτικών προβλημάτων, καθώς επηρέασε όχι μόνο το γόητρο της ορθόδοξης εκκλησίας, αλλά και τη διεξαγωγή θρησκευτικών δικαιοπραξιών. Οι επόμενοι κυρίαρχοι, οι Βενετοί, δεν έτρεφαν μεν τα καλύτερα αισθήματα για τον Πάπα, από την άλλη όμως, ως Καθολικοί στο θρήσκευμα, σε μία Καθολική Ευρώπη, δεν μπορούσαν (και δεν ήθελαν) να ριψοκινδυνέψουν τη θέση τους με το να ανατρέψουν τη νέα θρησκευτική κατάσταση στην Κέρκυρα.
Οι Κερκυραίοι εν τω μεταξύ ήταν υποχρεωμένοι να δεχτούν την κατάσταση ως αναπόφευκτη, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσουν τα όποια δικαιώματα τους είχαν απομείνει, έχοντας επικεφαλής τους Μεγάλους Πρωτοπαπάδες. Οι Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες, αν και σύμφωνα με το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο αξίωμα, αντιμετωπίστηκαν από τους Βενετούς ως οιονεί επίσκοποι, και ως ηγέτες του δόγματος με πολιτειακή αναγνώριση. Ως εκ τούτου, οι Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες (και το Ιερό Τάγμα των 32 ιερέων από το οποίο αναδεικνύονταν) συμμετείχαν στις επίσημες δημόσιες τελετές, μαζί με τους Λατίνους Αρχιεπισκόπους.
Αυτή η κατάσταση φαινόταν περίεργη στους υπόλοιπους Έλληνες, και ιδιαίτερα στους μοναχούς του Αγίου Όρους, οι οποίοι είχαν αναπτύξει μία ένθερμη πολεμική εναντίον του Καθολικού Δόγματος, και είχαν αγωνιστεί εναντίον της Ένωσης των Εκκλησιών, υφιστάμενοι πολλές καταστροφές και θανάτους.
Αυτή η «προϊστορία» τους έκανε να απευθύνουν συχνά σκληρούς λόγους εναντίον των Κερκυραίων που ανέχονταν την υπεροχή των Ρωμαιοκαθολικών στον τόπο τους. Σε ένα χειρόγραφο από τη μονή Βατοπεδίου, με τίτλο «Τα σφάλματα και αιτιάματα των Κερκυραίων, ήγουν Κορυφιατών, δι’ α αυτούς αποστρεφόμεθα», το οποίο ο ερευνητής Σπύρος Λάμπρου που το εξέδωσε το 1882, τοποθετεί στα μέσα του 16ου αιώνα, διαβάζουμε τα έναν μακρύ κατάλογο (11 σημείων) των παρεκκλίσεων των Κερκυραίων από «την ορθή πίστη». Στο τέλος ο συντάκτης αυτού του κειμένου προβάλλει και το γεγονός μιας ανεξήγητης πυρκαγιάς κατά την οποία κάηκε ένα αφιέρωμα Κερκυραίων και Ελλήνων της Εσπερίας στη Μονή Βατοπεδίου. Το κείμενο καταλήγει με την ανακοίνωση «αφορισμού άλυτου» κατά οποιουδήποτε «απελθήν εις λατινικόν τόπον χάριν ζητείας».
Αν και η Κέρκυρα λογίζονταν ως «λατινικός τόπος», οι μοναχοί του Βατοπεδίου δε δίστασαν να αποστείλουν λίγα χρόνια αργότερα μία επιτροπή προκειμένου να αποσπάσει από τους Κερκυραίους καλλιεργητές τα δοσίματα των Βατοπεδινών κτημάτων στο νησί…

(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

3/10/09

Οι Κερκυραίοι και οι Βενετοί: οι Βάιλοι




Η Κέρκυρα για περισσότερο από τέσσερεις αιώνες έζησε υπό την κυριαρχία της Βενετίας. Οι σχέσεις μεταξύ Κερκυραίων και Βενετών διαμορφώνονταν κυρίως από την αλληλεπίδραση των Βενετών αξιωματούχων και του πληθυσμού του νησιού.
Οι περισσότεροι αναφέρονται στους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας με τον όρο «Βενετοκρατία», ο οποίος συχνά δημιουργεί τη λανθασμένη εντύπωση της κατοχής της Κέρκυρας από τη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, και γι’ αυτόν τον λόγο συνοδεύεται συχνά από τους όρους «βενετική κατάκτηση» και «αποικία» (ο δεύτερος όρος απαντά κυρίως στην ξένη βιβλιογραφία). Η λανθασμένη εντύπωση της κατοχής προέρχεται από τη γενικότερη εμπειρία του ελληνικού κόσμου κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, αφού οι ξενοκρατούμενες ελληνικές περιοχές είχαν περιέλθει σε διάφορες επικράτειες (κυρίως στη Βενετική και την Οθωμανική) κατόπιν κατάκτησης.
Η Κέρκυρα, πάντως, δεν ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις. Στα τέλη του 14ου αιώνα, η Κέρκυρα ανήκε τυπικά στο Βασίλειο της Κάτω Ιταλίας, το οποίο, όμως είχε αποσυντεθεί ουσιαστικά, λόγω εμφυλίων πολέμων. Για το νησί μας έριζαν τότε διάφοροι επίδοξοι κύριοι, όπως Φράγκοι και Γερμανοί πολέμαρχοι, οι Γενουάτες και οι Βενετοί. Ταυτόχρονα, δίχως συγκροτημένη και σταθερή διοίκηση, οι Κερκυραίοι υπέφεραν από διαρκείς επιθέσεις πειρατών και κουρσάρων.
Το 1386, συνήλθε η Συνέλευση της νήσου, η οποία, (παρά το τυπικά ισχύον φεουδαλικό σύστημα) απαρτιζόταν από εκπροσώπους όλων των τάξεων, και αποφάσισε να παραχωρήσει οικειοθελώς την κυριαρχία του νησιού στη Βενετία, η οποία ήταν η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να προστατεύσει τον τόπο. Οι Βενετοί, βέβαια, υποδέχθηκαν περιχαρείς την πρόταση των Κερκυραίων, και ταυτόχρονα αποδέχθηκαν και τους όρους τους. Οι όροι αυτοί αφορούσαν τον σεβασμό παλιών προνομίων και της περιουσίας του πληθυσμού, καθώς και των ηθών και εθίμων. Παρόλα αυτά, η Κέρκυρα διατήρησε την επικράτειά της, στην οποία με τον καιρό προστέθηκαν και άλλες κτήσεις όπως το Βουθρωτό και η Πάργα. Το ότι η Κέρκυρα λογιζόταν ως ιδιαίτερος πολιτικός σχηματισμός, φαίνεται και από το γεγονός ότι το Συμβούλιο της Κέρκυρας διαχειριζόταν μία σειρά διοικητικών αξιωμάτων, αλλά και τα στρατιωτικά αξιώματα των διοικητών των εντοπίων γαλερών, του Αγγελοκάστρου και της Πάργας.
Το καθεστώς της Κέρκυρας δεν μπορεί να εννοηθεί με τα σημερινά δεδομένα: θα ήταν πολύ περίπλοκο να πούμε ότι το καθεστώς ήταν κάτι λιγότερο από αυτονομία και κάτι περισσότερο από υποτέλεια. Η σχέση της Κέρκυρας με την κυρίαρχο Βενετία μπορεί να εννοηθεί μόνο υπό το πρίσμα των μεσαιωνικών αντιλήψεων περί κυριαρχίας και υποτέλειας.
Από αυτή την κάπως εκτεταμένη εισαγωγή, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι οι Κερκυραίοι δεν αντιμετώπιζαν τους Βενετούς ως κατακτητές, ούτε οι Βενετοί τους Κερκυραίους ως κατακτημένους.
Την ανώτατη διοικητική εξουσία στην Κέρκυρα διαχειριζόταν ο Βάιλος, ένας πολιτικός αξιωματούχος ο οποίος είχε διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Γενικά οι Βάιλοι δεν κυβερνούσαν αυταρχικά. Άλλωστε η «εθνική» και θρησκευτική μισαλλοδοξία ήταν έννοιες ξένες προς τη βενετική νοοτροπία. Οι κυβερνώντες είχαν πρωτίστως κατά νου την ευημερία του κράτους και αποδέχονταν γενικά ότι η ευημερία του κράτους επηρεάζεται από την ευημερία των υπηκόων του. Παρόλα αυτά, υπήρχαν και περιπτώσεις Βαΐλων, οι οποίοι ήγειραν αντιδράσεις από τους Κερκυραίους, οι οποίοι προσέφευγαν στο Δουκικό Συμβούλιο της Βενετίας προκειμένου να δικαιωθούν.
Από την άλλη, υπήρξαν Βάιλοι, οι οποίοι πέτυχαν την αναγνώριση των Κερκυραίων, ή ακόμη και την αγάπη τους. Στο παρακάτω έγγραφο βλέπουμε πώς χαιρετίζει τον αποβιώσαντα Βάιλο ένας Κερκυραίος νοτάριος:

«Νεκρολογία» του Βαΐλου Zuan da Daca Pesaro από Κερκυραίο Νοτάριο (16ος αι.)

1547, ημέρα ιθ΄(19η), ώρα 10η, απέθανε ο ευλογημένος Μπάιλος Κορφών, Μισέρ Τζουάν Δακαπέζαρος σήμερον, και όλλη η χώρα και περίχωρα της χώρας κλέουσι τον θάνατο αυτού, διά την πωλήν αγαθοσύνην ενέδειξε εις πάντας ημάς. Πράος, γλυκύς, ηδύς, φιλάνθρωπος, ελεήμον και δίκαιος, όν ο Θεός μακαριστόν ποιήσοιον.
Επει ού γαρ πωτοίον άνδρα ιδείν Βαϊούλιον η Κέρκυρα ούτε θεάσητε.
Πλήν ούκ απέθανε, αλλ’ εν ζοεί.
Διότι μή λέγειν τις θνήσκει ποτέ τόν αγαθόν άνδρα.
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Μ 182 (β΄ μέρος), σ. 183v

Δυστυχώς η υπάρχουσα βιβλιογραφία δεν μας παρέχει πληροφορίες για τον Βάιλο, Zuan da Daca Pesaro, εκτός από ότι διορίστηκε Βάιλος Κορυφών στις 27 Ιουνίου 1546, έφτασε στην Κέρκυρα στις 23 Νοεμβρίου του ίδιου έτους και η θητεία του έπρεπε κανονικά να λήξει το 1548[1]. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόλαβε να διοικήσει παρά λίγους μήνες. Πριν αρχίσουμε να υποθέτουμε ότι ο νοτάριος Αντώνιος Μεταξάς είχε ωφεληθεί προσωπικά από τον εκλιπόντα Βάιλο, πρέπει να σημειώσουμε ότι η περίοδος που ο Zuan da Daca Pesaro υπηρέτησε ήταν ιδιαίτερη κρίσιμη για την Κέρκυρα. Μόλις μία δεκαετία είχε παρέλθει από την επιδρομή του Μπαρμπαρόσα το 1537 και οι πληγές δεν είχαν ακόμη κλείσει. Οι Κερκυραίοι ακόμη έκλαιγαν του νεκρούς τους, αναζητούσαν τους αιχμαλωτισμένους συγγενείς τους και προσπαθούσαν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους, να αποκαταστήσουν τις κατεστραμμένες περιουσίες τους...


_______________________

Σημειώσεις


[1] Παγκράτης Γεράσιμος, Οι εκθέσεις των Βενετών Βαΐλων και Προνοητών της Κέρκυρας (16ος αιώνας), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2008, σ. 456.


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

22/9/09

Κέρκυρα: ένα εμπορικό και ταξιδιωτικό κέντρο στους νεότερους χρόνους



Η γεωγραφική θέση της Κέρκυρας και η ιδιότητά της ως μία από τις απώτατες χριστιανικές περιοχές προς την Ανατολή, οδήγησαν στην ανάδειξη του νησιού μας ως ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά και ταξιδιωτικά κέντρα που εξυπηρετούσαν τους Ευρωπαίους που επιθυμούσαν να μετακινηθούν προς τις Βαλκανικές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων και την παράλληλη σχεδόν προσχώρηση της Κέρκυρας στη Βενετική Δημοκρατία, οι ταξιδιώτες και οι έμποροι που όδευαν προς την Ήπειρο, αλλά και τα μεγάλα κέντρα της Θεσσαλονίκης, της Αδριανούπολης και της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποιούσαν ως βάση τους την πόλη των Κορυφών. Στην Κέρκυρα οι ταξιδιώτες μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες για το ταξίδι τους προμήθειες, αλλά και να εκμεταλλευτούν τις χρηματοπιστωτικές (σχετικά υποτυπώδεις στην αρχή, αρκετά ανεπτυγμένες αργότερα), τις λιμενικές και τις άλλες απαραίτητες υποδομές του νησιού.
Εκτός, βέβαια, από όσους όδευαν ανατολικά με πλοίο, ακολουθώντας τα πυκνά θαλάσσια δρομολόγια της εποχής, δεν ήταν λίγοι και αυτοί που ακολουθούσαν τις χερσαίες διαδρομές. Τις τελευταίες τις προτιμούσαν κυρίως όσοι δεν μετέφεραν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και αποσκευών, καθώς η δυνατότητες μεταφοράς με κάρα και υποζύγια ήταν περιορισμένες σε σχάση με τα πλοία.
Για την εποχή που εξετάζουμε, δηλαδή από τον 15ο έως και τον 19ο αιώνα, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι χεραίες διαδρομές ήταν αρκετά επικίνδυνες, καθώς η ληστεία ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη αφού το ανάγλυφο της περιοχής αποτελούσε ένα ιδανικό πεδίο δράσης σε κάθε είδους ενόπλους, από απλούς ληστές, μέχρι άτακτα στρατεύματα και τους γνωστούς μας Κλέφτες. Βεβαίως, όπως έχουμε αναφέρει σε πολλά άρθρα στο παρελθόν, η δράση των πειρατών καθιστούσε και τα θαλάσσια δρομολόγια εξίσου επικίνδυνα.
Η κατάσταση αυτή, εξάλλου, ήταν που ώθησε του Οθωμανούς στην οργάνωση ενός δικτύου ασφαλείας των χερσίων δρόμων της Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Το δίκτυο αυτό περιλάμβανε τα Αρματολικά σώματα, καθώς και τις φρουρές των Δερβενιών, δηλαδή των στενωπών των ορεινών κυρίως οδών.
Παρόλα αυτά, το μήκος των οδών και το ανάγλυφο του εδάφους άφηναν μεγάλες εκτάσεις ουσιαστικά αφύλακτες. Ως εκ τούτου, όποιος επιθυμούσε να ταξιδέψει στα Βαλκάνια, έπρεπε να εξασφαλίσει προσωπική φρουρά για την ασφάλειά του. Στην Κέρκυρα φαίνεται ότι υπήρχαν άνθρωποι, ακόμη και “συντροφίες” (εταιρείες) που ανελάμβαναν τέτοιες αποστολές. Ως σωματοφύλακες ταξιδιωτών και εμπόρων εργάζονταν Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας και Αλβανοί ένοπλοι, οι οποίοι, εκτός από τις ικανότητές τους στον χειρισμό των όπλων, διέθεταν και προσωπικές ή συγγενικές σχέσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς, ακόμη και με όσους ασχολούνταν με τη ληστεία. Αυτές οι σχέσεις είχαν μεγαλύτερη βαρύτητα από τα όπλα στην ασφάλεια των ταξιδιωτών.
Στο παρακάτω έγγραφο από το Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας περιγράφεται μία σύμβαση μεταξύ ενός Ιταλού ταξιδιώτη και ενός Αρβανίτη σωματοφύλακα:

Σύμβαση μεταξύ ταξιδιώτη και σωματοφύλακα (Κέρκυρα 16ος αι.)

αφξθ΄(1569), ημέρα θ΄(9η) του Φευβρουαρίου μηνός. Μισέρ Λεονάρδος Καρατζούλος από την Ανάπολη, κάτοικος εις το Τουζέντα από τον Κάβο, εγγύς το Τάραντο, παρών συμφώνησε με τον παρώντα Γιώνη Φροσάνα Αλβανίτη, ίνα συνοδεύψη αυτόν διά ξηράς έως την Κωνσταντινούπολη όπου μέλλει ο άνωθεν Μισέρ Λεονάρδος υπάγη και να επιστρέψη μετ’ αυτού εδώ εις τους Κορυφούς, και διά αμοιβή του άνωθεν Γγιώνη συνεφώνησαν διά τζεκίνια 20, ήγουν δουκάτα 30 Κορυφών....
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Π 40, σ. 694r

Ο Μισέρ Λεονάρδος από τη Νάπολη, σταθμεύοντας στην Κέρκυρα πριν συνεχίσει το ταξίδι του προς την Κωνσταντινούπολη, προσέλαβε τον Γκιώνη Φροσάνα ως σωματοφύλακα. Η αμοιβή που συμφωνήθηκε αντιστοιχεί περίπου στην αμοιβή ενός στρατιώτη εν καιρώ πολέμου κατά την ίδια περίοδο.


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα " Η Κέρκυρα Σήμερα")

21/9/09

Κυνηγοί επικηρυγμένων στην Κέρκυρα (16ος αι.)




Την προηγούμενη εβδομάδα είδαμε πώς πολλοί παράτολμοι άνδρες ελληνικής και αλβανικής καταγωγής εργάζονταν ως σωματοφύλακες, αναλαμβάνοντας επί πληρωμή τη φύλαξη εμπόρων και ταξιδιωτών. Η ληστεία ήταν πολύ διαδεδομένη στα Βλακάνια, όπως και σε όλη την Ευρώπη, μέχρι και τον 19ο αιώνα. Η Κέρκυρα δεν θα μπορούσε να λείπει από τα μέρη που μαστίζονταν από τους ληστές.
Η ανέχεια των χαμηλότερων τάξεων, η διαδεδομένη οπλοκατοχή και η περιορισμένη αστυνόμευση, είχαν ως αποτέλεσμα και στην Κέρκυρα να δρουν πολλοί ληστές κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας. Το πρόβλημα άργησε να αντιμετωπιστεί δραστικά, αλλά υπήρξε μία σταθερή βελτίωση των πραγμάτων κατά την περίοδο της Βρετανικής Προστασίας.
Μέχρι τότε, διάφοροι ευκαιριακοί και «επαγγελματίες» ληστές, ενέδρευαν σε διάφορα πρόσφορα μέρη, προκειμένου να ληστέψουν τους διαβάτες, από τους οποίους άρπαζαν τα συνήθως λίγα χρήματα που είχαν μαζί τους, όποια τιμαλφή και αντικείμενα αξίας, ακόμη και γεωργικά προϊόντα ή είδη οικοτεχνίας. Ως σημεία ενέδρας επέλεγαν συνήθως περάσματα στην ύπαιθρο, τα οποία ήταν σχετικά απομακρυσμένα από οικίες, αλλά πολλές φορές δεν δίσταζαν να ληστεύουν και σε πιο πολυσύχναστες περιοχές, όπως στην περιοχή της Νεραντζίχας κοντά στην οποία λειτουργούσε το πορθμείο που ένωνε το Κανόνι με το Πέραμα.
Ακόμη και η πόλη της Κέρκυρας, όμως, δεν ήταν απαλλαγμένη από τους ληστές. Στα σκοτεινά καντούνια της παραμόνευαν συχνά αδίστακτοι οπλοφόροι, οι οποίοι λήστευαν όποιον τύχαινε να περπατά μονάχος μέσα στη νύχτα. Θύματά τους έπεφταν απλοί πολίτες, ναυτικοί και έμποροί, ακόμη και κάποιοι απρόσεκτοι αριστοκράτες που επιπόλαια γύριζαν χωρίς συνοδεία από τις λέσχες ή άλλα καταστήματα διασκέδασης της εποχής. Λένε πως στον Άγιο Αντώνιο πολλοί έχασαν τα χρήματά τους και μερικοί ακόμη και τη ζωή τους.
Η αστυνόμευση, όπως αναφέραμε παραπάνω, δεν ήταν εκτεταμένη, ούτε υπήρχαν εξειδικευμένες υπηρεσίες που να αντιμετωπίζουν τα εγκληματικά φαινόμενα. Ακόμη και όταν ένας ληστής αναγνωριζόταν, δεν ήταν σίγουρο ότι μπορούσε να εντοπιστεί και να συλληφθεί. Πολλές φορές οι δίκες γινόταν ερήμην, ή απλώς δημοσιευόταν ένταλμα σύλληψης.
Όπου οι Βενετοί αντιμετώπιζαν ελλείψεις στον κρατικό μηχανισμό, στρέφονταν προς την «ιδιωτική πρωτοβουλία». Το ίδιο έκαναν και στον τομέα της δημόσιας τάξης, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα των φυγόδικων ληστών με έναν τρόπο που θυμίζει... Άγρια Δύση! Οι επικηρύξεις ήταν συχνά η μόνη λύση για την αντιμετώπιση των ληστών, χωρίς να δαπανάται χρόνος και δυναμικό από την πλευρά της πολιτείας. Έτσι, η Διοίκηση όριζε αμοιβή για όποιον μπορούσε να συλλάβει, ή και να φονεύσει έναν επικίνδυνο ληστή.
Μία τέτοια περίπτωση εντοπίσαμε στο Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας:

Επικήρυξη από την Κέρκυρα του 16ου αιώνα.

αφμβ΄ (1542), ημέρα ι΄ (10η) του Ιανουαρίου μηνός, κυρ Μπατίστας Μπον συνεφώνησε μετά του παρόντος Νικολάου Καριώτη διά όνομα Αυγουστίνου, υιού αυτού εκ χωρίου Καρουσάδων, και ελευθέρωσε προς αυτόν μία βότζε[1] έχι εις χείρας αυτού.......... εις τους 1524 ημέρα κδ΄ (24η) Οκτωβρίου. Οποίο βόζε ή βοτζε είναι εις όνομα του Ιακώβου Κωλυβά απέκτεινε[2] τον ποτέ Ιωάννη Μπαζαλανόν, δημόσιον ληστήν και μπαντίδον[3], ως εν τη γραφή του ειρημένου του τότε Ρεγγιμέντου[4] Κορφών φαίνεται, και τούτο διά δουκάτα 35 να του το παραδόσει καθαρόν και ελεύθερον, να μείνει ελεύθερος ο ρηθείς Αυγουστίνος.
Μάρτυρας κυρ Μιχαήλ Μανδιλίτσας.
Α.Ν.Κ., Συμβ. Τόμος Μ 182, Α΄ μέρος, σ. 11r

Ακόμη και μετά από πολλές αναγνώσεις, το παραπάνω κείμενο φαίνετια πολύ μπερδεμένο, ενώ το μέρος που παραλείψαμε περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Παρόλα αυτά, έστω και ατελώς, μας αποκαλύπτεται ένα μέρος του συστήματος της δημόσιας τάξης στην Κέρκυρα της Βενετοκρατίας. Η διοίκηση του νησιού επικήρυσσε τους καταζητούμενους ληστές, και για τον σκοπό αυτό εξέδιδε εντάλματα, τα οποία μάλλον είχαν τη μορφή γραμματίων και μπορούσαν να μεταβιβαστούν.
Με ποιον τρόπο μπήκε σε μπελάδες ο Αυγουστίνος Καριώτης δεν γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε όμως ότι ο ληστής Ιωάννης Μπαλαζανός έχασε τη ζωή του από τον κυνηγό επικηρυγμένων Ιάκωβο Κωλυβά.


_________________________

Σημειώσεις


[1] Βότζε: άγνωστη η ακριβής σημασία. Πιθανόν κλήση ή ένταλμα.
[2] Απέκτεινε: σκότωσε.
[3] Μπαντίδος: επικηρυγμένος.
[4] Ρεγγιμέντο: Διοίκηση.


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

13/9/09

The lost churches of Corfu

The visitor who walks by the old town of Corfu is impressed by the exceptionally large number of churches. There’s probably no other town in Greece with such a ratio of churches and people.
The number of the churches is the outcome of the intense religiousness of our ancestors, but also the estate of familial, guild and co-operational churches, which had the effect of the intense construction of religious buildings in the town, as well as in the country side. Corfiots were so determined to keep building more churches, that the Venetians had to introduce a number of laws forbidding the construction of new churches, although those laws were not enforced consistently.
Nevertheless, historians note that the number of the churches in Corfu town was much larger in the distant past. The calamities that the town suffered in times of war, from the raid of Barbarossa in 1537 to the bombing during WW II, resulted to the ruination of many churches. Nevertheless, most dismantlements occurred during the works of the fortification of the town, from the end of the 16th century, to the beginning of the 19th.
The only way to locate the churches that disappeared in the past is the study of the historic documents of the Metropolis (bishopric) and the Historic Archive of Corfu. Due to relevant papers we are able to determine almost precisely how many and which churches were lost, or “moved” in past centuries and recompose the topography of the religious buildings in Corfu.
In the Old Fortress, for example, nowadays there is only the church of St George, built as an Anglican Church by the British, in the period of the Protection (protectorate). The historian Sp. Carydes, in his study “Urban space and sanctuaries: the case of Corfu in the 16th century”, has located in the Old Fortress sixteen churches! Those churches, fifteen Greek Orthodox and one Roman Catholic, are the following: of St Paraskevi located near the “Clock”, of St Anargyroi right above the (now) toppled walls in NE of the fortress, of St Theodoroi under the “Campana” entrenchment, of St Vlassios at the north end of the Dry Fosse, of St George where about today is the cafeteria, of St Demetrios of the Bridge at the north end of Contra Fossa, of St Ioannes the Baptist just above St George, of St Nicolaos of “Evrais” (Jewish Quarter) at the north end of Martinego Rampart, of St Nicolaos of the Forum located in the yard in front of the old British Hospital, of St Pangratios at the place where the Music Department of the Ionian University is today, of St Elias in front of today’s St George, of St Mary Acheiropiitos east of “Castel Da Mar”, of St Mary Odigitria in the modern concert area, of St Mary Portiotissa above the entrance of Mandrachio, of St Mary Soteriotissa at the area of the ruined fortifications opposite St George, and the Roman Catholic church of Peter and Paul at the leveled area under the British Hospital.
Next we present a notaric paper of the 16th century, referring to the lost church of St George in the Castle:
Contract of Construction works at St George in the Castle (16th c.)


1545, day 26th of July. Present Master Ritzo Zoticos acknowledged that promises to build the walls of the church of St George, the one located in the Castle, towards the representatives of the former Master Stefanos Sarantaris and Master Marcos Martenegos, in the manner that as much wall he builds, all the clay, stone, lime and labour to be of the craftsman, apart of the marbles, and to have one net Ducat for every yard he builds and he is obliged to build well and all the stones he finds to keep as gift....
A.P.C., Not., Vol. M 182, p. 193v

(the above article was written by Andreas Grammenos and was published in the newspaper "Corfu Today")

19/8/09

Οι Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος και η λατρεία τους στην Κέρκυρα


Η Κέρκυρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «πόλη των Αγίων», καθώς, όχι μόνο οι εκκλησίες είναι πολυάριθμες, αλλά εδώ βρίσκονται πολυάριθμα λείψανα, ακόμη και σκηνώματα. Παρά ταύτα, η ιδιαίτερη σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των ευσεβών Κερκυραίων και του πολιούχου του νησιού, Αγίου Σπυρίδωνα, οδηγεί συχνά στην «παραμέληση» των υπολοίπων Αγίων της Κέρκυρας.
Δύο από τους Αγίους που κατέχουν σχετικά δευτερεύουσα θέση στη συνείδηση των Κερκυραίων είναι οι Ιάσων και Σωσίπατρος, εκ των εβδομήκοντα Αποστόλων. Η πραγματική τους ιστορία, ακόμα και η δράση τους στην Κέρκυρα δεν είναι με ακρίβεια γνωστή. Οι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται από τα Μηνολόγια και έναν πάπυρο του 12ου αιώνα, τον οποίο ο Σ. Παπαγεώργιος ονόμασε χάριν ευκολίας «Πράξεις των Αποστόλων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου». Παρά ταύτα, ο ίδιος συγγραφέας αναγνωρίζει ότι και τα δύο κείμενα βρίθουν ανακριβειών, αφού, μάλιστα συντάχθηκαν πολλούς αιώνες μετά την εποχή των Αποστόλων.
Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι η Κέρκυρα χρωστά τον εκχριστιανισμό της στους Αγίους αυτούς. Οι πρώτοι Κερκυραίοι Χριστιανοί προσηλυτίστηκαν χάρη στο κήρυγμά τους, ενώ η παράδοση τους θέλει να κτίζουν και τους πρώτους ναούς στο νησί. Μάλιστα, ο Άγιος Σωσίπατρος μαρτύρησε από τον κυβερνήτη Δατιανό, συμβάλλοντας με το παράδειγμά του στην εξάπλωση της νέας θρησκείας.
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη μεσαιωνική ιστορία της Κέρκυρας είναι αποσπασματικές και περιορισμένες, οπότε δεν μπορούμε να αποφανθούμε σχετικά με τη λατρεία των δύο Αγίων στο νησί κατά την περίοδο αυτή. Μοναδικό τεκμήριο, ίσως, στέκει ο ναός τους στον Ανεμόμυλο, ο οποίος φαίνεται πως κτίστηκε κατά τον δέκατο αιώνα, αφιερωμένος αρχικά στον Άγιο Ανδρέα. Ακόμη και από αυτό το στοιχείο, όμως, προκύπτει ότι οι δύο Απόστολοι τιμούνταν μεν στην Κέρκυρα, αλλά η λατρεία τους δεν ήταν ιδιαιτέρως διαδεδομένη.
Κατά τους επόμενους αιώνες τα πράγματα δεν άλλαξαν ιδιαίτερα. Η εκκλησία των Αγίων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου ουδέποτε μεταφέρθηκε εντός των τειχών ώστε να μεταφερθεί, ούτε εξελίχθηκε σε μεγάλο προσκύνημα. Ακόμη, παρά τις πλείστες αργίες και θρησκευτικές εορτές της εποχής, φαίνεται ότι η 29 Απριλίου που τιμάται η μνήμη τους, δεν συμπεριλαμβάνονταν σε αυτές. Μόνο στα μέσα του 19ου αιώνα ενδιαφέρθηκε ο τότε Μητροπολίτης Κερκύρας ώστε να ανακηρυχθεί αυτή η ημέρα αργία και εορταστική:

Επιστολή του Μητροπολίτη Κερκύρας για την εορτή των Αγίων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου (19ος αι.)

Προς τον Ευγενή Κύριον Κόμητα Σπυρίδωνα Βούλγαρη, επί της Θρησκείας Δημογέροντα
Εκ της Μητροπόλεως Κερκύρας
Τη 28 Απριλίου 1853 Ε.Σ.

Κύριε Κόμη

Καλώς γιγνώσασθαι πόσον οι Κερκυραίοι οφείλομεν ίνα εορτάζομεν και τιμώμεν την 29 ημέραν του Απριλίου, εν η επιτελείται η μνήμη των Αγίων και Πανευφήμων Αποστόλων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου, οίτινες πρώτοι εκήρυξαν εν τη νήσω ταύτη την αμώμητον πίστιν του Χριστού, εξιλάσαντες την τότε επικρατούσαν ενταύθα πλάνην της πολυθεΐας και ειδωλολατρίας. Αλλά, κατά δυστυχίαν, η επίσημος και αγία ταύτη ημέρα περιφρονείται και βεβηλούται, όντων ανεωγμένων των εργαστηρίων, και απάντων σχεδόν εργαζομένων. Διό παρακαλώ ίνα υποβάλητε τούτο εις την σύσκεψιν του Επαρχιακού Συμβουλίου, ίνα διαταχθώσι τα δέοντα, όπως συναριθμηθή και η προκειμένη εορτή μετά των άλλων των ήδη διωρισμένων. Ευελπιστώ δε ότι ο ένθερμος ζήλος πρις την αμώμητον ημών πίστιν και τα πατριωτικά αισθήματα, άτινα χαρακτηρίζουσι τα μέλη του Επαρχιακού Συμβουλίου, θέλουσιν ασμένως παραδεχθεί την παρούσαν μου πρότασιν.
Δέξασθε παρακαλώ την διαβεβαίωσιν της εξαιρέτου μου πρις υμάς υπολήψεως, μεθ’ ης υποσημειούμαι.
Της υμετέρας Ευγενείας
Διάπυρος προς Θεόν ευχέτης
Αθανάσιος
Μητροπολίτης Κερκύρας
Α.Ν.Κ., Μητροπολίται, Φακ. 139, υποφ. 11



(το παρόν αρθρο συντάχτηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

5/8/09

Κέρκυρα: ένα εμπορικό και ταξιδιωτικό κέντρο στους νεότερους χρόνους




Η γεωγραφική θέση της Κέρκυρας και η ιδιότητά της ως μία από τις απώτατες χριστιανικές περιοχές προς την Ανατολή, οδήγησαν στην ανάδειξη του νησιού μας ως ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά και ταξιδιωτικά κέντρα που εξυπηρετούσαν τους Ευρωπαίους που επιθυμούσαν να μετακινηθούν προς τις Βαλκανικές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων και την παράλληλη σχεδόν προσχώρηση της Κέρκυρας στη Βενετική Δημοκρατία, οι ταξιδιώτες και οι έμποροι που όδευαν προς την Ήπειρο, αλλά και τα μεγάλα κέντρα της Θεσσαλονίκης, της Αδριανούπολης και της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποιούσαν ως βάση τους την πόλη των Κορυφών. Στην Κέρκυρα οι ταξιδιώτες μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες για το ταξίδι τους προμήθειες, αλλά και να εκμεταλλευτούν τις χρηματοπιστωτικές (σχετικά υποτυπώδεις στην αρχή, αρκετά ανεπτυγμένες αργότερα), τις λιμενικές και τις άλλες απαραίτητες υποδομές του νησιού.
Εκτός, βέβαια, από όσους όδευαν ανατολικά με πλοίο, ακολουθώντας τα πυκνά θαλάσσια δρομολόγια της εποχής, δεν ήταν λίγοι και αυτοί που ακολουθούσαν τις χερσαίες διαδρομές. Τις τελευταίες τις προτιμούσαν κυρίως όσοι δεν μετέφεραν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και αποσκευών, καθώς η δυνατότητες μεταφοράς με κάρα και υποζύγια ήταν περιορισμένες σε σχάση με τα πλοία.
Για την εποχή που εξετάζουμε, δηλαδή από τον 15ο έως και τον 19ο αιώνα, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι χεραίες διαδρομές ήταν αρκετά επικίνδυνες, καθώς η ληστεία ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη αφού το ανάγλυφο της περιοχής αποτελούσε ένα ιδανικό πεδίο δράσης σε κάθε είδους ενόπλους, από απλούς ληστές, μέχρι άτακτα στρατεύματα και τους γνωστούς μας Κλέφτες. Βεβαίως, όπως έχουμε αναφέρει σε πολλά άρθρα στο παρελθόν, η δράση των πειρατών καθιστούσε και τα θαλάσσια δρομολόγια εξίσου επικίνδυνα.
Η κατάσταση αυτή, εξάλλου, ήταν που ώθησε του Οθωμανούς στην οργάνωση ενός δικτύου ασφαλείας των χερσίων δρόμων της Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Το δίκτυο αυτό περιλάμβανε τα Αρματολικά σώματα, καθώς και τις φρουρές των Δερβενιών, δηλαδή των στενωπών των ορεινών κυρίως οδών.
Παρόλα αυτά, το μήκος των οδών και το ανάγλυφο του εδάφους άφηναν μεγάλες εκτάσεις ουσιαστικά αφύλακτες. Ως εκ τούτου, όποιος επιθυμούσε να ταξιδέψει στα Βαλκάνια, έπρεπε να εξασφαλίσει προσωπική φρουρά για την ασφάλειά του. Στην Κέρκυρα φαίνεται ότι υπήρχαν άνθρωποι, ακόμη και “συντροφίες” (εταιρείες) που ανελάμβαναν τέτοιες αποστολές. Ως σωματοφύλακες ταξιδιωτών και εμπόρων εργάζονταν Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας και Αλβανοί ένοπλοι, οι οποίοι, εκτός από τις ικανότητές τους στον χειρισμό των όπλων, διέθεταν και προσωπικές ή συγγενικές σχέσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς, ακόμη και με όσους ασχολούνταν με τη ληστεία. Αυτές οι σχέσεις είχαν μεγαλύτερη βαρύτητα από τα όπλα στην ασφάλεια των ταξιδιωτών.
Στο παρακάτω έγγραφο από το Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας περιγράφεται μία σύμβαση μεταξύ ενός Ιταλού ταξιδιώτη και ενός Αρβανίτη σωματοφύλακα:

Σύμβαση μεταξύ ταξιδιώτη και σωματοφύλακα (Κέρκυρα 16ος αι.)

αφξθ΄(1569), ημέρα θ΄(9η) του Φευβρουαρίου μηνός. Μισέρ Λεονάρδος Καρατζούλος από την Ανάπολη, κάτοικος εις το Τουζέντα από τον Κάβο, εγγύς το Τάραντο, παρών συμφώνησε με τον παρώντα Γιώνη Φροσάνα Αλβανίτη, ίνα συνοδεύψη αυτόν διά ξηράς έως την Κωνσταντινούπολη όπου μέλλει ο άνωθεν Μισέρ Λεονάρδος υπάγη και να επιστρέψη μετ’ αυτού εδώ εις τους Κορυφούς, και διά αμοιβή του άνωθεν Γγιώνη συνεφώνησαν διά τζεκίνια 20, ήγουν δουκάτα 30 Κορυφών....
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Π 40, σ. 694r

Ο Μισέρ Λεονάρδος από τη Νάπολη, σταθμεύοντας στην Κέρκυρα πριν συνεχίσει το ταξίδι του προς την Κωνσταντινούπολη, προσέλαβε τον Γκιώνη Φροσάνα ως σωματοφύλακα. Η αμοιβή που συμφωνήθηκε αντιστοιχεί περίπου στην αμοιβή ενός στρατιώτη εν καιρώ πολέμου κατά την ίδια περίοδο.


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

31/7/09

Οι Κερκυραίοι και το λαθρεμπόριο με την Ήπειρο (19ος αι.)




Η γεωγραφική θέση της Κέρκυρας υπαγορεύει τη σύνδεσή της με τις απέναντι ηπειρωτικές ακτές. Η ανάδειξή της, από την αρχαιότητα ήδη, σε μεγάλο αστικό κέντρο και ο σχετικά μεγάλος πληθυσμός της, διαχρονικά ενέτειναν τις επιταγές της Γεωγραφίας.
Από τη στιγμή που η κορινθιακή αποικία της Χερσούπολης αναπτύχθηκε και αναδείχθηκε στον μεγαλύτερο οικονομικό και δημογραφικό πόλο της περιοχής, οι Κερκυραίοι αντιλήφθηκαν ότι έπρεπε να εξασφαλίσουν τη σύνδεση του νησιού τους με τις απέναντι περιοχές, ιδίως δε αυτές της Ηπείρου. Ως αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης, η Κέρκυρα συνδέθηκε με αποικίες, όπως η Επίδαμνος, και εδαφικά εξαρτήματα των Κερκυραίων, όπως το Βουθρωτό και η περιοχή της Σαγιάδας. Η σύνδεση αυτή διατηρήθηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός που αναδείχθηκε από τους Διαφωτιστές και διαδόθηκε με τη Γαλλική Επανάσταση, αντισταθμίστηκε από την άνοδο του εθνικισμού. Τα κράτη πλέον προφύλασσαν με επιμέλεια τα οικονομικά τους σύνορα, τόσο για να προστατεύσουν την εγχώρια παραγωγή, όσο και για να εξασφαλίσουν την εισροή εσόδων στα κρατικά ταμεία. Άλλωστε, σύμφωνα με τις νέες τότε αντιλήψεις περί κράτους, οι κυβερνήσεις είχαν επωμιστεί περισσότερες ευθύνες και αρμοδιότητες από ποτέ.
Όσον αφορά στην Κέρκυρα και τη σύνδεσή της με τις ακτές της Ηπείρου, εμφανίστηκαν επιπλέον δυσκολίες, πέρα από αυτές που συνόδευαν το νέο μοντέλο κράτους και τον εθνικισμό. Η Ιστορία το ‘φερε οι απέναντι ακτές να ανήκουν πάντα σε άλλο κράτος από εκείνο στο οποίο ανήκε η Κέρκυρα. Όταν καταλύθηκε η Βενετική Δημοκρατία, οι Γάλλοι και αργότερα οι Βρετανοί δεν ευνοούσαν την άμεση επικοινωνία της Κέρκυρας με την Ήπειρο, είτε γιατί δεν είχαν καλές σχέσεις με τον Αλή Πασά, είτε γιατί έβλεπαν με καχυποψία την επαφή των Κερκυραίων με τους άλλους Έλληνες. Ο κύριος λόγος, πάντως, για τον περιορισμό και τον έλεγχο των οικονομικών δοσοληψιών, ήταν καθαρά δημοσιονομικός.
Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να διεξάγεται άμεσο εμπόριο, αλλά όλα τα εμπορεύματα έπρεπε να περνούν από το τελωνείο, προκειμένου να τους επιβάλλονται οι προβλεπόμενοι δασμοί. Πολλοί Κερκυραίοι, βέβαια, σε αναζήτηση μεγαλύτερου κέρδους, αντιδρώντας παράλληλα στην παράλογη γι’ αυτούς επιβολή υψηλών δασμών στις εξαγωγές προς τις κοντινές ακτές της Θεσπρωτίας και της Β. Ηπείρου, επιδόθηκαν στο λαθρεμπόριο.
Κατά την περίοδο της Βρετανικής Προστασίας και αργότερα, όταν η Κέρκυρα είχε ενωθεί με το Βασίλειο της Ελλάδος, ένα μεγάλο μέρος των αγαθών με τα οποία ασχολούνταν οι λαθρέμποροι του στενού της Κέρκυρας, αποτελούταν από βιομηχανικά προϊόντα, είτε (στην αρχή) βρετανικά, είτε κερκυραϊκά. Διαχρονικά, πάντως, το προϊόν που κυρίως διακινούσαν οι λαθρέμποροι ήταν το κερκυραϊκό λάδι.
Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, η υπό γαλλική επιστασία κερκυραϊκή διοίκηση είχε λάβει μέτρα κατά του λαθρεμπορίου ελαιολάδου από την Κέρκυρα στις απέναντι ακτές, όπως μαρτυρά και το παρακάτω μονόφυλλο της κυβέρνησης:

Μέτρα κατά του λαθρεμπορίου (Κέρκυρα 19ος αι.)[1]

Ο Αμμινιστρατόρος[2] της Διοικήσεως των Κορφών

Διά να συντηρήται το κοινόν πολύτιμον συμφέρον της Δογάνας[3], αι ανώτεραι εξουσίαι επρόβλεψαν σοφώς τα ακόλουθα. Αύτη η Αμμινιστρατσιόνη[4] τιμηθείσα με χωριστάς προσταγάς επάνω εις ταύτην την ζηλωτικήν υπόθεσιν
Κάμνει γνωστά εις τους κατοίκους τα ακόλουθα.
1. Όποιος θελήση να κάμη κοντραπούντον[5] λαδιού και πραγματειών, ευθύς όπου φανερωθή, θέλει κονφισκάρεται[6] όλον το πράγμα ομού με την βάρκαν, εις την οποίαν ήθελεν είναι, και θέλει παιδεύεται[7] αυστηρά.
2. Όποιος φανερώση ένα κοντραπούντον εις την Διοίκησιν ή εντόπιος ταύτης της νήσου ή από την Στεριάν, θέλει λαβαίνη τα τρία τέταρτα του λαδιού και της πραγμάτειας (εβγάζοντας τα έξοδα), φυλασσόμενον μυστικόν το όνομά του, το δε άλλο τέταρτον θέλει μένη εις την Διοίκησιν.
.....................
4. Κάθε λογοτριβή επάνω εις το κοντραπούντον όπου αποβλέπει εις το να μην ισχύουν τα δικαιώματα της Δογάνας, θέλει ακούεται από ταύτην την διοικητικήν Αμμινιστρασιόνην, από την οποίαν θέλει αποφασίζεται εν συντόμω και χωρίς ανακάλεσιν.
Το παρόν και εις τας δύο γλώσσας θέλει τυπωθεί και κολληθή εις τους πολυανθρωποτέρους τόπους της πόλεως και της νήσου.
Κορφοί τη 28 Μαρτίου 1810, ΕΝ
Ο Αμμινιστρατόρος της Διοικ. Βλασσόπουλος
Ο αρχικαγγελάριος[8] Σπ. Δελβινιώτης
_________________________
Σημειώσεις

[1] Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευτεί στο Γ.Δ. Μπώκος, Τα μονόφυλλα του κερκυραϊκού τυπογραφείου κατά την περίοδο της γαλλικής κυριαρχίας στα Επτάνησα (1797-1799, 1807-1814), Ιόνιο Πανεπιστήμιο 1998, σ. 192.
[2] Αμμινιστρατόρος: διαχειριστής, διοικών.
[3] Δογάνα: τελωνείο.
[4] Αμμινιστρατσιόνη: διοίκηση.
[5] Κοντραπούντο: λαθρεμπόριο.
[6] Κονφισκάρω: κατάσχω.
[7] Παιδεύω: τιμωρώ.
[8] Αρχικαγγελάριος: αρχιγραμματεύς.
(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

26/7/09

Οι Ηπειρώτες και η Κέρκυρα: σχέσεις αιώνων


Όπως συμβαίνει με κάθε νησί, η Κέρκυρα είχε ανέκαθεν ανεπτυγμένες σχέσεις με τις απέναντι ηπειρωτικές ακτές και την ενδοχώρα τους. Οι σχέσεις αυτές ποίκιλαν κατά καιρούς τόσο στο είδος τους, όσο και στην πυκνότητά τους, ανάλογα με την πολιτική κατάσταση στις δύο περιοχές. Άλλωστε, από την αρχαιότητα μέχρι την αυγή του 19ου αιώνα, οι Κερκυραίοι κατείχαν εκτεταμένες ή περιορισμένες κτήσεις στην αντίπερα ακτή: Επίδαμνος, Βουθρωτό, Σαγιάδα, Πάργα.
Η Οθωμανική κατάκτηση της Ηπείρου δεν διέκοψε την επικοινωνία των δύο πλευρών του Ιονίου. Αυτή η επικοινωνία, μάλιστα, αναπτύχθηκε περεταίρω μετά την από κοινού (επανα-)κατάκτηση του Βουθρωτου, της Σαγιάδας και της Πάργας στα τέλη του 15ου αιώνα. Οι Κερκυραίοι είχαν ανάγκη να κατέχουν τις παραπάνω περιοχές, τις δύο πρώτες λόγω των πλουτοπαραγωγικών πηγών τους και τη δεύτερη λόγω της εμπορικής της σημασίας. Αντίστοιχα, οι Ηπειρώτες έβλεπαν την Κέρκυρα ως έναν τόπο οικονομικών ευκαιριών ή ένα καταφύγιο σε περιπτώσεις ανάγκης.
Σε όλη την περίοδο της Βενετοκρατίας (από τα τέλη του 15ου αιώνα που διαθέτουμε ικανοποιητικά στοιχεία), αλλά και αργότερα, μέχρι τις μέρες μας, Έλληνες Ηπειρώτες, Αρβανίτες και Αλβανοί μετοίκησαν στο νησί μας σε μεγάλους αριθμούς, εμπλουτίζοντας και αυξάνοντας τον πληθυσμό του. Οι μετοικήσεις αυτές, βέβαια, σπάνια ήταν μαζικές, πράγμα που ευνόησε την ομαλή και σχετικά σύντομη ενσωμάτωση των νεοφερμένων στην τοπική κοινωνία. Κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα μάλιστα, υπάρχουν αναφορές ότι Ηπειρώτες προσπαθούσαν να ενταχθούν στην τάξη των αριστοκρατών. Αντίθετα από ό,τι υποστήριξε άδικα ο Σπύρος Στούπης (Οι Ξένοι εν Κερκύρα, Δωδώνη), οι μόνιμα εγκατεστημένοι στην Κέρκυρα Ηπειρώτες δεν αντιμετωπίζονταν ως «ξένοι». Ξένοι θεωρούνταν όσοι διέμεναν προσωρινά στο νησί και άρα υπόκειντο σε διαφορετικό καθεστώς: για παράδειγμα, στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής οργάνωσης της Κέρκυρας, δεν είχαν δικαίωμα να εκκλησιάζονται στους άλλους ιδιωτικούς και συναδελφικούς ναούς, οπότε ανεγέρθηκε η Παναγία των Ξένων ώστε να καλύπτονται οι λατρευτικές τους ανάγκες.
Οι περισσότεροι, πάντως, από τους Ηπειρώτες που μετοίκησαν στην Κέρκυρα, ήταν επαγγελματίες και τεχνίτες ικανοί, απαραίτητοι στην τοπική οικονομία και κοινωνία. Συνήθως δε, η τέχνη που κατείχαν ήταν άγνωστη ή ελάχιστα ανεπτυγμένη στο νησί:

Σύμβαση σύστασης συντροφίας από Ηπειρώτες στην Κέρκυρα (18ος αι.)

Εν Χριστού ονόματι αμήν, 1781, Μαρτίου 28.
Εις ένα καμαρίν του οσπίτίου όπου κρατεί εις ενίκιον από τον Ευγενή Š Φώτιον Λισγαρά και κατοικεί ο παρόν Κύριος Μάθιος Δελβινιώτης, καφετιέρης[1] και ρακιντζής[2], αντίκρυς το απαλάτιον[3] της κατοικίας του Ευγενή Š Λισγαρά του ποτέ Ευγενούς Š Δομένιγου, σιμά κατά το σπιτζεριό[4] της Πίνιας, κοντράδα της Εκκλησίας των Αγίων Βασιλείου και Στεφάνου, εσυνάχθησαν οι παρόντες Κύριοι Χρίστος Ιωάννης του ποτέ Ιωάννου από την Άρτα, Στεφανής Χρίστος του ποτέ Χρίστου και Σάββας Γιάννης του ποτέ Ιωάννου Παπαρίζου ήτοι και οι δύο από τα μέρη των Ιωαννίνων. Όλοι και οι τρεις τεχνίτες εις τη δούλευσιν της Γουναρικής, ηυρισκόμενοι και διοριζόμενοι να προσμίνουν δια την δούλευσιν της ιδίας τέχνης τους εδώ εις τους Κορφούς, οίτινες εσυμφώνησαν εν μέσω αυτών και ποιούν με την βοίθειαν και ευλογία του Πλειστοδώρου Θεού ημών την συντροφίαν, όπως ως κάτωθι εξεκαθαρίζεται: (ακολουθούν οι όροι σύστασης της συντροφίας)
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Π 30, φ. 15, σ. 19v

Όπως φαίνεται από το παραπάνω κείμενο, οι τρεις Ηπειρώτες είχαν βρεθεί περιστασιακά στην Κέρκυρα. Παρά ταύτα, ίσως και με την παραίνεση του συντοπίτη τους, Μάθιου Δελβινιώτη, αντιλήφθηκαν την απουσία γουναράδων στο νησί και, κατέχοντας αυτήν την τέχνη, αποφάσισαν να παραμείνουν μόνιμα και να ιδρύσουν μία «συντροφία», δηλαδή εταιρεία γουναρικών.
Σημειώνουμε ότι κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, οι Ηπειρώτες δεν είχαν αποκτήσει ακόμη επώνυμα, αλλά χρησιμοποιούσαν ως τέτοια τα ονόματα των πατέρων τους (π.χ.«Χρίστος Ιωάννης του ποτέ Ιωάννου...»)
____________________
Σημειώσεις

[1] Καφετιέρης: (μάλλον) πλανόδιος παρασκευαστής και πωλητής καφέ.
[2] Ρακιντζής: παρασκευαστής και πωλητής ρακής.
[3] Απαλάτιον: πολυώροφο οίκημα.
[4] Σπιτζεριό: φαρμακείο
(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα)

3/7/09

Το θαλάσσιο εμπόριο της Κέρκυρας κατά τον 16ο αιώνα



Η Κέρκυρα, ήδη πριν την προσχώρηση του νησιού στη Βενετική Δημοκρατία αποτελούσε έναν πολύ σημαντικό διαμετακομιστικό εμπορικό σταθμό για τα προϊόντα που όδευαν από τα λιμάνια της Ανατολής προς τον μυχό της Αδριατικής και από εκεί προς τις αγορές της Ευρώπης. Μετά το 1386, ο χαρακτήρας αυτός του νησιού αναβαθμίστηκε, αν και οι εξαγωγές των εγχώριων προϊόντων δέχτηκαν ένα ισχυρό πλήγμα.
Από τους πρώτους χρόνους της βενετικής κυριαρχίας, φάνηκε ότι οι Βενετοί είχαν ως σκοπό την εκμετάλλευση της Κέρκυρας για την επίτευξη των εμπορικών τους στόχων: οι νέοι κυρίαρχοι πέτυχαν να δημιουργήσουν στο νησί έναν πλήρη διαμετακομιστικό εμπορικό σταθμό, χάρη στην ασφάλεια που πρόσφερε το λιμάνι της πόλης, αλλά και λόγω της εξαιρετικής θέσης του νησιού στην είσοδο της Αδριατικής. Τα πλοία που κινούταν από τα αδριατικά λιμάνια της Ιταλίας και της Δαλματίας προς τον Λεβάντε και αντίστροφα, έβρισκαν στην Κέρκυρα ένα ιδανικό καταφύγιο από τους καιρούς και τους πειρατές, καθώς και άρτιους μηχανισμούς εφοδιασμού.
Επιπλέον, η Κέρκυρα προσέφερε περισσότερα κέρδη στο βενετικό εμπόριο, καθώς οι Βενετοί είχαν επιβάλει τον νόμο της «γραμμής της θάλλασσας». Σύμφωνα με αυτόν, τα κερκυραϊκά προϊόντα, δηλαδή το κρασί, το ελαιόλαδο, το αλάτι, τα ψάρια και το βελανίδι, δεν μπορούσαν να εξαχθούν κατευθείαν σε τρίτες χώρες. Έπρεπε πρώτα να οδεύσουν στη Βενετία, όπου κατέβαλαν δασμούς, και ύστερα να εξαχθούν ως βενετικά προϊόντα.
Η πολιτική αυτή απετέλεσε για αιώνες έναν ασφυκτικό βραχνά για την ανάπτυξη της κερκυραϊκής οικονομίας, αλλά και φραγμό στην κοινωνική εξέλιξη του νησιού. Οι περιορισμοί στο εμπόριο ευνοούσαν μόνο τους Βενετούς, καθώς και κάποιους ισχυρούς Κερκυραίους, εμποδίζοντας την οικονομική ανέλιξη των πολλών, άρα και την διεύρνση της κοινωνικής κινητικότητας στην Κέρκυρα. Συγκεκριμένα, η πολιτική αυτή εμπόδισε τη φυσιολογική ανάπτυξη και την ευρωστία της αστικής τάξης, ικανοποιώντας έτσι και τις επιδιώξεις των Κερκυραίων αριστοκρατών που απέβλεπαν στη διηνεκή εξασφάλιση των αποκλειστικών προνομίων τους.
Κατά διαστήματα, πάντως, οι Κερκυραίοι ζητούσαν την κατάργηση της «γραμμής της θάλασσας», χωρίς αποτέλεσμα, όμως. Μόνη εξαίρεση κατά τον 16ο αιώνα υπήρξε η άρση του νόμου για ένα μικρό χρονικό διάστημα μετά την επιδρομή των Οθωμανών το 1537. Στο διάστημα αυτό οι Βενετοί επέτρεψαν μερικώς την απευθείας εξαγωγή κερκυραϊκών προϊόντων με σκοπό την τόνωση της εγχώριας οικονομίας που είχε πληγεί από την επιδρομή, και οι Κερκυραίοι έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση:

Εμπορικό σύμφωνο από την Κέρκυρα (16ος αι.)

Αφμα΄(1541), 29 Αυγούστου
Την άνωθεν κυρ Μαρίνος Δασκούταρης παρών εκράζεται οφειλέτης του παρόντος κυρ Μάρκου Γαλιέλου, δια δουκάτα 80 κορέντε[i], διά τόσα αυγοτάραχα ηγόρασε εξ αυτού. Και υπόσχεται να του δόση εις το Λέτζιον τόσα σαπούνια, κατά την τιμήν την εκείσε, όσον και μέρος ηυρίσκονται λάδι εκείσε, τόσον όσο να πληρώση τα δουκάτα τα 80, παραδίδοντας το αυτό σαπούιον και λάδι εκείσε ελεύθερα από την Δουάναν[ii]. Και να εννοόνται τα άνωθεν αυγοτάραχα εις δουκάτα 80, αρίζικο του άνωθεν κυρ Μάρκου, έως ώτου να τα παραδόση τα αυτά αυγοτάραχα εις το Σάνκτο Σαλτάδο εις την γην και λαμβάνοντας τα αυγοτάραχα να οφείλη ο αυτός μαστρο Μαρίνος τότε να δόση το σαπώνιον και λάδι αν ευρεθή.
Μάρτυρες παπα Νικόλαος Μόσχος και κυρ Νικόλαος Βατάτζης.
Α.Ν.Κ., Τόμος Μ 181, σ. 264r

Ο Μάρκος Γαλιέλος, γνωστός γαιοκτήμονας και έμπορος της εποχής (υπάρχουν ακόμη τοπωνύμια «στου Γαέλου» σε αγροτικές περιοχές της Μέσης Κέρκυρας) αντάλλαξε αυγοτάραχο με σαπούνι και λάδι ονομαστικής αξίας 80 δουκάτων με τον Μαρίνο Δασκούταρη από το Λέτσε της Απουλίας. Είναι προφανές από το παραπάνω έγγραφο ότι η παραγωγή των ιχθυοτροφείων της Κέρκυρας και του Βουθρωτού κατόρθωσε να ανακάμψει σχετικά σύντομα μετά την καταστροφική επιδρομή του 1537, αλλά δεν συνέβη το ίδιο και με την παραγωγή ελαιολάδου, καθώς οι επιδρομείς είχαν κάψει μεγάλο μέρος των κερκυραϊκών ελαιώνων.


________________

Σημειώσεις


[i] Κορέντε: «καθαρά».
[ii] Δουάνα ή Δογάνα: τελωνείο.


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

27/6/09

Τα ...θορυβώδη έθιμα του Πάσχα στην Κέρκυρα




Το Πάσχα αποτελεί την ύψιστη εορτή της Ορθοδοξίας. Δεν είναι μία απλή θρησκευτική επέτειος, καθώς κατά τη χριστιανική θεολογία σηματοδοτεί τον διαρκή θρίαμβο της Ζωής επί του Θανάτου, την επιβολή του αναστηθέντος Χριστού επί του Άδου, την υπόσχεση της αθανασίας του ανθρώπινου γένους.
Σε ολόκληρη την ανατολική Χριστιανοσύνη, η Ανάσταση εορτάζεται με λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια. Το «Χριστός Ανέστη» χαιρετάται από τους πιστούς με ένταση, τόσο κατά τη διάρκεια της αναστάσιμης λειτουργίας, όσο και κατά τις ακολουθίες που πραγματοποιούνται τις επόμενες ημέρες. Η ελευθερία ο αυθορμητισμός που χαρακτηρίζουν τις εκδηλώσεις των Ορθοδόξων, ακόμη και η υπερβολή που παρατηρείται ενίοτε, αποτελούν ενδείξεις της σημασίας και της λαμπρότητας της εορτής.
Ένα από τα αναστάσιμα έθιμα που επιβιώνουν για αιώνες και μάλιστα με εξαιρετική συνέπεια, είναι η χρήση πυροτεχνημάτων και κροτίδων. Αν και η πυρίτιδα στην Ευρώπη πρωτοχρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς, οι Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν αρκετά σύντομα την απόδοση της εκρηκτικής ύλης σε εντυπωσιακές συσκευές παραγωγής κρότου και λάμψης, εντάσσοντάς τες στις εορταστικές τους εκδηλώσεις.
Στην Κέρκυρα η χρήση βεγγαλικών και άλλων ανάλογων συσκευών καθιερώθηκε κατά τον 18ο αιώνα[1]. Η νέα «μόδα» ξεκίνησε βέβαια από την πόλη, όπου χρησιμοποιούνταν βεγγαλικά κατά τις τελετές της άφιξης του νέου Προβλεπτή ή κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών, όπως της λιτανείας της Αγίας Δωρεάς των Καθολικών[2]. Γρήγορα, όμως, ακολούθησαν και οι Ορθόδοξοι του νησιού, ακόμη και οι κάτοικοι της υπαίθρου.
Αν και η χρήση πυροβόλων όπλων παρέμενε ιδιαίτερα διαδεδομένη, οι αυτοσχέδιες συσκευές, όπως τα «μάσκουλα» ήταν επίσης δημοφιλείς, ιδιαίτερα όπου υπήρχε έλλειψη πυροβόλων, ή στις τάξεις των ανηλίκων. Τα «μάσκουλα» ήταν μεταλλικοί σωλήνες, οι οποίοι γομώνονταν με εκρηκτική ύλη (συνήθως αυτό σήμαινε απλώς μαύρη πυρίτιδα), η οποία όταν πυροδοτούταν προκαλούσε ισχυρό κρότο και εξέπεμπε καπνό.
Όσο, όμως, και αν διασκέδαζαν οι πρόγονοί μας με αυτές τις συσκευές, δεν έλειπαν και τα ατυχήματα, τα οποία -όπως δυστυχώς συμβαίνει ακόμη και σήμερα σε ανάλογες περιπτώσεις- προκαλούταν από την αστάθεια των χειροποίητων «μάσκουλων» και την έλλειψη προσοχής όσων τα χειρίζονταν. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που η γιορτινές ημέρες του Πάσχα σκιάζονταν από τον τραυματισμό, ή ακόμη και τον θάνατο κάποιου πανηγυριώτη.
Μία τέτοια τραγική περίπτωση εντοπίσαμε στις Ληξιαρχικές Πράξεις Εκκλησιών του Ιστορικού Αρχείου της Κέρκυρας:

Θάνατος από βεγγαλικά στο Καβαλούρι (18ος αι.)

1777, Μαΐου 26.
Απότιχε της παρούσης ζοής ο Δίμος Προβατάς του ποτέ Αθανάσι, ο οπίος ελαβόθι από ένα μάσκουλο ιστο περιάβλιον του Αγίου Νικολάου ις το παρόν χορίον την ιμέρα όπου επιγέναμε ιστίν Λιτή[3] ιστούς Καρουσάδες την Νέαν Δευτέρα κατά την σηνίθιαν, και εκύ εσμπεράρανε[4] τα μάσκουλα και έσκασε ένα μάσκουλο και μία ασκλίθρα τον επέτυχε ιστο χέρι το δεξιόν και του ετρίπισε την απαλάμι από μία πάντα έος στην άλιν. Όμος τον επίρανε ιστι χόρα και έζισε ιμέρας σαράντα σοστές και απέθανε. Ήτουν χρονόν 25.
Νικόλαος ιερεύς ο Σπύγκος εφιμέριος Υπεραγίας Θεοτόκου τον Εσοδίον χορίου καβαλούρι
ΑΝΚ, Πράξεις Εκκλησιών, Τόμος 93, Βιβλίο 1ο

Είναι προφανές από το παραπάνω κείμενο ότι ο τραυματισμός του νεαρού Δήμου προήλθε από απροσεξία δική του ή εκείνου που πυροδότησε τα «μάσκουλα». Το τραύμα που περιγράφει ο παπα-Σπίγγος είναι σοβαρό, αλλά δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι ήταν δυνατό να επιφέρει τον θάνατο ενός εικοσιπεντάχρονου νέου. Η απουσία γιατρού σε κοντινή απόσταση, όμως και η έλλειψη αντιβιοτικών την εποχή εκείνη, ήταν ικανοί παράγοντες ώστε ακόμη και ένα φαινομενικά ακίνδυνο τραύμα να κοστίσει τη ζωή του τραυματία.
______________________

Σημειώσεις


[1] Νικηφόρου Αλίκη, Δημόσιες Τελετές στην Κέρκυρα κατά την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, Θεμέλιο, σ. 138.
[2] Όπ., σ. 75.
[3] Λιτή: Λιτανεία.
[4] Σμπεράρω: πυροδοτώ


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

Κερκυραίοι θεραπευτές ...στην Ήπειρο




Στο παρελθόν έχουμε αναφερθεί στην υγειονομική περίθαλψη και την ιατρική στην Κέρκυρα κατά την εποχή της Βενετοκρατίας. Είχαμε εξετάσει το (περιορισμένο) σύστημα υγείας, καθώς και τις συνήθεις ιατρικές και παραϊατρικές πρακτικές που εφαρμόζονταν στον πληθυσμό του νησιού. Το συμπέρασμα στο οποίο είχαμε καταλήξει ήταν ότι γενικά στις ανώτερες οικονομικές και κοινωνικές τάξεις παρείχαν τις υπηρεσίες τους οι πτυχιούχοι ιατροί, ενώ ο υπόλοιπος λαός απευθυνόταν κυρίως στους πρακτικούς θεραπευτές.
Οι πρακτικοί θεραπευτές, κάτοχοι μίας παράδοσης με ρίζες ακόμη και στην αρχαιότητα, εφήρμοζαν θεραπευτικές πρακτικές οι οποίες είχαν συνήθως ως βάση τις ιδιότητες κάποιων βοτάνων ή άλλων φυσικών στοιχείων. Σκευάσματα, ελιξίρια και αλοιφές από εκχυλίσματα φυτών, μέχρι και... η κυψελίδα του ανθρώπινου αυτιού, χρησιμοποιούνταν για να αντιμετωπιστούν κάθε είδους ασθένειες, από απλούς ερεθισμούς του δέρματος, μέχρι και η πάθηση του προστάτη!
Από την Αναγέννηση κι έπειτα, όμως, η παραδοσιακές θεραπευτικές μέθοδοι ήρθαν σε επαφή με την επιστήμη της Ιατρικής, τόσο επειδή «ξεθάφτηκαν» αρχαία ιατρικά συγγράμματα που είχαν ξεχαστεί κατά τον Μεσαίωνα, όσο και γιατί, χάρη στην τυπογραφία, αυτά τα συγγράμματα έγιναν προσβάσιμα από πολύ περισσότερους ανθρώπους σε σχέση με το παρελθόν. Τα ιατρικά συγγράμματα και οι τυπωμένες θεραπευτικές μέθοδοι αποτελούσαν ένα σημαντικό μέρος των έντυπων βιβλίων που εκδόθηκαν μετά την επινόηση του Γουτεμβέργιου.
Βεβαίως, τα βιβλία αυτά κυκλοφορούσαν κυρίως στην Ευρώπη και ήταν γραμμένα (αρχικά τουλάχιστον) στα λατινικά, οπότε δεν ήταν άμεσα προσβάσιμα από τους Έλληνες εκείνους που δεν κατείχαν τη γλώσσα αυτή. Για τον λόγο αυτό άργησαν να χρησιμοποιηθούν στην κυρίως Ελλάδα.
Αντίθετα, στην Κέρκυρα, και στις άλλες περιοχές που βρίσκονταν υπό τη βενετική κυριαρχία υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα συγγράμματα αυτά. αυτοί μπορούσε να είναι γηγενείς Έλληνες ή Λεβαντίνοι ιταλικής καταγωγής. Αυτοί μπορούσαν να αποκτήσουν μία γνώση που ήταν όχι μόνο πολύτιμη, αλλά και εξαιρετικά επικερδής, αφού οι υπηρεσίες τους, ξεχωριστές από εκείνες των απλών πρακτικών θεραπευτών, μπορούσαν να αμειφθούν καλύτερα, ειδικά στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου δεν θα αντιμετώπιζαν σοβαρό ανταγωνισμό.
Το παρακάτω νοταριακό έγγραφο από το Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας μας αποκαλύπτει μία περίπτωση σύστασης «συντροφίας»[1] πρακτικών θεραπευτών από την Κέρκυρα:

Συμφωνητικό σύστασης «συντροφίας» πρακτικών θεραπευτών από την Κέρκυρα (16ος αι.)

6/3/1542
Την άνωθεν, Μαΐστρο Τζουανμάριος Γεράλδης και Μαΐστρο Ανδρέας Μουσούρης, συνεφώνησαν να υπάγωσι εις την Στεραιάν[2] χάριν ιατρεύσεως, και να βάλη τα ιατρικά ο Μάστρο Ανδρέας αμισθί, και ούτοι τους κόπους και τέχνην αυτών και όπερ ο Θεός αποστείλη, επιστρεφόμενοι εδώ να μοιράσωσιν εφημισίας και αδελφικώς.
Μάρτυρες Ταβιάνος Καρτάνος και κυρ Νικόλαος Βατάτζης.
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Μ 182, σ. 71r

Είναι προφανές ότι ο Μαστρο Ανδρέας Μουσούρης ήταν μάλλον φαρμακοποιός, γι’ αυτό φέρει τον τίτλο του «Μαΐστρο» και θα εφοδιάσει τη συντροφία με «ιατρικά». Φαίνεται, όμως, ότι ο ιταλικής καταγωγής συνέταιρός τους, ο Τζουανμάριος Γεράλδης, κατείχε μία γνώση άγνωστη στον μαστρο-Ανδρέα, και γι’ αυτό τα κέρδη από το ταξίδι στην Ήπειρο θα μοιράζονταν στη μέση. Βεβαίως, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ποια ήταν αυτή η γνώση που κατείχε ο Τζουανμάριος, όμως η καταγωγή του μας οδηγεί στην υπόθεση ότι γνώριζε τον τρόπο παρασκευής κάποιου φαρμάκου ή σκευάσματος, είτε από τη μαθητεία του σε κάποιον πρακτικό θεραπευτή της Ιταλίας, είτε επειδή τη διάβασε σε κάποιο από τα καινούρια βιβλία που κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη.
Ένα είναι βέβαιο: υπήρχαν εποχές που οι Κερκυραίοι πήγαιναν στην Ήπειρο, όχι για να γιατρευτούν, αλλά για να γιατρέψουν!


__________________________

Σημειώσεις


[1] Συντροφία: εταιρεία, συνεταιρισμός.
[2] Στεραιά: για τους Κερκυραίους και τους Βενετούς της εποχής, η απέναντι ηπειρωτική ακτή, η Ήπειρος.


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

22/6/09

Το πρόβλημα των νόθων στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα.


Ένα ζήτημα της ιστορίας της Κέρκυρα που έχει ελάχιστα απασχολήσει τη βιβλιογραφία μέχρι σήμερα, είναι το πρόβλημα των νόθων παιδιών και της αντιμετώπισής του κατά τους αιώνες της Βενετοκρατίας.
Ίσως να φαίνεται απίθανο σε μία εποχή που το θρησκευτικό συναίσθημα ήταν τόσο έντονο και οι κοινωνικές πεποιθήσεις περί ηθικής ήταν τόσο αυστηρές, να υπάρχουν τόσα νόθα παιδιά, ώστε η πολιτεία να πρέπει να λάβει μέτρα. Πράγματι, αναφερόμαστε σε μία εποχή που οι προγαμιαίες σχέσεις δεν ήταν αποδεκτές, αλλά, απεναντίας, καταδικαστέες, και που ο κοινωνικός και κρατικός έλεγχος ήταν ιδιαιτέρως αυστηρός.
Παρά ταύτα, νόθα παιδιά υπήρχαν αρκετά, και η αυστηρή ηθική της εποχής ανάγκαζε πολλούς γονείς να τα εγκαταλείπουν στους δρόμους της πόλης ή των προαστίων, με αποτέλεσμα πολλά να βρίσκουν φρικτό θάνατο, κατασπαρασσόμενα από άγρια ζώα. Το τελευταίο αυτό στοιχείο δεν αποτελεί υπερβολή, αλλά αναφέρεται στην πρόταση των Συνδίκων της Κέρκυρας προς το Συμβούλιο της Κοινότητας, προκειμένου να εγκριθεί η ίδρυση βρεφοκομείου[1].
Τα νόθα έκθετα παιδιά εντοπίζονταν κυρίως στην πόλη της Κέρκυρας και προέρχονταν τόσο από τους αριστοκράτες, όσο και από το πόπολο της πόλης. Βέβαια, οι αριστοκράτες γενικά συνήθιζαν να υποστηρίζουν τις μητέρες των νόθων παιδιών τους, ακόμη και να τα αναγνωρίζουν, επιχειρώντας πολλές φορές να τα εισάγουν και στο Συμβούλιο της Κοινότητας ως νόμιμους διαδόχους τους. Το πρόβλημα των νόθων παιδιών των αριστοκρατών είχε την ίδια προέλευση που είχε και για την ίδια τη Βενετία. Συνήθως, μόνο ένας άνδρας από μία αριστοκρατική οικογένεια παντρευόταν, ώστε η περιουσία να μη διασπάται σε πολλά μικρά μέρη. Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδιζε τους υπολοίπους να αναζητούν συντρόφους.
Το μεγαλύτερο μέρος των έκθετων παιδιών, πάντως προερχόταν από τις τάξεις του πόπολου. Ως κύριος λόγος της ύπαρξής τους δεν θεωρείται τόσο η έκπτωση των ηθών, αλλά η πρακτική της εποχής να στεγάζονται μισθοφόροι στρατιώτες στα σπίτια του πόπολου. Οι στρατιώτες αυτοί, επαγγελματίες του πολέμου, σκληροτράχηλοι και εθισμένοι στην αρπαγή, ουκ ολίγες φορές εκμεταλλεύονταν τη φιλοξενία των Κερκυραίων. Ανεξάρτητα από τον τρόπο σύλληψης του νόθου παιδιού, η ντροπή της οικογένειας και της ίδιας της μητέρας ήταν μεγάλη και η κοινωνική κατακραυγή βέβαιη.
Παρά ταύτα, υπάρχουν και μαρτυρίες για την εσκεμμένη έκθεση παιδιών στο βρεφοκομείο, μετά την ίδρυσή του, βέβαια. Η αμοιβή που έδινε το ίδρυμα στις τροφούς των έκθετων παιδιών, φαίνεται πως δελέαζε πολλές φτωχές γυναίκες, οι οποίες είχαν επινοήσει ένα τέχνασμα: άφηναν το παιδί τους έκθετο στο βρεφοκομείο, και αμέσως μετά παρουσιάζονταν ως τροφοί, προκειμένου να θηλάσουν το παιδί και να εισπράξουν παράλληλα την αμοιβή. Αν αναλογιστούμε ότι οι διαδικασίες υιοθεσίας τότε ήταν απλές έως ανύπαρκτες και ότι οι ιθύνοντες του Βρεφοκομείου αισθάνονταν μάλλον ανακούφιση όταν κάποιος πολίτης ζητούσε να υιοθετήσει κάποιο έκθετο, είναι προφανές ότι οι γονείς δεν ήταν δύσκολο να επαναφέρουν το παιδί τους στην οικογένεια όταν έληγε η περίοδος του θηλασμού, άρα και η αμοιβή της τροφού.
Όσα παιδιά δεν ενέπιπταν στην παραπάνω κατηγορία, ζούσαν για μερικά χρόνια μόνο στο Βρεφοκομείο. Στην ηλικία των οκτώ ετών περίπου, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε, τα αγόρια αναλάμβανε ο Γενικός Προβλεπτής, ο οποίος ως στρατιωτικός διοικητής τα αξιοποιούσε στο στράτευμα, ενώ τα κορίτσια ανατίθεντο σε «φιλεύσπλαχνα πρόσωπα», που καλούνταν να τα αναθρέψουν και να τα «αποκαταστήσουν».
Το Βρεφοκομείο, παρά τη σημαντική υπηρεσία που επιτελούσε προς όφελος της Κέρκυρας, φαίνεται πως δεν είχε σταθερή πηγή εσόδων ώστε να καλύπτει τα λειτουργικά του έξοδα. Η ίδρυσή του πραγματοποιήθηκε με τις εισφορές μελών του Συμβουλίου της Κοινότητας, ενώ τα πάγια έξοδά του καλύπτονταν επίσης από χορηγίες, τόσο του Συμβουλίου, όσο και απλών ανθρώπων. Άλλωστε, σύμφωνα με τον νόμο, κάθε νοτάριος που συνέτασσε μία διαθήκη, ήταν υποχρεωμένος να ρωτά τον πελάτη του αν επιθυμούσε να αφήσει κάτι και στο Βρεφοκομείο:

Διαθήκη με αναφορά το Βρεφοκομείο (17ος αιώνας)

Εν ονόματι του Χριστού αμήν, 1693 ημέρα 10 του Ιουνίου μηνός.... η παρούσα κυράτζα Νάστω, γυνή του ποτέ Κωνσταντή Λουκάνη... ενώ ηυρίσκεται αστενημένη και άρωστη και κοιτόμενη εν τη κλίνη αυτής... Ερωτηθείς από εμένα τον υπογεγραμμένον Νοτάριον εάν θέλη να αφίση τίποτις εις τα Αφεντικά Σπιτάλια[2], ήγουν εις τα μπασταρδίνια, και αυτή αποκριθείς είπε όχι, θέλω ότι η παρούσα μου διαθήκη....
Υπό μαρτυρίας ...
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Λ 2

Είναι πολλές οι διαθήκες στις οποίες ο Νοτάριος απευθύνει το ίδιο ερώτημα προς τον διαθέτη. Σε όσες έχουμε υπόψιν, πάντως, από περιοχές της υπαίθρου, κανείς δεν άφησε κάποιο κληροδότημα, μικρό ή μεγάλο. Γιατί, όμως; Ήταν οι Κερκυραίοι ανάλγητοι ή δεν τους αφορούσε το ζήτημα; Δεν είναι εύκολο να δοθεί μία απάντηση σε αυτό το ερώτημα, είναι βέβαιο, όμως, ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε τον άνθρωπο του 17ου ή του 18ου αιώνα με τα δικά μας δεδομένα. Εκείνες τις εποχές, όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενες ευκαιρίες, δεν υπήρχε κράτος Πρόνοιας (με ελάχιστες εξαιρέσεις), αλλά οι πολίτες αντιμετώπιζαν διάφορα ζητήματα με ιδιωτικές πρωτοβουλίες, συστήνοντας μηχανισμούς και ιδρύματα. Ως εκ τούτου, είναι προφανές ότι οι Κερκυραίοι χωρικοί δεν μπορούσαν να δουν ως δικό τους πρόβλημα ένα πρόβλημα της πόλης, άρα ούτε και να συμμετάσχουν στη λύση του.

_________________
Σημειώσεις

[1] Βλ. Νίκος Καραπιδάκης, Civis Fidelis l'avenement et l'affirmation de la citoyennete corfiote (XVIeme-XVIIeme siecles), Peter Lang, 1992, σ. 195, και Έλλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου, Πρεσβείες της βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος-18οςαι.), Γ.Α.Κ.-Αρχεία Νομού Κερκύρας, Αθήνα, 2002, σ. 116 και 171.
[2] Αφεντικά Σπιτάλια: δημόσια νοσοκομεία – ιδρύματα.

(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ἡ Κέρκυρα Σήμερα"

21/6/09

Οι θησαυροί της Κέρκυρας




Οι λαϊκοί θρύλοι, αλλά και οι τοπικές παραδόσεις βρίθουν από ιστορίες σύμφωνα με τις οποίες διάσπαρτοι στην Κέρκυρα υπάρχουν αμύθητοι θησαυροί. Και βέβαια, όπου υπάρχουν τέτοιου είδους ιστορίες, υπάρχουν πάντα άνθρωποι που συγκινούνται από αυτές και, αισθανόμενοι έλξη από την περιπέτεια και τα προσδόκιμα πλούτη, δοκιμάζουν την τύχη τους αναζητώντας αυτούς τους θησαυρούς.
Το πλούσιο παρελθόν της Κέρκυρας, οι χαμένες πλούσιες πόλεις της μυθολογίας και της αρχαιότητας, οι πολεμικές περιπέτειές της και γενικά η Ιστορία της, αποτελούν ένα περιβάλλον ευνοϊκό, όχι μόνο για την εμφάνιση θρύλων και παραδόσεων σχετικά με θησαυρούς, αλλά και για την ύπαρξή τους. Επί χιλιετίες οι άνθρωποι του νησιού και όχι μόνο αναζητούν τη μυθική πόλη του Αλκινόου που με περισσή μεγαλοπρέπεια περιγράφουν ο Όμηρος, αλλά και τα Αργοναυτικά έπη. Η ιστορική αρχαία Χερσούπολη (γνωστή από τον Μεσαίωνα ως Παλαιόπολη) που ξαφνικά κατστράφηκε από τους Γότθους του Τωτίλα το 550 μ.Χ. αποτελούσε πάντα ένα μυστήριο: που πήγαν οι θησαυροί και τα έργα τέχνης της; Ακόμη, κατά τη ρωμαϊκή εποχή και μέχρι και τον 16ο αιώνα, δεν ήταν λίγες οι αρχοντικές κατοικίες που, διάσπαρτες στην ύπαιθρο του νησιού καταστράφηκαν από πειρατικές επιδρομές και πολεμικές επιχειρήσεις και των οποίων τα μυστικά και τα πλούτη χάθηκαν κάτω από τα ερείπιά τους.
Πέραν όλων αυτών, βέβαια, υπάρχει και ο θρύλος της προίκας της Αγίας Κερκύρας. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση της Κέρκυρας, ο πατέρας της, «βασιλιάς» Κερκυλλίνος, μετανοιωμένος για το μαρτύριο της μοναχοκόρης του, Κερκύρας, έθαψε μαζί με το λείψανό της και την προίκα της, η οποία ήταν αντάξια μίας βασιλοπούλας. Αργότερα οι Χριστιανοί του νησιού οικοδόμησαν επάνω στον τάφο της αγίας έναν ναό, τον οποίο πολλοί ιστορικοί του παρελθόντος ταύτιζαν με τη γνωστή Βασιλική της Παλαιόπολης. Η ταύτιση αυτή υπάρχει και στη λαϊκή παράδοση, σύμφωνα με την οποία, κάτω από την αρχαία Βασιλική υπάρχουν κατακόμβες ή σπήλαιο, στο οποίο βρίκονται τόσο ο τάφος της Αγίας Κερκύρας, όσο και αμύθητοι θησαυροί[i].
Λίγες περιπτώσεις ανακάλυψης θησαυρών έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ενώ άλλες κυκλοφορούν ως φήμες. Οι περισσότερες από αυτές, βέβαια, έχουν να κάνουν με την ανακάλυψη σεντουκιών με ρεάλια και άλλα παλιά νομίσματα αξίας στη θάλασσα ή σε παραθαλάσσιες περιοχές. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι από νωρίς οι Κερκυραίοι προχωρούσαν και σε ανασκαφές προκειμένου να ανακαλύψουν κάποιον θησαυρό.
Μία τέτοια περίπτωση εντοπίσαμε σε ένα συμφωνητικό του 1542 από το Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας:

Συμφωνητικό για την αναζήτηση θησαυρού (16ος αι.)


Επειδή και του Αγίου Πνεύματος συνεργούντος βούλονται οι παρόντες, δηλαδή ο Ευγενής Μισέρ Τζουάν Αλοΐζος Έριτζος και κυρ Νικόλαος Μπόνας και κυρ Θεόδωρος Δεκάδιος, να δοκιμάσωσι να ανοίξωσι τίνα τόπον γης, ελπίζουσι να εύρωσι θησαυρόν, ο δε τόπος εστί του ειρημένου Νικολάου εις τα μέρη της Παλαιοπόλεως, ο δε ειρημένος Δεκάδιος έχει ελπίδα και θέλει να δείξη τον τόπον και του άνωθεν Αλοΐζου, δέχονται διά σύντροφον και βοηθόν διά άλλης χρείας εις τρόπον τοιώδε όποταν θέλη ευρεθή καλόν καλιώτερον, ευγένοντας πρώτον το δικαίωμα της Αυθεντίας και Ρεγγιμέντου, να ημοιράσωσι το υποληφθέν εις τρία μέρη αδελφικώς…
Μάρτυρες κυρ Νικόλαος Βατάτζης και κυρ Κουμής Σκούλης
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Μ 182, σ. 133r

Δυστυχώς, το παραπάνω συμφωνητικό δεν μας πληροφορεί για τη φύση του θησαυρού, ενώ στις πράξεις του νοταρίου που ακολουθούν δεν υπάρχει καμία που να αφορά την εύρεση και διανομή του θησαυρού, οπότε δεν είναι βέβαιο ότι πραγματικά βρέθηκε. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι υπήρχε νομοθεσία αντίστοιχη της σημερινής, η οποία διήπε την έυρεση θησαυρών στο υπέδαφος: η Πολιτεία λάμβανε μερίδιο, ενώ πιθανόν χορηγούσε και άδεια ανασκαφής, αν υποθέσουμε ότι αυτή ήταν η «άλλη χρεία» για την οποία ο αριστοκράτης και ιταλικής καταγωγής Τζουάν Αλοΐζος Έριτζος ήταν απαραίτητος ως σύντροφος.
Σχετικά με τη φύση του θησαυρού μπορούμε μόνο να διατυπώσουμε υποθέσεις: μπορεί να επρόκειτο για αρχαία ευρήματα, καθώς βρισκόταν στην Παλαιόπολη, ή για θησαυρό που θάφτηκε κατά την επιδρομή των Οθωμανών λίγα χρόνια νωρίτερα (1537), ο ιδιοκτήτης του οποίου είχε χαθεί κατά την επιδρομή.


_____________________

Σημειώσεις


[i] Εμπνευσμένος από τον θρύλο αυτόν, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης συνέγραψε «Το βιο της κυράς Κερκύρας».


(το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα)

16/6/09

The feudal system and the agrarian problem of Corfu – Part 1




Since Corfu came under the rule of western sovereigns, the feudal system was introduced, although with some variations.
First the Anjou dynasty, sovereigns of Sicily and S. Italy, introduced the French model of feudalism, with the exceptions of a series of aspects conjectured by the treaty with the Despotate of Epirus. They were followed by the Venetians who nevertheless were pledged by the Chrysobull of 1387, by which Corfu acceded to the Republic.
In any case, until the 15th century when a situation was established, we notice the effect of the formation of large possessions of land. Those possessions are sorted to three main categories: the “immediate” feuds, the “public” baronies and the lands of the Roman Catholic Archbishopric. The main difference in the character of these possessions was who had sovereignty over the inhabitants, mostly peasants of the feud. In the case of the “immediate” feuds the full authority belonged to the feudarch, while, in the other two categories it belonged to the state.
The fact that the above possessions were not cohesive, but on the contrary they were scattered along the island, and also the fact that their owners were annexing more and more lands, also scattered, led to the effect of the fragmentation of the cultivable lands of Corfu.
Irrespectively, though, of who was their sovereign, the peasants of Corfu were living under hard conditions. Those who were serfs under the authority of a lord had very small earnings, but also the free farmers, who cultivated their own or rented lands, had to face the rents, the capitations of the olive-presses and the payments to the lenders to whom they regularly turned when the harvest was small.
There was also another group of peasants, who either had not inherited land by their parents, or they had lost their land in some way. Those unfortunate people had to subordinate to a lord willingly, in order to survive from starvation.
In the text below we can see such a case:

Bond contract from Corfu (16th c.) (translation)

1674, 12th of August. In the court (the courtyard of the mansion) of the present Honest Senior Alexandros Kartanos (Quartano), [son] of the late Honest Marinos, in his mansion at Cothoniki, [agreed with Mr Konstantis Soukeras [son] of the late Mr Stathis, and he hired to him all his fields he possesses in the above region.... also and the garden, with all the trees inside it. Also and the olive trees at ... He also give him and the hut in order to stay inside with his family, with no burden (rent), and he also give him the old hut, if he, Soukeras, in any time should have the means to repair it, to live in it with no burden... With the bond of Mr Soukeras to bring two loads of firewood per week at the holidays to the house of Honest Kartanos in the town, from the lumber of the same Kartanos....
Before the witnesses Mr Zafiris Potamitis and Mr Giorgakis Kampisas.
Α.P.C., Notaries, V Γ 76, p. 333v

In the above text we can note the use of the term “rent” referring to the lands the Sinior Kartanos gave to Mr Soukeras, but the absence of any reference to a relevant sum, as well as the terms of the concession of the huts to Mr Soukeras, imply that we have to deal with a “παροικική σύμβαση”, a bond contract between a lord and his serf, the terms of which do not differ much from those of the byzantine ones.
Under the status of παροικία (serfdom), the receiver of the land had the right to live in the possessions of his lord, with no right to leave it. The difference with the “immediate” feuds was that the lord had no legal judicatory authority over his serf.


(the above article was written by Andreas Grammenos and was published at the newspaper "Η Κέρκυρα Σήμερα)

ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΑΙ Η ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΑΚΤΗ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟΥ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ.